Ο Περάσοβιτς ήταν πάντα στις καλύτερες παρέες
Μέλος μια ευλογημένης γενιάς, ο Βέλιμιρ Περάσοβιτς ευτύχησε να ζήσει μοναδικές συγκινήσεις ως μέλος της θρυλικής Jugoplastika. Σιχάθηκε τον "Μπόζα" πριν τον λατρέψει και πλέον θα κοουτσάρει τη Βαλένθια κόντρα στον Ολυμπιακό.
Ο κρυφός αδελφός του νυν κόουτς του Παναθηναϊκού, Ντούσκο Ιβάνοβιτς, συμπαίκτη του στη μεγάλη Jugoplastika και... των ιδίων πεποιθήσεων. Ποιων; Η πειθαρχία είναι το άπαν σε μια ομάδα -και οι δικαιολογίες πάντα φθηνές.
Μια μέρα από την καριέρα του Βέλιμιρ Περάσοβιτς, είναι η ζωή της πλειοψηφίας εκείνων που οραματίζονται να βρεθούν μια μέρα στο προσκήνιο. Ήταν πάντα στις καλύτερες παρέες και αν μη τι άλλο χρειάζεται τουλάχιστον ένα μήνα ασταμάτητης αφήγησης, για να μεταφέρει στα εγγόνια του όσα έζησε.
Μα ποιος είναι;
Αυτό που έκανε στην 24ετή καριέρα του, ως παίκτης, ήταν να γίνει ένας συνεπής και σκληρός old school γκαρντ, με καλά πόδια και εκπληκτικό σουτ (είχαν γραφτεί χιλιάδες λέξεων για τον καρπό του). Είχε και καλό άλμα, το οποίο χρησιμοποιούσε για να νικήσει τον αντίπαλο αμυντικό (και τα χέρια του στην ανάταση), μα πάνω από όλα είχε έναν ακέραιο χαρακτήρα. Δεν ήταν ο πιο ταλαντούχος που υπήρχε (πολλώ δε στα συγκεκριμένα εδάφη), ήταν όμως, ο παίκτης που ήθελαν όλοι οι προπονητής, γιατί ήξεραν πως μπορούν να υπολογίζουν πάνω του. Εάν αποφάσιζε να κάνει κάτι, δεν υπήρχε κανείς και τίποτα να τον σταματήσει.
Γεννήθηκε στην Επίδαυρο της Κροατίας. Δηλαδή, στο Stobreč, ιστορική πόλη στην ακτογραμμή της κεντρικής Δαλματίας, που μετά τη διάσπαση καταχωρήθηκε στην Κροατία. Όταν ωστόσο, είδε για πρώτη φορά το φως ο Περάσοβιτς (9/2 του 1965) άνηκε στην Γιουγκοσλαβία.
Έως τα 13 του απασχολείτο με το ποδόσφαιρο, αλλά πήρε απότομα μπόι (έφτασε το 1.93) και το γύρισε στο μπάσκετ, με την ΚΚ Split που αργότερα θα γινόταν Jugoplastika, να τον καλεί στο Split, το 1981. Ως έφηβος, ήθελε να πιάσει στον Skansi, τον Cosic και τον Dalipagic. Τι έγινε; Ένας... δολοφόνος!
Στη γενιά του Ντράζεν
Ο "Peras" όπως θα γινόταν πολύ αργότερα γνωστός στην ευρωπαϊκή μπασκετική κοινότητα, γεννήθηκε τρεις μήνες μετά τον αείμνηστο Drazen Petrovic. Ως μέλη της ίδιας γενιάς, συναντήθηκαν στις μικρές εθνικές. Τότε βέβαια, ο Ντράζεν ήταν εκείνος που συγκέντρωνε πάνω του όλη την προσοχή (κατόπιν όσων εμφάνιζε στο παρκέ), αλλά η πραγματικότητα τους θέλει να υπήρξαν συμπαίκτες, για έντεκα χρόνια, στη Γιουγκοσλαβία και την Κροατία.
Η πρώτη φορά που εκπροσώπησε τη χώρα του, σε μεγάλη διοργάνωση, ήταν το 1981, στο Eurobasket παίδων της Αθήνας. Είχε δίπλα του (πέραν του Πέτροβιτς) τους Βράνκοβιτς, Σρετένοβιτς, Ραντούνοβιτς κλπ., με τον... ξέρετε ποιον να "σκεπάζει" τους πάντες, με 32.4 π. ανά αγώνα και τρεις σαραντάρες. Στα ίδια ματς, ο Περάσοβιτς είχε 13π. κατά μ.ο. και κατάφερε -με τη συνέπεια του- να μπει στα ραντάρ. Παρεμπιπτόντως, η Γιουγκοσλαβία είχε τερματίσει πέμπτη.
Όταν βρήκε... το touch του
Το καλοκαίρι του 1981 πήγε στη Jugoplastika, τη σεζόν 1981-82 έκανε πρεμιέρα στην ανδρική ομάδα,... στη δεύτερη κατηγορία. Όταν τελείωσε με αυτές τις υποχρεώσεις, πήγε με την εθνική Εφήβων στο Eurobasket της Βουλγαρίας και φόρεσε -με τους φίλους του- το χάλκινο μετάλλιο. Μετείχε και στο Παγκόσμιο Εφήβων, της Ισπανίας για να προσφέρει 13.9π. ανά αγώνα, αλλά και στο Eurobasket του 1984, στη Σουηδία, όπου οι "πλάβι" ανέβηκαν στο δεύτερο σκαλοπάτι του βάθρου. Ποιοι ήταν οι "πλάβι"; Μεταξύ άλλων, οι Γιούρι Ζντοβτς, Ζάρκο Πάσπαλι, Ίβο Νάκιτς και Μίροσλαβ Πετσάρσκι. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, σκόραρε 24.7 π., κατά μ.ο. και κάπως έτσι έγινε starter στη Jugoplastika. Aν ανταποκρίθηκε; Τη σεζόν 1984-85 είχε 17.5π. ανά αγώνα και τη σεζόν 1985-86 αυτός ο αριθμός έφτασε στους 25.5.
Όταν σιχάθηκε τα άντερα του Μάλκοβιτς
Το καλοκαίρι του 1986, η ΚΚ Split είχε ήδη γίνει Jugoplastika και για τον πάγκο επελέγη ένας νέος (34 χρόνων), πολλά υποσχόμενος κόουτς, ο οποίος είχε προερχόταν από μια επιτυχημένη διετία στη Radnicki: ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς. Η πρώτη κίνηση που έκανε, αφορούσε τον Dusko Ivanovic, για να έχει και λίγη εμπειρία στο ρόστερ που έσφυζε από νιάτα. Η κατ' αρχάς ανάγκει του "Boza" ήταν να "εκμεταλλευτεί" το τεράστιο ταλέντο παικτών όπως ο Κούκοτς, ο Ράτζα, ο Πέρας και ο Σόμπιν, κατά τρόπο που να μη στοιχίζει η έλλειψη εμπειρίας. Οι παίκτες του πέρασαν δύσκολες ώρες (και απέκτησαν απωθημένα, όπως φάνηκε αργότερα από τον Ιβάνοβιτς), πριν γίνουν κυρίαρχοι.
"Είχαμε τον "Boza" στον πάγκο, αναμφίβολα τον καλύτερο προπονητή που υπήρχε εκεί έξω, τον καλύτερο που είχα ποτέ και εκείνον που μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Κατά τα άλλα, σιχαίνομαι τα άντερα του, για τον τρόπο που μου φερόταν, σε αθλητικό επίπεδο" δήλωσε πολλά χρόνια μετά , "πέρασα πολλές νύχτες που δεν έκλεισα μάτι, σκεπτόμενος τι μπορεί να έχει εναντίον μου. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι προσπαθούσε να "πάρει" το καλύτερο από εμένα. Μου έλεγε πως έχω αίμα στα μάτια μου και ότι εκείνος θα φρόντιζε να το ελέγξει. Δεν μας επέτρεπε το παραμικρό λάθος. Ήταν πολύ αυστηρός και δεν συμβιβαζόταν με κάτι λιγότερο από το 110% μας. Έμαθα πολλά από εκείνον" και... όπως ο Ιβάνοβιτς, τα εφάρμοσε όταν ήλθε η σειρά του να καθίσει στην άκρη του πάγκου.
Όταν υποκλίθηκε στον "Boza"
To ταλέντο ήταν άφθονο και με την στρατιωτική πειθαρχία του Μάλκοβιτς, έγινε και σωστά εκμεταλλεύσιμο. Ουδείς παρέκκλινε της ομαδικής πορείας και όλοι ήταν μέλη του συστήματος. Αυτού που έδωσε στην ομάδα τέσσερις διαδοχικούς τίτλους στη Γιουγκοσλαβία (1988, 1989, 1990, 1991), δυο εγχώρια κύπελλα (1990, 1991) και τρεις σερί Euroleagues (1989, 1990 και 1991). Σε τέσσερα χρόνια, η ομάδα σήκωσε εννέα τρόπαια., με τον Περάσοβιτς... να μην προκάμει να γίνει ήρωας (πράγμα λογικό, αν σκεφτείτε ότι είχε για παρέα τους Κούκοτς, Ράτζα, Ιβάνοβιτς, Σάβιτς, Παβίσεβιτς, Σόμπιν, Ναουμόσκι και Τάμπακ). Παρ' όλα αυτά, ήταν μέλος της καλύτερης παρέας που έχει εμφανιστεί στην Ευρώπη -εκ ου και το three peat που δεν έχει επαναληφθεί.
Όταν ήλθε η ώρα του
Ο ανταγωνισμός ήταν τέτοιος που ο Περάσοβιτς δεν κατάφερε να βρει το χώρο του, στο ρόστερ των Γιουγκοσλάβων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ (1988, τερμάτισαν δεύτεροι) και στο Eurobasket του Ζάγκρεμπ (1989). Το Παγκόσμιο του 1990 (στο Μπουένος Άιρες) ήταν μια τελείως διαφορετική ιστορία. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς έκρινε πως θα ταίριαζε ιδανικά με τους Πέτροβιτς, Ζντοβτς και Ζέλικο Ομπράντοβιτς και το ένστικτο του δεν λάθεψε: γύρισαν στη Γιουγκοσλαβία ως πρωταθλητές κόσμου, με τον "Peras" να 'χει 8.4 πόντους, ανά αγώνα. Το καλοκαίρι του 1991 ήταν στους εκλεκτούς για το Eurobasket της Ρώμης, όπου και πάλι οι "πλάβι" πάτησαν στην κορυφή, με τον Περάσοβιτς να 'χει 9 πόντους, κάθε βράδυ στην τελευταία εμφάνιση της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Συνολικά, είχε δώσει 62 ματς με την ανδρών, 43 με τις μικρές εθνικές και συνολικά είχε σκοράρει 669 π.
Η έξωση από το σπίτι
Τη σεζόν 1991-92, λόγω του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, η FIBA έστειλε τις Partizan, Cibona και Slobodna Dalmacija (τη Jugoplastika που είχε αλλάξει όνομα) να αγωνιστούν μακριά από τις χώρες τους. Όλες διάλεξαν την Ισπανία. Η Slobodna τη La Coruna. Στο ματς με τη Cibona, ο Περάσοβιτς έκανε ρεκόρ καριέρας (45π.), για να τελειώσει την αγωνιστική περίοδο με 25.8 π. ανά αγώνα. Το καλοκαίρι έπαιξε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης με τη φανέλα της Κροατίας και μαζί με τους Πέτροβιτς, Κούκοτς, Ράτζα, Βράνκοβιτς, Τάμπακ, Τσβετίτσιανιν, Αλάνοβιτς, Αράποβιτς Γκρεγκόβ, Νάγκλιτς και Κόμαζετς κατέκτησαν τη δεύτερη θέση.
Η ανακάλυψη μιας νέας πατρίδας
Η Breogan του ζήτησε να μετακομίσει στην Ισπανία, εκείνος αποδέχθηκε την πρόκληση (στα 27 του) και πρόσφερε 24.5 π. ανά αγώνα, για να τελειώσει τη χρονιά ως ο πρώτος σκόρερ της ισπανικής λίγκας. Ακολούθησε το χάλκινο μετάλλιο, με την πατρίδα, στο Eurobasket της Γερμανίας και εκείνον να δίνει 19.1 π. κατά μ.ο.
Η Βιτόρια έπεσε στα σκαλοπάτια του και εκείνος της είπε το "ναι", τη σεζόν (1993-94) που η Τάου πήγε για πρώτη φορά σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Στις 15/5 του '94, στη Λοζάνη, στο φινάλε του Πρωταθλητριών οι Βάσκοι βρήκαν απέναντι τους την Ολίμπια που στο τέλος της βραδιάς σήκωσε την κούπα (91-81), κυρίως γιατί είχε 9/14 τρίποντα. Ο "Peras" είχε 22π. και δεν άργησε να κάνει άρση τροπαίου.
Συνέβη τον Μάρτιο του 1995, όταν στον τελικό του Copa del Rey η ομάδα του επιβλήθηκε της Μπανταλόνα 96-89, στα προημιτελικά, ακολούθησε το 86-79 επί της Ρεάλ του Ζέλικο Ομπράντοβιτς (ναι, αυτής που τρεις μήνες μετά πήρε το ευρωπαϊκό), με τον Περάσοβιτς να σταματά στους 34π. (6/8 διπ., 4/4 τριπ., 10/11 βολές, σε 40'). Στο ματς που έδινε τίτλο, η Τάου συνάντησε τη Σαραγόσα και... πέρασε από πάνω της (88-80). Ο "Peras" και ο Μαρσέλο Νικόλα είχαν από 17π., ενώ ο Πάμπλο Λάσο (ο γνωστός) πρόσθεσε 11π., με τον νυν προπονητή της Βαλένθια να αναδεικνύεται MVP.
Το καλοκαίρι του '95, οι Κροάτες έκαναν τρία τα μετάλλια, με το χάλκινο στο Εurobasket της Αθήνας (ο Περάσοβιτς ήταν και πάλι διψήφιος, με 10.5 π. ανά αγώνα) και τον Μάρτιο του 1996 πρόσθεσε έναν ακόμα ευρωπαϊκό τίτλο στη συλλογή του. στις 12/3 ο Ραμόν Ρίβας ηγήθηκε (με 31π.) του 88-81 επί του ΠΑΟΚ, με τον Περάσοβιτς να σταματά στους 17π. Πρώτος σκόρερ του ματς ήταν ο Μπάνε Πρέλιεβιτς (34π.), με τον νεαρό Πέτζα Στογιάκοβιτς να σκοράρει 20π. Ήταν ο έκτος ευρωπαϊκός του "Peras" και ο τέταρτος τίτλος, σε συλλογικό επίπεδο.
Η συνέχεια της φάσης (για την ακρίβεια, της χρονιάς) είχε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Ήταν... ταπεινός, με 2.7π. ανά αγώνα, αριθμός που έγινε 12 π. κατά μ.ό. στο Eurobasket του 1997. Στα 32 του, υπέγραψε στη Fuenlabrada και τελείωσε τη σεζόν ως πρώτος σκόρερ της λίγκας (22.5π.), βραβείο που πήρε και το 2001 (22.9π.), αλλά και το 2002 (22.4). Μετά, άλλαξε μετερίζι: πήγε στην Alicante και μολονότι διένυε το 37ο έτος της ηλικίας του, δεν έχασε την επαφή με το σκοράρισμα (17.9π.). Σε έντεκα σεζόν στην ACB, ο Περάσοβιτς έφτασε τους 7.387 πόντους (τοποθετήθηκε στο Νο7 της λίστας όλων των εποχών), σε 354 ματς. Όπερ, σε κάθε ένα είχε 20.9. Παρεμπιπτόντως, ξεπέρασε τα 12.000 λεπτά συμμετοχής, ενώ με τα 882 τρίποντα που σκόραρε, είχε βρεθεί πίσω από τους Αlberto Herreros και Juan Carlos Navarro, στην ιστορία.
Το 2003 αποφάσισε πως είχε έλθει η ώρα να κρεμάσει τη φανέλα του και... να αρχίσει τα κοστούμια. Ο πρώην συμπαίκτης του, Ντίνο Ράτζα ήταν πια πρόεδρος της ΚΚ Split και τον κάλεσε να κάνει το νέο του ξεκίνημα, ως manager. Το καλοκαίρι του 2004 επέστρεψε στην Ισπανία, για την Sevilla (2004-05) όπου δοκίμασε την εμπειρία του ασίσταντ, για να τη συνεχίσει στη Baskonia (2005-07) και την Estudiantes (2007-08). Eδώ κάντε μια στάση.
Το 2006, στα μέσα της σεζόν, τον κάλεσαν να ηγηθεί του σχήματος των Βάσκων και εκείνος τους έστειλε στην κατάκτηση του Copa del Rey και στο Final Four της Πράγας. Για να φτάσουν στο τέλος της διαδρομής, πέρασαν πάνω από τον Παναθηναϊκό, σε σειρά που κρίθηκε στο ΟΑΚΑ.
Η σεζόν 2007-08 τον βρήκε στον πάγκο της Estudiantes, απ' όπου σηκώθηκε... πριν την ώρα του ο Μαριάνο ντε Πάμπλος. Ο "Peras" κατάφερε να κρατήσει τους "φοιτητές" στην κατηγορία και μετά επέστρεψε στο Ζάγκρεμπ, για την Cibona. Μετά ισάριθμα πρωταθλήματα (στο τελευταίο η ομάδα του γύρισε από το 0-2 στο 3-2, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στην Κροατία), ένα εγχώριο κύπελλο και μια πρόκριση στο ΤΟΡ16 της Euroleague, πήγε στην Τουρκία για την Efes Pilsen, αλλά προστέθηκε στη λίστα των κόουτς που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν εκεί. Τι έκανε; Πήγε (2012) εκεί που ήξερε τα πάντα, που ένιωθε σαν στο σπίτι του: στην Ισπανία και για την ακρίβεια στη Valencia, που στις 5 Μαρτίου ενεργοποίησε την option του συμβολαίου του, για τη φετινή σεζόν.