GP Κατάρ: Ο αγώνας της Formula 1 που έφτασε στα όρια του απάνθρωπου
Ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες οι οδηγοί της Formula 1 δεν βίωσαν τόσο ανηλεείς συνθήκες στο κόκπιτ, όσο στο χθεσινό GP του Κατάρ - με εμετούς μέσα από το κράνος, θερμοπληξίες και ακόμα και στιγμιαία απώλεια των αισθήσεων και λιποθυμίες στο παρκ-φερμέ. Πώς οι συνθήκες έκαναν τον αγώνα του Λοσάιλ εντελώς διαφορετικό από κάθε άλλον τα τελευταία χρόνια.
Η πίστα του Λοσάιλ αποδείχθηκε εξίσου αφιλόξενη για τους οδηγούς της Formula 1 όσο η απέραντη έρημος που την περικλείει. Για 57 γύρους οι πιλότοι υπέστησαν ένα αγωνιστικό βασανιστήριο που ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων: του καύσωνα και της υψηλής υγρασίας, του γεγονότος ότι αυτή είναι μια αρκετά γρήγορη πίστα, και κυρίως των τριών υποχρεωτικών πιτ-στοπς.
Η FIA -σε συνεργασία με την Pirelli- έφτασε πριν τον αγώνα στην απόφαση να επιβάλλει στις ομάδες το όριο των 18 γύρων για κάθε σετ ελαστικών. Αυτό σήμαινε ότι οι οδηγοί θα έπρεπε να κάνουν τουλάχιστον τρία πιτ-στοπς στον αγώνα των 57 γύρων. Κι αυτό, με τη σειρά του, σήμαινε ότι με τόσο λίγους γύρους οι οδηγοί μπορούσαν να κάνουν και του 57 γύρους στο όριο - σε ρυθμό σχεδόν αντίστοιχο με τον έναν γύρο των δοκιμών κατάταξης.
Με εξαίρεση τη φουρκέτα 6, οι πολλές και γρήγορες στροφές του Λοσάιλ είναι αλληλένδετες κατά κύριο λόγο. Με τα φετινά μονοθέσια του ground effect, που παράγουν ασύλληπτα επίπεδα άντωσης και συνεπώς πρόσφυσης στις γρήγορες στροφές -πρόσφυση που ενισχύονταν ακόμη πιο εξωφρενικά με τα διαρκώς φρέσκα ελαστικά-, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τις πρωτοφανείς και διαρκείς καταπονήσεις που δεχόταν το σώμα των οδηγών.
«Αυτός ήταν ο πιο σκληρός αγώνας όλων μας σε όλη μας την καριέρα στη Formula 1 και δεν πιστεύω κανέναν που θα πει ότι δεν ήταν», δήλωσε στο τέλος ο Σαρλ Λεκλέρ της Ferrari, ανάμεσα σε οδηγούς που λιποθυμούσαν, έκαναν εμετό ή ήταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα. Ακόμα και ο Μαξ Φερστάπεν και ο Όσκαρ Πιάστρι ξάπλωσαν στο πάτωμα της αίθουσας αναμονής πριν το βάθρο.
«Η μία παράμετρος ήταν η ζέστη που ήταν εντελώς τρελή. Η δεύτερη ήταν οι πολύ γρήγορες στροφές, και η τρίτη -και πιο σημαντική- τα τρία πιτ-στοπς. Πιστεύω πως όλοι υποτιμήσαμε τις καταπονήσεις που θα δεχόμασταν πιέζοντας στα όρια διαρκώς σε αυτές τις γρήγορες στροφές.
Είναι δύσκολο να εκφράσω με λόγια πόσο σκληρό ήταν. Το υγρό ενυδάτωσης που πίνουμε με αυτές τις θερμοκρασίες είναι σαν τσάι, στους 60° Κελσίου, οπότε δεν μπορείς να πιέσεις και να ενυδατωθείς τόσο πολύ. Και με αυτές τις δυνάμεις g δεν μπορείς να δεις καλά Ήταν δύο φορές πιο δύσκολος αγώνας από εκείνον της Σιγκαπούρης», συμπλήρωσε ο Μονεγάσκος.
Ο Τζορτζ Ράσελ της Mercedes προς το τέλος του αγώνα σήκωσε τα χέρια του στην ευθεία για να μπει αέρας από τα μανίκια του, χαρακτήρισε τον αγώνα «απολύτως βάναυσο». Και συνέχισε: «Ήταν με διαφορά ο πιο απαιτητικός αγώνας που έχω ζήσει. Έφτασαν κοντά στη λιποθυμία στη διάρκειά του. Δεν έχω ζήσει ποτέ τίποτα σαν αυτό. Ζητούσα από το μηχανικό μου να με ενθαρρύνει απλά και μόνο για να μην το σκέφτομαι.
Κάνω πολλή προπόνηση στη ζέστη και στη σάουνα, αλλά φτάνουν στιγμές που είσαι πια στο όριο και πρέπει να βγεις από τη σάουνα. Έτσι άρχισα να αισθάνομαι μετά τον 20ο γύρο. Άνοιξα τη ζελατίνα του κράνους μου για όλο τον αγώνα, κι ο αέρας ήταν ζεστός - αλλά ήταν καλύτερο από τον καθόλου αέρα. Ήταν τόσο βάναυσο. Αισθανόμουν άρρωστος μέσα στο αυτοκίνητο - δεν ήμουν, αλλά έτσι αισθανόμουν».
Αντίθετα, ο Εστεμπάν Οκόν όντως αρρώστησε μέσα στο κόκπιτ της Alpine, πριν καν το αγώνας φτάνει στο 1/3 του: «Αισθανόμουν άρρωστος από τον 15ο γύρο, και για δύο γύρους έκανα εμετό μέσα στο κόκπιτ. Τότε σκέφτηκα ‘γαμ***, αυτός θα είναι ένας μεγάλος αγώνας. Προσπάθησα να ηρεμήσω, προσπάθησα ότι η πνευματική πλευρά είναι η πιο ισχυρή στον αθλητισμό, κι έτσι κατάφερα να το ελέγξω και να τερματίσω τον αγώνα.
Όμως ειλικρινά, δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο δύσκολος. Κανονικά μπορώ να κάνω δύο διαδοχικούς αγώνες, ακόμα και στη Σιγκαπούρη. Από πλευράς φυσικής κατάστασης, καρδιακής και μυικής, είμαι πάντα καλά. Όμως εδώ η θερμοκρασία στο κόκπιτ ήταν 80° Κελσίου. Ήταν οι πιο δύσκολοι βαθμοί που έχω κερδίσει ποτέ, και χαίρομαι που τελείωσε αυτός ο αγώνας», είπε ο Γάλλος.
Ο Οκόν είπε πως «θα πρέπει να με σκοτώσετε για να εγκαταλείψω», αλλά τα πράγματα δεν ήταν έτσι για τον Λόγκαν Σάρτζεαντ. Ο Αμερικανός της Williams εγκατέλειψε λόγω εξάντλησης, καθώς ήδη από την εβδομάδα που προηγήθηκε είχε συμπτώματα ίωσης.
Τόσο ο Σάρτζεαντ όσο και ο ομόλογός του Άλεξ Άλμπον επισκέφτηκαν το ιατρικό κέντρο της πίστας στο τέλος του αγώνα, με συμπτώματα θερμοπληξίας. Ο Βάλτερι Μπότας χαρακτήρισε τον αγώνα «βασανιστήριο», ενώ ο Λανς Στρολ είπε ότι έχασε στιγμιαία τις αισθήσεις του μέσα στο κόκπιτ της Aston Martin. Με ό,τι θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό.
Ο Ράσελ, πρόεδρος του συνδέσμου οδηγών (GPDA), φυσικά στάθηκε στον ασύλληπτο κίνδυνο που συνεπάγεται κάτι τέτοιο. «Ήταν πέραν από τα όρια όσων είναι αποδεκτά για την οδήγηση. Δεν θέλεις να λιποθυμάς όταν περνάς με 320 km/h στην κεντρική ευθεία. Κι έτσι αισθανόμουν πολλές φορές. Αν είναι λίγη ζέστη παραπάνω θα εγκατέλειπα, διότι το σώμα μου θα παραδίδονταν».
Από την άποψη αυτή, μάλλον ως εκ θαύματος δεν είχαμε κάποιο σοβαρό ατύχημα χθες. Έναν οδηγό που δεν θα φρέναρε ποτέ για την πρώτη στροφή. Ο Φερστάπεν, παρότι στην κορυφή μπορούσε να κινηθεί λίγο πιο αργά χάρη στην ανωτερότητα της RB19, παραδέχθηκε ότι ο χθεσινός αγώνας ήταν «στα όρια όσων θα έπρεπε να επιτρέπονται».
Καθώς η πλειοψηφία των οδηγών συμφώνησε ότι πρέπει το επικίνδυνο αυτό χθεσινό φαινόμενο να συζητηθεί εκτενώς, πιθανότατα νιώθουν και την ανακούφιση ότι ο ίδιος αγώνας του χρόνου θα διεξαχθεί δυόμισι μήνες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 2024 - όταν θεωρητικά οι θερμοκρασίες θα είναι χαμηλότερες σε σχέση με φέτος.
Οι αγωνιστικές επιπτώσεις
Η ζέστη, η υγρασία και οι καταπονήσεις των ελαστικών που επέφεραν -μαζί με τις γρήγορες στροφές και τα νέα, άγρια κερμπς- άλλαξαν εντελώς τα δεδομένα στον χθεσινό αγώνα του Λοσάιλ. Η απόφαση του ορίου 18 γύρων σε κάθε σετ ελαστικών αυτομάτως σήμαινε ότι αυτός δεν θα ήταν ένας αγώνας στον οποίο όλοι θα έκαναν σε κάθε stint (το διάστημα ανάμεσα στα πιτ-στοπς) διαδοχικούς γύρους συντήρησης της γόμας, στο πλαίσιο μιας προκαθορισμένης στρατηγικής.
Χθες δεν υπήρχε στρατηγική: ήταν ένα sprint στο όριο από τα πράσινα φώτα μέχρι την καρό σημαία, το οποίο θύμισε αγώνες που είχε πολλά χρόνια να δει το σπορ. Και η διαπίστωση του Λεκλέρ ότι όλοι υποτίμησαν τις καταπονήσεις είχε να κάνει με το γεγονός ότι η πίστα την Κυριακή είχε στρωθεί με πολλή περισσότερη γόμα, και έτσι τα ελαστικά άντεχαν στην πίεση πολύ περισσότερο σε σχέση με το Sprint του Σαββάτου. Όπου η μαλακή γόμα άντεχε μόνο για 5 γύρους, και η μέση έπρεπε να οδηγείται σε προσοχή.
Σύντομα αυτό άρχισε να γίνεται ορατό με το overcut του Νόρις στον Οκόν για την 5η θέση στα πρώτα πιτ-στοπς, και έπειτα στην ταχύτητα με την οποία προσέγγιζε τον Λεκλέρ. Όλα αυτά εκκινώντας από τη 10η θέση, με τη μέση γόμα. Ο Βρετανός διαπίστωνε ότι ο ρυθμός της McLaren MCL60 παρέμενε σταθερά εξαιρετικός, ότι η φθορά των ελαστικών δεν ήταν όσο καταστροφική περίμενε - εκείνος, ή οποιοσδήποτε άλλος.
Κατά συνέπεια, όποιος είχε ελαστικά χρησιμοποιημένα για λιγότερους γύρους πριν τα φορέσει στα τρία πιτ-στοπς είχε και τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί το προσόν του overcut για να προσπεράσει. Φυσικά, για κανέναν δεν υπήρχε η επιλογή του undercut, με τις υποχρεωτικές στάσεις στα πιτς κατά το μέγιστο στους 18 γύρους.
Ο Φερστάπεν είχε τη μεγαλύτερη ευελιξία στην εκκίνηση, καθώς το σετ της μέσης γόμας που φορούσε στο grid είχε κάνει μόνο έναν γύρο προηγουμένως. Το ίδιο σετ του Πιάστρι -που ανέβηκε στη 2η θέση εξαιτίας του ατυχήματος των δύο Mercedes στην πρώτη στροφή- ήδη είχε πέντε γύρους, συνεπώς θα έπρεπε να μπει στα πιτς το αργότερο στον 13ο γύρο.
Αυτό έδωσε ένα ακόμη πλεονέκτημα στον Φερστάπεν να αυξήσει τη διαφορά του από τη McLaren του Αυστραλού με ένα overcut που δεν είχε καν ανάγκη να κάνει. Ο Ολλανδός, με τη μέση γόμα του μέσα στο θερμικό παράθυρο, μπορούσε να κινείται ταχύτερα σε σχέση με τον Πιάστρι όταν ο τελευταίος επέστρεψε με φρέσκια γόμα από το πρώτο του πιτ-στοπ και έπεσε στο κυκλοφοριακό.
Έτσι, ο Μαξ μετά το δικό του πρώτο πιτ-στοπ γύρισε στην πίστα με τη διαφορά του πλέον να έχει ανέβει στα 8’’ από τον Πιάστρι. Και παραδέχθηκε πως «αυτό το πρώτο stint έφτιαξε τον αγώνα μου». Έκτοτε ο Ολλανδός είχε την πολυτέλεια ακόμα και να ελέγξει το ρυθμό του, για να καταπονεί λιγότερο όχι μόνο τη γόμα του, αλλά κυρίως το σώμα του σε αυτές τις ακραίες συνθήκες. Δεν είχε καμία απολύτως ανάγκη, εκείνος, να πιέζει στο απόλυτο όριο.
Την ίδια στιγμή, έχοντας διαπιστώσει πόσο απρόσμενα αντέχουν τα ελαστικά του στις ακραίες καιρικές συνθήκες, ο Νόρις περνούσε τον Λεκλέρ με τη βοήθεια του DRS στο μέσον του δεύτερού του stint, ενώ σύντομα στο δεύτερό του πιτ-στοπ θα πετύχαινε και το overcut στον Αλόνσο. Ένας επιπλέον γύρος στην πίστα ήταν αρκετός, καθώς ο Ισπανός προσπαθούσε να θερμάνει τη φρέσκια, σκληρή του γόμα στο γύρο εξόδου από τα πιτς.
Ο αγωνιστικός ρυθμός της McLaren του Νόρις και η διαχείριση των ελαστικών ήταν τόσο καλές παράμετροι που λίγο έλειψε ο Βρετανός να καταφέρει να περάσει ακόμα και τον Πιάστρι στα τρίτα πιτ-στοπς. Ο 25χρονος είπε τότε στη McLaren ότι ήταν ταχύτερος από τον Πιάστρι και ζήτησε να του επιτρέψουν να επιτεθεί, αλλά η απάντηση της ομάδας ήταν αρνητική. Και η αιτιολόγηση ότι ήθελαν να καλυφθούν από τον Ράσελ.
Ο Ράσελ αναγκάστηκε να κάνει τέσσερα πιτ-στοπς, με το πρώτο στον εναρκτήριο γύρο για να αλλάξει την εμπρός πτέρυγα που έσπασε στη σύγκρουση με τον Χάμιλτον. Ο Λιούις ήταν μάλλον τυφλωμένος από την επιθυμία να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το ρίσκο της εκκίνησης με τη μαλακή γόμα: να περάσει στην πρωτοπορία στην εκκίνηση και να αντέξει εκεί όσο μπορούσε μέχρι το πρώτο του πιτ-στοπ στον 8ο γύρο.
Μετά το συμβάν, ο Ράσελ έπεσε στις πίσω θέσεις αλλά εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ότι μπορούσε να πιέζει διαρκώς στο απόλυτο όριο, χάρη στα τρία υποχρεωτικά πιτ-στοπς. Είχε φτάσει μέχρι την δεύτερη θέση πριν χρειαστεί να κάνει το τέταρτο -και τελευταίο του- πιτ-στοπ, και τότε πήρε το ρίσκο να βάλει τη μαλακή γόμα για να προσπαθήσει να καταδιώξει τις McLaren, μετά την επιστροφή του στην πίστα στην 4η θέση.
Η διαφορά από τον Νόρις μπροστά του ήταν στα 12’’, τότε, αλλά το ρίσκο της Mercedes δεν απέδωσε: η μαλακή γόμα δεν ήταν πιο γρήγορη από τη σκληρή των McLaren, τη στιγμή εκείνη. Και σύντομα άρχισε να γίνεται πολύ πιο αργή. Έτσι ολοκληρώθηκε η μάχη του βάθρου, σε έναν αγώνα που δεν θύμιζε τίποτα από τα GP όπως τα ξέραμε τα τελευταία χρόνια.