Ο Σκότι Πίπεν στο πάνθεον του μπάσκετ
Το αφιέρωμα του Sport24.gr, λίγο πριν μπει στο hall of fame του ΝΒΑ, έχοντας δίπλα του, τον Μάικλ Τζόρνταν
Για δεύτερη και τελευταία φορά ο Σκότι Πίπεν θα επισκιάσει τον Μάικλ Τζόρνταν. H πρώτη ήταν στο Untied Center στις 9 Δεκεμβρίου του 2005, όταν οι Μπουλς απέσυραν το νούμερο 33 που φόρεσε σε όλη του την καριέρα στο Σικάγο ο Πίπεν.
Η τελευταία θα λάβει χώρα αύριο στο Σπρίγκφιλντ της Μασαχουσέτης στην τελετή ένταξης του Πίπεν στο περίφημο Basketball Hall of Fame. Ο Πίπεν διάλεξε τον Τζόρνταν για να τον συνοδέψει στο πόντιουμ για την αποδοχή της απόλυτης μπασκετικής τιμής.
Για 10 σεζόν ο Τζόρνταν και ο Πίπεν συνέθεσεαν το πιο πετυχημένο δίδυμο στην ιστορία του ΝΒΑ, κατακτώντας 6 πρωταθλήματα. Ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ, στην τελετή απόσυρσης της φανέλας του Πίπεν είχε πει χαρακτηριστικά: “Μάικλ Τζόρνταν θα πρέπει να φιλάς όπου πάτησε ο Σκότι, γιατί χωρίς αυτόν δεν θα είχες κερδίσει τίποτε”. Μέσα στις επόμενες γραμές θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω τον Σκότι Πίπεν όπως είχα την τύχη να τον ζήσω πίσω από τις κάμερες και τα λαμπερά φώτα της δημοσιότητας περνώντας μαζί του αρκετές ώρες όχι μόνο στην Αμερική αλλά κι εδώ στην Ελλάδα
Τον γνώρισα πρώτη φορά την άνοιξη του 1996, λίγες ώρες πριν οι Μπουλς γίνουν η πρώτη ομάδα στην ιστορία του ΝΒΑ που έφτασε τις 70 νίκες. Στα αποδυτήρια της φιλοξενούμενης ομάδας στο “Μπράντλεϊ Σέντερ”, έδρα των Μπακς στο Μιλγουόκι, είχε δημιουργηθεί ένα τεράστιο δημοσιογραφικό σύννεφο γύρω από τον Μάικλ Τζόρνταν. Ηταν η πρώτη του ολόκληρη σεζόν μετά την επιστροφή του στους Μπουλς, οι οποίοι έφταναν τότε σε φήμη τους Μπιτλς και τους Ρόλινγκ Στόουνς μαζί.
Νεαρός τότε, προσπάθησα να χωθώ ανάμεσα σε δημοσιογράφους, εικονολήπτες και ηχολήπτες, αλλά μάταια. Με την άκρη του ματιού μου είδα σε μια γωνιά μόνο του τον Σκότι Πίπεν. Έκανα μεταβολή και πήγα σε αυτόν για να του μιλήσω, όντας βέβαιος ότι θ’ αρνηθεί. Μόλις του συστήνομαι και του λέω ότι είμαι από την Ελλάδα το παγωμένο βλέμμα του έσπασε και χαμογέλασε.
“ Εκανες τόσο μεγάλο ταξίδι για εμάς;”, μου είπε απλώνοντας το χέρι του για να με χαιρετίσει.
“Μπα δεν ήταν τίποτε”, του απάντησα με σχεδόν τρεμάμενη φωνή για να μου πει: “ Εχω πολούς Ελληνες στην παρέα μου. Η μέλουσα γυναίκα μου έχει πολές Ελληνίδες φίλες στο Σικάγο. Ακόμα και ο σωματοφύλακας του Ρόντμαν, ο Τζορτζ, είναι Ελληνας”.
Φυσικά η συνέντευξη έγινε, μαζί με άλλες δύο του Μάικλ Τζόρνταν και του Ντένις Ρόντμαν για ένα μεγάλο κομάτι που είχα κάνει τότε για το Nitro. Από τότε μέχρι και σήμερα κατά έναν περίεργο τρόπο κρατάω ακόμα επαφή με τον Πίπεν. Τα λέγαμε στο Σικάγο ή σε όποια πόλη της Αμερικής φιλοξεονούσε τα All Star Games τις μέρες της δυναστείας των Ταύρων, στην Ελλάδα, στο Πόρτλαντ, στο Χιούστον και όπου αλλού βρισκόμαστε.
Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως ο Πίπεν της δυναστείας των Μπουλς είναι ακριβώς ο ίδιος απλός και ωραίος τύπος με τον 45αρη Πίπεν που θα διαβεί αύριο τις πύλες του Basketball Hall of Fame.
Ποτέ δεν ήταν "παρτάκιας"
Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί όλοι όσοι έπαιξαν μαζί του, στους Μπουλς, τους Μπλέιζερς και τους Ρόκετς τον χαρακτηρίζουν τον καλύτερο συμπαίκτη που είχαν ποτέ. Πολύ απλά ο Πίπεν δεν ήταν δήθεν και παρτάκιας. Είχε πάντοτε έναν καλό λόγο για όλους. Από τον φροντιστή και τον φυσιοθεραπευτή της ομάδας, μέχρι τα ball boys, τον περίεργο δημοσιογράφο από την Ελλάδα ή τον τελευταίο παίκτη του ρόστερ.
Είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω από το 1996 μέχρι το 1998, εκτός των τελικών και αγώνων της κανονικής περιόδου των Μπουλς, 4 προπονήσεις τους. Σ’ ένα μικροσκοπικό μπαλκονάκι στον 1ο όροφο του Berto Center. Εκεί όπου ο Φιλ Τζάκσον στο διπλό, φρόντιζε πάντα να είναι αντίπαλοι ο Πίπεν και ο Τζόρνταν. Ο “Air” δεν σταματούσε να μπινελικώνει τους συμπαίκτες του. Με κάθε ευκαιρία τους την έλεγε και η αλήθεια είναι πως δεν είχε άδικο ποτέ. Ομως ο Πίπεν ήταν αυτός που τους χτυπούσε στοργικά την πλάτη και τους έλεγε “ Μην ανησυχείς, την επόμενη φορά θα πας καλύτερα”. Είχε πάντα έναν καλό λόγο για όλους.
Ήταν η κόλα στ’ αποδυτήρια των Μπουλς. Παρά τις όσες φήμες είχαν κυκλοφορήσει για το αντίθετο, ο Πίπεν ήταν εκείνος που υποδέχθηκε με θαλπωρή τον (υποτίθεται) ανταγωνιστή του Τόνι Κούκοτς στο Σικάγο. Ο Κροάτης όπου σταθεί κι όπου βρεθεί μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τον Πίπεν. Ο Ινδιάνος ήταν αυτός που την είπε στον Τζόρνταν, μόλις ο τελευταίος γρονθοκόπησε σε μία προπόνηση τον Στιβ Κερ: “Μάικλ την επόμενη φορά να τα βάλεις με κάποιον που είναι στο μπόι σου”.
Γενικώς ο Πίπεν φυλούσε τα νώτα όλων των συμπαικτών του, μα πάνω απ’ όλα του Μάικλ Τζόρνταν. Ήταν η σκιά του, ο σωματοφύλακάς του μέσα στο γήπεδο. Οι Μπουλς πέρασαν το εμπόδιο των Πίστονς κι έφτασαν στον πρώτο τίτλο το 1991, όταν ο Πίπεν ανέβηκε επίπεδο. Η διαφορά στους τελικούς με τους Λέικερς ήταν η εξοντωτική του άμυνα στον Μάτζικ Τζόνσον. Ο Πίπεν είχε επιρροή στο παιχνίδι χωρίς να χρειαστεί να σκοράρει.
Έχοντας ξεκινήσει από το μικροσκοπικό Αμβούργο του Αρκανσο, με δέκα αδέρφια σ’ ένα μικρό σπίτι, ο Πίπεν έπρεπε να δουλέψει σκληρά για το καθετί. Με το μπάσκετ ξεκίνησε πρώτα ως φροντιστής και μετά σαν παίκτης. Στο άσημο Σέντραλ Αρκανσο. Οι Σόνικς τον επέλεξαν στο No. 5 του ντραφτ, προς έκπληξη όλων και τον αντάλαξαν αμέσως με τους Μπουλς παίρνοντας τον Ολντεν Πόλυναϊς. Εφτασε στην Πόλη των Ανέμων ως μπακ απ του Μπραντ Σέλερς (ναι του Αρη!) κι έφυγε το 1998 ως ένας εκ των κορυφαίων φόρογουρντ στην ιστορία του ΝΒΑ.
Τα οφείλει όλα στη σκληρή δουλειά και στον Μάικλ Τζόρνταν. Κι όχι στη σκληρή δουλειά κατά τη διάρκεια της σεζόν, που θεωρείται δεδομένη, αλλά κυρίως όταν τελείωνε η αγωνιστική περίοδος. Το διαπίστωσα από κοντά το 1999 και το 2000 όταν επισκέφτηκε την Αθήνα καλεσμένος της Elmec Sport για λογαριασμό της αθλητικής εταιρείας Nike.
Ο μανιακός της προπόνησης
Το πρώτο βράδι βγαίνουμε για φαγητό στο Privilege, στην παραλιακή, προσκεκλημένοι του Σάμι Φάις. Η βραδιά τραβάει μέχρι τις 4.30 το πρωί. Ο Πίπεν απολαμβάνει τη σαμπάνια του, το πούρο του και την θάλασα (και τις γυναίκες κρυφά από τη γυναίκα του Λάρσα!). Λίγο πριν επιβιβαστεί στην λιμουζίνα που θα τον πήγαινε στον Αστέρα μου λέει: “Λοιπόν τα λέμε αύριο στις 7”.
“Μα καλά τόσο αργά θέλεις να πας στην θάλασσα”, του απαντώ. Ο Πίπεν με στραβοκοιτάζει. Το ίδιο και ο γυμναστής του (και personal trainer του Τζόρνταν), Τιμ Γκρόβερ. Μου λέει κοφτά: “ Οταν λέω 7 εννοώ σε 2,5 ώρες νεαρέ, στο γυμναστήριο”. Η απάντησή μου ήταν ένα χαμογελαστό “Done”!
Aπό την αγωνία μου να μην αργήσω, δεν κοιμήθηκα και στις 06.55 ήμουν έξω από το γυμναστήριο Nautilus στη Γλυφάδα. Μπήκα μέσα. Ο Πίπεν μούσκεμα στον ιδρώτα έκανε διάδρομο. Με βλέπει από τον καθρέπτη και λέει: “ Οταν το ραντεβού είναι για προπόνηση ερχόμαστε πάντα 45 λεπτά νωρίτερα”. Κάγκελο εγώ. Ο Πίπεν καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, στην λεγόμενη off season αφιέρωνε πάντα 2,5 ώρες την ημέρα για να γυμναστεί.
Όπου κι αν βρισκόταν. Στο Σικάγο, στις Μπαχάμες, στην Αθήνα, στην Μύκονο. Ενα βράδυ, τη δεύτερη φορά που ήρθε στην Ελλάδα, το 2000, στο σαλόνι της σουίτας του στον Αστέρα της Βουλιαγμένης είχαμε πιάσει κουβέντα και κάποια στιγμή τον ρωτάω γιατί ενώ είναι αυτός που είναι συνεχίζει στα 35 του να δουλεύει τόσο σκληρά. Χαμογέλασε και απάντησε: “ Γιατί πρέπει να είμαι αληθινός και συνεπής απέναντι στο παιχνίδι που λέγεται μπάσκετ και το οποίο μου χαρίζει μία υπέροχη ζωή γεμάτη ανέσεις. Αποτελεί ασέβεια απέναντι σε αυτούς που αποκαλώ αφηρημένα “Θεούς του μπάσκετ” να μην θυσιάζω το κορμί μου κάθε μέρα για να το υπηρετήσω. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για ν’ ανταποδώσω όσα μου έδωσε αυτή η μπάλα και το παρκέ. Αν σέβεσαι αυτό που κάνεις πρέπει να το υπηρετείς με αφοσίωση και θυσίες. Η καριέρα ενός μπασκετμπολίστα είναι σύντομη και όταν όλα τελειώσουν δεν θέλω να έχω αφήσει σταγόνα βενζίνης στο ρεζερβουάρ μου. Τα έμαθα όλα αυτά τα χρόνια δίπλα στον Μάικλ”.
Όταν ο Τζόρνταν επέστρεψε στην ενεργό δράση την άνοιξη του 1994, οι δυο τους μαζί με τον Ρον Χάρπερ δημιούργησαν το περίφημο Breakfast Club. Η τριάδα, υπό τις οδηγίες του γυμναστή Τιμ Γκρόβερ, συναντιόταν στο σπίτι του Τζόρνταν στο Χάιλαντ Παρκ στις 6.30 το πρωί για προπόνηση.
Στη συνέχεια έπαιρναν πρωϊνό και γύρω στις 9.30 (90’ πριν την έναρξη της προπόνησης) έφταναν στο προπονητήριο των Μπουλς για την καθιερωμένη προπόνηση ή το shootaround με την ομάδα. Το διατήρησαν με θρησκευτική ευλάβεια μέχρι και τον Ιούνιο του 1998, οπότε και οι Μπουλς στον τελευταίο χορό τους στέφθηκαν πρωταθλητές για 6η φορά.
Η εκμυστήρευση στο Ντάλας
Κι αν υπάρχει κάτι που πείραξε τον Πίπεν από την θητεία του στους Μπουλς ήταν η πρόωρη διάλυση εκείνης της δυναστείας. Μου το εκμυστηρεύτηκε ένα βράδι τον περασμένο Φεβρουάριο στο Ντάλας, στο περιθώριο του All Star Game στο λόμπι του ξενοδοχείου W.
Είχαμε να ειδωθούμε διά ζώσης από το πάρτι της απόσυρσης της φανέλας του το 2005. Οπως όλες οι κουβέντες που είχαμε έτσι και αυτή κατέληξε στους Μπουλς. Κι εκεί για πρώτη φορά του βγήκε το παράπονο ή απωθημένο: “ Ξέρεις τι μ’ ενοχλεί πολύ μέχρι σήμερα;
Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που κατακτήσαμε το έκτο πρωτάθλημα. Ακόμα με τρώει το ότι δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να υπερασπιστούμε τον τίτλο μας. Η διοίκηση είχε αποφασίσει να μην επαναπροσλάβει τον Φιλ Τζάκσον και αυτομάτως ο Μάικλ θα έλεγε αντίο. Μαζί κι εγώ. Και ξέρεις τι με τρελαίνει ακόμα περισότερο; Το ότι είμαι βέβαιος ότι σ’ εκείνη την σύντομη σεζόν, λόγω του λοκ άουτ, θα είμαστε 100% εμείς πρωταθλητές και όχι το Σαν Αντόνιο. Αυτή η ομάδα είχε ένα με δύο ακόμα πρωταθλήματα μέσα τη ς”.
Κι αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια. Ο Πίπεν είχε μία σπουδαία ευκαιρία να ξεπεράσει τον Τζόρνταν σε πρωταθλήματα, ως παίκτης των Μπλέιζερς, αλλά του τη στέρησαν οι Λέικερς και η απίστευτη ανατροπή που έκαναν στο 7ο ματς της σειράς των τελικών της Δύσης. Οι Μπλέιζερς ήταν 15 πόντους μπροστά, μέσα στο Λος Αντζελες, αλλά οι Λέικερς μ’ ένα σερί 15- 0 πήραν το ματς κι εν τέλει το πρωτάθλημα, αφού στους τελικούς διέλυσαν τους Πέισερς.
Aποχώρησε στα μέσα της αγωνιστικής περιόδου 2003- 04 ως παίκτης των Μπουλς, σε ηλικία 38 ετών, πλήρης μπασκετικών ημερών παίζοντας 12 σεζόν στο Σικάγο, 1 στο Χιούστον και 4 στο Πόρτλαντ. Κατέκτησε 6 πρωταθληματα, ήταν 7 φορές All Star, συμπεριλήφθηκε στους 50 καλύτερους παίκτες στην ιστορία του ΝΒΑ και κατέκτησε δύο χρυσά Ολυμπιακά μετάλια, ένα με την αξεπέραστη Dream Τeam το 1992 στη Βαρκελώνη κι άλλο ένα το 1996 στην Ατλάντα. Είχε στην καριέρα του μέσο όρο 16, 1 πόντους, 5,6 ριμπάουντ, 2,4 ασίστ και 2,4 κλεψίματα.
Άλλοι τον αποκάλεσαν Ντόπερμαν λόγω της σκυλίσιας άμυνας που έπαιζε. Άλλοι Ινδιάνο λόγω καταγωγής. Άλλοι Αφρομαν, λόγω της κώμης του. Όμως όσοι έπαιξαν ή συναναστράφηκαν μαζί του τον αποκαλούν απλά καλύτερο συμπαίκτη τους ή τον πιο πιστό φίλο.
Πολύ απλά γιατί ο Σκότι Πίπεν ήξερε πάντα να προσέχει τους φίλους και τους συμπαίκτες του! Να μοιράζεται τον λεγόμενο... πλούτο του. Το 1998 έναν μήνα μετά την κατάκτηση του 6ου πρωταθλήματος με τους Μπουλς έφτασε σπίτι μου ένα πακέτο. Μέσα είχε την λευκή φανέλα με το 33 με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Το 1999 φεύγοντας από την Αθήνα μου άφησε στη ρεσεψιόν του Αστέρα μία μπάλα με το μήνυμα “To my friend Nick, thanks for the good times”. To 2000 ένα ζευγάρι από τα συλεκτικά του παπούτσια με την υπογραφή του. Τη βραδιά της απόσυρσης της φανέλας του, μου έδωσε μία κασετίνα με την συλλεκτική μπλούζα της βραδιάς και τη σχετική αφιέρωση. Ολα αυτά επειδή πάντα του άρεσε να εκφράζει εμπράκτως την εκτίμησή του σε όσους είναι γύρω του.
Ο Τζόρνταν στη συνέντευξη τύπου της (2ης) αποχώρησής τουαπό την ενεργό δράση τον Ιανουάριο του 1999 εμφανίστηκε φορώντας στο αυτί έναμικρό κρίκο από τον οποίο κρεμοταν ένα διαμαντένιο “6”, συμβολικό των πρωταθλημάτων που κατέκτησε με τους Μπουλς. Καλά φανταστήκατε, δώρο του Πίπεν.
Μέσω του αλτρουϊσμού του εκτός παρκέ θα μείνει για πάντα φίλος και γι' αυτόν που επέδειξε μέσα στο γήπεδο έφτασε στην κορυφή και στο Basketball Hall of Fame!
O επίλογος δεν είναι τίποτε άλλο, από ένα βίντεο-αφιέρωμα στον Σκότι Πίπεν. Όσοι δεν τον πρόλαβαν, μπορούν να καταλάβουν για τι παίκτη μιλάμε: