Formula 1: Λιούις Χάμιλτον, η κατεργασία ενός σπάνιου διαμαντιού
Για τον Λιούις Χάμιλτον, το κοινωνικό υπόβαθρο είχε τεράστια δύναμη, που όμως ήταν πολύ δύσκολο να πειθαρχήσει, τεράστια παρόρμηση που ήταν δύσκολο να ελεγχεί. Και ο Άγγλος, ένα μαύρο παιδί της εργατικής τάξης του φτωχού Στίβενεϊτζ, έκανε ένα βήμα τη φορά - μέχρι τη σημερινή του αρτιότητα.
Όλες τις παραξενιές του κόσμου μπορεί να είχε ο Ρον Ντένις, ο κάποτε ισχυρός άνδρας της McLaren, αλλά για τον Λιούις Χάμιλτον καμία από τις παραξενιές αυτές δεν θα έπρεπε να ήταν αρκετή για να ξεχάσει, ο Λιούις, ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος που τον πήρε, ούτε καν έφηβο ακόμα, από το ξεχασμένο από τον παντοκράτορα Στίβενεϊτζ της αγγλικής επαρχίας και του έστρωσε το χαλί σε όλο το δρόμο προς τη Formula 1.
Όμως το ξέχασε. Σε εκείνο το GP Ουγγαρίας του 2007, το ξέχασε. Πάλι μια κόντρα με τον Αλόνσο, ήταν η αφορμή, ποιος θα έμπαινε πρώτος στα πιτς. «Αναθεματισμένο μπασταρδάκι», θα σκέφτηκε ο Ντένις τότε, δεν μπορεί να μην το σκέφτηκε, «άκου, άκου go fucking swivel. Να πας εσύ ρε τσόγλανε να δεις αν έρχεσαι». Δεν μπορεί να μην είπε μέσα του κάτι τέτοιο, o Ντένις, όταν κατέβασε τα ακουστικά της ραδιοεπικοινωνίας. Δεν μπορεί να το είχε πει αυτό, όχι ο Λιούις.
Όχι το 22χρονο παιδί που ακριβώς στα μισά της μέχρι τότε ζωής του είχε πάει δειλά δειλά σε μια γιορτή κοντά στον Ντένις, μαζί με το μπαμπά Άντονι, και του είχε πει ακόμα πιο δειλά και με αμήχανο γέλιο ότι 'εγώ μια μέρα θα οδηγήσω για τη McLaren'.
Όχι εκείνος για τον οποίο ο Ρον Ντένις είχε φροντίσει για όλη την επόμενη δεκαετία αυτό το φαινομενικό ταλέντο που διέβλεπε στις λασπωμένες απ' το μόνιμο αγγλικό ψιλόβροχο πίστες των καρτ να έχει τον πιο αστρονομικό εξοπλισμό που δεν θα μπορούσε να είχε ποτέ καν ονειρευτεί ο Άντονι, σκαλοπάτι το σκαλοπάτι, χρόνο με το χρόνο, πρωτάθλημα με το πρωτάθλημα, σε όλο το δρόμο προς τη Formula 1 και για την ομάδα για την οποία μια μέρα, εντέλει, όντως θα οδηγούσε.
Ο Λιούις ποτέ δεν μίλησε ξανά για αυτό το συμβάν. Εκείνη τη χρονιά, όσο φαινομενικό ήταν πως ως ρούκι κοίταζε στα μάτια έναν δις παγκόσμιο, τον Φερνάντο Αλόνσο αυτοπροσώπως στο διπλανό γκαράζ, άλλο τόσο εξώφθαλμο ήταν το πως παραδιδόταν αμαχητί στην παρόρμησή του, πόσα λάθη έκανε χάρη σε αυτήν. Αν σας θυμίζει κάτι, ή κάποιον, αυτό, θυμηθείτε πως πριν από λίγες μέρες, αυτόν τον Δεκέμβρη, ο Λιούις είχε πει πως «δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν, διότι υπήρξα και εγώ νέος».
Αλλά, μήπως ο Άιρτον Σένα δεν υπήρξε νέος; Ο Μίκαελ Σουμάχερ; Ο Σεμπάστιαν Φέτελ; Δεν έπεσε ο Άιρτον στις μπαριέρες του Μονακό, έναν αιώνα μπροστά από τον Προστ, παρασυρμένος από τη μανιά να διαλύει γύρο με το γύρο όλο και περισσότερο τον Γάλλο; Δεν επιχείρησε ο «Σούμι» να στείλει στην αμμπαγίδα της Χερέθ τον Ζακ Βιλνέβ; Δεν κούναγε το δάχτυλο ο Φέτελ γύρω από τον κρόταφό του, όταν συγκρούστηκε με τον Μαρκ Ουέμπερ;
Στα πρώτα του χρόνια ο Λιούις έδειχνε βυθισμένος στον περισπασμό: από τη star τραγουδίστρια παρτενέρ του, έπειτα από τους μάνατζερ του Ντέιβιντ Μπέκαμ που επέλεξε, έπειτα από τις πολύπλευερες γνωριμίες που έκανε στο διεθνές jet set και ζούσε το όνειρο που ήθελε να ζήσει. Από την άλλη, και η McLaren δεν είχε ποτέ το αυτοκίνητο, μετά τα 2008, δεν είχε τις απαντήσεις για τη Brawn GP με το διπλό διαχύτη του 2009, ούτε για τις Red Bull μετέπειτα.
Η McLaren, η ομάδα για την οποία κάποτε θα οδηγούσε και για την οποία όντως κάποτε οδήγησε, βρισκόταν σε μια καθοδική πορεία δίχως σταματημό. Στο μεταξύ, ο Ρος Μπρον με μια ευρεία ομάδα των πιο επίλεκτων αεροδυναμιστών διαμόρφωνε στη Mercedes μια ομάδα που δεν ήταν καθόλου δύσκολο να διέβλεπε τότε κανείς ότι ήταν μια ανερχόμενη υπερδύναμη.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν ήταν μόνο η υπερομάδα που διαμορφώθηκε. Δεν ήταν μόνο ότι η Mercedes High Performance Powertrains (HPP) πρώτη σκέφτηκε να διαχωρίσει το Turbo στα δύο, να βάλει κάθε τμήμα στις δύο άκρες του κινητήρα και μέσα στην περιεχόμενη γωνία του V να τοποθετήσει τον ηλεκτροκινητήρα MGU-H. Δεν ήταν μόνο ότι ο ευφυής Τότο Βολφ πήρε τα ηνία και δημιούργησε μια άρτια στημένη μηχανή.
Ήταν, κυρίως, ότι ο Λιούις άλλαζε. Από το 2013, που πήγε στη Mercedes, στα 28 του χρόνια, ο Χάμιλτον άρχισε να συνειδητοποιεί τον ρόλο της αυτοπειθαρχίας. Μπλεξίματα συναισθηματικής ή κοσμοπολίτικης φύσεως που είχε στα χρόνια της McLaren, περνούσαν στο παρελθόν. Η αναγνώριση όσων κάνουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι για εκείνον, άρχισε να του γίνεται ορατή.
Και, το κυριότερο, άρχισε να ωριμάζει μέσα του η επίγνωση της τεράστιας σημασίας που έπρεπε να είχε ο έλεγχος της οδηγικής του παρόρμησης, ο έλεγχος των συναισθημάτων του, έτσι ώστε τα τελευταία να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στο αδύνατο: να μην επηρεάζουν ούτε στο ελάχιστον τις αποφάσεις του μέσα στο κόκπιτ.
Ίσως ακούγεται ρηχό, η ανάγκη ενός βαθύπλουτου superstar να μην χάνει στο πιο βαθύπλουτο σπορ του κόσμου, σε πίστες εκατομμυρίων δίπλα στις παραγκουπόλεις του Σάο Πάουλο, της Κουάλα Λουμπούρ ή του Νέου Δελχί, αλλά μόνο ρηχό δεν είναι.
Και δεν είναι ρηχό ακριβώς λόγω του τρόπου που μεγάλωσε: μέχρι να αναλάβει ολοκληρωτικά την καριέρα του η McLaren στα 13 του χρόνια, είναι αδιανόητο αυτό που ο Άντονι και ο Λιούις Χάμιλτον επιχειρούσαν: να φτάσει ένα παιδί, με ελάχιστα λεφτά, από το εργατικό Στίβενεϊτζ, έγχρωμο, στη Formula 1.
Ένα τέτοιο υπόβαθρο δεν θα μπορούσε ποτέ να σκουπιζόταν κάτω από το χαλί της οποιασδήποτε επιτυχίας. Η ανασφάλεια, τρυπωμένη, θα ήταν πάντα εκεί. Και είναι ακόμα εκεί, ακόμα και μετά από 7 πρωταθλήματα και 103 νίκες. Μια αρχέγονη, παιδική ρίζα, αδύνατον να ξεριζωθεί.
Αλλά δυνατόν να τιθασευτεί. Να ελεγχθεί, να μην γεννά παρορμήσεις καταστροφικές ή συμπλέγματα, κυρίως συμπλέγματα, βαθύτερες αιτίες αγωνιστικών λαθών, κακομαθημένες προτροπές στον αγωνιστικό σου «πατέρα» να πάει να δει αν έρχεται που προκαλούν βαθιές πληγές, βαρύ κλίμα στην ομάδα, σπάσιμο του γυαλιού, αγωνιστικές ανισορροπίες.
Δύο αντιπάλους είχε ο Χάμιλτον στα χρόνια της παντοκρατορίας του στη Mercedes: τον Νίκο Ρόσμπεργκ και τον Μαξ Φερστάπεν, τώρα. Και το κοντράστ δεν θα μπορούσε να ήταν πιο χαώδες. Μεγαλωμένοι στα πλούτη, γιοι πρώην οδηγών της F1, με όλες τις πόρτες ανοιχτές και όλες τις διασυνδέσεις. Εκείνοι είχαν μόνο να οδηγούν σε ένα προκαθορισμένο πεπρωμένο τους. Ανέμελοι, σχεδόν.
Χωρίς καμία ανασφάλεια που γεννά η σκληρή αλήθεια ότι κάποτε υπήρξε ένα φτωχό παιδί μιας εργατικής φτωχογειτονιάς, χωρίς τη σκληρή αλήθεια ότι είναι ο πρώτος έγχρωμος σε ένα λευκό σπορ. Εκτός αν ξεχνά κανείς τις μπανανόφλουδες που πετούσε η κερκίδα της Βαρκελώνης, ως ένα από τα πολλά παραδείγματα, στα χρόνια της κόντρας με τον Αλόνσο.
Χρόνο με τον χρόνο, ο Λιούις εμφανιζόταν διαφορετικός. Όλο και πιο ώριμος, όλο και λιγότερο ριζωμένος στο παρελθόν του, όλο και σόφότερος στις επιλογές του στην πίστα. «Όταν μαχόμουν για το πρώτο μου πρωτάθλημα στη F1 [ το 2007], ήμουν ένα παιδί. Δεν είχα τη γνώση που είχε ο διπλανός μου οδηγός της ομάδας (σ.σ.: Αλόνσο). Είχα την ικανότητα, αλλά δεν καταλάβαινα», είπε ο Λιούις. Σήμερα, συνέχισε, «δεν είμαι πολύ μεγάλος ή πολύ επιτυχημένος, για να κάνω πίσω και να αφήσω μια μάχη για μια άλλη μέρα. Ξέρω, όμως, ότι καμιά φορά αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να παίρνεις. Πρέπει να είσαι ο εξυπνότερος από τους δύο».
Δύο φορές φέτος δεν το έκανε, όταν ο Φερστάπεν ήταν εκεί, πλήρως υποταγμένος στη νεανική του παρόρμηση, στο Σίλβερστοουν και στη Μόντσα, και κατέληξαν και οι δύο σε ένα ατύχημα. Κι άλλη μια φορά επέτρεψε σε ένα συναίσθημα, τον πόθο μιας απρόσμενης δεύτερης σερί νίκης απέναντι στην ταχύτερη Red Bull, να τον κυριεύσει. Και κατέληξε στην αμμοπαγίδα της Ίμολα.
«Ήμουν πολύ επιθετικός», είπε πρόσφατα για το λάθος της Ίμολα. «Και, σας το λέω, πόνεσε πολύ που βρέθηκα σε αυτή την αμμοπαγίδα. Αν ήμουν λιγάκι πιο υπομονετικός καθώς περνούσαμε τα πιο αργά μονοθέσια... Αλλά το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να έπιανα τον Μαξ, να τον περνούσα σε μια στιγμή».
Ήταν το μόνο λάθος του, όλη τη χρονιά, όπως λέει ο ίδιος - δεν θεωρεί λάθος ότι δεν έκανε πίσω στο Σίλβερστοουν και στη Μόντσα, που δεν σήκωσε το γκάζι, που δεν άφησε στις περιπτώσεις αυτές να του περάσει του Μαξ.
Κι αν το σκεφτεί κανείς, ακόμα και αυτό το ένα λάθος της Ίμολα είναι ελάχιστο, έχοντας όλη τη χρονιά -μέχρι το «big bang» που ανακάλυψε το Νοέμβριο πια στη Βραζιλία- ένα μονοθέσιο που πάσχιζε με τους μήνες να ρυθμίσει στα μέτρα του, τόσο αλλαγμένο και αποσταθεροποιημένο από τις αεροδυναμικές αλλαγές του χειμώνα που προηγήθηκε. Μια «υπερντίβα» για αυτοκίνητο, χειρότερη από τη «ντίβα» -όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Βολφ- του 2017.
Και φτάσαμε στη Σαουδική Αραβία, όπου ο Λιούις ήταν η πλήρης αντίθεση από τον παραδομένο στην κάθε παρόρμηση μεγάλο του αντίπαλο. Έτσι από τα 24 του χρόνια, που όπως είπε πρόσφατα ο ίδιος «δεν έκανα και πολλά σωστά τότε», μέχρι σήμερα ο Λιούις έχει φτάσει σε ένα σημείο ενσυναίσθησης και εμπειρίας που μπορεί να δει τα πράγματα πολύ πιο καθαρά από τον Μαξ Φερστάπεν. Πιο αποστασιοποιημένα, πιο σοφά, ακόμα και στα χιλιοστά του δευτερολέπτου ενός αγώνα που κρίνει ένα ολόκληρο παγκόσμιο πρωτάθλημα.
Ένας έγχρωμος, της εργατικής τάξης του Στίβενεϊτζ, ίσως γίνει μεθαύριο ο άνθρωπος με τα περισσότερα πρωταθλήματα της ιστορίας ενός σπορ που, πριν το 1950 που θεσπίστηκε επίσημα, μετέτρεπε τα GP σε πεδίο άγριας προπαγάνδας, που δεν είχε ποτέ έναν μαύρο οδηγό πρωταγωνιστή, που βρίσκεται στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης - τουλάχιστον, πάντως, με το δημοκρατικό υπόβαθρο μιας Βρετανίας.
Από αυτή την άποψη, αν γίνει ο άνθρωπος με τα περισσότερα πρωταθλήματα της ιστορίας, ο Λιούις θα έχει διαδόσει ένα παγκόσμιας ωστικής δύναμης μήνυμα: ότι μπορείς, ακόμα μπορείς, το αδύνατο, ό,τι χρώμα κι αν έχει το δέρμα σου, από όσο κοινωνικά αποκλεισμένη ομάδα κι αν προέρχεσαι. Το πιο λαμπρό παράδειγμα ενάντια στο ρατσισμό και τις κοινωνικές διακρίσεις.
«Όταν ήμουν νεότερος δεν είχε σημασία αν πίστευα ότι ήμουν διαφορετικός. Ήρθα και το ήξερα ότι ήμουν διαφορετικός, διότι μου το υποδείκνυαν. Φαντάζομαι ότι ήμουν πολύ, πολύ τυχερός που το είχα αυτό στο DNA μου. Είμαι αληθινός μαχητής, όχι μόνο στην πίστα, αλλά και στη ζωή», είπε.
«Δέχθηκα bullying από τόσα παιδιά, αλλά αντιδρούσα, ξέρεις. Δεν το έβαζα στα πόδια. Ποτέ δεν μπαίνεις σε μια τάξη πιστεύοντας ότι είσαι διαφορετικός και απαιτώντας να σου φέρονται έτσι. Έβλεπα τον Άιρτον Σένα, και δεν τον έβλεπα διαφορετικό από μένα, ενώ προφανώς ήταν διαφορετικός. Όπως όλα τα παιδιά, έβλεπα τον Σούπερμαν. Δεν έβλεπα ότι είναι λευκός κι ότι δεν έχει εμφάνιση σαν τη δική μου. Έβλεπα μόνο έναν απίστευτο χαρακτήρα, που γυρνούσε και έσωζε τόσο κόσμο, σωστά;».