Μότσαρτ για Όσκαρ
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος, είκοσι έξι χρόνια μετά, σκαλίζει τις αναμνήσεις του από τον συγκλονιστικό τελικό του κυπέλλου κυπελλούχων μεταξύ της Ρεάλ Μ. και της Καζέρτα (117-113) ,που φιλοξενήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1989 στο ΣΕΦ και έμεινε στην ιστορία ως μια θρυλική μονομαχία Ντράζεν Πέτροβιτς ( 62 πόντους)- Οσκάρ Σμιντ ( 44 πόντους).
Είκοσι έξη χρόνια πριν, δηλαδή στις 14 Μαρτίου του 1989, ημέρα Τρίτη ήταν, το διψασμένο (και ακόρεστο ακόμη) για μπάσκετ ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει μια από τις μεγαλύτερες παραστάσεις που έχει προσφέρει αυτό το σπορ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο τελικός του κυπέλλου κυπελλούχων, μεταξύ της φημισμένης Ρεάλ Μαδρίτης και της άσημης Σναϊντέρο Καζέρτα φιλοξενήθηκε στο «Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας». Στο παρκέ του , ακόμη δεν είχαν στεγνώσει οι σαμπάνιες και στις εξέδρες του αντηχούσαν ακόμη οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου του Ευρωμπάσκετ του 1987 από την Εθνική Ελλάδας.
Εντάξει, δεν ήταν δα και τελικός του πρωταθλητριών, αλλά όπως αποδείχθηκε στην πράξη, είχε περισσότερα από τα στοιχεία που ταίριαζαν με την περίσταση. Κυρίως όμως έμοιαζε κομμένος και ραμμένος με την ιδιοσυγκρασία του έλληνα φιλάθλου ο οποίος έχει μια έμφυτη αδυναμία να παρακολουθήσει οτιδήποτε , παραμένοντας (όχι απαθής, αλλά) ουδέτερος. Έχει στο αίμα του την τάση να εμπλέκεται συναισθηματικά, αγαπώντας ή μισώντας με βάση το δικό του κριτήριο, το οποίο –επί τη ευκαιρία- δεν είναι πάντα αλάνθαστο. Το περιβάλλον για να γραφτεί μια αξέχαστη ιστορία ήταν ιδανικό.
«Καθεστώς» Vs «Σταχτοπούτας»
Από τη μία λοιπόν ήταν το « καθεστώς» που είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να σε προκαλέσει να σταθείς εναντίον του. Το εξέφραζε η Ρεάλ Μαδρίτης, η «βασίλισσα», το ακλόνητο φαβορί. Από την άλλη η «σταχτοπούτα», που του θύμιζε την Ελλάδα του ’87. Η Σναϊντερο Καζέρτα, το καμάρι μιας πόλης της Νοτίου Ιταλίας με πληθυσμό 70 χιλιάδων κατοίκων. χωρίς περγαμηνές αλλά αξιαγάπητη όπως το κάθε αουτσάϊντερ.
Από την μία ήταν ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο «γιος του διαβόλου» ο οποίος μπορεί να ήταν παικτάρα ολκής, αλλά κανείς δεν συγχωρούσε την προκλητική στάση που είχε τηρήσει αυτός και ο αδελφός του , ο Αζα(«I wish good luck to Russia”) μετά τον αποκλεισμό της Γιουγκοσλαβίας στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ. Από την άλλη, ένας σεσημασμένος σουτέρ», ο Βραζιλιάνος Οσκάρ Σμίντ αλλά με λευκό ποινικό μητρώο ανθελληνικής συμπεριφοράς, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πιστοποιητικό αντιπάθειας. Ο μόνος που έκανε προπαγάνδα υπέρ του Ντράζεν ήταν ο ιστορικός προπονητής του Πανιωνίου, Βλάντο Τζούροβιτς, ο οποίος τον είχε παίκτη στο ξεκίνημα της καριέρας του στην Σιμπένκα , με την οποία κατέκτησαν ένα πρωτάθλημα, το οποίο τους αφαιρέθηκε στα χαρτιά.
Στον έναν πάγκο καθόταν ο επιβλητικός και απρόσιτος Λόλο Σάϊνθ, που στα μάτια του απλού φιλάθλου ήταν μέρος του κατεστημένου, γρανάζι του συστήματος. Κι από την άλλη ο άγνωστος, ξερακιανός σχεδόν καχεκτικός, διοπτροφόρος προπονητής της Καζέρτα Φράνκο Μαρτσελέτι, ο οποίος είχε φροντίσει να διοχετεύσει μέσα από τις εφημερίδες της εποχής τον θαυμασμό του για τον ελληνικό πολιτισμό. Η αλήθεια είναι ότι οι Ιταλοί επένδυσαν στα χαρακτηριστικά τους. Ήταν πιο προσιτοί και πιο φιλικοί με τους δημοσιογράφους κατά την διάρκεια της παραμονής τους στην Αθήνα. Έδωσαν και μια συνέντευξη Τύπου στην οποία πρόσφεραν αναμνηστικά και παρουσίασαν ένα συγκινητικό βίντεο της πορείας τους, με μουσική επένδυση το «Every time you go away» του Raul Young.
Σε όλα αυτά, προσθέστε και ότι ο ένας από τους δυο διαιτητές του αγώνα ήταν Έλληνας, ο νυν υπεύθυνος διαιτησίας της Ευρωλίγκας, ο Κώστας Ρήγας, μια από τις κορυφαίες σφυρίχτρες εκείνης της εποχής , με συνεργάτη του τον Γιουγκοσλάβο Κούριλιτς ο οποίος εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί «εργαλείο» του συστήματος του τότε ισχυρού άνδρα του πανευρωπαϊκού μπάσκετ, Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς.
Μότσαρτ για Οσκαρ
Ήταν ένα ματς για …Οσκαρ, που το νίκησε ο …Μότσαρτ. Με 117-113 στην παράταση. Ο αείμνηστος , 25χρονος τότε, Ντράζεν Πέτροβιτς, σε μια βραδιά έκτασης , σκόραρε 62 πόντους(12/14 δίποντα,8/16 τρίποντα, 14/15 βολές) και οδήγησε την Ρεάλ Μ. στο τρόπαιο, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν το υπ’ αριθμόν 77 της ιστορίας της. Κατά γενική ομολογία εδικαιούτο να πάρει το τρόπαιο στο σπίτι του , στο Σίμπενικ. Γι αυτό άλλωστε, ο ανακουφισμένος πρόεδρος Μεντόσα, ατάκα και επί τόπου, του έκοψε προσωπικό πριμ ύψους 50 χιλιάδων δολαρίων. Ο Ντράζεν ήταν αυτός που διέλυσε κάθε προσπάθεια αναχαίτισής του, με πρώτο θύμα τον Βιτσέντζο Εσπόζιτο, ο οποίος φορτώθηκε γρήγορα με 3 φάουλ. Αλλά και ο Νάντο Τζεντίλε ή ο Σάντρο Ντελιανέλο που δοκίμασαν την τύχη τους, δεν τα κατάφεραν καλύτερα. Ειδικά από την στιγμή που αποβλήθηκε με 5 φάουλ ο πιο αξιόπιστος συμπαίκτης του, ο Χοσέ Μπιριούκοφ (20 πόντοι με 4 στα 5 τρίποντα), έμοιαζε να παίζει τελείως μόνος του. Τα αδέλφια Μαρτίν , ο αξέχαστος Φερνάντο και ο Αντόνιο, ο Καργκόλ, ο Ρομάϊ αλλά και ο αμερικανός Ρότζερ έμοιαζαν μέρος του σκηνικού. Ο στριμωγμένος Σάινθ έβγαλε τα 45 λεπτά με επτά παίκτες , πράγμα που δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο εκείνη την εποχή.
Η Καζέρτα, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο προπονητής της, Φράνκο Μαρτσελέτι, έκανε το παιχνίδι της χρονιάς , ου μην και όλων των εποχών για το κλαμπ. Στον όμιλο που προηγήθηκε, είχε χάσει δυο φορές από την Ρεάλ Μ. , χωρίς να πείσει ότι μπορούσε να την κοντράρει. Κι όμως, απελευθερωμένη από την πίεση του φαβορί, το οποίο έπεσε όλο στην πλάτη των απέναντι, και με την ολόθερμη υποστήριξη των ελλήνων φιλάθλων που τάχθηκαν αναφανδόν στο πλευρό της, όχι μόνο διατηρήθηκε μέσα στο ματς, αλλά έφτασε να το διεκδικεί στην παράταση και στο φινάλε να αφήσει το παρκέ με παράπονα για την διαιτησία του Κούριλιτς, ο οποίος ως συμπατριώτης του Πέτροβιτς, χρεώθηκε την αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπισε τα μαρκαρίσματα στον Ντράζεν. Στην ουσία, η αντίστασή της κάμφθηκε οριστικά μόλις ο Οσκάρ αποβλήθηκε με 5 φάουλ, ένα λεπτό πριν τη λήξη της παράτασης με το σκορ στο 113-111. Εννοείται πως ο βραζιλιάνος, «ο Πελέ του μπάσκετ», ο οποίος τα τελευταία χρόνια περνάει μια πολύ μεγάλη περιπέτεια υγείας, με τους 44 πόντους του (5/14 δίποντα, 6/11 τρίποντα και 16/17 βολές) έμεινε στις ….Γραφές ως το αντίπαλο δέος.
Οι περισσότεροι ανέσυραν από τον σκληρό δίσκο της μνήμης τους την μονομαχία της 24 Ιανουαρίου του 1981 , τότε που το ταμπλό του κλειστού του «Πλάτωνα» στην Νίκαια έγραψε Ιωνικός-Αρης 113-114 και το στατιστικό :Γιαννάκης 73- Γκάλη 62, στο μεγαλύτερο “two men show” των χρονικών.
Η αλήθεια δεν ήταν ακριβώς έτσι. Χρειάστηκε πολλοί παίκτες από το ρόστερ της ιταλικής ομάδας να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Εκείνος που σίγουρα θα έπρεπε να πιστωθεί με κάτι παραπάνω, ειδικά σε διάρκεια, ήταν ο Νάντο Τζεντίλε, μετέπειτα παίκτης του Παναθηναϊκού και πατέρας του Αλεσάντρο της Αρμάνι, ο οποίος τελείωσε με 34 πόντους(7/13 διπ., 5/10 τρίποντα και 10 ριμπάουντ). Δυστυχώς όμως, δεν υπήρχε τρόπος να αποτυπωθούν με ψυχρούς αριθμούς, η τρέλα και η ευψυχία του. Σπουδαία εμφάνιση έκαναν επίσης ο (πρώην ΝΒΑer) Βούλγαρος σέντερ Γκιόργκι Γκλούτσκοφ (13πόντοι-11 ριμπάουντ) και ο Σάντρο Ντελανιέλο (18 πόντοι).
Παρότι το ματς ήταν απόλαυση, το ελληνικό κοινό έδειξε να φεύγει θυμωμένο. Η νέα version του «Δαυίδ vs Γολιάθ» που σχημάτισε στο μυαλό του δεν είχε τον επίλογο που επιθυμούσε. Περισσότεροι ήταν αυτοί που αποθέωσαν την ηρωική Καζέρτα παρά επιβράβευσαν με ένα ζεστό χειροκρότημα , την τροπαιούχο Ρεάλ Μ. και το ρεσιτάλ που πρόσφερε ο Πέτροβιτς. Εννοείται πως μπήκαν στο τριπάκι να ασχοληθούν με την διαιτησία, ίσως περισσότερο κι από τους εμπλεκόμενους. Οι έλληνες δημοσιογράφοι ήταν εκείνοι που έκαναν ερωτήσεις επί του θέματος στην συνέντευξη Τύπου και όπως ήταν φυσικό η τάση αυτή αποτυπώθηκε στα ρεπορτάζ της επόμενης μέρας. Η μπάλα πήρε και τον –αναγνωρίσιμο- Κώστα Ρήγα, ο οποίος διάβαζε τις εφημερίδες και είχε μείνει άφωνος. Θυμάμαι ότι ως ρεπόρτερ, του είχα τηλεφωνήσει δυο μέρες μετά και τον άκουσα στενοχωρημένο: «Μα εδώ οι άνθρωποι της Καζέρτα ήρθαν και μου έδωσαν συγχαρητήρια και μου είπαν ότι δεν έχουν κανένα παράπονο από μένα, δεν μπορώ να καταλάβω πώς οι Έλληνες έχουν αντίθετη άποψη;» αναρωτήθηκε. Αυτή όμως ήταν μια συζήτηση η οποία ήμουν σίγουρος ότι δεν θα έβγαζε πουθενά. Από όποια πλευρά κι αν την εξέταζε ο καθένας.