Από τη γνώριμη θέση στο γνωστό αποτέλεσμα
Το Hoop Fiction γράφει για την υπεροχή των Πρίντεζη-Μιλουτίνοφ, τα μεγάλα τρίποντα των Ρόμπερτς-Στρέλνιεκς και την κακή βραδιά του Σλούκα, που βοήθησαν τον Ολυμπιακό να αποδράσει με το "διπλό" από την έδρα της Φενέρμπαχτσε.
Ο Ολυμπιακός, θέλοντας να επουλώσει τις πληγές των τελευταίων εβδομάδων, είχε κάνει ένα βήμα πίσω κι έψαξε το γνώριμο κουρνιαχτό του: πριν το χθεσινό παιχνίδι, οι Πειραιώτες ήταν και πάλι outsider, η ομάδα στην οποία ελάχιστοι έδιναν πιθανότητες επιτυχίας.
Είναι ένα αγωνιστικό status το οποίο ο Ολυμπιακός και ο Σφαιρόπουλος συχνά επιδιώκουν. Χθες δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς: η Φενερ είναι de facto φαβορί σχεδόν απέναντι σε οποιαδήποτε ομάδα, κι ειδικά μέσα στη έδρα της.
Η συσπείρωση, όμως, δεν θα ήταν ποτέ αρκετή αν ο Ολυμπιακός δεν έβρισκε λύσεις στα δεδομένα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει στους προηγούμενους αγώνες. Στο ξεκίνημα του παιχνιδιού επανήλθαν μνήμες από το παιχνίδι της προηγούμενης εβδομάδας: η physical πεντάδα της Φενέρ (Γουονομέικερ, Γκούντουριτς, Ντατόμε, Μέλι, Βέσελι) υπερκάλυψε χώρους κι αποστάσεις βάζοντας τη γνώριμη πια εξίσωση στην επίθεση του Ολυμπιακού (για την αρχική πεντάδα του οποίου ο Σφαιρόπουλος προτίμησε τον Στριέλνιξ από τον Τόμπσον): πως να διασπάσει μια άμυνα απέναντι στην οποία δεν μπορεί να βρει καθόλου miss-match.
ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΚΙΝΗΣΗΣ
Στην άλλη πλευρά του παρκέ, η Φενέρ έβαζε την άμυνα του Ολυμπιακού σε κατάσταση διαρκούς κίνησης, κατά την οποία η παραμικρή αποτυχία επικοινωνίας μεταξύ των αμυντικών ισοδυναμούσε με ολοκάθαρο διάδρομο ή εύκολο σουτ.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ομπράντοβιτς έτρεχε διαρκώς μια δράση κατά την οποία, ξεκινώντας από διάταξη 1-2-2, οι δυο ψηλοί ξεκινούσαν από την κορυφή σκρινάροντας διαδοχικά ο ένας στον άλλον. Έπειτα, το 4αρι (Μέλι) ανέβαινε κι έπαιρνε την μπάλα από τον PG (Γουονομέικερ), και ξεκινούσε με ντρίμπλα να κατευθύνεται προς τον guard που βρισκόταν στη γωνία (συνήθως από την πλευρά του Νάναλι). Οι δυο τους συναντώνταν, ιδανικά, στις 45 μοίρες, έκαναν νέο hand-off κι έπειτα ο guard έπαιρνε διαδοχικά διπλό σκριν από τους δύο ψηλούς. Το 4 άνοιγε στην γωνία του τριπόντου και το 5 έκοβε βαθιά στη ρακέτα.
Η εξέλιξη της φάσης ήταν στη διακριτική ευχέρεια του guard που κατέληγε να παίρνει το διπλό τελικό σκριν. Μπορούσε να σηκωθεί για τρίποντο, να εκτελέσει μετά από μια-δυο ντρίμπλες από μέση απόσταση, να πάει μέχρι μέσα ή να περάσει την μπάλα σ’ έναν από τους δύο ψηλούς. Η όλη κίνηση, όπως και η αντίδραση του Ολυμπιακού σε αυτήν, θύμισε τον τρόπο που επέλεξε ο Πασκουάλ στο περασμένο ντέρμπι να επιτεθεί με τον Λοτζέσκι στην αρχή του παιχνιδιού.
Παρακάτω η δράση τελειώνει με εύστοχο τρίποντο του Μέλι:
Αφού, λοιπόν, η Φενέρ κατάφερε να βρει αυτές τις ευκαιρίες στο ξεκίνημα, το πόσο κοντά θα κρατιόταν ο Ολυμπιακός στο παιχνίδι εξαρτώνταν, και πάλι, από την απόδοση των ψηλών του. Μιλουτίνοφ και Πρίντεζης καλούνταν να γίνουν εκτελεστές και δημιουργοί —και, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, πέτυχαν και στα δύο (28 πόντους και 6 ασίστ συνολικά). Ειδικά ο δεύτερος, χθες έκανε μία από τις διάσημες πλέον εκκινήσεις του, έχοντας στην πρώτη περίοδο συμμετοχή σε κάθε σχεδόν πετυχημένη κατοχή του Ολυμπιακού: σε αυτό το διάστημα είχε 10 πόντους, 2 επιθετικά ριμπάουντ, και 2 ασίστ (από τους 18 πόντους του Ολυμπιακού).
Είτε μετά από το short-roll του Σέρβου στο pick ‘n roll, όπως φαίνεται παραπάνω, είτε όταν κάποιος από τους δύο είχε την μπάλα στο ποστ, ο Ολυμπιακός βρήκε ματιές κι ευκαιρίες —λιγότερο από κάποιο είδος ομαδικής κίνησης και πολύ περισσότερο με την κλάση των δύο παικτών του. Υπήρξαν πολλές στιγμές που οι Πρίντεζης-Μιλουτίνοφ, απέναντι σε Βέσελι, Τόμπσον και Μέλι, απλώς έκαναν επίδειξη ταλέντου και ανωτερότητας, κερδίζοντας διαρκώς τις προσωπικές τους μονομαχίες.
Η πιο χαρακτηριστική ίσως τέτοια περίπτωση του χθεσινού αγώνα:
Η απόδοση των δύο ψηλών της ελληνικής ομάδας, ακόμα κι αν στο πρώτο ημίχρονο υστέρησε στους υπόλοιπους τομείς του παιχνιδιού (άμυνα, συγκέντρωση), απέφερε πολλαπλά πλεονέκτηματα: Πρίντεζης και Μιλουτίνοφ βρήκαν ρυθμό τον οποίο διατήρησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, και ήταν καθοριστική είτε κρατώντας τον Ολυμπιακό στο παιχνίδι όταν η Φενέρ φλέρταρε με διψήφιες διαφορές, είτε διασφαλίζοντας αργότερα το προβάδισμα της ομάδας τους. Παράλληλα, μετέφεραν την αμυντική προσοχή των Τούρκων εντός ρακέτας, ανοίγοντας χώρους για περιφερειακή εκτέλεση.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΧΗ ΓΥΡΙΣΕ ΤΟΝ ΔΙΑΚΟΠΤΗ
Με την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου η ένταση της άμυνας του Ολυμπιακού παρέμεινε χαμηλή, αλλά στην επίθεση έμοιαζε από την πρώτη κατοχή να έχει γυρίσει τον διακόπτη: οι παίκτες άρχιζαν να κινούνται, κόβοντας δυναμικά και με σπάνιο συγχρονισμό στα σκριν, και η μπάλα άρχισε να κινείται τόσο από έξω προς τα μέσα όσο και το αντίστροφο. Ξαφνικά, το μέγεθος της Φενέρ αμυντικά άρχισε να μοιάζει ολοένα και μικρότερο, αφού η διαρκής κινητικότητα της κόκκινης επίθεσης έβγαζε όλο και περισσότερους Τούρκους εκτός θέσης. Στα 20 λεπτά του πρώτου ημιχρόνου ο Ολυμπιακός σκόραρε 30 πόντους. Στα πρώτα 5 λεπτά της τρίτης περιόδου σκόραρε 15.
Ο Ολυμπιακός σ’ αυτό το σημείο εκμεταλλεύτηκε και τιμώρησε την παραδοσιακή συνήθεια του Ομπράντοβιτς να επιτρέπει στους παίκτες του να δίνουν βοήθεια από τη δυνατή πλευρά. Με τον τρόπο αυτό βγήκαν τα περισσότερα σουτ του Roberts (μαζί με τον Στριέλνιξ, έβαλαν τα 9 από τα 10 τρίποντα του Ολυμπιακού) τα οποία γρήγορα έφεραν τις δυο ομάδες πάλι κοντά και μετέφεραν αποφασιστικά τον ρυθμό στην πλευρά του Ολυμπιακού μέχρι το τέλος του αγώνα.
Η άμυνα της Φενέρ άρχισε να τρέχει πανικόβλητη, κι ίσως ελαφρώς απροετοίμαστη, στα close-outs, τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή εκτελούσε πολύ πιο συντηρητικά. Μαζί με την παρουσία του Μιλουτίνοφ χαμηλά, η επίθεση του Ολυμπιακού απέκτησε αξιοθαύμαστη ισορροπία μεταξύ περιφέρειας και ρακέτας, βρίσκοντας πολλές ευκαιρίες και στις δύο περιοχές, και επαναλαμβάνοντας έτσι δείγματα που έδειξε στα πρώτα παιχνίδια της σεζόν.
Έτσι, βασιζόμενος στην επίθεσή του, ή για την ακρίβεια στις έξτρα κατοχές που εξασφάλισε λόγω υπεροχής σε ριμπάουντ και κλεψίματα, ο Ολυμπιακός σταδιακά έχτισε ένα προβάδισμα που έφτασε μέχρι τους 11 πόντους 3 λεπτά πριν τη λέξη. Εκεί, η Φενέρ αντέδρασε, βρίσκοντας σουτ στο transition και μετά από kick-out των guard της, στα οποία αν ήταν περισσότερο εύστοχη ίσως να μην είχε χρειαστεί παράταση. Είναι το σημείο όπου, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή στη φετινή χρονιά, η ομάδα του Σφαιρόπουλου χρειάστηκε τον Σπανούλη.
Οι ερυθρόλευκοι κόλλησαν επιθετικά, κάνοντας διαδοχικά λάθη και βιαστικές επιλογές, που γρήγορα έβαλαν ξανά την ομάδα του Ομπράντοβιτς στο παιχνίδι. Το φάουλ του Πρίντεζη και η λάθος πάσα του Παπανικολάου οδήγησαν στην ισοφάριση η οποία, σε εκείνο το σημείο, για τον Ολυμπιακό έμοιαζε με ήττα. Έχοντας απωλέσει το momentum κι έχοντας βάλει για τα καλά το κοινό στο παιχνίδι, πόσες ήταν οι ελπίδες του Ολυμπιακού στην παράταση;
ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΣΛΟΥΚΑ
Μόλις, ωστόσο, η Φενέρ σταμάτησε να αισθάνεται την αμεσότητα της ήττας, και μόλις ο Ολυμπιακός βγήκε από την παραδοσιακά άβολη γι’ αυτόν θέση του να πρέπει να προστατέψει ένα προβάδισμα υπό ασφυκτική πίεση, το παιχνίδι επέστρεψε στον ρυθμό που επικρατούσε σ’ όλο το δεύτερο ημίχρονο. Η ανατροπή της Φενέρ, ή το πόσο κοντά έφτασε σ’ αυτήν, έμοιαζε να μην έχει εγγραφεί στα δεδομένα που κουβάλησαν οι δυο ομάδες στην παράταση: ο Ολυμπιακός, με τον Πρίντεζη να προσθέτει μερικά ακόμη clutch καλάθια στο βιογραφικό του και τον Παπανικολάου να ολοκληρώνει μια εμφάνιση στην οποία ήταν πανταχού παρών, ουσιαστικά εξασφάλισε τη νίκη από το πρώτο έξτρα δίλεπτο.
Ο Ομπράντοβιτς, από την άλλη, επέλεξε πολύ κλειστό rotation, όπως συνηθίζει τα τελευταία χρόνια, δίνοντας σε 6 παίκτες 30 ή περισσότερα λεπτά συμμετοχής. Είχε σε πολύ άσχημη βραδιά τον Σλούκα, ο οποίος αδυνατούσε να διαβάσει σωστά το παιχνίδι, αφήνοντας συχνά να διαφανεί κι ένας εκνευρισμός. Ο Έλληνας guard τελείωσε τον αγώνα με 3/11 σουτ, μόλις 2 ασίστ, και 5 λάθη. Η εμφάνιση του Σλούκα, και το γεγονός ότι ο Guler δεν έχει ακόμα ενταχθεί στην ομάδα, άφησε τη Φενέρ, ουσιαστικά, χωρίς βασικό δημιουργό.
Ο Ολυμπιακός, μόλις μία εβδομάδα μετά το παιχνίδι που έφτασε κοντά στο να του προκαλέσει μια δυσανάλογη της θέσης του κρίση, κατόρθωσε κάτι που έμοιαζε ότι θα πάρει καιρό: δεν έσβησε απλά το βαθμολογικό αντίκτυπο εκείνης της ήττας, αλλά και το ψυχολογικό της αποτύπωμα.