Ίσως τότε να γίνουμε σαν τον Σίμτσακ
Σίμτσακ, Πρίφτης, Κόλισον και ο... αρθρογράφος Καλλινικίδης. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αποθεώνει τους απανταχού ρολίστες, υπογραμμίζει την ηγετικότητα (ακριβώς) του Σίμτσακ και καταλήγει: "από στρατηγούς χορτάσαμε, στρατιώτες θέλουμε".
Βλέποντας τον Βασίλη Σίμτσακ να πετυχαίνει ρεκόρ καριέρας (22 πόντοι, 10 ριμπάουντ) και τον Δημήτρη Πρίφτη να τον αποθεώνει μετά το ματς με μοναδικό τρόπο , σκέφτηκα ότι ήθελα να γράψω για αυτό. Αφενός γιατί έχω μια εκ φύσεως συμπάθεια στους ρολίστες και αφετέρου διότι το θεωρώ σημαντικότερο και από τους ίδιους τους τελικούς. Η μανία μας ως λαός να κοιτάμε μόνο τη βιτρίνα, με κουράζει για να είμαι ειλικρινής.
Αυτό είναι πιο σημαντικό. Με το που ξεκίνησα να γράφω, όμως, πήγα να σταματήσω διότι ο Αβραάμ Καλλινικίδης έγραψε - μέσα σε 140 χαρακτήρες μάλιστα - ό,τι καλύτερο μπορεί να γραφτεί για την περίσταση:
Μόνο σε ένα σημείο διαφωνώ. Ότι είναι εύκολο ή απλό να γίνεις σαν τον Σίμτσακ. Δεν είναι. Θέλει αρετές που δεν συναντάμε εύκολα: όπως αυτογνωσία και αλτρουισμός. "Καταλαβαίνω το ρόλο μου, τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω" έχει δώσει στο παρελθόν τη δική του εξήγηση ο συγκεκριμένος παίκτης. Και περνάει στο παρασύνθημα: "δεν με νοιάζει ν σκοράρω". Το μόνο που το νοιάζει είναι η νίκη της ομάδας. Μέσα από αυτή πετυχαίνει κι ο ίδιος. Συλλογικότητα! Άγνωστη λέξη για την εποχή μας.
Μου θυμίζει την περίπτωση του Νικ Κόλισον που είχε γράψει (κυριολεκτικά) το εγχειρίδιο του ρολίστα , αναφέροντας ότι "γίνεσαι παραγωγικός όταν κάνεις θετικά πράγματα που αναγκάζουν τον προπονητή σου να σε κρατάει στο παρκέ". Και συνεχίζει: "Σίγουρα, όλη σου την καριέρα προπονείσαι για να βελτιώσεις το επιθετικό σου παιχνίδι, αλλά ξαφνικά δεν έχεις τέτοιες ευκαιρίες στο παιχνίδι. Κάνεις χιλιάδες σουτ το καλοκαίρι και δουλεύεις πριν και μετά τις προπονήσεις, αν και μπορεί να περάσουν βδομάδες μέχρι να κάνεις ένα σουτ σε παιχνίδι. Δεν πρέπει, όμως, αυτό να σε επηρεάσει, επειδή υπάρχουν πολλά άλλα που μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις την ομάδα σου να κερδίσει. Αν γίνεις καλός σε τομείς όπως τα σκριν, η pick-n-roll άμυνα, η επικοινωνία, το box-out κι οι αμυντικές περιστροφές μπορείς να βοηθήσεις πολύ την ομάδα σου να κερδίσει. Αν αυτά τα κομμάτια του παιχνιδιού γίνουν συνήθεια και τα βελτιώνεις συνεχώς, τότε θα είσαι πολύτιμος και θα κάνεις μια μεγάλη καριέρα.
Πολλοί παίκτες δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν αυτά τα πράγματα, γιατί απλά δεν βλέπουν την αξία τους. Κάποιοι το αντιμετωπίζουν ως θυσία στο δικό τους παιχνίδι για το γενικότερο καλό. Αυτό είναι σωστό σε μια προέκταση, αλλά σίγουρα δεν θα παίζεις κατά αυτόν τον τρόπο γιατί είσαι καλό παιδί και σου αρέσει να αφήσεις τους άλλους να παίρνουν τη δόξα. Το κάνεις επειδή θέλεις να κερδίζεις, το κάνεις για να γίνεις μέλος μιας πρωταθλήτριας ομάδας και το κάνεις γιατί θέλεις να γίνεις πολύτιμος".
Και ο Σίμτσακ ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Πρώτα θα κάνει φάουλ και μετά θα ζητήσει εξηγήσεις. Ο παίκτης που θα μπει μέσα και θα κάνει ότι χρειαστεί. Κι αυτό είναι ένα τυπικό λάθος που κάνουμε εμείς οι δημοσιογράφοι. Βαφτίζουμε "ηγέτη" αυτόν που σκοράρει, ή αυτόν έστω που δεν παίρνει πάνω του την ευθύνη της τελευταίας φάσης. Δεν είναι έτσι όμως. Ηγέτης είναι αυτός που δίνει το παράδειγμα. Μπορεί να μην είναι το τελευταίο σουτ, μπορεί να είναι μια βουτιά. Μπορεί να είναι για παράδειγμα να χειροκροτά όταν κάθεται στον πάγκο ή να αντιδράσει σωστά όταν θα έρθει σε σύγκρουση με τον προπονητή του. Δεν τα λέω εγώ, αυτά ο Γκρεγκ Πόποβιτς τα λέει.
Την Τετάρτη το βράδυ στο άδειο Αλεξάνδρειο ο Σίμτσακ έκανε ένα βήμα μπρος. Με τους Χάγκινς και Ουάιτ εκτός έκανε ρεκόρ καριέρας με 22 πόντους, ενώ πήρε και 10 ριμπάουντ, τα 9 επιθετικά, ισοφαρίζοντας το σκονισμένο ρεκόρ που κρατά από την εποχή του Λανς Μπέργουολντ. Χωρίς "μα" και "μου". Για αυτό λατρεύω τους βετεράνους. Δεν χρειάζονται χρόνο ή λεπτά για να βρουν ρυθμό. Ξέρουν και καταλαβαίνουν. Ακριβώς γιατί έχουν αυτή την δυνατότητα: να μένουν στο παρασκήνιο και όταν χρειαστεί να είναι εκεί, να δηλώνουν "παρών" σαν να ήταν πάντα αυτό που έκαναν. Λέγε με και "υπόδειγμα Τσαρτσαρή".
Το θέμα μας δεν είναι μόνο ο Σίμτσακ, ή η σχέση που έχει με τον Δημήτρη Πρίφτη. Είναι ο κάθε Σίμτσακ και η σχέση που έχει με τον κάθε Πρίφτη. Ο συγκεκριμένος Πρίφτης, πάντως, στη συνέντευξη Τύπου μετά το ματς είπε το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να πει προπονητής για παίκτη του: "Για τον Σίμτσακ δεν είμαι 100% αντικειμενικός για ό,τι νιώθω για το συγκεκριμένο παιδί και δεν έχω και κανέναν ενδοιασμό να το ομολογώ αυτό… Παρά την ηλικία του είναι πάρα πολύ φιλόδοξος και συμπεριφέρεται σα να βλέπεις νιάτα πάνω του. Αν πήγαινα στη Μπαρτσελόνα, θα ήθελα να τον πάω κι εκεί!".
Και μετά ζήτησε συγγνώμη που μίλησε συγκεκριμένα για έναν και μόνο παίκτη και όχι για την ομάδα συνολικά. Αλλά η εξαίρεση επιτρέπεται. Γιατί το έκανε για τον Σίμτσακ. Ο Άρης είναι η 4η ομάδα που συνεργάζονται. Ήταν μαζί στην ΑΕΚ (σ.σ ο Πρίφτης ήταν ασίσταντ κόουτς), στην Καβάλα, στον Ίκαρο και τώρα στον Άρη. Είναι "το παιδί του" όπως λέει άνθρωπος που ξέρει καλά τον προπονητή του Άρη. Μεταξύ τους έχουν μια σχέση που ξεπερνά τα όρια του παίκτη-προπονητή.
Αυτό φαίνεται από τα λόγια του Πρίφτη, αλλά και από αυτά του Σίμτσακ που σε συνέντευξη του στο παρελθόν έχει πει ότι θέλει όταν σταματήσει το μπάσκετ να παραμείνει δίπλα του. Ως προπονητής, κατά προτίμηση γιατί έχει ακόμη πολλά να μάθει. Φαίνεται, όμως και από τις πράξεις. Η συνέχιση της συνεργασίας τους όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και το γεγονός ότι ο Έλληνας τεχνικός εκτελούσε χρέη... νοσοκόμας όταν ο Σίμτσακ είχε κάνει επέμβαση την εποχή της Καβάλας. Πήγαινε κάθε μέρα σπίτι του για να τον βοηθήσει.
Τέτοιες σχέσεις παίκτη-προπονητή σπανίζουν στην εποχή μας. Για πολλούς και διάφορους λόγους, για τους οποίους ευθύνονται οι μεν (προπονητές) ή οι δε (παίκτες). Έχει να κάνει με την πορεία του επαγγελματικού μπάσκετ στη χώρα μας, που έχει εξελιχθεί σε ανακύκλωση των παικτών από ομάδα σε ομάδα. Όλοι πάνε παντού. Όλοι παίζουν με όλους. Κανείς δεν δένεται με την ομάδα. Παλαιότερα υπήρχε κορμός. Τώρα "παλιώνει" όποιος μείνει δεύτερη χρονιά σε ομάδα. Για να μην μπούμε καν για τους προπονητές που πλέον κυκλοφορούν με ημερομηνία λήξεως λες και είναι γάλατα.
Πως δηλαδή να δημιουργηθεί ένα τέτοιο δέσιμο. Είναι σπάνιο. Ο Παναθηναϊκός της εποχής Ομπράντοβιτς είναι μια εξαίρεση. Ή για παράδειγμα το δίδυμο Μπαρτζώκας-Μπατής που συνεργάστηκε και αυτό σε τρεις διαφορετικές ομάδες (Ολύμπια, Μαρούσι, Πανιώνιος). Τι άλλο είναι επίσης περίεργο; Το γεγονός ότι ο Σίμτσακ κατά κανόνα μένει στην ίδια ομάδα. Το έκανε για παράδειγμα στον Δούκα. Το έκανε στην Καβάλα. Το έκανε στον Άρη. Κάτι θα κάνει καλά για να θέλουν οι ομάδες να τον κρατήσουν έτσι δεν είναι; Σίγουρα, αλλά μην ψάξεις στη γραμμή των στατιστικών. Άλλα είναι τα σημαντικά για μια ομάδα.
Ή όπως το έθεσε ο Χάρης Σταύρου:
Για αυτό θα επιμείνω ότι η ιστορία του Σίμτσακ είναι πολύ σημαντική. Στα 35 του χρόνια έκανε ρεκόρ καριέρας. Ένας παίκτης που μπήκε στην Α1 αργά, στα 26 του χρόνια. Ξεκινώντας από τα χαμηλά: από τον Άγιο Θωμά και εν συνεχεία στον Δούκα, ανεβαίνοντας μια-μια τις κατηγορίες ως την Α2. Και από εκεί σε Σπόρτιγκ (άνοδος στην Α1) και στην ΑΕΚ του Δρόσου. ΠΑΟΚ, Τρίκαλα, Καβάλα, Ίκαρος, Πανιώνιος και τώρα Άρης. Οι περισσότερες ομάδες 8άδας. Έχοντας καταλάβει αυτό που εξηγούσε ο Νικ Κόλισον, τι πρέπει να κάνει για να είναι χρήσιμος: pick-n-roll άμυνα, δυνατά σκριν, ριμπάουντ. Και όταν χρειαστεί θα είναι εκεί να βάλει και τα καλαθάκια του.
Του χρόνου; Μπορεί ξανά στον Άρη, ή στην Άλμπα, ή στην Τουρκία μαζί με τον Πρίφτη. Να ηγείται μέσω του παραδείγματος. Να γίνεται το πρότυπο που θα έπρεπε να προβάλει ο αθλητισμός και η εποχή μας.
Από στρατηγούς χορτάσαμε. Στρατιώτες θέλουμε...