Flash-back: Το καλοκαίρι εκείνο
Οι "παλιοί" του Sport24.gr γυρνούν το ρολόι πίσω στην 14η Ιουνίου του 1987, αφηγούνται το πως έζησαν εκείνη τη μαγική νύχτα του ελληνικού μπάσκετ και εξηγούν το ρόλο που έπαιξε στην μετέπειτα εξέλιξη του ελληνικού αθλητισμού.
Ο ένας ήταν φαντάρος. Ο άλλος την επομένη του τελικού μπήκε στο Ναυτικό. Ο τρίτος δούλευε στο γραφείο Τύπου και οι υπόλοιποι παρακολούθησαν τον τελικό του 103-101 ως φίλαθλοι. Φιλέρης, Ντεντόπουλος, Λαμπίρης, Βαϊμάκης, Λεμονίδης και Ρούσσος θυμούνται τι συνέβη πριν από 27 χρόνια. Σαν σήμερα...
"Ο Χρυσάφης Καμπούρης..."
Του Γιάννη Φιλέρη
Ήμουν από το πρωί στο γήπεδο, γεμάτος από άγχος και προσδοκίες. Στο Γραφείο Τύπου της διοργάνωσης, προετοιμάζαμε τις τελευταίες πληροφορίες πριν από τον τελικό. Όλα γραμμένα στη γραφομηχανή (ηλεκτρική, όχι αστεία) δυο φορές. Μια ελληνικά και μία αγγλικά. Η εποχή του Ιντερνετ και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, για μας το 1987, έμοιαζε πράγματι με σενάριο επιστημονικής φαντασίας!
Υπήρχε, βέβαια, και η εφημερίδα. Στην "Πρώτη", όπου εργαζόμουν τότε, όπως σε όλο τον Τύπο εκείνων των ημερών, ο προγραμματισμός άλλαζε μέρα με την μέρα μέρα. Ξεκίνησε με αμιγώς αθλητικό χαρακτήρα και έφτασε στο τέλος να καλύπτει όλες τις σελίδες. Το Ευρωμπάσκετ δεν ήταν μια απλή διοργάνωση, αλλά μια ιστορία που εκτυλισσόταν μπροστά μας, κεφάλαιο με το κεφάλαιο.
Ναι, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ εκείνες τις μέρες στο ΣΕΦ. Αν τις ξεχνάγαμε άλλωστε θα ήταν σα να έχουμε σβήσει ό,τι καλύτερο μας συνέβη. Ειδικά, για την δική μου γενιά των δημοσιογράφων που ασχολήθηκαν με το μπάσκετ το έπος του 87, έμοιαζε με το big bang. Με την έκρηξη και την ώθηση να προχωρήσουμε σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο, σε ό,τι δεν φανταζόμασταν, ή εν πάση περιπτώσει δεν τολμούσαμε να το ονειρευτούμε... φωναχτά. Εμείς το ζήσαμε και ως εκ τούτου αισθανόμαστε και είμαστε πολύ τυχεροί.
Ναι, θυμάμαι ακόμη το τέλος του μεγάλου τελικού. Σαν ταινία. Όρθιοι στα δημοσιογραφικά, να βλέπουμε τις βολές του Καμπούρη, τον Γιοβάισα που αστόχησε και ... μπουμ. Η έκρηξη. Μια τηλεόραση, προσγειώθηκε δίπλα μου, εγώ λύγισα την καρέκλα στην οποία είχα πατήσει (έχουμε και ένα ειδικό βάρος) και ξαφνικά βρεθήκαμε όλοι μια αγκαλιά να πανηγυρίζουμε ένα θρίαμβο, που ήρθε από το πουθενά. Δεν είναι μυστικό, άλλωστε. Πριν ξεκινήσει το τουρνουά, θεωρούσαμε μεγάλη επιτυχία την πρόκριση στους "8". Και τώρα ήμασταν στην ... κορυφή.
Τι λες τώρα! "Ο Χρυσάφης Καμπούρης ..." ξεκίνησα το κείμενο του τελικού για την "Πρώτη". Η νύχτα ήταν ατέλειωτη. Με πολύ αλκοόλ και ... ένα χαμόγελο ευδαιμονίας λες και είχαμε κατακτήσει τον κόσμο
Ήμουνα νιος και γέρασα...
Του Κώστα Βαϊμάκη
Η φωνή του Συρίγου, το Final Countdown, ο "τίμιος γίγαντας", ο διαιτητής με τα κόκκινα γυαλιά, τα τρίδιπλα σπασίματα του Γκάλη, η αγκωνιά του Τσατσένκο στον άθραυστο Γιαννάκη, το κλέψιμο - τρέξιμο - κάρφωμα του Αργύρη Καμπούρη με την Ιταλία, οι βολές του Λιβέρη Ανδρίτσου που μας έστειλαν παράταση, ο γερο-Γιοβάισα, οι αχώνευτοι Ισπανοί με παντιέρα την μύτη του Άντρες Χιμένεθ, η πρώτη εμφάνιση του σκιάχτρου από τη Ρουμανία ονόματι Πόπα.
Αυτά και πολλά άλλα ήταν το Ευρωμπάσκετ του '87, όπου για κάποιο λόγο - ίσως ένστικτο; - μάζεψα όλες τις εφημερίδες πριν και κατά τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ, "ψάρωσα" με τα 350 κιλά σκουότ που έκανε ο Γκάλης και του εξασφάλιζαν αυτά τα έξτρα δέκατα παραμονής στον αέρα, πανηγύριζα σαν τρελός τρέχοντας γύρω - γύρω στο σπίτι (δεν με άφηναν οι γονείς στα 14 μου να πηγαίνω Ομόνοια), ήμουν νοερά στο ΣΕΦ μαζί με όλη την Ελλάδα και ένιωσα τρομερή υπερηφάνεια που η μικρή Ελλάδα κατατρόπωσε κοτζάμ Γιουγκοσλαβία και ΕΣΣΔ και λοιπές υπερδυνάμεις.
Πέρασαν επίσης πολλά χρόνια για να συγχωρέσω τον συγχωρεμένο πλέον Αλεξάντερ Γκομέλσκι, που πάνω στην τσαντίλα του μας παρομοίασε με την Μαυριτανία. Δίκιο είχε, αλλά για λάθος λόγους και σε λάθος timing...
Από τα Εξάρχεια στην Ομόνοια
Του Στέφανου Λεμονίδη
Tην εποχή εκείνη υπηρετούσαμε τη θητεία μας στην Ξάνθη, αλλά δεν μπορούσαμε να λείψουμε από το Ευρωμπάσκετ, αφού πάνω απ όλα ήμασταν φίλαθλοι του αθλήματος, λόγω οικογενειακής παράδοσης (πατέρας Σιδέρης, ιδρυτής του ΓΑΣ "Κομοτηνή, αδελφός Νεοκλής αρχικά παίκτης και μετά προπονητής της ομάδας).
Πήραμε λοιπόν μια εβδομάδα άδεια και ήρθαμε στην Αθήνα, αλλά λόγω έλλειψης χρημάτων έπρεπε να επιλέξουμε παιχνίδια. Προβλέψαμε από νωρίς ότι θα περάσουμε την Ιταλία, παρά τα αντίθετα προγνωστικά και στηθήκαμε στην ουρά στο ΣΕΦ για να αγοράσουμε εισιτήριο για τους ημιτελικούς με τη Γιουγκοσλαβία. Ομολογούμε ότι δεν περιμέναμε να φτάσουμε ως τον τελικό.
Παρακολουθήσαμε λοιπόν το μεγάλο ματς με τη Γιουγκοσλαβία του Πέτροβιτς (την κερδίσαμε για δεύτερη φορά) και φυσικά μετά από την μεγάλη νίκη, δεν υπήρχαν εισιτήρια για τον τελικό.
Όλοι πάντως ήταν σίγουροι ότι πλέον "τίποτα δεν μας σταματά". Παρακολουθήσαμε το ματς σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια, η Αθήνα ήταν καθηλωμένη στις τηλεοράσεις, σε αυλές, σε καφέ, σε μπαρ, σε μπαλκόνια και με τη λήξη του ματς πήγαμε άπαντες στο σιντριβάνι της Ομόνοιας με σημαίες και κασκολ.
Φυσικά την επόμενη ημέρα άλλαξαν τα πάντα στο μπάσκετ και το ρεπορταζ που ήταν μονόστηλο και δίστηλο , όπως το βόλει, έγινε ολοσέλιδο, δισέλιδο και τετρασέλιδο.
Η μελωδία της ευτυχίας
Του Θοδωρή Ρούσσου
H πρώτη δυνατή ανάμνηση στην ηλικία των 10. Πολύχρωμη, εν αντιθέσει με την ασπρόμαυρη τηλεόραση στην οποία είδα τον τελικό. Ήταν η εφεδρική TV και δεν ήταν σε άλλο δωμάτιο, όπως είθισται στην σημερινή εποχή, αλλά σε άλλο σπίτι. Στο εξοχικό. Θυμάμαι να προσπαθώ να βρω σημείο στην εσωτερική κεραία, όχι για να δω το παιχνίδι, αλλά να ακούω το σκορ από τον εκφωνητή (τον συγχωρεμένο τον Φίλιππα).
Η επιστροφή από το Λαύριο στην Αθήνα, ήταν η πιο δυνατή και ατελείωτη στα εφηβικά μου χρόνια. Είχαμε κόψει χαρτάκια με τα αδέρφια μου και τα πετούσαμε έξω από το παλιό Fiat του πατέρα μας. Οι κόρνες των αυτοκινήτων στους δρόμους είχαν τη μελωδία της ευτυχίας. Ευτυχία, που κορυφώθηκε πια μπροστά στην έγχρωμη τηλεόραση με τις εικόνες θριάμβου και έκστασης από ΣΕΦ, Ομόνοια και όλη την Ελλάδα.
Το τι σημαίνει η επιτυχία αυτή για την Ελλάδα θα προσπαθήσω να το αποτυπώσω με λόγια, σκέψεις και εικόνες εκείνης της εποχής. Τότε που για πρώτη φορά το παιχνίδι μας στις σπασμένες μπασκέτες του σχολείου συνοδευόταν από σχόλια τύπου "Γκάλης με τη μπάλα, σουτάρει και μέσα".
Η νύχτα που μας έδειξε το μέλλον
Του Γιάννη Ντεντόπουλου
Το Ευρωμπάσκετ του 1987, το πέρασα ως ρεπόρτερ -κατασκηνωτής στο ξενοδοχείο "Χανδρής" (νυν Metropolitan), το οποίο φιλοξενούσε όλες οι υπόλοιπες Εθνικές ομάδες, εκτός της Ελλάδας, η οποία, ως γνωστόν είχε καταλύσει στο Johns της Γλυφάδας.
Από μεράκι, μερικούς μήνες πριν, είχα αρχίσει να αρθρογραφώ στο ιστορικό εβδομαδιαίο εφημεριδάκι "7ημερο του Basketball" που εξέδιδε ο Θοδωρής Κοτσώνης. Το "7ήμερο" απετέλεσε "σχολείο", αλλά και ταυτόχρονα φυτώριο πολλών δημοσιογράφων που τα επόμενα χρόνια κάλυπταν και εξακολουθουν να καλύπτουν το ρεπορτάζ μπάσκετ στις καθημερινές εφημερίδες, οι οποίες υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν "ειδικούς" .
Ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη να δώσουν στο μπάσκετ περισσότερο χώρο από ένα μονόστηλο την ημέρα. Ήταν δική μου ιδέα να ασχοληθώ και να παρουσίασω το life style (συνήθειες, διατροφή, κουλτούρα , ανθρώπινη πλευρά) των σταρ εκείνης της εποχής και να κάνω μια σειρά από συνεντεύξεις με τον γενικό τίτλο: "ο δρομος προς την δόξα", στοχεύοντας τα ανερχόμενα ταλέντα των ομάδων.
Κούκοτς,Μαρτσουλιόνις, Σμιτς, Κοχ, Φεράν, Πόπα, Μοραντότι, ήταν μερικά από τα ονόματα που φιλοξένησα σε εκείνη σειρά. Παράλληλα, είχα την ευκαιρία να μιλάω καθημερινά με σπουδαίους προπονητές, Τσόσιτς, Πέτερα, Μπιανκίνι, Γκομέλσκι και να "κλέβω" ιδέες, γιατί παράλληλα, εκτός από φοιτητής του Μαθηματικού, ήμουν και προπονητής στα τμήματα υποδομής του ΑΟ Πεύκης.
Ο Κοτσώνης, μας είχε φέρει κάποιες προσκλήσεις για τον τελικό (διαπιστευμένοι ήταν οι παλαιότεροι), αλλά προτίμησα να δω τον τελικό, με δυο παιδικούς φίλους που έκανα παίζοντας μπάσκετ στο Μαρούσι.Μαζευτήκαμε στο φοιτητικό διαμέρισμα του ενός, στους Αμπελοκήπους. Λόγω ζέστης, σχεδόν όλα τα σπίτια της πολυκατοικίας, είχαν πόρτες και παράθυρα ανοικτά. Σε κάθε καλάθι, οι κραυγές ενώνονταν, σαν σε κερκίδα του ΣΕΦ. Στο φινάλε οι τρεις μας βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι και βουρκωμένοι να χοροπηδάμε από χαρά.
Αμέσως μετά, πήραμε τα μηχανάκια και βγήκαμε στους δρόμους και χαθήκαμε στο αλλαλάζων πλήθος. Δεν ξέρω αν πρόκειται για ασήμαντη λεπτομέρεια, αλλά και οι τρεις της παρέας, εκείνης της... άγιας νύχτας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συνδέσαμε τη ζωή και το μέλλον μας με το μπάσκετ. Ο ένας , που έβαλε το σπίτι, ήταν ο τότε φοιτητής του Πολυτεχνείου και μετέπειτα ιδιοκτήτης της Ολίμπια Λάρισας Γιώργος Μαλάκος. Ο άλλος ο τότε φόργουορντ του Αμαρουσίου, φοιτητής των Πολιτικών Επιστημών και μετέπειτα πρώτος Έλληνας προπονητής που κατέκτησε Ευρωλίγκα, Γιώργος Μπαρτζώκας.
Από το ΣΕΦ στο Ναυτικό
Του Γιάννη Λαμπίρη
Έχοντας την τύχη να έχω μπει στο επάγγελμα - όντας ακόμα μαθητής στην τελευταία τάξη του λυκείου το 1986- η μοίρα με είχε φέρει στην πρωτοποριακή (για την εποχή της και όχι μόνο) εφημερίδα “Επταήμερο του Μπάσκετ” του Θοδωρή Κοτσώνη. Ενα μπασκετικό αλλά και αθλητικό σχολείο από τα λίγα, που δεν αναπληρώνεται στο ελάχιστο με τις σημερινές σχολές.
Με την γλύκα της επαγγελματικής ενασχόλησης με το Μουντομπάσκετ της Ισπανίας (1986), το Ευρωμπάσκετ 1987 φάνταζε ως το "λαχείο" για ένα μειράκιον της δημοσιογραφίας όπως ήμουν τότε. Απλά δεν ήξερα ότι είχα πιάσει και τον πρώτο αριθμό!
Το τουρνουά ξεκίνησε λοιπόν με δουλειά και συνεντεύξεις συνήθως των αντιπάλων, αρχίζοντας από τους Ρουμάνους και σιγά σιγά γιγαντωνόταν.
Δεδομένου ότι ως νεανίας δεν είχα εξασφαλίσει διαπίστευση, αλλά καθημερινά δημοσιογραφικά day-pass, είπα να μην ρισκάρω να χάσω την τελική φάση αγοράζοντας εισιτήρια από την προημιτελική φάση. Προνόησα νωρίς και μου έφτασε και με το παραπάνω το χαρτζιλίκι του πατέρα μου (με 1500 δραχμές καθάρισα και για τις τρεις μέρες) καθώς εκείνες τις εποχές η πληρωμή από τη δουλειά ήταν η ίδια η ενασχόληση με αυτό το ευλογημένο επάγγελμα που σε βάζει στους πιο ιστορικούς αγώνες του κόσμου.
Τα day-pass πράγματι ελαχιστοποιήθηκαν όσο η φρενίτιδα για τον Γκάλη τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά γιγαντωνόντας και πλησιάζοντας πλέον στο γήπεδο έκρυβα τα εισιτήρια ώς κόρην οφθαλμού (ήταν και μεγάλα τα άτιμα). Αν και θα μπορούσα άνετα σε ημιτελικά και τελικό να βγάλω τον πρώτο μου...μισθό (μου είχαν προσφέρει 10.000 δραχμές μόνο για το εισιτήριο του ημιτελικού !) δεν πέρασε κάν από το μυαλό μου ότι θα χάσω αυτή τη γιορτή.
Από την εξέδρα πλέον, ένοιωσα τα πόδια μου να τρέμουν και την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει, όταν ο Αργύρης Καμπούρης στήθηκε για τις βολές. Η αύρα του κόσμου ήταν τέτοια που λες και ένα μαγικό χέρι πήρε τη μπάλα και την έβαλε στο καλάθι και μετά έκανε τον Γιοβάισα να αστοχήσει.
Συναισθήματα απίστευτα, αγκαλιές με κάθε άγνωστο στην εξέδρα, που εκείνη την ώρα ήταν “αδελφός” και συγκίνηση μέχρι τα ουράνια. Η – μέλλουσα- γυναίκα μου με περίμενε σπίτι της για να τα πούμε καθώς το επόμενο πρωϊνό κατατασόμουν στο Ναυτικό, αλλά ένα γρήγορο τηλέφωνο από το ΣΕΦ ήταν αρκετό για να τα ξαναπούμε στην πρώτη μου άδεια...
Εκείνο το βράδυ ανήκε στην επίσημη αγαπημένη, την οποία και ακολουθήσαμε σε ένα μεγάλο μέρος του κονβόι προς το ξενοδοχείο. Το άλλο πρωϊνό ήμουν ο πιο χαμογελαστός ναύτης που έχει βρεθεί ποτέ σε προπαίδευση και ίσως για αυτό μου χρέωσαν γρήγορα και τις πρώτες αγγαρείες.
Χαλάλι, το προηγούμενο βράδυ είχαμε ζήσει αυτό που οι Αμερικάνοι λένε: “One in a lifetime”. Από τότε τίποτε δεν θα ήταν πια ίδιο...