Η μαύρη κηλίδα του Πέταρ Σκάνσι
Ο Πέταρ Σκάνσι έφυγε από τη ζωή και ο Βασίλης Σκουντής αποχαιρετά έναν άνθρωπο που ποτέ του δεν κατάφερε να ξορκίσει τους ελληνικούς δαίμονες που τον στοίχειωναν.
Ήταν ωραίος τύπος ο Πέρο.
Ωραίος σε όλα του: ένας bon viveur με αριστοκρατική εμφάνιση που εάν δεν είχε μπλέξει με το μπάσκετ θα... μούλιαζε σε ολόκληρη τη ζωή του!
Το εννοώ διότι ο Σκάνσι ήταν του νερού και μάλιστα όχι του γλυκού νερού!
Πρώτα απ’ όλα γεννήθηκε (στις 23 Νοεμβρίου του 1943) σε ένα χωριό του νησιού Μπρατς, το Σουμαρτίν και μεγάλωσε στο Σπλιτ που βρίσκεται στις δαλματικές ακτές και βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.
Ένα το κρατούμενο...
Δεύτερον, προτού αφοσιωθεί στο μπάσκετ, έπαιζε παράλληλα και γουότερ πόλο, όντας ένας πολλά υποσχόμενος φουνταριστός!
Τρίτον, ήταν ο Ράτζα πριν από τον Ράτζα και δεν εννοώ μόνο την κοινή καταγωγή, το κοινό λίκνον (Γιουγκοπλάστικα) και το κοινό άθλημα, αλλά και την κοινή μανία τους με τη θάλασσα.
Σκάφος έχει ο Ντίνο, σκάφος είχε και ο Σκάνσι και όργωνε τις θάλασσες, κληρονομώντας αυτή την αγάπη από τον πατέρα του που ήταν καπετάνιος και τον έβαλε με το ζόρι στο ναυτικό σχολείο του Σπλιτ!
Πλάκα πλάκα αυτό το καπετανιλίκι τον έκανε κιόλας τολμηρό στις επιλογές του και πρόθυμο ανά πάσα στιγμή να αναλαμβάνει Αργοναυτικές εκστρατείες που άλλες ευοδώθηκαν και άλλες απέτυχαν παταγωδώς.
Η πρώτη νίλα στον Τάφο του Ινδού
Εάν δεν ήξερα ότι τον στίχο «όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει», τον έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης, θα έβαζα στοίχημα ότι τον λάνσαρε ο Σκάνσι! Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, εκθείαζε τον Γιάννη Ιωαννίδη όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν.
Θα εδικαιούτο να το πράξει, διότι πέρα από τις επιτυχίες του, κάποιες από τις χοντρές νίλες του υπήρξαν «Made in Greece» και εξηγούμαι...
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1972 η Γιουγκοπλάστικα καθ’ οδόν προς τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης (στον οποίο ηττήθηκε με 70-69 από την Ινις Βαρέζε) πήγαινε καβάλα στ’ άλογο μέχρι τη στιγμή που λύγισε στον «Τάφο του Ινδού».
Στο πλαίσιο των ομίλων της προημιτελικής φάσης, ο Παναθηναϊκός επιβλήθηκε εκείνο το βράδυ με 94-83 και χάρη σε αυτή τη νίκη προκρίθηκε στους ημιτελικούς, όπου αποκλείσθηκε από την Ινις Βαρέζε.
Σε εκείνο το ματς, όπως και στο Σπλιτ (87-63) ο Σκάνσι είχε σκοράρει 16 πόντους, όντας ένας από τους τρεις σούπερ σταρ των «Ζούτκι» μαζί με τον Ράτο Τούρντιτς και τον Νταμίρ Σόλμαν, αλλά έπεσαν πάνω στον Χρήστο Ιορδανίδη (31π.), τον Χρήστο Κέφαλο (25) και τον Απόστολο Κόντο (22).
Η διπλή νίλα του ’79 και τα χαμένα διπλώματα
Επτά χρόνια αργότερα επιβεβαιώθηκε η ελληνική παροιμία που λέει «αν σ’ αρέσει μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Ανδρο»!
Επτά χρόνια αργότερα η Ελλάδα ξανακέρασε δηλητήριο τον Σκάνσι και μάλιστα αυτό ήταν κιόλας πιο πικρό!
Τότε ο Πέρο κάθισε στον πάγκο της Εθνικής ομάδας της Γιουγκοσλαβίας η οποία μέσα σε δέκα ημέρες έφαγε δυο ηχηρές σφαλιάρες από την ελληνική!
Στις 18 Σεπτεμβρίου στον τελικό της Βαλκανιάδας στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο η Εθνική έριξε στο κανναβάτσο τους χρυσούς Ολυμπιονίκες της επόμενης χρονιάς με σκορ 66-62, αλλά αυτό αποδείχθηκε απλώς το πρελούδιο του σοκ και του δέους που επιφύλαξε ο δεύτερος ελληνικός θρίαμβος.
Στις 28 Σεπτεμβρίου στο Σπλιτ, στον τελικό των Μεσογειακών Αγώνων η ελληνική ομάδα ποδοπάτησε τη Γιουγκοσλαβία με 89-74 και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, μάλιστα επειδή οι διοργανωτές ήταν βέβαιοι για τη νίκη της ομάδας τους είχαν βιαστεί να γράψουν τα ονόματα των παικτών της στα αναμνηστικά διπλώματα.
Το αποτέλεσμα; Οι παίκτες της Εθνικής παρέλαβαν μονάχα τα χρυσά μετάλλια και τα διπλώματα απεστάλησαν μετά από μερικές ημέρες ταχυδρομικώς!
Οι λαμέ εμφανίσεις και "ο Κούκοτς των φτωχών"
Το ελληνικό κακό τρίτωσε (χωρίς ωστόσο να ολοκληρωθεί) τη σεζόν 1991-92 στη φάση των ομίλων του Κυπέλλου Κόρατς, στο Περιστέρι.
Τότε ο Σκάνσι βρισκόταν στον πάγκο της Μπενετόν Τρεβίζο και απέναντι του στεκόταν ο Κώστας Πετρόπουλος ο οποίος, όντας παρών και στα δυο χουνιέρα του ’79, αποδείχθηκε η Νέμεσις του Κροάτη προπονητή.
Σε αυτόν τον αλήστου μνήμης αγώνα οι Περιστεριώτες έκαναν φύλλο και φτερό την ιταλική ομάδα, το ρόστερ της οποίας κοσμούσαν ο Τόνι Κούκοτς, ο Βίνι Ντελ Νέγκρο και ο Στέφανο Ρουσκόνι.
Η Μπενετόν φορούσε λαμέ εμφανίσεις, αλλά, ως γνωστόν, δεν κάνουν τα ράσα τον παπά!
Εκείνο το βράδυ σε μια εκπάγλου καλλονής εμφάνιση ο Αγγελος Κορωνιός βαπτίσθηκε «Κούκος των φτωχών», το Περιστέρι νίκησε με 93-72 και ο Σκάνσι συνειδητοποίησε το νόημα μιας αρχαιοελληνικής ρήσης...
«Ου παντός πλειν ες Κόρινθον!
«Απόψε πέθανε το μπάσκετ»
Τα ελληνικά βάσανα όμως δεν είχαν τελειωμό για τον Σκάνσι...
Μεγάλη Τρίτη και 13 Απριλίου του 1993 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, ο Μαουρίτσιο Ραγκάτσι εκτέλεσε εν ψυχρώ τον ΠΑΟΚ στον ημιτελικό του Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αλλά μετά από 48 ώρες πίσω είχε η (γαλλική) αχλάδα την ουρά!
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης η Λιμόζ έριξε στο κανναβάτσο την Μπενετόν με 59-55 στην απόλυτη δικαίωση του δόγματος της σκληρής άμυνας και του «delay basketball» που λάνσαρε ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς...
Πώς αντέδρασε ο Σκάνσι; Με την περιβόητη δήλωση «Συγνώμη που το λέω, αλλά απόψε νιώθω πως πέθανε το μπάσκετ»!
Και πώς σχολίασε αυτό το unfair του συμπατριώτη του και ομοτράπεζου του στο Σπλιτ, ο Μπόζα;
«Αυτούς τους παίκτες έχω, αυτό το μπάσκετ παίζω. Ας μου δώσει τον Κούκοτς να ξαναπαίξω το μπάσκετ των ονείρων μου όπως στη Γιουγκοπλάστικα»!
Υπήρξαν όντως και ομοτράπεζοι οι δυο τους, διότι ο Σκάνσι (η σύζυγος του οποίου Ντανίρα είναι σπουδαία δημοσιογράφος και συγγραφέας) είχε ανοίξει ένα ιταλικό εστιατόριο στο Σπλιτ μαζί με τον συμπαίκτη του στη Γιουγκοπλάστικα και στην Εθνική ομάδα, Ζέλικο Γέρκοφ, όπως επίσης και μια βιοτεχνία παπουτσιών, ονόματι "Gana".
Το σοκ του Παναθηναϊκού και τα βρακιά του Μεσίνα
Tη σεζόν 1998-99, ο Σκάνσι, καθήμενος στον πάγκο της Φορτιτούντο Μπολόνια στους ομίλους του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, βαρέθηκε να έρχεται στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τον ΠΑΟΚ, τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, τον οποίο μάλιστα –και σε πείσμα του μειονεκτήματος έδρας- η ιταλική ομάδα απέκλεισε με 2-0 στον Α’ γύρο των playoffs.
Η Φορτιτούντο προκρίθηκε στο Final Four του Μονάχου, όπου στον εμφύλιο ημιτελικό ηττήθηκε από τη συμπολίτισσα της Κίντερ Μπολόνια, μάλιστα μετά τον αγώνα εκτυλίχθηκε ένα αλήστου μνήμης γαϊτανάκι δηλώσεων με τον Ετορε Μεσίνα, τις οποίες υποκύπτω στον πειρασμό να παραθέσω...
ΣΚΑΝΣΙ: «Η Κίντερ είναι το μεγάλο φαβορί για να κατακτήσει τον τίτλο».
ΜΕΣΙΝΑ: «Ο Σκάνσι είναι ο μόνος άνθρωπος στην Ιταλία που πιστεύει ότι θα νικήσει η Κίντερ».
ΣΚΑΝΣΙ: «Ο Μεσίνα τα λέει όλα αυτά διότι όλοι στην Κίντερ έχουν... χεστεί από τον φόβο τους».
ΜΕΣΙΝΑ: «Ας μην ανησυχεί ο Σκάνσι για τα βρακιά μας. Ένας από τους χορηγούς μας παράγει εσώρουχα και θα του παραγγείλουμε καινούργια. Και μάλιστα θα του ζητήσουμε να είναι σκούρα για να μην φαίνεται τίποτε απ’ έξω»!
ΣΚΑΝΣΙ: «Ας τελειώνει επιτέλους αυτό το αστειάκι! Εγώ δέχομαι τον αποκλεισμό μας, διότι απόψε παίξαμε το χειρότερο ματς της χρονιάς, αλλά δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα. Όπως λένε και στο χωριό μου, δεν μπορείς να βάλεις στην ίδια μπανιέρα το μωρό και τα άπλυτα! Άλλο πράγμα η πρόκριση μας για πρώτη φορά στο Final Four και άλλο η ήττα μας στον ημιτελικό»
Το φιάσκο στον ΠΑΟΚ
Έλα όμως που ήταν γραφτό του να τον στοιχειώνει η Ελλάδα...
Τον Ιούλιο του 1999 ο Σκάνσι κλήθηκε να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του ΠΑΟΚ, διαδεχόμενος τον Κώστα Φλεβαράκη που είχε αντικαταστήσει μεσούσης της προηγούμενης σεζόν τον Σβι Σερφ και έμελλε να ξαναδεί το ίδιο έργο!
Οι ελληνικοί δαίμονες εξακολούθησαν να κατατρύχουν τον Πέρο ο οποίος δεν φτούρησε στον πάγκο του Δικεφάλου του Βορρά με τον Θανάση Ακριβόπουλο, τον Γιώργο Μπατατούδη και τον Απόστολο Αλεξόπουλο να τον σχολάνε μόλις στις 19 Δεκεμβρίου και να αναθέτουν ξανά την τεχνική ηγεσία στον Φλεβαράκη, ο οποίος είχε στο πλάι του τον Γιάννη Σφαιρόπουλο.
Η μαύρη κηλίδα μου
Έφυγε λοιπόν από τη ζωή ο Σκάνσι αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη μπασκετική ιστορία που, όπως μου είχε εξομολογηθεί ο ίδιος σε μια συνέντευξη μας, στο περιθώριο του Final Four του 1990 στη Σαραγόσα (στο οποίο η Γιουγκοπλάστικα πέτυχε τον δεύτερο θρίαμβο της) «έχει ως μαύρη κηλίδα την Ελλάδα»!
Eίχαμε καθίσει τότε στο σαλόνι του ξενοδοχείου «Palafox», απολάμβανε τον καπουτσίνο του, κάπνιζε τα Cartier του και μου έλεγε ότι «δεν θα έλθω ποτέ να δουλέψω στην Ελλάδα διότι δεν ξέρω και δεν θα μπορέσω να μάθω τη γλώσσα σας. Πήγα στην Ιταλία διότι ήξερα ιταλικά από μικρός και δεν νομίζω να προσαρμοστώ τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα, όπως ο Βλάντο Τζούροβιτς.
Το ξωτικό, η ιδιοφυία και η ελευθερία του ατόμου
Μου είχε πει και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα ο παλαίμαχος παίκτης της Γιουγκοπλάστικα και της Σκαβολίνι Πέζαρο και προπονητής της Γιουγκοπλάστικα, της Σκαβολίνι, της Φαμπριάνο, της Βενέτσια, της Μπενετόν Τρεβιζο, της Φορτιτούντο Μπολόνια, του ΠΑΟΚ, της Σπλιτ, της Κρκα, της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας και της Εθνικής Κροατίας, την οποία οδήγησε στο ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.
Σταχυολογώ εδώ τρεις από τις ατάκες του:
«Η Γιουγκοπλάστικα είναι η πιο σοφιστικέ ομάδα της Ευρώπης. Παίζει λες και είναι βγαλμένη από κομπιούτερ» (ΣΣ: τότε δεν υπήρχε το PlayStation)
«Ο Κούκοτς είναι ένας παίκτης ο οποίος με την ιδιοφυία του ξεπερνάει ακόμη και τα όρια της τεχνολογίας. Εάν ήθελε θα έβαζε 50 πόντους σε κάθε αγώνα».
«Άμυνα σαν αυτή της Γιουγκοπλάστικα δεν έχει ξαναπαιχτεί στην Ευρώπη. Δεν πρόκειται για μια κλασική γιουγκοσλαβική ομάδα, είναι σαν ξωτικό κι αυτό έχει να κάνει και με την ελευθερία του ατόμου στην οποία ομνύουμε. Οι παίκτες μας γεννήθηκαν σε μια ανοικτή και όμορφη πόλη, που βρέχεται από θάλασσα, συνήθως έχει καλό καιρό και όλα αυτά επιτρέπουν στα παιδιά να παίζουν έξω και να ανακαλύπτουν τα ταλέντα, και τις τάσεις τους».