ΜΠΑΣΚΕΤ

Η προδημοσίευση του... αρχηγού

Η προδημοσίευση από το αποκαλυπτικό βιβλίο του Μιχάλη Κακιούζη "Όνειρα και αλήθειες"

Αναλυτικά η προδημοσίευση:
1η Σεπτεμβρίου 2006

Η βραδιά εκείνη ήταν ατέλειωτη. Στο πούλμαν σχολιάζαμε τις φάσεις μία προς μία. Πού πήδηξε ο Λεμπρόν, πώς τους χαζέψαμε σε μία φάση, τα πικ εν ρολ, στιγμές που ο καθένας είχε αποτυπώσει στο μυαλό του. Το βέβαιο είναι πως κανείς δεν είχε ιδέα για το τι συμβαίνει την ίδια ώρα στην Ελλάδα. Τα κινητά απαγορεύονται μέσα στο λεωφορείο κι έτσι δεν είχαμε καν διανοηθεί όσα διαδραματίζονταν σε όλες τις ελληνικές πόλεις και όχι μόνο. Έχω ζήσει τις επιτυχίες του Euro 2004, τις σκηνές αλλοφροσύνης στους δρόμους, τα ξενύχτια, τα συνθήματα. Μαζί γιορτάζαμε κι εμείς τότε. Απλά, είναι πολύ διαφορετικό να ακούς ότι έχουν βγει άνθρωποι στους δρόμους για σένα. Για μία δική σου επιτυχία. Όλα αυτά μου φαίνονταν αδιανόητα.

Βλέπαμε τα sites και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Οι Έλληνες είναι στους δρόμους μέρα μεσημέρι Παρασκευής. Απίστευτο. Οι φωτεινές πινακίδες στην Αττική οδό έγραφαν "Ελλάδα 101-ΗΠΑ 95". Ανατρίχιαζα. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, όλες οι επαρχιακές πόλεις είχαν κατακλυστεί από δεκάδες χιλιάδες κόσμο. Όλα αυτά για μας; Νιώθω ευλογημένος, όχι απλά τυχερός. Σαν μια καλή νεράιδα να με άγγιξε με το ραβδάκι της για να πιω το νέκταρ ως το τέλος. Λες και είμαι παιδί ενός ανώτερου Θεού. Δεν ξέρω πώς να εκφράσω όσα ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Ευτυχισμένος, δικαιωμένος, συνεπαρμένος, όλα αυτά μαζί.

Θέλω να φύγω από την Ιαπωνία, να βρεθώ κι εγώ στην Ομόνοια, στον Λευκό Πύργο, όπου υπάρχουν Έλληνες να γίνω ένα μαζί τους, χωρίς να ξέρουν ποιος είμαι και να φωνάξω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να τραγουδήσω, να ξεφαντώσω. Αντ’ αυτού, είμαι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, χωρίς εικόνα, χωρίς ήχο. Αυτό δεν είναι ευχή και κατάρα, παρά μόνο κατάρα.

Τα κινητά έχουν πάρει φωτιά. Βρήκα για αρχή 37 χαμένες κλήσεις και 17 μηνύματα. Προσθέστε άλλες 70 αναπάντητες από την ώρα που πήγα στο ξενοδοχείο. Πανζουρλισμός. Φίλοι, συμπαίκτες, προπονητές, δημοσιογράφοι καλούσαν για συγχαρητήρια. Ένας ήθελε κάτι επιπλέον να προσθέσει: «Μίκαλις, συγχαρητήρια. Πολύ, πολύ μεγάλη νίκη. Καλή τύχη στον τελικό. Μόλις τελειώσετε σε περιμένω στο βουνό για την προετοιμασία της Μπαρτσελόνα. Ντούσκο Ιβάνοβιτς». Έκαστος στο είδος του και ο Ντούσκο στις προετοιμασίες του.



Η αρχή



Λένε, πως "αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι". Για να φτάσω μια μέρα στην Βαρκελώνη και να φάω παέγια βράχηκα μέχρι τα μπούνια. Έπαιζα μπάσκετ all the weather. Τότε, δεν αγωνιζόμασταν σε κλειστά με air condition, όπως σήμερα. Έχω παίξει άπειρα ματς σε ανοιχτό γήπεδο με κρύο, με βροχή, ακόμα και με χιόνι. Αυτά, όμως, είναι που σου μένουν. Τα ματς με τη Βαγιαδολίδ ή την Μπιέλα δεν τα θυμάμαι.

Θα θυμάμαι πάντα ότι ήμουν, δεν ήμουν 11-12 χρονών όταν παίξαμε με αντίπαλο τον Απόλλωνα Αθηνών δίπλα στον σταθμό του Περισσού. Το γηπεδάκι ήταν από τσιμέντο και όταν πήγαμε χιόνιζε ήδη. Θέλαμε σαν τρελοί να παίξουμε, ούτε καν διανοούμασταν πως δεν θα γίνει το παιχνίδι. Παίζαμε είκοσι λεπτά σε κάθε ημίχρονο και στα τάιμ άουτ πίναμε τσάι. Κερδίσαμε 30 πόντους και μπήκαμε στα αυτοκίνητα για να ζεσταθούμε.

Μικρός παρακολουθούσα τον καιρό πιο συχνά από οποιοδήποτε πρόγραμμα. Ήταν το μεγάλο άγχος μου. Θα βρέξει αύριο; Θα κάνει κρύο; Ανήμερα των αγώνων, το πρωί στο σχολείο, κοιτούσα συνεχώς τον ουρανό για να δω αν είναι γαλανός ή αν θα βρέξει. Αν με έβλεπες κανείς θα νόμιζε ότι ήθελα να γίνω μετεωρολόγος. Η μόνιμή μου έγνοια ήταν αν θα βρέξει για να δω αν θα παίξουμε τον αγώνα το απόγευμα.





Μια άσχημη νύχτα

Έπαιξα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας αμέτρητες φορές. Ποτέ, όμως, δεν ένιωσα όπως εκείνο το σαββατόβραδο της 15ης Μαϊου 1993. Ήταν ο τελικός Παναθηναϊκού-Άρη. Πριν τον αγώνα διοργανώθηκε ένας αγώνας επίδειξης για πιτσιρικάδες και ήμουν ανάμεσα στους τυχερούς. Δεν είχα κλείσει τα 17 μου και καταλαβαίνετε πως αισθάνθηκα όταν μπήκα σε αυτό το γήπεδο-θρύλος. Έτρεμα. Τόσο απλά.

Ξεκίνησα στη βασική πεντάδα, αν και ήμουν δυο χρόνια μικρότερος όλων, και το πρώτο μου σουτ στον αγώνα ήταν air ball. Γρήγορα, όμως, προσαρμόστηκα, ανέβασα την απόδοσή μου και τελικά η καλή μου εμφάνιση συνοδεύτηκε και από τη νίκη της ομάδας μου. Όταν γύρισα και κοίταξα τον φωτεινό πίνακα πήρα την επόμενη κρυάδα.

Δίπλα στο νούμερό μου, αντί για το όνομά μου είχαν γράψει "Κανιούκης". Κακιούση με έχουν πει χίλιες φορές, Michalis αναγράφεται στον πίνακα του "Παλαού Μπλαουγκράνα" της Βαρκελώνης, αλλά Κανιούκης; Πρώτη φορά έβλεπα το όνομά μου με φωτεινά γράμματα και το κατέστρεψαν…







Οι προπονητές



Με τον Ιωαννίδη προπονητή όλοι έχουν να διηγηθούν ωραίες ιστορίες. Οι νέοι, όμως, έχουν σίγουρα περισσότερες. Είναι η αδυναμία του. Το θέμα είναι αν μπορείς να αντέξεις. Σε μία προπόνηση ο Χατζής έβαλε τα κλάματα. Είχε δεχθεί τέτοια ψυχολογική πίεση που έσπασε. Παίζαμε με το Περιστέρι εκτός έδρας. Χάσαμε και το επόμενο πρωί προγραμματίστηκε προπόνηση εκτάκτως. Εγώ με τον Χατζή συνηθίζαμε να βγαίνουμε νωρίτερα για ορισμένα σουτ.

Ήμασταν ήδη στο παρκέ όταν ξαφνικά μπήκε από την κεντρική είσοδο του ΟΑΚΑ, ο «ξανθός». Κάθισε 1-2 λεπτά αμίλητος και στη συνέχεια απευθύνθηκε στον Χατζή: "Εντάξει, Χατζή. Μπορείς να φύγεις τώρα. Δύο σουτ έκανες χθες στο παιχνίδι, δύο σουτ έκανες και τώρα. Ολοκληρώθηκε η αποστολή σου". Αυτός ήταν ο Ιωαννίδης. Απρόβλεπτος.





Κάθε προπονητής θέλει να δουλεύει με το δικό του επιτελείο, ζητάει παίκτες που είναι προσωπικές επιλογές και συνήθως ξεχαρβαλώνει ό,τι είχε αφήσει πίσω του ο προηγούμενος προπονητής. Ο Καλαφατάκης είχε ανασφάλειες κι αυτό ήταν το μεγαλύτερό του μειονέκτημα. Δεν συνειδητοποίησε τις διαφορές του Ηρακλείου με την ΑΕΚ. Έφτασε να λέει στον Δήμο: "Ρε κοιτάξτε εδώ. Δεν έχω εγώ σπίτι με τζάκι κι έχει ο Ντικούδης". Ο οποίος Ντικούδης νοίκιαζε ένα σπίτι δικής μου ιδιοκτησίας, δεν ήταν καν δικό του. Αλλά και αν είχε γιατί θα έπρεπε να απολογηθεί που έχει σπίτι με τζάκι; Τα έκλεβε από κανέναν τα χρήματα;

Το πρωτάθλημα με την ΑΕΚ



Φτάνοντας στην απογευματινή προπόνηση, είχα ένα στόχο. Να μιλήσουμε με τα παιδιά, να αναπτερώσουμε ο ένας το ηθικό του άλλου και να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είχε συμβεί και η συντέλεια του κόσμου. Να ανεβάσουμε την αυτοπεποίθησή μας, να βροντοφωνάξουμε πως τους είχαμε. Ήταν το απόγευμα της 23ης Μαϊου 2002. Μία ημερομηνία που θα με σημάδευε για πάντα.

Ο Κικίλιας ήταν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο μίλησα στην προπόνηση. "Τι έγινε Μιχάλη; Είσαι καλά;". Προσπάθησα να κρύψω την απογοήτευσή μου και του απάντησα πως "δεν έγινε και τίποτα. Ένα ματς χάσαμε. Θα πάμε εκεί και θα τους κερδίσουμε". Ο Βασίλης επέμεινε: "Δεν έχεις μάθει τι έχει γίνει;". Μέσα στην άγνοιά μου, κοίταξα γύρω μου να δω αν έφυγε κανείς από την ομάδα. Ήμασταν τόσους μήνες απλήρωτοι και το τελευταίο που χρειαζόμασταν ήταν να έχουμε και αποχωρήσεις.

"Τι έγινε ρε; Έφυγε κανένας παίκτης;", τον ρώτησα. "Ποιος παίκτης να έφυγε; Εδώ οι εφημερίδες γράφουν σήμερα ότι τα πήρες. Ότι είχες ύποπτη απόδοση". Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνη την προπόνηση. Σκοτείνιασα. Έχασα το φως μου. Θα ήμουν σίγουρα σε καλύτερη κατάσταση αν ο Τάισον μου είχε ρίξει μια γροθιά στο πρόσωπο. Ποιος; Πού; Πότε; Αναπάντητα ερωτήματα, ακατανόητες σκέψεις είχαν μετατρέψει το μυαλό σε πλυντήριο. Θα φύγω. Δεν αντέχω άλλο. Θα φύγω. Εκείνη τη στιγμή έλαβα την απόφαση.





Είμαστε πρωταθλητές. Δεν ξέρω πού να τρέξω, ποιον να αγκαλιάσω, πώς να μοιραστώ την ευτυχία μου. Όταν είσαι σε έκσταση χάνεις το κοντρόλ των πράξεων σου. Ανεβαίνω στις πινακίδες και κλαίω. Όλα τα συναισθήματα των τελευταίων ημερών βγαίνουν εκείνη τη στιγμή. Δεν σκεφτόμουν όλη τη χρονιά που είχαμε βγάλει, αλλά μόνο όσα είχαν συμβεί τις ημέρες των τελικών. Ήταν η γλυκιά εκδίκηση ενός «πουλημένου». Λες και ο Θεός με δοκίμαζε όλες αυτές τις ημέρες και στο τέλος μου προσέφερε απλόχερα την ανταμοιβή. Ξεσάλωσα. Ήμουν τόσο φορτισμένος.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν δε νομίζω πως θα ξαναζήσω εύκολα κάτι παρόμοιο. Το πρωτάθλημα με την ΑΕΚ θα παραμένει πάντα η μεγαλύτερή μου επιτυχία σε συλλογικό επίπεδο. Μεγαλύτερη κι από το πρωτάθλημα με τη Σιένα κι ας ήταν το ένα και μοναδικό που έχει κατακτήσει η ιταλική ομάδα. Δεν ήταν μόνο ότι η ΑΕΚ είχε να φτάσει στην κατάκτηση πρωταθλήματος 32 ολόκληρα χρόνια.

Ήταν ο τρόπος, η μοναδική ανατροπή στα χρονικά, όσα είχαν ακουστεί για μένα. Πιθανολογώ, και συγχωρέστε με αν ακουστεί εγωιστικό, πως δεν υπήρξε άνθρωπος που να ένιωσε όπως εγώ. Γι’ αυτό και κράτησα τη φανέλα του τελευταίου τελικού στο σπίτι μου. Να τη βλέπω και να θυμάμαι ακόμα κι αν φτάσω 90 χρονών, τι είχε συμβεί στις 5 Ιουνίου 2002.



Ακολουθεί ένας ανεπανάληπτος καυγάς με την Αναστασία. Τώρα, η ένταση μού βγαίνει διαφορετικά. Τα νεύρα έχουν διαδεχθεί τη χαρά. Κουβέντα στην κουβέντα, ψάχνω τρόπο να ξεσπάσω. Φτάνουμε στο σπίτι, βγαίνω από το αυτοκίνητο και διαπράττω το απόλυτο έγκλημα. Το μόνο πράγμα που κρατούσα στα χέρια μου ήταν το μετάλλιο του πρωταθλητή. Μέσα στην παράνοια της στιγμής, του δίνω μία και το εκσφενδονίζω σε ένα χωράφι.

Πέταξα το μετάλλιό μου! Μπορεί να μην ήταν χρυσό, αλλά δεν έπαυε να αποτελεί ένα κειμήλιο, μία ολόκληρη ιστορία. Σήμερα, όπως ήρεμος περιγράφω τη σκηνή, μου φαίνεται απίστευτο πως το διέπραξα. Αλλά είναι αλήθεια. Το πέταξα. Ο τσακωμός συνεχίζεται στο σπίτι γιατί εγώ όταν μαλώνω, μαλώνω. Κι ας ήταν ασήμαντη η αιτία, διότι όλα ξεκίνησαν από μια πολύωρη, κατά τα άλλα δικαιολογημένη, καθυστέρησή μου. Στην πραγματικότητα, η καθυστέρηση ήταν η αφορμή. Όσα είχαν συσσωρευτεί συνετέλεσαν στο ξέσπασμα.



Μετά από όλα αυτά, δεν είχα καμία διάθεση να πάω στα μπουζούκια με την ομάδα. Γύρω στις 3 το πρωί, κι ενώ επήρθε ειρήνη μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών, αποφασίζω ότι δεν πρέπει να λείψω από το γλέντι. Πριν φτάσω εκεί, όμως, όφειλα να βρω το μετάλλιο. Φέρτε τώρα τη σκηνή στο μυαλό σας: Έναν τύπο να ψάχνει με τον φακό μέσα στα στάχυα για να βρει το μετάλλιο του πρωταθλητή.

Δεν θα έφευγα αν δεν το έβρισκα. Κάθισα, υπολόγισα την τροχιά του και ευτυχώς, κανείς δεν είχε αντιληφθεί τη βλακεία μου. Το βρήκα και περιχαρής έφτασα στα μπουζούκια. Ήταν σχεδόν 4 το πρωί και ο Τύπος την επόμενη μέρα εξέφρασε την καθυστερημένη άφιξή μου ως εκδήλωση δυσαρέσκειας προς τη διοίκηση. Ήταν απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες!



Ευρωμπάσκετ 2003



Η προετοιμασία ήταν κλασική ιωαννιδική. Τρέξιμο, πειθαρχία, δουλειά. Με κανένα από αυτά δεν βγάζω σπυριά. Ίσα-ίσα που τα θεωρώ απαραίτητα για να φτάσει ψηλά μία ομάδα. Αρκεί πάντα να υπάρχει το κατάλληλο μέτρο. Ο "ξανθός" επέλεξε μία πρωτοποριακή μέθοδο για να τσιτώσει τους παίκτες και να τους φέρει στα όριά τους. Κρέμασε μία κουδούνα στο γήπεδο, σαν αυτές που φορούν και τα πρόβατα και ζήτησε από όποιον δεν αντέχει την πίεση να την χτυπήσει και να φύγει από την ομάδα.

Άλλος το εξέλαβε ως αστείο, άλλος μεταξύ σοβαρού και αστείου. Εγώ, πάντως, νομίζω ότι ο Ιωαννίδης σοβαρολογούσε. Όποια από τις τρεις εκδοχές κι αν είναι η σωστή, ήταν μία κίνηση που έκανε πιο ευχάριστη την ατμόσφαιρα μέσα στην ομάδα.

Γελάσαμε, αστειευτήκαμε κι όποιος περνούσε κοντά από την κουδούνα, την χτυπούσε κιόλας. Η κουδούνα δεν ήταν το πρόβλημα. Για να το πω με έναν χρησμό που θα χρησιμοποιούσε και ο κόουτς: Η κουδούνα ήταν κουδουνάκι μπροστά στην αληθινή κουδούνα. Τουτέστιν, με την ομάδα χωρισμένη σε πατρίκιους και πληβείους.





Όσοι παρακολουθούσαν τότε τις εξελίξεις στην Εθνική ομάδα θα θυμούνται πως υπήρχε ένα μείζον θέμα. «Θα έρθει ή δεν θα έρθει ο Τσακαλίδης;». Τελικά, ο Τζέικ πείστηκε από τους ανθρώπους που τον επισκέφθηκαν εκεί, πήρε τις κατάλληλες εγγυήσεις και ήρθε στο Μέτσοβο. Τις πρώτες δύο-τρεις ημέρες ήταν φανερά επηρεασμένος από το τζετ λανγκ και την αλλαγή κλίματος.

Ένα πρωί είχαμε βάρη. Έξω από την αίθουσα υπήρχε ένας καναπές και ο Ιάκωβος κάθισε για να ξεκουραστεί, όμως από την κούραση του και την απότομη αλλαγή του βιολογικού του ρολογιού αποκοιμήθηκε. Κάποια στιγμή, ο Ιωαννίδης βγήκε από την αίθουσα και είδε τον Τσακαλίδη να έχει απλώσει την αρίδα του πάνω στον καναπέ. Τσαντισμένος, γκάριξε προς τον μάνατζερ της ομάδας: "Φιλίππουουουουουουου".

Η φωνή του ήταν διαπεραστική και όσοι εξ ημών κατάλαβαν τι είχε συμβεί, δεν είχαν καμία αμφιβολία για το τι θα επακολουθήσει. Αρκούσε μία γρήγορη ματιά μεταξύ μας και ένα συμπονετικό κούνημα του κεφαλιού για τον φουκαρά Νίκο. Πανικόβλητος ο Φιλίππου καταφτάνει και περιμένει προφανώς να τα ακούσει που επέτρεψε στον Τζέικ να κοιμηθεί. Πράγματι, ο Ιωαννίδης συνεχίζει με στεντόρεια φωνή: «Ρε Φιλίππου, φέρε μία κουβέρτα στο παιδί, θα κρυώσει»! Πώς; Τι; Αυτή τη φορά κοιταζόμασταν μεταξύ μας για να επιβεβαιώσουμε πως δε μας είχαν γελάσει τα αυτιά μας.





Το ένα φέρνει το άλλο σε αυτές τις περιπτώσεις και το αποτέλεσμα έβγαινε στο γήπεδο. Η ομάδα ήταν στην τσίτα, υπήρχαν νεύρα και σχεδόν κανείς δεν ευχαριστιόταν αυτό που έκανε. Χωρίς να υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα μεταξύ μας, θέλαμε να γυρίσουμε σπίτια μας. Ήμουν συγκάτοικος με τον Παπαλουκά και κανείς εκ των δυο μας, δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση.

Εγώ δεν έπαιζα και ήμουν αγανακτισμένος και εκείνος που έπαιζε ήταν σαν ευνουχισμένος. Ο καλύτερος παίκτης της Ευρώπης για το 2006, έπαιζε σαν ένα φοβισμένο παιδί το 2003. Πόσο μπάσκετ, δηλαδή, μπορεί να έμαθε μέσα σε τρία χρόνια; Με τόσα μπινελίκια που άκουγε σε κάθε φάση από τον πάγκο, θεωρώ κατόρθωμά του ακόμα και τη μέτρια απόδοση που είχε. Είμαι σίγουρος πως θα προτιμούσε να τρέχει ξυπόλητος στα χιόνια της Μόσχας παρά να υποβάλλεται σε τέτοιο βασανιστήριο. Όπως και πολλοί άλλοι, φυσικά.



Τώρα πια, μπορώ να το ομολογήσω: Αν ήταν προπονητής ο Ιωαννίδης στους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν ξέρω αν θα συμμετείχα στην προσπάθεια της Εθνικής. Δε μπορούσα πια να συνυπάρξω στην ίδια ομάδα μαζί του. Θα έπρεπε να έχουν αλλάξει πολλά και νομίζω πως θα ήταν πιο εύκολο να αλλάξουν τα βουνά, παρά εκείνος άποψη. Πιθανολογώ πως δεν θα χρειαζόταν να μπω καν στη διαδικασία περαιτέρω σκέψης γιατί δεν πίστευα πως θα με καλέσει.

Το τέλος



Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περηφάνια από να οδηγείς τους συμπαίκτες σου, πρώτος-πρώτος, στο παρκέ για τον τελικό ενός Πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Ο τίτλος του "αρχηγού" είναι βαρύς κι ασήκωτος, όμως όταν έχεις τόσο μεγάλους αθλητές δίπλα σου, τέτοιες προσωπικότητες, όλα μοιάζουν εύκολα κι απλά. Ο καθένας από τους υπόλοιπους 11 θα μπορούσε να είναι αρχηγός και κάποια μέρα ένας θα με διαδεχθεί.

Πότε θα είναι αυτή η ημέρα; Δε μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια. Συνήθως οι αθλητές ονειρεύονται ένα ιδανικό τέλος, πάνω στο βάθρο, αλλά ενίοτε γλυκαίνονται τόσο που δεν θέλουν να φύγουν ποτέ. Αν ο κόουτς πιστεύει ότι είμαι ικανός να βοηθήσω και στα 35 μου θα το κάνω με το ίδιο πάθος που συμμετείχα στις προετοιμασίες και στα 25 μου. Ίσως ένα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008 να αποτελούσε το ιδανικό ρέκβιεμ. Θα το προτιμούσα ακόμα και από την «επανάληψη» του τελικού της Ιαπωνίας, που ζητούσα στα πρώτα κεφάλαια.

Δεν θέλω να πάω κόντρα στους νόμους της φύσης, αλλά από την άλλη δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου ξαπλωμένο τα καλοκαίρια επί τρεις μήνες. Φοβάμαι πως θα παρανοήσω. Φοβάμαι το τέλος. Και από την Εθνική ομάδα και από το μπάσκετ. Ως αθλητής πάντα, γιατί την απόφαση να συνεχίσω στον χώρο την έχω ήδη λάβει. Θα ασχοληθώ με την προπονητική, αρκεί να διαπιστώσω πως έχω τη δυνατότητα να μεταλαμπαδεύσω τις εμπειρίες και τις γνώσεις μου. Αν δω ότι δε μπορώ, θα γίνω κηπουρός, ελαιοχρωματιστής, ψαράς, δεν ξέρω κι εγώ τι, αλλά δεν θέλω να ταλαιπωρώ τον κόσμο μόνο και μόνο επειδή ήμουν αυτός που ήμουν.





































ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ