Ελένιο Ερέρα, ο θιασώτης του "κατενάτσιο"
Πριν από 14 χρόνια, ο θιασώτης του "κατενάτσιο", Ελένιο Ερέρα, άφησε την τελευταία του πνοή. Διαβάστε ένα αφιέρωμα για τον Αργεντίνο τεχνικό, που άλλαξε το ρου της ποδοσφαιρικής ιστορίας. (pics+vid)
Στις 9 Νοεμβρίου 1997 ο Ελένιο Ερέρα "έσβησε" στη Βενετία και μαζί του έσβησε μία ολόκληρη ποδοσφαιρική φιλοσοφία, αυτή του "κατενάτσιο", την οποία εδραίωσε ο Αργεντίνος τεχνικός τη δεκαετία του '60.
Γεννημένος στο Μπουένος Άιρες, από Ισπανούς γονείς (μετανάστες), ασχολήθηκε από νωρίς με το ποδόσφαιρο, παίζοντας ως αμυντικός, αλλά πέρασε απαρατήρητος.
Είχε όμως από νεαρή ηλικία μία θεωρία για το άθλημα, την οποία εξέφραζε και ως παίκτης. Γι' αυτό και προτίμησε να περάσει στην άκρη του πάγκου και να δοκιμάσει ως τεχνικός.
Μετά από μια σύντομη περιπλάνηση στη Γαλλία (το... αγροτικό του) με την Πουτό, και τη Σταντ Φρανσέ, πήγε στην Ισπανία. Αρχικά στη Βαγιαδολίδ και μετά στην Ατλέτικο Μαδρίτης, όπου έκανε για πρώτη φορά γνωστό το όνομά του, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα (1950, 1951).
Συνέχισε σε Μάλαγα, Λα Κορούνια, Σεβίλλη, Μπελενένσες, αλλά και Μπαρτσελόνα (με την οποία έκανε το νταμπλ το 1959), αλλά η καριέρα του εκτοξεύτηκε όταν τον πήρε το 1960 o Άντζελο Μοράτι στην Ίντερ, για να φτιάξει την ομάδα του Μιλάνου.
Εκεί ο Ερέρα μεγαλούργησε με το περίφημο "κατενάτσιο" (εμπνευστής του οποίου υπήρξε τουλάχιστον μια εικοσαετία νωρίτερα ο μεγάλος Αυστριακός τεχνικός Κάρλ Ράπαν). " Αυτός βρήκε το κατενάτσιο, αλλά εγώ το... μπετόν. Δική μου εφαρμογή είναι αυτό το παιχνίδι" έλεγε ο Ερέρα, όταν του θύμιζαν τον Ράπαν.
Αποκαλούσε "μπετόν" το παιχνίδι που εφάρμοζε και είναι κλασική η ατάκα του: " Taca la bala". Αυτή χρησιμοποίησε και η σύζυγός του, Φιόρα Γκαντόλφι, ως τίτλο στο βιβλίο που εξέδωσε μετά το θάνατό του και ουσιαστικά σήμαινε: " Κόλλα πάνω στην μπάλα", αφού ζητούσε από τους παίκτες του να είναι ένα με την μπάλα και να μην... χαλάνε το παιχνίδι με περίτεχνες ενέργειες που φέρνουν μεν τον κόσμο στα γήπεδα, αλλά συνήθως χάνουν τα ματς (!), όπως τους έλεγε.
Στα ιταλικά η μπάλα λέγεται palla, αλλά επειδή στην Ίντερ είχε πολλούς παίκτες από την περιοχή του Βένετο, όπου η μπάλα λέγεται bala, χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο. Ο συνδετικός κρίκος και μπαλαντέρ του Ερέρα στη μεγάλη Ίντερ ήταν ο Λουίς Σουάρεθ, τον οποίο έφερε από τη Βαρκελώνη (τον είχε στην Μπαρτσελόνα).
" Μου είπε να έρθω να δω την ομάδα, για να καταλάβω πόσο μεγάλη είναι. Τους είδα σε ένα παιχνίδι με την Κατάνια, αλλά δεν βλέπονταν. Όταν τον ρώτησα γιατί είναι τόσο κακή η ομάδα, μου απάντησε: «Αυτοί που βλέπεις είναι τα... δεύτερα». Με έπεισε τελικά να έρθω και όταν πήραμε το πρώτο πρωταθλητριών, είχα καταλάβει πως αυτοί που είχα δει ήταν οι παίκτες της πρώτης ομάδας, που απλά δεν είχαν παίξει καλά σε εκείνο το παιχνίδι. Με είχε κοροϊδέψει, αλλά δικαιώθηκε" εξομολογήθηκε ο Λουίς Σουάρεθ στην "Gazzetta Dello Sport".
Ο Ερέρα εφάρμοσε το σύστημα "Door Bolt" (Μπουλόνι πόρτας), που ουσιαστικά εννοούσε τον σύρτη της πόρτας, δεδομένου ότι όλες οι γραμμές του κινούνταν παράλληλα. Η ομάδα παρατασσόταν σε σχήμα «W» και οι παίκτες λειτουργούσαν ως σύρτης, κινούμενοι παράλληλα για την κάλυψη των κενών χώρων.
Ακόμη και οι παίκτες της μεσαίας γραμμής έπρεπε να βοηθούν στην άμυνα. Ωστόσο, η μεγάλη καινοτομία του ήταν η υιοθέτηση της θέσης του λίμπερο. Ο λίμπερο ήταν ο ελεύθερος παίκτης της άμυνας. Κινούταν παράλληλα, πίσω από τους δύο κεντρικούς αμυντικούς και βοηθούσε στην κάλυψη των κενών που δημιουργούνταν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού (στην Ίντερ χρησιμοποιούσε τον Πίκι γι' αυτό το ρόλο, που βοηθούσε τον Μπούρνιτς και τον Γκουαρνέρι).
Ο στόχος του δαιμόνιου προπονητή ήταν να υποχρεώσει τον αντίπαλο να ανοιχτεί. Όταν συνέβαινε αυτό, έμπαινε σε εφαρμογή το σύστημα των γρήγορων αντεπιθέσεων. Παίκτης - κλειδί εκεί ήταν ο Σουάρεθ, ο επιτελικός μέσος που διέθετε την απαραίτητη τεχνική για να βγάζει μακρινές μπαλιές ακριβείας προς τους δύο επιθετικούς, Κόρσο και Ζαΐρ. Τα "τρία πουλιά", όπως ονομάστηκαν οι τρεις αυτοί παίκτες, εκμεταλλεύονταν άριστα τον κενό χώρο, φτάνοντας εύκολα στο γκολ.
Με την Ίντερ κατέκτησε δύο κύπελλα πρωταθλητριών (1964, 1965) και άλλα δύο διηπειρωτικά κόντρα στην Ιντεπεντιέντε τις ίδιες χρονιές, αλλά και τρία πρωταθλήματα Ιταλίας (1963, 1965, 1966).
Κι όμως, οι επικριτές του επέμεναν ότι καταστρέφει το θέαμα και κατά συνέπεια το ποδόσφαιρο, με την αμυντική τακτική. Ο Ερέρα απαντούσε: " Έχετε ξαναδεί νίκες με τόσο μεγάλα σκορ στην Ίντερ; Μάλλον όχι". Έχοντας άλλωστε παίκτες όπως ο Ματσόλα, ο Σουάρεθ, ο Φακέτι, ο Μπούρνιτς, ο Κόρσο, ο Ζαΐρ, είχε τη δυνατότητα να προσφέρει και θέαμα.
Αντίθετα, το "κατενάτσιο", που αποτέλεσε από τότε την ιταλική συνταγή (ιδιαίτερα των αδύναμων ομάδων), όταν δεν είχες καλούς παίκτες, επρόκειτο αναμφίβολα για κακοποίηση του ποδοσφαίρου.
O "Habla Habla", όπως ήταν ένα ακόμα παρατσούκλι του επειδή μιλούσε πολύ (Habla σημαίνει Μίλα στα ισπανικά), είχε αφήσει εποχή με τις ατάκες που έλεγε στους παίκτες, αλλά και γενικότερα. Στα αποδυτήρια, συνήθιζε να τους λέει: " Πρώτα θα προπονήσω το μυαλό σας και μετά το σώμα σας. Άλλωστε το δεύτερο μπορείτε να το κάνετε και εσείς".
Επίσης έβαζε τους παίκτες του πριν από ένα μεγάλο ματς, να πουν τι θα κάνουν. Αν έλεγε λοιπόν κάποιος ότι θα βάλει δύο γκολ και δεν το έκανε, ουσιαστικά τον έφερνε υπόλογο στους άλλους. Έτσι όλοι πρόσεχαν ιδιαίτερα. Στα αποδυτήρια, οι πίνακες με τα αποφθέγματα του Ερέρα έχουν μείνει στην ιστορία. " Κλάση + Προετοιμασία + Εξυπνάδα + Αθλητικά Προσόντα = Πρωταθλήματα" ήταν ένα από τα πιο συνηθισμένα που έβλεπαν οι παίκτες του.
Κάποια χρονιά είχε "φάει" τον Μοράτι να απομακρύνει τον Κόρσο, αλλά ο πρόεδρος της Ίντερ είχε αδυναμία στον παίκτη και τελικά τον κράτησε. Όταν οριστικοποιήθηκε η παραμονή του, ο Ερέρα έπιασε τον παίκτη και του είπε: " Σε ήθελα και έμεινες με δική μου εισήγηση".
Σε κάποια παιχνίδια που η Ίντερ νικούσε πολύ άνετα, ο Ερέρα συνήθιζε να λέει στους δημοσιογράφους: " Σήμερα νικήσαμε χωρίς καν να κατέβουμε από το λεωφορείο", ενώ επέμενε να επισημαίνει στους παίκτες του: " Να αποφεύγετε τη μονοτονία, στην ομιλία σας, στην προπόνηση και στο φαγητό σας".
Επίσης ένα κλασικό ρητό του ήταν το: " Η σιωπή είναι δύναμη", ενώ δεν ξεχνούσε να επισημαίνει ότι: " Το στιλ πρέπει πάντα να μπαίνει σε όρια". Όσο για τα λάθη, έλεγε στους παίκτες του: " Είναι το χειρότερο πράγμα να κάνει ένα λάθος από μια ιδέα ενός άλλου".
Ήταν ο πρώτος προπονητής στην ιστορία που πέρασε από τρεις εθνικές ομάδες (Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία), ενώ μετά την οκταετία στην Ίντερ (1960-68), πήγε στη Ρόμα (πήρε ένα κύπελλο), ξανά μια χρονιά στην Ίντερ, στην Μπαρτσελόνα (επίσης πήρε ένα κύπελλο) και στη Ρίμινι, αλλά πουθενά δεν έκανε τους άθλους που είχε επιτύχει στην Ίντερ.
Πέθανε στη Βενετία (09/11/1997), βλέποντας -όπως λένε- την αγαπημένη του Ίντερ να νικάει την Αταλάντα (2-1), ομάδα κόντρα στην οποία είχε ντεμπουτάρει ως προπονητής των "νερατσούρι".
Όσους επικριτές κι αν είχε, άφησε το δικό του στίγμα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και σαφώς έχει περάσει δικαίως στην ιστορία ως ένας από τους μεγαλύτερους τεχνικούς όλων των εποχών.