"Αυτή η ομάδα έχει μεγάλα guts"
Ο Δήμος Ντικούδης μοιράστηκε με το Sport24.gr τις αναμνήσεις του από το έπος της Σαϊτάμα. Σαν σήμερα πριν από επτά χρόνια η Ελλάδα νικούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συμβουλή του Ντικούδη στην τωρινή εθνική (video).
Φήμες θέλουν τους ομοσπονδιακούς κόουτς των ΗΠΑ να ‘χουν πάντα μαζί τους μια κόπια από την αποφράδα –για εκείνους- 1η Σεπτεμβρίου, του 2006. Ετσι, για να υπάρχει –αχρείαστη να ‘ναι.
Γιατί σου λέει, αν τυχόν αυτά τα παιδιά (οι NBAers) που έχουν την αστερόεσσα στο στήθος βαρεθούν, αν τυχόν νιώσουν μια κόπωση, αν τυχόν δεν έχουν όρεξη βρε αδελφέ, να παίξουν άμυνα, τσουπ, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι πετούν το δισκάκι στο CD player και όλα παίρνουν το δρόμο τους.
Αν αυτό το έθνος χρωστά κάπου την επιστροφή του στην κορυφή του Παγκοσμίου μπάσκετ (σε εθνικό επίπεδο, έτσι;), μάλλον το χρωστά σε εμάς: σαν σήμερα, πριν επτά χρόνια ρίξαμε στους Αμερικανούς την πιο δυνατή σφαλιάρα που έχουν δεχθεί, εντός των τεσσάρων γραμμών του μπασκετικού γηπέδου, το 101-95 στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ στην Σαϊτάμα, της Ιαπωνίας.
«Κανένα απωθημένο »
Αλλά να μη σας τα λέμε εμείς. Ας τα θυμηθεί για εσάς ο Δήμος Ντικούδης, ο οποίος στη (μαγική) τρίτη περίοδο που ξεκίνησε με 13/13 σουτ για την Εθνική, σηκώθηκε από τον πάγκο για να δώσει τρία σερί καλάθια και να ανοίξει το δρόμο για το 71-54, στο 35.59’’.
Σε περίπτωση που δεν έτυχε να μάθετε τα τελευταία νέα του, είναι ο αθλητικός διευθυντής της ΑΕΚ, θέση που αποδέχθηκε ένα χρόνο μετά το «αντίο» στην ενεργό δράση. Μια… δράση που δεν του άφησε κάποιο απωθημένο. Και το Σαπόρτα σήκωσε (2000, ΑΕΚ), και το κύπελλο Ελλάδος (2000, 2001, 2007, 2008 με ΑΕΚ και Παναθηναϊκό), έχει ιδία άποψη και από την κατάκτηση του ελληνικού πρωταθλήματος (2002 ΑΕΚ, 2007, 2008 Παναθηναϊκός), από εκείνο της Ρωσίας (2005 ΤΣΣΚΑ –την ίδια χρονιά πήρε και το ρωσικό Κύπελλο) και φυσικά από Ευρωλίγκα (2007 Παναθηναϊκός). Φυσικά, έγινε πρωταθλητής Ευρώπης στο Βελιγράδι, το 2005 όταν η Εθνική επέστρεψε στην κορυφή, ενώ ήταν και στη Σαϊτάμα.
« Όλα αυτά ήταν και οι λόγοι που με ώθησαν να σταματήσω, πέρυσι. Δεν είχα κίνητρα, μηδέ απωθημένα. Συν του ότι ήθελα να ολοκληρώσω και να είμαι καλά, όχι ο τελευταίος παίκτης του πάγκου». Το μόνο που τον ενδιέφερε όταν απηύθηνε το χαίρε στην ενεργό δράση «ήταν να ξεκουραστώ, τα ηρεμήσω από τα ταξίδια, τα ξενοδοχεία, τις διπλές προπονήσεις, τις φυσικοθεραπείες και όλα όσα αφορούν τη ζωή ενός επαγγελματία αθλητή». Κάτι παραπάνω δεν ήθελε « γιατί δεν προγραμματίζω. Βλέπω τα πράγματα πώς έρχονται και αναλόγως πράττω. Προέκυψε η πρόταση να βοηθήσω την ΑΕΚ να επιστρέψει στην Α1 και δεν μπορούσα να αρνηθώ». Πάμε τώρα, και στο παρασύνθημα…
«Δεν έχω δει το ματς, γιατί το έζησα!»
Η πρώτη ερώτηση που είχαμε για τον Ντικούδη, επί του έπους του 2006 ήταν… αν θυμάται το σκορ. « Είχαμε περάσει τους 100 και οι Αμερικανοί σταμάτησαν κοντά στους 95 πόντους. Σωστά θυμάμαι;». Εξαιρετικά (101-95). Κατόπιν θελήσαμε να μάθουμε αν θυμόταν τι είχε γράψει στον πίνακα, μέσα στα αποδυτήρια. «Κάτι περί των guts της ομάδας μας. Θυμάμαι δε, ότι είχα ζωγραφίσει μπάλες, για να μην μπει κανένας φωτογράφος και γίνουμε ρεζίλι». Οντως, είχε γράψει « αυτή η ομάδα έχει μεγάλα» και μετά ήλθαν οι μπάλες. Και πώς γίνεται να μη θυμάται τα πάντα; « Μα δεν έχω δει το ματς». Είναι δυνατόν; Δεν υπάρχει Έλληνας που να μη το έχει ξαναδεί. « Ναι, αλλά εγώ το έχω ζήσει», απάντησε, για να πάμε πάσο…
Ο Ντικούδης με τον Λεμπρόν Τζέιμς
Οι αναμνήσεις που ξαναγυρίζουν
« Ηταν πολύ δύσκολο ματς, υπό την όποια έννοια. Δεν επρόκειτο για παιχνίδι ομίλου, αλλά για νοκ άουτ αγώνα εναντίον των ΝΒΑers που κυνηγούσαν την επιστροφή στην κορυφή του βάθρου. Είχαν πολύ καλή ομάδα, οργανωμένη, με καλούς προπονητές, δέκα τον αριθμό,, αλλά και εμείς είχαμε ομάδα που για 2-3 χρόνια ήταν καταπληκτική. «Γεμάτη» σε όλες τις θέσεις, με ισάξιους παίκτες, ταλέντο, εμπειρία, τα πάντα. Κοιτούσαμε όλους τους αντιπάλους στα μάτια, ενώ θα θυμίσω ήμασταν και οι πρωταθλητές Ευρώπης». Κάτι θυμόμαστε…
«Τους νικήσαμε, δεν έχασαν»
« Η τελευταία μας κουβέντα, πριν το τζάμπολ, ήταν «πάμε για να νικήσουμε». Πάντα αυτό λέγαμε. Κανείς δεν παίζει ποτέ για να χάσει». Αληθές. «Ξέραμε βέβαια, ότι και να χάναμε δεν θα ερχόταν το τέλος του κόσμου, ούτε θα έπεφταν να μας φάνε. Με τις ΗΠΑ παίζαμε!». Αυτή η έλλειψη του «πρέπει» ήταν που έσωσε; «Γενικότερα δεν είχαμε πίεση σε εκείνο το τουρνουά. Είχαμε την κατάλληλη εμπειρία για να το διαχειριστούμε σωστά, αυτό το θέμα. Ένα καλοκαίρι νωρίτερα, είχαμε ξεφορτωθεί το απωθημένο του μεταλλίου και είχαμε πάρει αέρα. Είτε λοιπόν, συναντούσαμε τις ΗΠΑ, είτε την Ισπανία, είτε οποιονδήποτε άλλον, εμείς είχαμε ως στόχο –και τα εχέγγυα- να πάμε στον τελικό». Πώς; « Κάναμε το τέλειο παιχνίδι! Και είναι μεγάλη υπόθεση ότι δεν καταστρέψαμε το δικό τους. Τους νικήσαμε. Δεν έχασαν. Τους επιβληθήκαμε στο παιχνίδι τους, σε υψηλό σκορ. Δεν «στήσαμε» ζώνη, για να τους βγάλουμε στην περιφέρεια και να τα σπάσουν. Μολονότι είχαν αθλητικά προσόντα, δεν είχαν υπομονή στην άμυνα, δεν την άντεχαν για πολλά δευτερόλεπτα, δεν είχαν σωστές τοποθετήσεις στα πικ εντ ρολ μας και αυτό που τους παρουσιάσαμε ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για εκείνους». Μετά, έμαθαν.
Η τρίτη περίοδος ήταν εκείνη στην οποία οι εκλεκτοί του Παναγιώτη Γιαννάκη έκαναν τα πάντα. Κυριολεκτικά. « Ο ρόλος μου ήταν να βγάζω ενέργεια, να τη μεταδίδω. Δεν είχα ως αποστολή να περιμένω να έλθει η μπάλα στα χέρια μου. Εκείνη η ομάδα είχε πολλά καλά γκαρντ. Αυτό που ήθελαν από εμένα, ήταν να τρέχω, να είμαι αθλητικός, να τελειώνω τις φάσεις από τις δημιουργίες των κοντών. Αυτός ήταν ο σκοπός. Εδώ να επισημάνω ότι ο καθένας στο σύλλογο του, έχει το ρόλο του. Στην Εθνική όμως, το «εγώ» εξαφανίζεται. Δεδομένου ότι είχαμε απέναντι μας αθλητικά παιδιά, έπρεπε να μπω στο παρκέ… στα κόκκινα. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια να χαθεί χρόνος, για να προσαρμοστώ». Και με τρία συναπτά καλάθια βοήθησε στην πραγματοποίηση του ονείρου.
«Η μεγαλύτερη νίκη της καριέρας μου»
Πολλά θυμάται από εκείνο το βράδυ, πολλές ουσιαστικές στιγμές με τους φίλους του, εκεί στη Σαϊτάμα « αλλά το σοκ για εμένα ήταν αυτό που έζησα όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Οκ, είχαμε κάνει αξέχαστα πανηγύρια στην Ιαπωνία, αλλά δεν είχαμε καταλάβει την απήχηση που είχε η νίκη επί των ΗΠΑ, στην Ελλάδα. Όταν ήλθαμε μάθαμε πως ουδείς δούλεψε εκείνο το πρωινό και όλοι πανηγύριζαν την επιτυχία μας. Τότε καταλάβαμε τι είχε συμβεί. Όλη η χώρα χάρηκε τη νίκη και όλοι οι παίκτες το εισπράξαμε αυτό, όταν γυρίσαμε από την άλλη άκρη του κόσμου».
Τηρουμένων των αναλογιών και δεδομένων των συνθηκών, είναι η μεγαλύτερη νίκη στην καριέρα του; « Βάσει όλων των δεδομένων, ναι. Ηταν Παγκόσμιο πρωτάθλημα, όπου παίζει όλη η Γη, ήταν ημιτελικός, ήταν νοκ άουτ, ήταν απέναντι στους Αμερικανούς που έχουν πάει το μπάσκετ σε άλλα επίπεδα. Οπότε ναι, είναι η μεγαλύτερη νίκη». Που συνοδεύτηκε με τη μεγαλύτερη… εξαφάνιση. « Το μυαλό μας και το σώμα μας είχαν αδειάσει μετά τον ημιτελικό. Είχαμε μόλις μια μέρα να ανασυνταχθούμε, αλλά στάθηκε αδύνατο. Είχε «φύγει» το μυαλό μας. Είχε αδειάσει το κορμί μας. Κάναμε πολύ κακή εμφάνιση, «εξαφανιστήκαμε» και δεν διεκδικήσαμε όπως θα έπρεπε την πιθανότητα να κατακτήσουμε την κορυφή του κόσμου. Αλλά τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό, έτσι;». Ετσι.
Το… κλικ που κάνει τη διαφορά
Πριν τον αφήσουμε να επιστρέψει στην οικογένεια του, τον ρωτήσαμε για τη φετινή Εθνική. Εκείνος, το γενίκευσε. « Εχουμε ταλέντο. Πάντα θα έχουμε. Είτε φεύγουν 2-3, είτε δεν έρχονται 2-3. Πάντα θα υπάρχουν 15-20 παιδιά ύψιστου επιπέδου, με ταλέντο, με προσόντα, με τα πάντα. Σε τουρνουά όμως, όπως είναι το Πανευρωπαϊκό η αποτυχία από την επιτυχία είναι… ένα κλικ στα χιαστί παιχνίδια. Στα χιαστί θα πρέπει να βρεθούμε στην καλύτερη δυνατή μέρα, να παίξουμε πραγματικά όπως μπορούμε. Η εμπειρία μου, μου λέει πως εκεί βρίσκεται η ουσία. Εχω πετύχει το τέλειο παιχνίδι στα χιαστί, όπως πέτυχα και αυτό που έγινε το 2003, με την Ιταλία, ενώ υπάρχει πάντα πρόχειρο και αυτό που έγινε πέρυσι με τη Νιγηρία. Δεν είναι θέμα ταλέντου. Είμαστε γεμάτοι από αυτό. Πρέπει όμως, να ανέβουμε επίπεδο στα χιαστί. Αυτό χρειάζεται προσοχή».