Ο Μαξ Φερστάπεν στην εποχή της ωριμότητας
Με την κατάκτηση του φετινού πρωταθλήματος της Formula 1, του δεύτερου back-to-back τίτλου του, ο Μαξ Φερστάπεν μπήκε στην ομάδα των αληθινά σπουδαίων της ιστορίας. Διότι αυτή ήταν η χρονιά που, ως πρωταθλητής ήδη, ωρίμασε, λάξευσε τον άγριο ψυχισμό του, συνόδευσε το φαινομενικό του ταλέντο με την αγωνιστική σοφία των μεγάλων πρωταθλητών του σπορ.
Υπήρξε μια μεταμόρφωση. Στα Καρτ, στη Formula 3, στα πρώτα του χρόνια στη F1, στην πρώτη του διεκδίκηση του παγκοσμίου πρωταθλήματος -πέρσι- ο Μαξ Φερστάπεν έμοιαζε με έναν άγριο «πιστολέρο» διατεθειμένο να πάρει με κάθε ηθικό κόστος την κάθε ευκαιρία, εύθραυστο στην παραμικρή στιγμή που κάτι θα πήγαινε στραβά.
Έμοιαζε σαν ένα εντελώς ακατέργαστο διαμάντι - αστραφτερό μεν, από άποψη ταλέντου, αλλά ακατέργαστο ακόμα, στα 23 του χρόνια πέρσι. Όμως, ο τίτλος του 2021 μεταμόρφωσε τα πάντα: μπορεί μεν η φετινή Red Bull RB18-Honda να ήταν ένα κορυφαίο μονοθέσιο, αλλά μέχρι τα μισά της σεζόν δεν ήταν πάντοτε.
Αυτό που συντέλεσε στη μεταμόρφωση ήταν η ψυχολογία, και η αυτοπεποίθηση, του πρωταθλητή. Μοιάζει αμφίβολο ότι ο περσινός Φερστάπεν θα είχε την πνευματική συγκρότηση να κερδίσει τόσους αγώνες -όπως αυτό το καλοκαίρι- ξεκινώντας πολύ μακριά από την πολ ποζίσιον, να εκτελεί με τόση ψυχραιμία και αρτιότητα τις ευφυείς στρατηγικές ακροβασίες της RBR, να διαλέγει με σοφία τις αγωνιστικές του κινήσεις.
Και αυτή η μεταμόρφωση, όπως έχουμε δει και από άλλους μεγάλους πρωταθλητές του παρελθόντος -από τους περισσότερους σε μεγαλύτερη ηλικία- είναι εκείνη που μετατρέπει ένα αληθινά σπουδαίο ταλέντο σε έναν από τους λίγους μεγάλους πρωταθλητές της ιστορίας της Formula 1.
Τα πρώτα χρόνια στο Καρτ
Μέχρι τα 16 χρόνια του, το 2013, ο Μαξ είχε εξελιχθεί σε έναν παγκόσμιο αστέρα του karting. Δις πρωταθλητή Ευρώπης, στην κορυφαία κατηγορία ΚΖ 125 κ.εκ. (με κιβώτιο ταχυτήτων) και KF (χωρίς κιβώτιο), και εντέλει το 2013 νικητή του τελικού του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος. Ήταν μια ασύλληπτα μοναχική και σκληρή πορεία μέχρι εκεί.
Σκληρή από τις απαιτήσεις του ίδιου του πατέρα του, Γιός Φερστάπεν. Την εποχή που η καριέρα του δεύτερου στη F1 έφτανε στη δύση της, χωρίς ιδιαίτερες επιτυχίες παρά κάποιες περιστασιακές νίκες, Μαξ αναδυόταν. Ο Γιός είχε διαπιστώσει τη λατρεία του γιού του εξ απαλών ονύχων για το karting, άθλημα στο οποίο δεν επιδίδονταν μόνο ο πατέρας του, αλλά και η μητέρα του Σόφι Κάμπεν.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα σκληρά, για ένα μικρό παιδί. Ο Γιός Φερστάπεν, μηχανικός και απόλυτα αφοσιωμένος προπονητής και μέντοράς του, δεν δίσταζε να βγάζει τον μικρό Μαξ στην πίστα της Γκενκ με -2ο Κελσίου, ξανά και ξανά. Μεσοδβόματα, μετά το σχολείο και ως αργά το βράδυ. Γύριζε μετά από πέντε γύρους, με παγωμένα χέρια. «Τον έστελνα στο van να ζεσταθεί. Μετά από 5 λεπτά ξαναγύριζε», λέει ο Γιος.
Ο πατέρας Φερστάπεν έδειχνε συχνά να ξεχνά ότι, εκτός από έναν εν δυνάμει πρωταθλητή, είχε μπροστά του και ένα παιδί. Ένα παιδί για το οποίο το παιχνίδι και η ανεμελιά συνήθως δεν ήταν καν σε δεύτερη μοίρα, συνήθως ήταν απαγορευτικά. Παρέκκλιναν του στόχου. Δεν υπήρχαν παρασκευιάτικα απογεύματα στην παιδική χαρά ή στο γήπεδο, δεν υπήρχαν βραδινές ταινίες με ποπ-κορν ή κυριακάτικες βόλτες με το ποδήλατο.
Υπήρχε μόνο ένα van, ένα παγωμένο van με το αντίστοιχης θερμοκρασίας πρόσωπο του πατέρα, που κυλούσε για χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων προς την επόμενη πίστα της Ευρώπης. Κι ένα κήρυγμα, σε όλο το δρόμο, συνήθως ότι τρυφερό ή συμβουλευτικό, και ενίοτε ακόμη και φρικτά καταπιεστικό στο δρόμο της επιστροφής μετά από ένα λάθος σε κάποιον αγώνα.
Το τέλος της κυριακάτικης διαδρομής κάποιων εκατοντάδων χιλιομέτρων τον έβρισκε το άλλο ξημέρωμα στην πόρτα του σχολείου του. «Αλλά ο Μαξ το λάτρευε», εξήγησε ο Γιός Φερστάπεν. Προφανώς το λάτρευε, διότι από τα 4 χρόνια του που ζητούσε κλαίγοντας να μπει στην πίστα για να κάνει καρτ υπό βροχή, είχα φανεί ότι ήταν το πεπρωμένο του.
Και το ίδιο στα 7 του χρόνια, που κέρδιζε μεγαλύτερους οδηγούς στην πίστα στα πρωταθλήματα των Κάτω Χωρών. Ο Γιός διαπίστωσε το ταλέντο του μικρού Μαξ από τους πρώτους γύρους που τον είδε στο καθισματάκι ενός Καρτ. «Δεν χρειάστηκε ποτέ να του δείξω τις αγωνιστικές γραμμές - τις ήξερε», είπε ο πρώην οδηγός της Benetton F1, δίπλα στον Μίκαελ Σουμάχερ.
Παρότι ο Γιος και ο Μαξ είχαν να αντιμετωπίσουν με τα σχετικά πενιχρά μέσα του van τους αλλά και με τεράστια προσωπικά έξοδα ομάδες του Καρτ με πολύ μεγάλους προϋπολογισμούς, τα κατάφεραν. Ίσως για αυτό χρειάστηκε ο πρώτος να σκληρύνει, να γίνει τόσο καταπιεστικός, να κάνει τον Μαξ «αρπακτικό» και της παραμικρής ευκαιρίας στην πίστα, σκληρό όπως τον ίδιο. Το χρήμα, ως γνωστόν, δεν μιλάει, το χρήμα βρίζει.
Το σύντομο πέρασμα από τη F3
Μετά τους ευρωπαϊκούς τίτλους και κυρίως τον παγκόσμιο στα Καρτ, ο Γιος έλαβε μια απόφαση που έμοιαζε με φοβερή ακροβασία: αποφάσισε να στείλει κατευθείαν τον Μαξ στα βαθιά, στη δύσκολη -στην οδήγηση και στο στήσιμο- Formula 3, αντί για κάποιου είδους προσπαρασκευαστικό έτος σε μια μικρότερη κατηγορία σαν τη Formula Renault.
Η αισιοδοξία του Γιός προερχόταν από μια αναπάντεχα εκπληκτική στιγμή του Μαξ όταν κλήθηκε για πρώτη φορά να οδηγήσει μονοθέσιο, στις δοκιμές με μια Formula Renault της ομάδας Manor. Έβρεχε, και ο Γιός ήταν νευρικός. Όμως γρήγορα η ανασφάλειά του για την υγεία του Μαξ έδωσε τη θέση της στο θαυμασμό: ο μιρκός ήταν ένας αληθινός δυναμίτης. Ένα απόλυτα φυσικό ταλέντο, που είχε πάντα και παντού τον έλεγχο σε ένα σιρκουί που γλιστρούσε, με ένα μονοθέσιο πολύ πιο ισχυρό από οτιδήποτε είχε οδηγήσει ποτέ.
Τότε ήρθε η αποφαση του Γιός να τον στείλει κατευθείαν στη F3. Με την προϋπόθεση, όπως σοφά σκέφτηκε, να τον αναλάβει μια έμπειρη ομάδα. Κι η ομάδα αυτή θα ήταν η Van Amersfoort Racing. Η επιλογή του Γιός δικαιώθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα δοκιμών: «Ακούγεται λίγο παράξενο, αλλά μετά από μόλις μία ημέρα του Μαξ στην ομάδα μας, είπαμε ο ένας στον άλλον ότι θα μπορούσαμε να βάλουμε τον Μαξ από τώρα κιόλας σε μια Formula 1. Μετά από μια μέρα. Αυτή είναι η αλήθεια» είπε χρόνια αργότερα ο Φριτς βαν Άμερσφορτ.
Ο Μαξ δεν είχε κανένα πρόβλημα με την πολυπλοκότητα της F3 στο στήσιμο και στην οδήγηση και στη διαχείριση των ελαστικών. Πέτυχε 10 νίκες, έφτασε μια ανάσα -και έναν σπασμένο κινητήρα μακριά- από τον τίτλο, διαλύοντας ολοκληρωτικά το συναγωνισμό σε πίστες όπως το Σπα του Βελγίου και το Νόρισρινγκ της Γερμανίας.
Το τηλεφώνημα από τη Red Bull Racing
Κάποια από τις μέρες εκείνου του Φθινοπώρου, λοιπόν, ήταν μοιραίο ότι το τηλέφωνό του Γιός θα χτυπούσε. Και ήταν ο Χέλμουτ Μάρκο - η Red Bull μόλις είχε προλάβει τη Mercedes. Ήταν το τηλεφώνημα για χάρη του οποίου ο Μαξ Φερστάπεν είχε απωλέσει όλες σχεδόν τις χαρές και τις ανέμελες στιγμές της παιδικής ηλικίας.
Όλα τα υπόλοιπα, πλέον, έμοιαζαν σαν κομμάτια ενός προδιαγεγραμμένου πεπρωμένου: η Red Bull τοποθέτησε τον Μαξ στο κόκπιτ της Toro Rosso, το 2015, ενόσω ο Μαξ ήταν ακόμη ανήλικος - σε ηλικία 17 ετών και 166 ημερών. Προηγήθηκε μεν η νευρικότητα της FIA και των άλλων ομάδων για την ασφάλεια του εγχειρήματος, μαζί με το γεγονός ότι είχε κάνει ελάχιστους αγώνες με μονοθέσια.
Οι φόβοι όλων, ωστόσο, ήταν αβάσιμοι: ο Φερστάπεν δεν ήταν μόνο αντάξιος την ευκαιρίας, αλλά και εκθαμβωτικά ταχύς. Τόσο που μετά από τους λίγους πρώτους του αγώνες η RBR πήρε την απόφαση, ενόψει του GP Ισπανίας, να αντικαταστήσει τον Ντάνιιλ Κβίατ με τον Φερστάπεν.
Ήταν αδιανόητα ραγδαία η ανέλιξη του Μαξ, όσο αδιανόητο ήταν και αυτό που συνέβη μετέπειτα: αν και με λίγη βοήθεια της τύχης, τη σύγκρουση των Χάμιλτον-Ρόσμπεργκ με τις δύο Mercedes στην κορυφή, ο Φερστάπεν κέρδισε στο ντεμπούτο του με την ομάδα, την πρώτη νίκη της καριέρας του. Έγινε, έτσι, ο νεαρότερος νικητής στην ιστορία της F1, σε ηλικία 18 ετών και 228 ημερών.
Όμως, η μετεωρική του άνοδος διακόπηκε απότομα: επί μία πενταετία, ο Μαξ έβλεπε τη Mercedes να κάνει περίπατο στα πρωταθλήματα, έχοντας σταθερά το κορυφαίο μονοθέσιο της υβριδικής εποχής του σπορ, χωρίς αντίπαλο. Είχε κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις, όπως την περίτεχνη και ευφυή του νίκη στο GP του Σίλβερστοουν το 2020, αλλά καμιά ευκαιρία να γίνει πρωταθλητής.
Η μεταμόρφωση
To 2021, έφερε μια ολοκαίνουρια ελπίδα: μια σημαντική αλλαγή τεχνικών κανονισμών στο πίσω μέρος των μονοθεσίων, επηρέασε αρνητικά τη Mercedes, και ό,τι είχε ρυθμίσει ως τότε ο Χάμιλτον στα μέτρα του. Ήταν μια χρυσή ευκαιρία για τη Red Bull, την οποία ο Άντριαν Νιούι αξιοποίησε στο έπακρο - όπως και ο ίδιος ο Μαξ.
Για πρώτη φορά ο Μαξ Φερστάπεν είχε στα χέρια του ένα μονοθέσιο με το οποίο μπορούσε να διεκδικήσει το πρωτάθλημα στο κορυφαίο μηχανοκίνητο σπορ του πλανήτη. Παρότι, όμως, είχε περάσει ήδη έξι χρόνια στη F1, τα ένστικτα που είχε πλάσει σε μικρή ηλικία -η επιθετικότητα στην πίστα, η αρπαγή και της παραμικρής ευκαιρίας με κάθε κόστος, η ισορροπία στα όρια της οδηγικής ηθικής ή και ενίοτε πάνω από αυτά- ήταν παρόντα.
Ήταν έναν ψυχισμός που ακόμη δεν είχε εξωραϊστεί με τον αγχολυτικό τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Ένας ψυχισμός απόλυτης και λυσσαλέας καταδίωξης που, συνήθως, με υπαιτιότητα του ίδιου του Φερστάπεν (και κατά βάθος του κατάφορα καταπιεστικού Γιός) έφερνε πέρσι τη μονομαχία με τον Λιούις Χάμιλτον στα εκρηκτικά άκρα.
Ο Βαν Άμερσφορτ συμφωνεί: «Ο Γιός επίσης οδηγούσε έτσι. Αυτό προέρχεται από τον Γιος. Είχαμε τόσες πολλές επισκέψεις στους αγωνοδίκες από τις μέρες της F3, και πάντα έτσι ήταν. Ένας Φερστάπεν δεν μπορεί να χάνει. Δεν αντέχουν το γεγονός ότι μπορεί να έχουν χάσει».
Κανείς δεν αρνήθηκε, πέραν του σκανδαλώδους φινάλε της περσινής σεζόν στο Άμπου Ντάμπι, ότι οι επιδόσεις του Μαξ Φερστάπεν όλο το 2021 έκαναν τον τίτλο του αντάξιο. Κι αυτό λειτούργησε μαζί λυτρωτικά και ευεργετικά - ήταν, ο τίτλος του πρωταθλητή, το συστατικό που έλειπε για τον εξωραϊσμό του ψυχισμού του. Ένα συστατικό που δεν στέρησε τίποτα από το ένστικτό του, αλλά του χάρισε την αγωνιστική σοφία που διακρίνει τους αληθινά μεγάλους της ιστορίας της Formula 1. Και αυτός ο συνδυασμός ήταν ορατός σε όλη τη διάρκεια του 2022.