Μάρκο Φαν Μπάστεν, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι του ποδοσφαίρου
Πρόλαβε και κατέκτησε τα πάντα μέχρι τα 29 του αλλά ο θεός του ποδοσφαίρου ήταν άδικος απέναντι σε ένα από τα τελειότερα δημιουργήματά του. Ο Βαγγέλης Σταματόπουλος γράφει για τον 50άρη πλέον (γεν. 31/10/1964) Μάρκο Φαν Μπάστεν που δίδαξε τη θέση του σέντερ φορ στις μεταγενέστερες γενιές.
Υπάρχουν οι σέντερ φορ που έχουν κάνει μεγάλη καριέρα λόγω της τρομερής ταχύτητάς τους ή της σπάνιας τεχνικής τους κατάρτισης, αυτοί που ήταν ασυναγώνιστοι στο ψηλό παιχνίδι, εκείνοι που είχαν απίστευτη όσφρηση του γκολ μέσα στη μεγάλη περιοχή, άλλοι πάλι επειδή είχαν θανατηφόρα σουτ και σκορπούσαν τον τρόμο στους αντίπαλους γκολκίπερ ακόμα και από μακρινή απόσταση.
Υπάρχουν όλοι αυτοί οι διαφορετικοί τύποι στράικερ από τη μία και από την άλλη ο Μάρκο Φαν Μπάστεν, ο ποδοσφαιριστής που γεννήθηκε... σέντερ φορ και για τον οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούσες να εντοπίσεις κάποιο ψεγάδι στον τρόπο παιχνιδιού του.
Γρήγορος στο σώμα και στη σκέψη, αέρινος, ντελικάτος, πρώτη επαφή με τη μπάλα εξαιρετική, παιχνίδι με πλάτη στο τέρμα, εκτελεστής από τους λίγους με το κεφάλι και ικανότητα να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα και με τα δύο πόδια και μάλιστα ακόμα και από τις πλέον δύσκολες θέσεις.
Όλο αυτό το ποδοσφαιρικό "πακέτο" διέθετε ο ιπτάμενος Ολλανδός που μεγαλούργησε στα ευρωπαϊκά γήπεδα τη δεκαετία του '80 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90 και που όσοι τον πρόλαβαν εν δράσει θα πρέπει να αισθάνονται τυχεροί και ευλογημένοι.
Άγιαξ, Μίλαν και εθνική Ολλανδίας ήταν οι τρεις μεγάλες ποδοσφαιρικές αγάπες της ζωής του και με όλες τους έζησε στιγμές μοναδικές και ανεπανάληπτες που θα τον σημαδεύουν μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Όπως μέχρι τα βαθιά του γεράματα θα τον σημαδεύει και η αμέτρητη αγάπη που εισέπραξε από το φίλαθλο κοινό αλλα και το πόσο άδοξο ήταν το φινάλε του, με τους ταλαιπωρημένους αστραγάλους να μην αντέχουν κάποια στιγμή τον πόνο από τα διαδοχικά χειρουργεία και να "δίνουν σήμα" πως στα 29 του χρόνια έπρεπε να πει: ΤΕΛΟΣ.
Ακόμα και έτσι όμως, ο Μάρκο Φαν Μπάστεν πρόλαβε να πάρει τόσους τίτλους και να ζήσει τέτοια μεγαλεία που οι περισσότεροι συνάδελφοί του θα δυσκολεύονταν να δουν ακόμα και στα όνειρά τους.
Σήμερα (31/10/14) η μεγάλη αυτή μορφή του ολλανδικού, ευρωπαϊκού και παγκοσμίου ποδοσφαίρου κλείνει 50 χρόνια ζωής και το Sport24.gr παρουσιάζει την παραμυθένια διαδρομή του. Από την καταξίωση στον Άγιαξ μέχρι το Euro της ζωής του και από τη dream team της Μίλαν ως τον αποχαιρετισμό με δάκρυα σε ένα κατάμεστο -αποκλειστικά για εκείνον- "San Siro".
Ο Μάρκο Φαν Μπάστεν γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1964 στην Ουτρέχτη και από πολύ μικρή ηλικία, 6 ετών, ξεκίνησε να παίζει για την τοπική EDO την οποία άφησε έναν χρόνο αργότερα για την μεγάλη ομάδα της γενέτειράς του, την Ουτρέχτη. Το πρώτο του παιδικό του όνειρο ήταν να γίνει επαγγελματίας γυμναστής ενώ η πρώτη του ποδοσφαιρική ανάμνηση ήταν ο αγώνας του Άγιαξ κόντρα στον Παναθηναϊκό τον Ιούνιο του 1971 που βρήκε τους Ολλανδούς να επικρατούν με 2-0 στο "Γουέμπλεϊ" και να κατακτούν το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ιστορία τους.
Και τι ανάμνηση ήταν αυτή: να βλέπει τον Άγιαξ που έφερε το "Total Football" στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με 11 ολοκληρωμένους παίκτες που δεν είχαν ουσιαστικά θέσεις μέσα στο γήπεδο αλλά μπορούσαν να παίξουν σε οποιαδήποτε θέση χρειαζόταν ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα και τον αγαπημένο του παίκτη Γιόχαν Κρόιφ να είναι ο μαέστρος που διηύθυνε υποδειγματικά μία τέλεια συγχρονισμένη συμφωνική ορχήστρα.
Στην ομάδα της Ουτρέχτης έμεινε μέχρι το 1980 ενώ μετά και το πέρασμά του για έναν χρόνο από την Έλινκγουικ, ήταν έτοιμος στα 17 του χρόνια να ανοίξει για πρώτη φορά τα φτερά του.
Οι ποδοσφαιρικοί σκάουτς του Άγιαξ είχαν εντοπίσει έναν παίκτη που έμοιαζε για εκείνη την εποχή ένα σπάνιο ακατέργαστο διαμάντι και εκείνος δέχτηκε να υπογράψει στον διάσημο σύλλογο του Άμστερνταμ έχοντας στο μυαλό του πως ο "Αίαντας" ήταν η ιδανική ομάδα για να βελτιώσει τις αδυναμίες του και να κάνει μία μεγάλη καριέρα.
Το ταλέντο άλλωστε ξεχείλιζε και αυτό το διαπίστωσε πολύ γρήγορα το προπονητικό τιμ στον Άγιαξ, με τον παίκτη να πραγματοποιεί το επίσημο ντεμπούτο του πριν καν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και να αποδεικνύει με το καλημέρα πως το τμήμα σκάουτινγκ είχε χτυπήσει φλέβα ατόφιου χρυσού.
Ήταν η 3η Απριλίου του 1982 όταν ο μυθικός Γιόχαν Κρόιφ άφηνε τον αγωνιστικό χώρο του "De Meer" και έδινε τη θέση του στον νεαρό Φαν Μπάστεν, με τον πιτσιρικά να αφήνει στην άκρη το δέος που ένιωθε για το γεγονός ότι έπαιρνε τη θέση του απόλυτου ποδοσφαιρικού του ειδώλου και να σκοράρει στο ντεμπούτο του, στο 5-0 απέναντι στη Ναϊμέγκεν. Ένα νέο αστέρι ανέτειλε, νέες χρυσές σελίδες δόξας για τον Άγιαξ ήταν έτοιμες να γραφτούν.
Το βάπτισμα του πυρός στον μεγάλο Άγιαξ έγινε ουσιαστικά για αυτόν τη σεζόν 1982-83 όπου παρά την επιβλητική παρουσία του τοπ σκόρερ των ευρωπαϊκών γηπέδων, Βιμ Κιφτ, απέδειξε και με το παραπάνω πως ήταν το "next best thing" της ολλανδικής ποδοσφαιρικής σχολής στη θέση του σέντερ φορ, πετυχαίνοντας 9 γκολ σε 20 ματς πρωταθλήματος.
Όταν δε ο Κιφτ άφηνε τους πρωταθλητές Ολλανδίας το καλοκαίρι του 1983 για να ζήσει την εμπειρία του ιταλικού πρωταθλήματος με τη φανέλα της Πίζα, οι άνθρωποι του συλλόγου ούτε πανικοβλήθηκαν, ούτε ενδιαφέρθηκαν για τη μεταγραφή κάποιου επιθετικού. Έβλεπαν στο πρόσωπο του Μάρκο Φαν Μπάστεν τον παίκτη που θα τους κρατούσε σε πρωταγωνιστικό επίπεδο και εκείνος όχι μόνο τους δικαίωσε αλλά έκανε όλη την Ευρώπη να παραμιλάει με τα κατορθώματά του.
Κανονιέρης από τους λίγους στην Ευρώπη
Ποιά ήταν αυτά; Πρώτος σκόρερ στο ολλανδικό πρωτάθλημα για τέσσερις διαδοχικές σεζόν, από το 1983-84 μέχρι το 1986-87, με 117 γκολ σε 112 ματς συνολικά (28, 22, 37 και 31 τα τέρματά του ανά σεζόν!), με την κορυφαία σεζόν στον Άγιαξ σε ατομικό επίπεδο να είναι αναντίρρητα η σεζόν 1985-86.
Ο ορισμός "μηχανή παραγωγής τερμάτων" είναι ο πιο... κοντινός σε αυτά που έκανε πάνω στο χορτάρι εκείνη την περίοδο, με τον Φαν Μπάστεν να σταματάει στα 37 γκολ σε 26 ματς πρωταθλήματος (έπαιξε επίσης ένα ματς Κυπέλλου και δύο ευρωπαϊκά εκείνη τη σεζόν που δεν μπόρεσε να βρει δίχτυα) και να κερδίζει πανηγυρικά το Χρυσό Παπούτσι για τον κορυφαίο σκόρερ όλων των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων.
Την επόμενη σεζόν, που έμελε να είναι και η τελευταία του με τα ερυθρόλευκα, πέτυχε κάτι που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ούτε και οι πιο αισιόδοξοι φίλοι του "Αίαντα": σκόραρε 43 φορές σε ισάριθμα ματς που έπαιξε σε όλες τις διοργανώσεις, με 6 από αυτά να είναι στο Κύπελλο Κυπελλούχων και το τελευταίο να είναι καθοριστικό.
Αυτό φυσικά ήταν να βγει εκτός ολλανδικών συνόρων και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε ένα δυσκολότερο πρωτάθλημα. Οι μνηστήρες ήταν φυσικα πολλοί όμως εκείνη που κατάφερε να τον κάνει δικό της και να αλλάξει παράληλα το ρου της δικής της ιστορίας ήταν η Μίλαν.
Έχοντας σώσει έναν χρόνο νωρίτερα (1986) την ομάδα από το χείλος της οικονομικής καταστροφής (ήταν έτοιμη να χρεοκοπήσει) ο νέος τότε παράγοντας στο χώρο του ιταλικού ποδοσφαίρου Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν αποφασισμένος στο ξεκίνημα της δεύτερης σεζόν του στους "ροσονέρι" να δημιουργήσει από το τίποτα έναν σύλλογο που θα γινόταν σημείο αναφοράς στην Ιταλία, στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Ο αστικός ιταλικός μύθος αναφέρει πως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι κάθησε με τον Αντριάνο Γκαλιάνι για να παρακολουθήσουν βιντεοκασέτες με υποψήφιους μεταγραφικούς στόχους το καλοκαίρι του 1987 και πάτησε "stop" στην κασέτα βλέποντας μερικές μόνο από τις "ζωγραφιές" του Μάρκο Φαν Μπάστεν.
Ικανοποιημένος από τα λίγα που είχε δει ο Μπερλουσκόνι ήταν πεπεισμένος πως ο Ολλανδός είχε στόφα μεγάλου παίκτη και έδωσε εντολή στον άμεσο συνεργάτη του Γκαλιάνι να τον αποκτήσει πάση θυσία. Και έτσι έγινε. Οι Μιλανέζοι έδωσαν 1,75 δις ιταλικές λιρέτες (περίπου 800.000 δολάρια εκείνη την εποχή) για να ντύσουν στα ροσονέρι τον "Κύκνο της Ουτρέχτης" και να πραγματοποιήσουν ουσιαστικά μία από τις πιο αποδοτικές μεταγραφές της ιστορίας τους, με την επόμενη εξαετία να είναι χρυσή τόσο για εκείνους όσο και για τον παίκτη.
Η πρώτη σεζόν βρήκε τον Μάρκο Φαν Μπάστεν να σκοράρει στο ντεμπούτο του κόντρα στην Πίζα (13 Σεπτεμβρίου 1987) όμως απείχε έτη φωτός από τις ονειρεμένες σεζόν του στον Άγιαξ. Χρειάστηκε να περάσει από χειρουργείο και να μείνει για έξι μήνες εκτός αγωνιστικής δράσης λόγω προβλήματος τραυματισμού στον αριστερό του αστράγαλο και το φινάλε τον βρήκε να μετράει μόλις 3 γκολ σε 11 παιχνίδια για τη Serie A. Το τρίτο του όμως γκολ σημειώθηκε στο ντέρμπι τίτλου κόντρα στη Νάπολι του Μαραντόνα, την 1η Μαΐου του 1988 στο "San Paolo", και ήταν από τα πλέον καθοριστικά για να πανηγυρίσει η Μίλαν το 11ο σκουντέτο της ιστορίας της και πρώτο μετά το 1979.
Μετά από αυτή την επιτυχία η ομάδα της Λομπαρδίας ετοιμαζόταν για ακόμα καλύτερες μέρες μιας που το καλοκαίρι του 1988 οι Φαν Μπάστεν και Γκούλιτ (μεταγραφή και εκείνος το 1987 από την Αϊντχόφεν) υποδέχτηκαν έναν ακόμα συμπατριώτη τους στο Μιλανέλο, τον (διωγμένο από τον Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ) Φρανκ Ράικαρντ για να συνθέσουν όλοι μαζί μία από τις διάσημες και επιτυχημένες ποδοσφαιρικές τριάδες όλων των εποχών.
Όλα αυτά όμως θα έπρεπε να περιμένουν λιγάκι καθώς εκείνο το καλοκαίρι ο Φαν Μπάστεν είχε το πρώτο μεγάλο του ραντεβού με την εθνική Ολλανδίας, στα γήπεδα της Γερμανίας για την τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Δύο χρόνια πριν είχε λάμψει στο Μουντιάλ του Μεξικού το άστρο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα που σε ηλικία 26 χρόνων είχε οδηγήσει την εθνική Αργεντινής στον δεύτερο παγκόσμιο τίτλο στην ιστορία της.
Kούπα η Ολλανδία με one-man-show
Στη Γερμανία ήταν η σειρά του Ολλανδού να ντυθεί... Μαραντόνα ο οποίος πήρε από το χέρι τους συμπατριώτες του και τους οδήγησε σε ηλικία μόλις 24 ετών σε μία επιτυχία που είναι ακόμα και σήμερα η μεγαλύτερη για το ολλανδικό ποδόσφαιρο σε εθνικό επίπεδο.
Και το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως όταν ξεκίνησε η διοργάνωση λογιζόταν ως αναπληρωματικός στην ομάδα των "οράνιε" έχοντας χάσει πολλά ματς μέσα στη σεζόν λόγω τραυματισμού. Μετά όμως από την αποκαρδιωτική εικόνα στην πρεμιέρα και την ήττα από την Σοβιετική Ένωση ο Ρίνους Μίχελς του έδωσε φανέλα βασικού και ήταν σαν να έβγαζε κρυφό άσο από το μανίκι του.
Κάνοντας ένα από τα καλύτερα ματς σε όλη την καριέρα του πέτυχε χατ-τρικ και έστειλε τους Άγγλους νωρίς-νωρίς στην πατρίδα τους, με την Ολλανδία να συνεχίζει στη διοργάνωση και τον ίδιο να μετατρέπεται σταδιακά κάτι σε εθνικό ήρωα στη χώρα της τουλίπας.
Απέναντι στην ίδια ομάδα η Ολλανδία είχε χάσει με κάτω τα χέρια στην πρεμιέρα, ωστόσο υπήρχει μία ειδοποιός διαφορά σε σύγκριση με εκείνο το ματς που λεγόταν Φαν Μπάστεν.
Το συγκρότημα του Ρίνους Μίχελς ήταν αυτή τη φορά πιο διαβασμένο και αφού πρώτα άνοιξε το σκορ με εντυπωσιακή κεφαλιά του Γκούλιτ στο 32ο λεπτό, στο 54ο ήταν η σειρά του Φαν Μπάστεν να αποτελειώσει τους παίκτες του Βαλερί Λομπανόφσκι με το ομορφότερο ίσως τέρμα που έχει σημειωθεί ποτέ σε τελικό ποδοσφαιρικής διοργάνωσης.
Ο Βαν Τίγκελεν έβγαλε εξαιρετικά την Ολλανδία στην κόντρα και τροφοδότησε αριστερά του τον Μιούρεν, εκείνος έβγαλε τη σέντρα αλλά έδωσε μεγάλο ύψος στη μπάλα, όμως την ώρα που οι περισσότεροι πίστευαν πως επρόκειτο για μία χαμένη φάση, ο αψεγάδιαστος Ολλανδός σέντερ φορ έδειξε πως στο ποδόσφαιρο τίποτα δεν είναι απίθανο αρκεί να είσαι ο Μάρκο Φαν Μπάστεν.
Ακολούθησε την πορεία της μπάλας και με ένα αριστουργηματικό δεξί διαγώνιο σουτ πάνω στην κίνηση , κοντά στη γραμμή του άουτ, την έστειλε να περάσει πάνω από τον Ντασάεφ και να ξετινάξει τα δίχτυα του.
Εμπνευσμένος από το έργο τέχνης του συμπαίκτη του, ο Φαν Μπρόκελεν είπε όχι λίγη ώρα αργότερα σε εκτέλεση πέναλτι του Μπελάνοφ που θα ξαναέβαζε την Σοβιετική Ένωση στο παιχνίδι και το πρώτο τρόπαιο της εθνικής Ολλανδίας ήταν γεγονός.
Ήταν το τέλειο καλοκαίρι για τον Φαν Μπάστεν. Χατ-τρικ με τους Άγγλους, νικητήριο γκολ στο παρά... δύο με τους Δυτικογερμανούς, γκολάρα στον τελικό, πρώτος σκόρερ με 5 γκολ και καλύτερος παίκτης του τουρνουά.
Λίγους μήνες αργότερα έγραψε ιστορία καθώς του απονεμήθηκε από τo France Football το βραβείο της Χρυσής Μπάλας και από τη FIFA αυτό του κορυφαίου ποδοσφαριστή στον κόσμο, και ήταν πλέον η σειρά της Μίλαν να εκτοξευτεί μέσα από τη συνεργασία της μαζί του.
Και η αλήθεια είναι πως ακόμα και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι που τον "ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά" δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε στο σύλλογο. Τα πρώτα σημάδια πως η Μίλαν είχε αλλάξει επίπεδο φάνηκαν από τη σεζόν 1988-89, με την ολλανδική "αγία τριάδα" να έχει πάρει τη μπαγκέτα και την ομάδα του Αρίγκο Σάκι να μαγεύει με τις εμφανίσεις της εντός γηπέδων.
Κορυφαίος μέσα σε μία τέλεια ομάδα
Ο Φαν Μπάστεν σκόραρε 19 γκολ στο πρωτάθλημα και 32 σε όλες τις διοργανώσεις ενώ με τα δύο τέρματα που σημείωσε στον τελικό του Πρωταθλητριών κόντρα στη Στεάουα (τα άλλα δύο ο Γκούλιτ), στο εκκωφαντικό 4-0 στο "Camp Nou", οδήγησε τη Μίλαν στην κατάκτηση του τροπαίου για πρώτη φορά μετά το 1969 και έκανε περισσότερους από 80.000 οπαδούς των "ροσονέρι" να παραληρούν στις εξέδρες του γηπέδου της Μπαρτσελόνα. Ούτε ο Ντουκαντάμ -ο εθνικός ήρωας της Στεάουα στον τελικό του 1986 με τις τέσσερις αποκρούσεις πέναλτι κόντρα στη Μπαρτσελόνα- θα μπορούσε να σταματήσει αυτή την τέλεια ομάδα εκείνη τη βραδιά...
Μετά το Πρωταθλητριών, πρόσθεσε μέσα σε μερικούς μήνες στη συλλογή του τόσο το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ όσο και το Διηπειρωτικό Κύπελλο ενώ για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το France Football του έδωσε το βραβείο της Χρυσής Μπάλας για τον κορυφαίο Ευρωπαίο της χρονιάς
"Τώρα που είμαι και εγώ προπονητής καταλαβαίνω καλύτερα τον Σάκι, για ποιο λόγο ήταν φανατικός, ήθελε να κάνουμε τα πάντα στο μάξιμουμ και η δουλειά του μαζί του ήταν σκληρή και δύσκολη.
Με αυτό τον τρόπο όμως μας βοήθησε πάρα πολύ να παίξουμε καλά και μας βοήθησε να παίρνουμε νίκες που είναι και αυτό που μετράει. Ως ποδοσφαιριστής θέλεις να πάντα να κερδίζεις και να έχεις επιτυχίες και εμείς ήμασταν νικητές και είχαμε επιτυχίες σε όλο τον κόσμο, κάτι που σημαίνει πως εάν ένας προπονητής είναι ικανός να το κάνει αυτό, σημαίνει πως το κάνει καλά", δήλωσε το 2013 σε συνέντευξή του στην ιταλική τηλεόραση ο Φαν Μπάστεν, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά πως ναι μεν ο Σάκι ήταν ένας... τύρρανος στα αποδυτήρια αλλά ήταν ταυτόχρονα και νικητής.
Αυτό βέβαια δεν μπορούσε να το δει ως ποδοσφαιριστής τότε, με την θέση του Σάκι πως "η ομάδα είναι τα πάντα και τα ατομικά ταλέντα πρέπει να δουλέψουν για το σύνολο" να είναι μή διαπραγματεύσιμη και έτσι τις δύο ισχυρές αυτές προσωπικότητες των αποδυτηριών να έρχονται σε ρήξη.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Αρίγκο Σάκι να δώσει τη θέση του στον πάγκο στον Φάμπιο Καπέλο και με εκείνον στο τιμόνι ο Ολλανδός χαρισματικός στράικερ να απογειώνεται και πάλι προς τέρψη της διοίκησης αλλά και των οπαδών. Η πείνα του για τίτλους ήταν τεράστια και αυτό φάνηκε από τα 25 γκολ του σε 31 ματς (!) που του χάρισαν τον τίτλο του capocannoniere τη σεζόν 1991-92, με τη Μίλαν να κόβει μάλιστα πρώτη το νήμα και να πανηγυρίζει αήττητη τον τίτλο (το εκπληκτικό αυτό αήττητο σερί έφτασε τα 58 ματς πρωταθλήματος).
Αυτό επιβεβαιώθηκε άλλωστε με το ξεκίνημα της σεζόν 1992-93 που βρήκε τον Φαν Μπάστεν να βομβαρδίζει τα αντίπαλα δίχτυα με κάθε δυνατό τρόπο. Τρία γκολ στην Πεσκάρα, δύο στη Φιορεντίνα, δύο στη Λάτσιο και τέσσερα στη Νάπολι είχε το "μενού" που σέρβιρε στους δύσμοιρους αντιπάλους του ο μπόμπερ που ήξερε να εκτελεί με 1000+1 τρόπους.
Τα προηγούμενα γκολ ήταν μάλιστα το "ορεκτικό" μπροστά στο κυρίως πιάτο που σέρβιρε στις 25 Νοεμβρίου 1992 για τη φάση των ομίλων του Champions League. Αντίπαλος της ομάδας του Καπέλο ήταν η πρωταθλήτρια Σουηδίας Γκέτεμποργκ, με τον Φαν Μπάστεν να παραδίδει ταχύρυθμα μαθήματα για το πώς πρέπει να είναι ο σύγχρονος και μοντέρνος φορ.
Άνοιξε το σκορ στο 34' με πλασέ την ώρα που έπεφτε στο έδαφος από μαρκάρισμα αντιπάλου, διπλασίασε τα τέρματα της ομάδας του στο 53' με εκτέλεση πέναλτι, στο 61' σκόραρε με απίστευτο βολ πλανέ ένα από τα θεαματικότερα γκολ στην ιστορία του Champions League ενώ ένα λεπτό αργότερα πέρασε και τον Τόμας Ραβέλι για να κάνει το 4-0 και να υποχρεώσει όλους τους θεατές να σηκωθούν όρθιοι και να του χαρίσουν ένα συγκλονιστικό standing ovation.
Στα χρόνια μάλιστα που ακολούθησαν ελάχιστοι ήταν αυτοί που μπόρεσαν να επαναλάβουν το επίτευγμά του, σκοράροντας 4 φορές σε έναν αγώνα για την κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση, και μόνο ο Λιονέλ Μέσι μπόρεσε να τον ξεπεράσει με τα πέντε γκολ του στη Μπάγερ Λεβερκούζεν τη σεζόν 2011-12.
Έναν μήνα αργότερα ήρθαν νέα ευχάριστα νέα για τον Ολλανδό, καθώς στα 28 του χρόνια κατακτούσε για τρίτη φορά το βραβείο της Χρυσής Μπάλας (τρίτος κατά σειρά παίκτης μετά τους Κρόιφ και Πλατινί που έφτανε τις 3 κατακτήσεις) και για δεύτερη φορα αυτό το κορυφαίου παίκτη στον κόσμο που έδινε η FIFA.
"Το να κατακτάς τρεις Χρυσές Μπάλες δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλούς, σημαίνει πως ο κόσμος του ποδοσφαίρου σε επιλέγει και εσύ οφείλεις να τους ευχαριστήσεις όλους. Είναι κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, μένει γραμμένο στα βιβλία.
Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καθένας μας είναι μέλος μίας ομάδας επειδή εσύ μπορεί να είσαι παίκτης που κάνει τη διαφορά και που κάνει πιο όμορφα τα πράγματα αλλά μόνος σου δεν θα έκανες κάτι. Είναι σημαντικό να καταλάβεις ότι είναι η ομάδα που σου δίνει τη δυνατότητα να εκφραστείς με τον καλύτερο τρόπο.
Η πρώτη Χρυσή Μπάλα ήταν για μένα, τη δεύτερη την έδωσα στον πατέρα μου και την τρίτη στον Μπερλουσκόνι, στην ομάδα και στη διοίκηση επειδή είναι η Μίλαν αυτή που μου έδωσε την ευκαιρία να δείξω τον καλύτερο εαυτό μου", δηλώνει ο Φαν Μπάστεν, αποδεικνύοντας πως είναι ο ορισμός του αντί-σταρ.
Τραυματισμοί: η μόνη μάχη που έχασε
Οι τίτλοι αυτοί ήταν ουσιαστικά ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να είχε ονειρευτεί ο ίδιος παίκτης λίγο πριν έρθουν τόσο απότομα και άδοξα οι τίτλοι τέλους σε μία απίστευτη καριέρα.
Οι αφόρητοι πόνοι στον αστράγαλο δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και τον ανάγκασαν να περνάει αρκετά συχνά την πόρτα του χειρουργείου, με τον Φαν Μπάστεν να αγωνίζεται και να σκοράρει για τελευταία φορά σε ματς πρωταθλήματος κόντρα στην Ανκόνα στις 9 Μαΐου 1993 πριν υποβληθεί στην τέταρτη συνολικά επέμβαση κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Αυτή ήταν και η τελευταία ουσιαστικά, με τον Φαν Μπάστεν να σφίγγει τα δόντια και να δηλώνει παρών για τη Μίλαν στον χαμένο τελικό του Champions League του 1993 κόντρα στη Μαρσέιγ (στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου που είχε γευτεί πέντε χρόνια πριν το νέκταρ από την κατάκτηση του Euro με την Ολλανδία) και έκτοτε να μην καταφέρνει ποτέ να επιστρέψει στα γήπεδα.
Η τελευταία ποδοσφαιρική παράσταση του "ιπτάμενου Ολλανδού" μπροστά στο κοινό της Μίλαν που τον λάτρεψε σαν επίγειο Θεό και πίνει νερό στο όνομά του ακόμα και σήμερα (ελπίζοντας κάποια ημέρα να ξαναβρεθεί ένας τέτοιος παίκτης σαν και αυτόν για να κοσμήσει τη γραμμή κρούσης της) δόθηκε στις 18 Αυγούστου του 1995.
Σε φιλική αναμέτρηση με τη Γιουβέντους στο πλαίσιο του "Trofeo Berlusconi" περισσότεροι από 80.000 τιφόζι των "ροσονέρι" γέμισαν ασφυκτικά την ποδοσφαιρική σκάλα του Μιλάνου για να απολαύσουν, να χαιρετήσουν, να χειροκροτήσουν και να ευχαριστήσουν τον καλύτερο Ευρωπαίο άσο των τελευταίων χρόνων, με τη συγκίνηση να ξεχειλίζει από όλες τις πλευρές.
"Το ποδόσφαιρο έχασε τον δικό του Λεονάρντο ντα Βίντσι", ήταν η ατάκα του Αντριάνο Γκαλιάνι για τον Μάρκο Φαν Μπάστεν η οποία πέρασε στην ποδοσφαιρική αθανασία.
Όσο για τον τελευταίο προπονητής του στους Μιλανέζους Φάμπιο Καπέλο, σχολίασε την επώδυνη απόφαση του Φαν Μπάστεν να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούσια λέγοντας:
"Ο Μάρκο ήταν ο καλύτερος επιθετικός που έχω προπονήσει. Η πρόωρη αποχώρησή του ήταν ένα θανάσιμο χτύπημα για τον ίδιο, το ποδόσφαιρο και τη Μίλαν".
To τεράστιο πλήγμα για τη Μίλαν από την συνταξιοδότηση του Φαν Μπάστεν το είχε αντιληφθεί και ο τελευταίος φίλαθλος στη γειτονική χώρα, με τον τίτλο στο πρωτοσέλιδο της "Gazzetta dello Sport" την επομένη του αγώνα να αφουγκράζεται την ανησυχία των μιλανίστι: "Πού θα βρούμε κάποιον άλλον όπως αυτός;", ήταν το... βασανιστικό ερώτημα.
Σε εκείνο το ματς προς τιμήν του ο "Άγιος Μάρκο" είπε το δικό του... arrivederci στη Μίλαν με την οποία πανηγύρισε 16 τίτλους (201 συμμετοχές - 124 γκολ) και με την οποία έκανε πολύ κόσμο να αγαπήσει τη συγκεκριμένη ομάδα και ο γύρος του "San Siro" που έκανε είναι σίγουρα μία από τις πιο "δυνατές" στιγμές στην ιστορία των Μιλανέζων .
"Μπορείς να δεις το ποτήρι είτε μισογεμάτο είτε μισοάδειο, εξαρτάται από ποια οπτική γωνία το βλέπεις. Στα πρώτα χρόνια το έβλεπα πάντα μισοάδειο επειδή ήθελα να κάνω πολύ περισσότερα, ήθελα να κερδίσω ακόμα περισσότερους τίτλους, ήθελα να γίνω ένας ακόμα σημαντικότερος ποδοσφαιριστής. Όμως μετά καταλαβαίνεις πως η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Ήμουν αναγκασμένος να σταματήσω, σταμάτησα και αυτό είναι όλο. Και έπειτα αντιμετώπισα την ίδια κατάσταση με διαφορετικό τρόπο επειδή έζησα μεγάλες στιγμές, κερδίσαμε τόσα πολλά, είχα τόση επιτυχία, κέρδισα πολλά. Θυμάμαι το γεμάτο San Siro με κόσμο που χειροκροτούσε και αυτές ήταν πολύ όμορφες στιγμές" , έχει δηλώσει σε συνέντευξή του αναφορικά με την κατάρα των τραυματισμών που υπαγόρευσε το τέλος της καριέρας του στα 29 του χρόνια, με τον 50χρονο πλέον Ολλανδό να καταθέτει μάλιστα και μία αρκετά ρηξικέλευθη πρόταση στο τραπέζι προκειμένου οι παίκτες να είναι περισσότερο προστατευμένοι από τα σκληρά μαρκαρίσματα και να μην έχουν ουσιαστικά τη δική του ατυχία.
"Αυτό που θα ήθελα να δω είναι ένα σύστημα τιμωρίας παρόμοιο με το σύστημα που ισχύει στο μπάσκετ. Οι κίτρινες και οι κόκκινες κάρτες δεν επαρκούν πλέον. Οι αμυντικοί στις ημέρες ξέρουν να κάνουν πολύ πονηρά τα φάουλ. Εάν αυτός που κάνει τάκλιν δέχεται μία υποτιθέμενη προειδοποίηση για κάθε φάουλ γίνεται πιο προσεκτικός και αυτόματα ο επιθετικός έχει περισσότερο ελεύθερο χώρο στη διάθεσή του για να κινηθεί.
Η ιδέα μου είναι πως κάθε παίκτης που συγκεντρώνει πέντε προειδοποιήσεις πρέπει να γίνεται αλλαγή και αν σε μία ομάδα υπάρχουν τρεις παίκτες που συγκεντρώσουν από 5 προειδοποιήσεις, η ομάδα αυτή θα πρέπει να συνεχίσει με 10 παίκτες. Νομίζω ότι αυτό το μέτρο θα είναι αποτελεσματικό".
Το πόσο πολύ στοίχισε στον Φαν Μπάστεν το φινάλε της καριέρας του, ένα φινάλε που δεν το διάλεξε ο ίδιος αλλά που δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί στοικά, φάνηκε από την συνειδητή "εξαφάνισή" του από το προσκήνιο για επτά ολόκληρα χρόνια, από το 1996 μέχρι το 2003!
Κανείς δεν γνώριζε αν ο άλλοτε αέρινος φορ θα ασχολούταν με την προπονητική γιατί πολύ απλά ήταν κάτι που ούτε ο ίδιος μπορούσε να αποφασίσει.
"Δεν μπορούσα να παρακολουθώ ποδόσφαιρο. Με πλήγωνε να βλέπω παίκτες όπως ο Μαλντίνι και ο Κοστακούρτα να παίζουν για τη Μίλαν επειδή -αναλογιζόμενος την ηλικία μου- θα μπορούσα να ήμουν και εγώ μαζί τους στο γήπεδο.
Αυτό ήταν κάτι πολύ δύσκολο για μένα να το αντέξω. Ένιωθα ότι δεν είχε τελειώσει για μένα, είχε την αίσθηση ότι κάτι είχε απομείνει ανολοκλήρωτο", έχει περιγράψει εκείνη την επταετία της... αποχής του από τα ποδοσφαιρικά κοινά ο Ολλανδός, ο οποίος τελικά το πήρε απόφαση να βάλει... κοστούμι το 2003 αναλαμβάνοντας καθήκοντα βοηθού προπονητή στην ομάδα Νέων του Άγιαξ.
Εκεί έμεινε για έναν χρόνο καθώς τον Ιούλιο του 2004, λίγους μήνες πριν κλείσει τα 40 του χρόνια, αποδέχτηκε την υπέρτατη τιμή αλλά και πρόκληση: να κοουτσάρει την αγαπημένη του εθνική Ολλανδίας, την οποία ως παίκτης είχε τιμήσει και το παραπάνω για εννέα χρόνια με 24 γκολ σε 58 συμμετοχές.
Ο Φαν Μπάστεν δέχτηκε μάλιστα τα βέλη από τον Τύπο της χώρας γιατί σε εκείνο το ματς άφησε εκτός τον Φαν Νίστελροϊ των 28 τερμάτων προτιμώντας στη θέση του τον Κάουτ, μία επιλογή που τον άφησε ωστόσο εκτεθειμένο μιάς που ο Κάουτ ήταν άσφαιρος σε όλη τη διοργάνωση.
Δύο χρόνια αργότερα, βρέθηκε στο ίδιο έργο θεατής. Οι "οράνιε" ήταν εντυπωσιακοί στη φάση των ομίλων όπου συνέτριψαν Ιταλούς, Γάλλους και Ρουμάνους, όμως στον νοκ-άουτ προημιτελικό με τη Ρωσία του (συμπατριώτη του) Γκους Χίντινκ, ήρθε το... βραχυκύκλωμα και ο αποκλεισμός στην παράταση.
Το ματς αυτό αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του στον πάγκο της Ολλανδίας και η συνέχεια τον βρήκε απέναντι σε μία εξίσου μεγάλη πρόκληση, να αναλάβει τις τύχες της πρώτης ομάδας του Άγιαξ, της ομάδας με την οποία είχε κάνει το ξεπέταγμά του στα ευρωπαϊκά γήπεδα.
Το στοίχημα ήταν μεγάλο, δυστυχώς όμως για τον ίδιο αλλά και των αμέτρητων οπαδών του σε κάθε γωνιά της γης, δεν κερδήθηκε. Η σεζόν 2008-09 ξεκίνησε με όνειρα και φιλοδοξίες για τον Άγιαξ αλλά το τέλος τον βρήκε στην 3η θέση και εκτός Champions League, γεγονός που ώθησε τον Φαν Μπάστεν να υποβάλλει χωρίς δεύτερη σκέψη την παραίτησή του.
"Ίσως δεν είμαι αρκετά καλός", είχε πει τότε κατά τη διάρκεια της αποχαιρετιστήριας συνέντευξής του, φράση που ακούγεται μάλιστα τόσο οξύμωρη όταν προέρχεται από έναν άνθρωπο που ως ποδοσφαιριστής είχε ελάχιστες βραδιές στην καριέρα του που να μην ήταν καλός.
Τα επόμενα χρόνια το όνομά του συνδέθηκε αρκετές φορές με την μεγάλη ποδοσφαιρική του αγάπη εκτός Ολλανδίας, τη Μίλαν, ειδικά κάθε φορά που ο εκάστοτε προπονητής της (Λεονάρντο, Αλέγκρι) αντιμετώπιζε τη δαμόκλεια σπάθη της απόλυσης από τον Μπερλουσκόνι, όμως παρότι ο κόσμος ήταν πάντα θετικός στο ενδεχόμενο πρόσληψής του ο ίδιος ήταν κατηγορηματικός: "Δεν είμαι ακόμα έτοιμος για μία τέτοια δουλειά".
Τη διετία 2012-14 ήταν στο κουμάντο της Χέρενφεν με την οποία πλασαρίστηκε στην 8η θέση το 2013 και στην 5η το 2014, για να μεταπηδήσει το περασμένο καλοκαίρι στην Άλκμααρ.
Η απώλεια ωστόσο του πατέρα του τον Ιούλιο δεν άφησε ανεπηρέαστο τον θρύλο του ολλανδικού ποδοσφαίρου, με καρδιακά προβλήματα να κάνουν την εμφάνισή τους από την καλοκαιρινή προετοιμασία και να τον οδηγούν τελικά πριν από έναν μήνα στην απόφαση να αφήσει τη θέση του πρώτου προπονητή.
Τα λόγια άλλωστε του μεγάλου Αρίκο Σάκι για τον Μάρκο Φαν Μπάστεν -σε συνέντευξή του στην ολλανδική ιστοσελίδα Voetbal International με αφορμή τα αποψινά 50α γενέθλιά του- μαρτυρούν με τον πλέον ανάγλυφο και παραστατικό τρόπο το πόσο ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει στο πάνθεον των κορυφαίων.
"Ο Μάρκο Φαν Μπάστεν παραμένει για μένα ο καλύτερος επιθετικός όλων των εποχών. Κανείς άλλος φορ δεν δούλεψε τόσο πολύ για την ομάδα όσο ο Μάρκο για τη Μίλαν. Τον θυμάμαι πάνω απ'όλα για την κομψότητά του, τη χάρη του και την εκπληκτική ποιότητά του. Θυμάμαι καλά την εποχή που ήρθε στη Μίλαν: ήταν πολύ νέος με σπουδαίο ταλέντο. Ήταν μία μεγάλη αλλαγή για εκείνον και τον Ρουντ Γκούλιτ να έρχονται στην Ιταλία από την Ολλανδία. Ο Μάρκο ήταν πολύ ενθουσιασμένος, αλλά δυστυχώς έπαιξε πολύ λίγο στην πρώτη του σεζόν λόγω τραυματισμού στον αστράγαλο.
Τα επόμενα χρόνια όμως κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα τρεις φορές και εξακολουθώ να είμαι τόσο υπερήφανος για αυτό. Ο Φαν Μπάστεν είχε μεγάλη επιρροή στην πρώτη μου περιπέτεια στη Μίλαν χάρη στα γκολ του. Μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι η Μίλαν στα τέλη της δεκαετίας του '80 ήταν μία από τις πιο αξιοθαύμαστες ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου..."
Δεν είναι όμως μόνο ο Σάκι που αποθεώνει τον "κύκνο από την Ουτρέχτη", καθώς με αφορμή τον μισό αιώνα ζωής που συμπληρώνει απόψε ο Φαν Μπάστεν, δέχτηκε μέσω της Gazzetta dello Sport τις ευχές των ανθρώπων της Μίλαν.
"Είναι ο ποδοσφαιριστής που με έχει συγκινήσει περισσότερο από τον καθένα στην ιστορία μου στη Μίλαν", δήλωσε ο Αντριάνο Γκαλιάνι ενώ ο γενικός διευθυντής των "ροσονέρι", Αριέντο Μπράιντα, υπογράμμισε: "Είναι ο πιο αγαπητός παίκτης από τους πραγματικούς λάτρεις του ποδοσφαίρου, ακόμα και αυτούς που δεν είναι Μίλαν. Για αυτόν υπάρχει μόνο μία λέξη: μαγεία".
ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΞ
➜ 3 πρωταθλήματα Ολλανδίας (1981-82, 1982-83, 1984-85)
➜ 3 Κύπελλα Ολλανδίας (1982-83, 1985-86, 1986-87)
➜ 1 Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1986-87
ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ ΤΗΣ ΜΙΛΑΝ
➜ 3 πρωταθλήματα Ιταλίας (1987-88, 1991-92, 1992-93)
➜ 4 Σούπερ Καπ Ιταλίας (1988, 1992, 1993, 1994)
➜ 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών (1988-89, 1989-90)
➜ 2 Σούπερ Καπ Ευρώπης (1989, 1990)
➜ 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα (1989, 1990)
ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ
➜ 1 Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1988
ΟΙ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
✔ Τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ στην Eredivisie: 1983-84, 1984-85, 1985-86, 1986-87
✔Ασημένιο Παπούτσι: 1983-84
✔ Ποδοσφαιριστής της χρονιάς στην Ολλανδία: 1984-85
✔ Χρυσό Παπούτσι: 1985-86
✔ Καλύτερος παίκτης της χρονιάς για την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικούς του Ποδοσφαίρου: 1988, 1989, 1990
✔ Καλύτερος παίκτης της χρονιάς για το περιοδικό World Soccer: 1988, 1992
✔ Euro 1988: Κορυφαίος παίκτης του τουρνουά και πρώτος σκόρερ με 5 τέρματα
✔ Μέλος της καλύτερης ενδεκάδας σε τελική φάση Euro: 1988, 1992
✔ Χρυσή Μπάλα: 1988, 1989, 1992
✔ Ποδοσφαιριστής της χρονιάς στην Ευρώπη: 1989, 1990, 1992
✔ Πρώτος σκόρερ στη Serie A: 1989-90, 1991-92
✔ Πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1989
✔ Ποδοσφαιριστής της χρονιάς στον κόσμο: 1992
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
✔ Το 1999 τερμάτισε στην 6η θέση στη διαδικτυακή ψηφοφορία που διενήργησε η FIFA για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του 20ου αιώνα, στην 10η θέση στην ψηφοφορία που διενήργησε η IFFHS για τον κορυφαίο παίκτη στην Ευρώπη και στην 12η για τον κορυφαίο παίκτη στον κόσμο.
✔ Τερμάτισε επίσης 8ος σε ψηφοφορία που διοργάνωσε το περιοδικό France Football όπου πρώην κάτοχοι της Χρυσής Μπάλας κλήθηκαν να επιλέξουν τον καλύερο ποδοσφαιριστή του προηγούμενου αιώνα
✔ Το 2004 ήταν στη λίστα του Πελέ με τους 100 καλύτερους παίκτες στον κόσμο που βρίσκονται εν ζωή.
✔ Σε ψηφοφορία που έγινε στην πατρίδα του το 2004 για τους 100 σημαντικότερους Ολλανδούς ανθρώπους, ο Φαν Μπάστεν κατετάγη 25ος και 2ος όσον αφορά στους ποδοσφαιριστές, πίσω μόνο από τον Γιόχαν Κρόιφ.
✔ Το 2007, το αγγλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Sky Sports τοποθέτησε τον Φαν Μπάστεν στην κορυφή της λίστας με τους σπουδαίους αθλητές που είδαν την καριέρα τους να σταματάει πρόωρα.