Ράλι Ντακάρ: Ο άθλος του τερματισμού για τους Έλληνες
Οι Βαγγέλης Μπερσής και Φώτης Κουτσουμπός στην κατηγορία Classic των αυτοκινήτων και ο Βασίλης Μπούδρος στις μοτοσικλέτες εκπροσώπησαν τη χώρα μας στο εφετινό Ράλι Ντακάρ, καταφέρνοντας μετά από 14 εξαντλητικές ημέρες τον άθλο του τερματισμού στη Τζέντα.
Η σκληρότερη και πιο επίπονη δοκιμασία του παγκόσμιου μηχανοκίνητου αθλητισμού, που τα τελευταία χρόνια φέρνει τους αγωνιζόμενους σε ορισμένα από τα σκληρότερα ή τα πιο αμμώδη τερέν της Σαουδικής Αραβίας, συνιστά σπουδαίο επίτευγμα ακόμα και τον τερματισμό σε αυτήν.
Τα πληρώματα και οι αναβάτες καλούνται να οδηγήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα σε αγωνιστικό ρυθμό, έχοντας να αντιμετωπίσουν την τραχύτητα του εκτός δρόμου εδάφους -που παραμονεύει να αφήσει τους αγωνιζόμενους ακόμα κι όταν πέσει η νύχτα καθηλωμένους στην έρημο με σπασμένες αναρτήσεις-, τη δυσκολία της διάσχισης των αμμόλοφων και φυσικά της πλοήγησης σε άγνωστα εδάφη με δυσδιάκριτα σημεία ελέγχου του χρόνου.
Το επίτευγμα, μάλιστα, για τους Έλληνες αγωνιζόμενους συμπληρώθηκε και από αρκετά ανταγωνιστική εμφάνιση, καθώς ο Βαγγέλης Μπερσής με τον συνοδηγό του Φώτη Κουτσουμπό ανέβηκαν στην 50η θέση μεταξύ των 129 αγωνιζόμενων που κατάφεραν να τερματίσουν στην κατηγορία Classic των αυτοκινήτων, ενώ ο Βασίλης Μπούδρος ήταν 70ός ανάμεσα στους 124 αναβάτες των μοτοσικλετών που ανέβηκαν στη ράμπα τερματισμού της Τζέντα.
Το πρώτο ελληνικό πλήρωμα αυτοκινήτου
Το πλήρωμα των Μπερσή-Κουτσουμπού -ουσιαστικά πρώτων Ελλήνων που συμμετείχαν με αυτοκίνητο- ξεκίνησε την πρόβα τζενεράλε του shakedown στη δύση του 2020 τελειοποιώντας τις ρυθμίσεις του αγωνιστικού Mitsubishi Pajero Evolution και κάνοντας προπόνηση τόσο της πλοήγησης με τη μέση ωριαία ταχύτητα που δινόταν σαν στόχος, όσο και της πλοήγησης με μοίρες.
Πέραν των δυσκολιών της οδήγησης σε αυτό το τερέν και της προστασίας του αυτοκινήτου, ο Βαγγέλης Μπερσής μετά τον τερματισμό εξήρε την πλοήγηση του Φώτη Κουτσουμπού. Ο Φώτης χρειάστηκε από το shakedown να συνηθίσει το "tripy", το ψηφιακό όργανο που τους έδινε τις μοίρες κατεύθυνσης, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κάποιο ξεκάθαρο σημείο στο roadbook να τους ενημερώνει - απλα τους έδειχνε προς ποια κατεύθυνση να πορευτούν.
Όταν το πλήρωμα έφτανε στο σημείο ελέγχου που υποδείκνυε το roadbook, ξεκλείδωνε το waypoint και γνωστοποιούσε στην οργάνωση ότι πέρασε από το κάθε οριοθετημένο σημείο. Όποιοι αγωνιζόμενοι έχαναν κάποιο waypoint δέχονταν ποινές χρόνου. Ο Φώτης εξοικειώθηκε άρτια με το ψηφιακό όργανο πλοήγησης, που μέχρι τέλους έφτασαν να πλοηγούνται με μοίρες χωρίς να δέχονται κανέναν βαθμό ποινής.
Η καλή μέρα φάνηκε από το "πρωί" για το ελληνικό πλήρωμα, καθώς στην εναρκτήρια μέρα της πρώτης ειδικής τερμάτισαν 30οί ανάμεσα σε 142 αγωνιζόμενους που τελείωσαν την πρώτη δοκιμασία. Την επόμενη μέρα το Ντακάρ άρχισε να δείχνει τα "δόντια" του, με τους πρώτους αμμόλοφους και δυσκολίες στην πλοήγηση, με αρκετές παγίδες στα waypoints.
Ο Βαγγέλης το διασκέδασε στους αμμόλοφους και άρχισε να προσαρμόζεται στο ρυθμό που έπρεπε να ακολουθεί. Η πρώτη μεγάλη ειδική τους βρήκε στην 60η θέση της γενικής. Την επόμενη μέρα, η 2η ειδική από τη Χαΐλ στην Αλ Καϊσούμα ματαιώθηκε για την κατηγορία Classic λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας που έπληξε την περιοχή και πλημμύρισε τον καταυλισμό, συνεπώς δεν άλλαξε κάτι.
Περνώντας τη νύχτα στον καταυλισμό με θερμοκρασία που έπεφτε ακόμα και στους -15 βαθμούς Κελσίου, το ελληνικό πλήρωμα είχε εγερτήριο στις 5:00 το πρωί για την απλή διαδρομή 220 χιλιομέτρων μέχρι την εκκίνηση της 3ης ειδικής, γύρω από την Αλ Καϊσούμα, 247 αγωνιστικών χιλιομέτρων σε εδάφη με φυτευτές πέτρες. Οι μέσες ωραίες ταχύτητες ήταν αρκετά υψηλές, αλλά τότε εμφανίστηκε το πρώτο πρόβλημα, στο όργανο blunik, υπολογισμού της μέσης ταχύτητας.
Παρόλα αυτά πήραν την απόφαση να συνεχίσουν: ο Φώτης θα έβγαζε τις μέσες ταχύτητες με το χέρι, κάνοντας ταυτόχρονα και την πλοήγηση - κι αυτή ήταν μια μεγάλη πρόκληση. Στα highlights της ημέρας ήταν η προσέγγιση του Βαγγέλη με τέρμα γκάζι σε μια μεγάλη τουλίπα, στην οποία ευτυχώς φρέναρε δυνατά (από 135 σε 60 km/h, που ήταν η μεγίστη επιτρεπόμενη ταχύτητα) πριν από το σημείο της κρυφής μέτρησης - κι έτσι γλίτωσαν από πολύ μεγάλη ποινή, καθαρά από θέμα τύχης για κλάσματα δευτερόλεπτου.
Εντούτοις ελλείψει του οργάνου μέτρησης οι ποινές χρόνου ήταν αναπόφευκτες κι έτσι έπεσαν στην 87η θέση της γενικής. Την άλλη μέρα, στην 4η ειδική, κέρδισαν όμως 7 από αυτές τις θέσεις, ανταποκρινόμενοι εξαιρετικά στο πολύ σκληρό τερέν -με πέτρες κάθε μεγέθους, χαντάκια και περάσματα από φαράγγια- αλλά και στο πρώτο μηχανικό πρόβλημα. Περίπου στο μέσον της ειδικής, το εμπρός διαφορικό έσπασε, αναγκάζοντας το πλήρωμα να επιστρατεύσει όλες τις δεξιότητες του για να μην κολλήσει μέσα στην ειδική.
Στο μεταξύ, η απόφαση του Φώτη να μην βασιστεί στο υπερσύγχρονο δορυφορικό όργανο, αλλά να πλοηγήσει κλασικά βγάζοντας τις μέσες ωριαίες με το χρονόμετρο και κοιτάζοντας επικουρικά το blunik, στέφθηκε με επιτυχία. Στο τελευταίο τμήμα της ειδικής το πλήρωμα κινήθηκε πολύ γρήγορα, δεν πήρε καμία ποινή και έχτισε περαιτέρω την αυτοπεποίθησή του.
Η 5η ειδική της επόμενης μέρας περιλάμβανε ένα loop γύρω από το Ριάντ, 229 αγωνιστικών χιλιομέτρων. Το μεγαλύτερο μέρος του όμως κόπηκε λόγω της αμμοθύελλας που δεν επέτρεπε την πτήση των σωστικών ελικοπτέρων και οι δύο Έλληνες κέρδισαν ακόμα μία θέση. Μία μέρα μετά, και πάλι γύρω από το Ριάντ, εμφανίστηκε όμως η πρώτη μεγάλη ατυχία.
Στο 90 χλμ. της ειδικής το Mitsubishi Pajero έμεινε από δυναμό και στο 150ό έσβησε τελείως. Με ένα μικρο booster οδήγησαν για ακόμα 15 χλμ., στα οποία αναγκαστικά βρήκαν ένα πλάτωμα και σταμάτησαν. Τότε, οι Γερμανοί Σαντ-Κλάουσινγκ πρόσφεραν την απλόχερή τους βοήθεια ρυμουκλώντας το Pajero για 54 χιλιόμετρα. Με νέα προβλήματα, στα φρένα αυτή τη φορά χρειάστηκαν έπειτα τη βοήθεια ρυμούλκησης ως τον καταυλισμό, που τους προσέφεραν οι Ιταλοί Ριτσιάρι-Τζιανεκίνι.
Κατά τη διάρκεια της αδρανούς ημέρας, ο Βαγγέλης και ο Φώτης είχαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν σε ξενοδοχείο και δέχθηκαν με χαρά την πρόσκληση του Ελληνα πρέσβη στη Σαουδική Αραβία, κ. Αλέξη Κωνσταντόπουλου -που τους είχε επισκεφτεί την προηγούμενη μέρα στον καταυλισμό του Ριάντ- για ένα δείπνο στο σπίτι του.
Στο ξεκίνημα της δεύτερης εβδομάδας του αγώνα, την Κυριακή 9/1, παρά τις δυσκολίες στην πλοήγηση -και την απόφαση του Φώτη να μην βασιστεί στο blunik-, το πολύ σκληρό τερέν και στα 268 αγωνιστικά χιλιόμετρα και ένα μικρό πρόβλημα τροφοδοσίας στις ψηλές στροφές, οι δύο Έλληνες κέρδισαν άλλες 11 θέσεις και ανέβηκαν στην 68η της γενικής.
Οι μηχανικοί της ομάδας άλλαξαν την αντλία στο νυχτερινό Σέρβις κι έτσι ο Βαγγέλης με τον Φώτη "επιτέθηκαν" και πάλι στην επόμενη ειδική. Η πλοήγηση πήγε και πάλι εξαιρετικά και, παρότι χρειάστηκε να σταματήσουν για λίγο μέσα στην ειδική λόγω της ζαλάδας του Φώτη από τις αναθυμιάσεις της βενζίνης κατά την αλλαγή της αντλίας, κατάφεραν να ανέβουν 58οι.
Άλλες πέντε θέσεις κέρδισαν την 11η μέρα, στους αμμόλοφους της 9ης ειδικής των 242 χλμ. προς το Αντ Νταβασίρ και διασχίζοντας το περίφημο οροπέδιο Ουαζίντ. Ο Βαγγέλης έπαιρνε όλο και περισσότερα από το Pajero και το διασκέδαζαν με τα αγωνιστικά ελαστικά της Michelin, οι προπορείες και συνεπώς οι ποινές ήταν ελάχιστες και το μόνο πρόβλημα ήταν μια μικρή διαρροή λιπαντικού από το αμορτισέρ.
Οι επόμενες ειδικές κύλησαν με καλό ρυθμό, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα -ένα μυικό πόνο του Φώτη, ένα κλατάρισμα λίγο πριν από την είσοδο στον καταυλισμό, υψηλές μέσες ταχύτητες σε βραχώδες τερέν, και μικρές ποινές από προπορείες- κι έτσι οι δύο Έλληνες ανέβηκαν στην 48η θέση της κατάταξης, προτού τελικά τερματίσουν στην 50ή.
Έτσι, οι Βαγγέλης Μπερσής και Φώτης Κουτσουμπός ολοκλήρωσαν τη φετινή τους, πρώτη εμπειρία στη μεγαλύτερη περιπέτεια του παγκόσμιου μηχανοκίνητου αθλητισμού, Στη σελίδα τους στο facebook μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες λεπτομέρειες, και στο παρακάτω video να δείτε όλα όσα δήλωναν στο sport24.gr πριν από το ξεκίνημά τους:
Ο μοναχικός άθλος του Μπούδρου
Ο Βασίλης Μπούδρος, στο μεταξύ, είχε την επιπλέον δυσκολία όλων των αναβατών στις μοτοσικλέτες να κάνει μόνος του τόσο την οδήγηση όσο και την πλοήγηση. Παρότι αγωνιζόταν για πρώτη φορά στο Ντακάρ, όχι μόνο τερμάτισε αλλά ανελίχθηκε και στην 70η θέση μεταξύ 144 αναβατών που εκκίνησαν 12 μέρες νωρίτερα από την Τζέντα. Ένα φαινομενικό επίτευγμα.
Ο Βασίλης αγωνίστηκε με μια Husqvarna 450 Rally που προετοίμαζε η ομάδα του, Nomadas Adventure, και της προσέδωσε το προσωνύμιο "Βουκεφάλας". Μετά το αναγνωριστικό ξεκίνημα που τον βρήκε στην 97η θέση άρχιζε σταδιακά να ανεβάζει εντυπωσιακά το ρυθμό του και να κερδίζει διαρκώς θέσεις.
Λίγες ανώδυνες πτώσεις και ορισμένα χαμένα σημεία ελέγχου χρόνου ήταν οι μοναδικές ατυχείς του στιγμές σε μια συνολικά εντυπωσιακά σταθερή επίδοση για 12 ημέρες. Τις εμπειρίες του περιέγραφε καθημερινά στη σελίδα του στο facebook.
Μετά την ημέρα ξεκούρασης στο Ριάντ το Σάββατο 8/1, συνέχισε τη δεύτερη εβδομάδα την προέλασή του μέχρι τελικά την 70ή θέση της γενικής, συμπεριλαμβανομένων των 56 λεπτών ποινής για τα χαμένα σημεία ελέγχου - ενώ παράλληλα σημείωνε και ακόμα υψηλότερους χρόνους στις επιμέρους ειδικές. Ήταν ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο για τον 37χρονο αναβάτη στο δυσκολότερο αγώνα της πλούσιας καριέρας του.