Ολυμπιακός - Μονακό: Η καλύτερη ομάδα του 2ου γύρου της EuroLeague απειλεί τους "ερυθρόλευκους"
Ο Στέφανος Μακρής αναλύει με την βοήθεια του InStat Scout την αντίπαλο του Ολυμπιακού στα playoffs, Μονακό, που υπό τον Σάσα Ομπράντοβιτς ήταν η καλύτερη ομάδα της EuroLeague στον 2ο γύρο. Το τέμπο που έπεσε αλλά εκτόξευσε την παραγωγικότητα στην επίθεση, η ελευθερία στον Τζέιμς και το σκεπτόμενο μπάσκετ που συνάντησε το ένστικτο.
Τελικώς… Μονακό. Η εντός έδρας ήττα της Ρεάλ την τελευταία αγωνιστική της κανονικής περιόδου της EuroLeague από την Μπάγερν ανέβασε τον Ολυμπιακό στην 2η θέση, στέλνοντάς τον πάνω στην (7η) Μονακό του Μάικ Τζέιμς, σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζευγάρια των playoffs.
Η Μονακό τερμάτισε την κανονική περίοδο με ρεκόρ 15-13. Αν προστεθούν όμως και οι αγώνες της κόντρα στις ρωσικές ομάδες που αποβλήθηκαν (ΤΣΣΚΑ, Ζενίτ, Ούνικς), τότε το ρεκόρ της ήταν 19-14. Είναι μία επικίνδυνη ομάδα, μία ομάδα που μπορεί γενικά να προκαλέσει δυσκολίες σε όλους, έχοντας ένα βαθύ ρόστερ. Βασικά, βάσει αριθμών ήταν η καλύτερη ομάδα της EuroLeague στον δεύτερο γύρο της διοργάνωσης. Και αυτά είναι τα 5 πράγματα που πρέπει να έχει ο κόσμος στο μυαλό του για αυτήν:
Αναμορφωτής Ομπραντοβιτς, πορεία πρωταθλητισμού στον 2ο γύρο
Το τέλος του πρώτου γύρου είχε βρει την Μονακό στην 14η θέση της EuroLeague με ρεκόρ 6-11. Αυτό ήταν που είχε φέρει και την αλλαγή στην τεχνική ηγεσία, με τον Σάσα Ομπράντοβιτς να επιστρέφει στην ομάδα και να παίρνει την θέση του Ζβέζνταν Μίτροβιτς λίγο πριν από το τέλος του πρώτου γύρου. Αυτό που ακολούθησε όμως, μάλλον δεν το περίμενε κανείς.
Στον δεύτερο γύρο της διοργάνωσης η Μονακό σημείωσε περισσότερες νίκες από κάθε άλλη ομάδα, έχοντας συνολικό ρεκόρ 13-3 αν συνυπολογιστούν οι αγώνες με Ζενίτ και Ούνικς (νίκησε σε αμφότερους). Οι Μονεγάσκοι είναι έτσι από τις λίγες ομάδες που αδικήθηκαν την απόφαση να αφαιρεθούν τα αποτελέσματα με τις ρωσικές ομάδες, αφού αν είχαν συνυπολογιστεί τα αποτελέσματα με αυτές θα είχαν άλλες 4 νίκες (δύο κόντρα στην Ούνικς και από μία κόντρα σε ΤΣΣΚΑ και Ζενίτ), και είναι πιθανό να είχαν τερματίσει ψηλότερα (6οι και ίσως 5οι), αφού οι Μακάμπι και Αναντολού Εφες (που έχουν από 16 νίκες έναντι 15 της Μονακό) είχαν γνωρίσει από 3 ήττες κόντρα στις ρωσικές ομάδες.
Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει βέβαια ότι η 7η θέση είναι αυτή που θα άξιζε στην Μονακό έτσι κι αλλιώς αν έμεναν στην διοργάνωση οι ρωσικές ομάδες. Σαφώς και όλα αυτά είναι θεωρίες βέβαια. Αυτό που δεν είναι θεωρία ωστόσο είναι οι 13 νίκες στον δεύτερο γύρο σε 16 αγώνες που έδωσαν οι Μονεγάσκοι, ή έστω οι 11 που... μέτρησαν μετά την αφαίρεση των αποτελεσμάτων κόντρα στις ρωσικές ομάδες. Όπως και να τις μετρήσει κάποιος, καμία ομάδα δεν σημείωσε περισσότερες νίκες από την γαλλική ομάδα στον δεύτερο γύρο της EuroLeague.
Τράβηξε χειρόφρενο και έπαιξε άλλο μπάσκετ
Το φινάλε του πρώτου γύρου είχε βρει την Μονακό να παίζει στο ψηλότερο τέμπο της διοργάνωσης (84.4 κατοχές ανά αγώνα), έχοντας μέτρια επίθεση (81.4 πόντους, ανά αγώνα - 0.95 ανά κατοχή) και κακή άμυνα (83.5 πόντοι παθητικό, 0.988 ανά κατοχή). Κοινώς, ήταν μία (επιεικώς) αφελής ομάδας, που έπαιζε με ένα… αμερικανογαλλικό στυλ παιχνιδιού. Η έλευση του Ομπράντοβιτς όμως τα άλλαξε αυτά. Για την ακρίβεια, η έλευση του Ομπράντοβιτς έφερε τα πάνω-κάτω.
Στον δεύτερο γύρο της διοργάνωσης η Μονακό φάνηκε να ταιριάζει την σερβική πειθαρχία και το διάβασμα παιχνιδιού, με τα αθλητικά προσόντα και την ταχύτητα του αμερικανογαλλικού στυλ. Αποτέλεσμα… η εκτόξευση. Σύμφωνα με το InStat Scout, η Μονακό τον δεύτερο γύρο έριξε τις κατοχές της στις 80.2 ανά αγώνα. Αυτό ωστόσο δεν την εμπόδισε να εκτοξεύσει την παραγωγικότητά της στην επίθεση και να σφίξει την άμυνά της.
Στον δεύτερο γύρο λοιπόν, η Μονακό σημείωνε 86.8 πόντους (1.07 ανά κατοχή) και δεχόταν 77.6 ανά αγώνα (0.96 ανά κατοχή), σε μία τρομερή μεταμόρφωση. Η Μονακό δεν έγινε… αμυντικό οχυρό. Είναι όμως όσο καλή χρειάζεται αμυντικά ώστε να εκμεταλλευτεί την τρομερή επίθεσή της.
Μία άλλη απόδειξη ότι η Μονακό έπαιζε διαφορετικό μπάσκετ έρχεται από ένα ακόμα ενδιαφέρον στατιστικό: Στον πρώτο γύρο οι Μονεγάσκοι ολοκλήρωσαν το 12.7% των κατοχών τους (9.8 ανά αγώνα) σε καταστάσεις transition (αιφνιδιασμού), παίρνοντας 11.1 πόντους ανά παιχνίδι. Στον δεύτερο γύρο όμως αυτό το νούμερο έπεσε στο 7.3% (5.3 κατοχές ανά αγώνα) και στους 7.2 πόντους ανά παιχνίδι. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μονεγάσκοι δεν τρέχουν πλέον. Η διαφορά όμως είναι ότι… δεν βιάζονται.
Άλλο ροτέισον, άλλοι ρόλοι
Αυτό που άλλαξε εντελώς το προφίλ της Μονακό βέβαια, ήταν ότι ξεκαθάρισαν οι ρόλοι. Στην λογική ότι όλοι είναι ίσοι, αλλά δεν είναι ίδιοι, ο Ομπράντοβιτς έβαλα τα πράγματα σε… κουτάκια για να τα καταλάβουν όλοι, παίρνοντας το μέγιστο από το ρόστερ του.
Η Μονακό του πρώτου γύρου ήταν μία ομάδα που έπαιζε με το… ρολόι στον χρόνο συμμετοχής, προκειμένου να είναι όλοι ικανοποιημένοι. Αποτέλεσμα ήταν να έχει ένα ροτέισον 11 παικτών και τουλάχιστον 9 εξ αυτών να παίζουν μεταξύ 19 και 23 λεπτών, με εξαίρεση τον Μάικ Τζέιμς, που έπαιζε σχεδόν 29 λεπτά. Αυτό άλλαξε όμως στον δεύτερο γύρο.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Ομπράντοβιτς ήταν να περιορίσει το ροτέισον στους 9 παίκτες (κάτι στο οποίο έπαιξε βέβαια ρόλο και ο τραυματισμός του Άντζουσιτς). Αποτέλεσμα ήταν να φτάσει ο Τζέιμς τα 32 λεπτά συμμετοχής, ωστόσο την ίδια στιγμή άλλοι τρεις παίκτες έσπασαν το φράγμα των 26 λεπτών συμμετοχής (Τόμας - 30 λεπτά ανά αγώνα, Ντιαλό - 27 λεπτά ανά αγώνα, Μπείκον - 26 λεπτά ανά αγώνα) και ένας ακόμα των 20 λεπτών (Μοτιεγιούνας - 22 λεπτά ανά αγώνα). Πίσω από αυτή την πεντάδα, υπάρχει η 4αδα των Πάρις Λι, Ντόντα Χολ, Λίο Βέστερμαν και Γιακούμπα Ουατάρα, με όλους να παίζουν ανάμεσα στα 15 με 17 λεπτά. Αυτό μπορεί να μοιάζει με λεπτομέρεια, αλλά δεν είναι.
Έχοντας συγκεκριμένο ροτέισον, η Μονακό είχε και ξεκάθαρους ρόλους. Ο Τζέιμς ήταν ξεκάθαρα το Νο1 (18 πόντοι μέσο όρο στον δεύτερο γύρο, περισσότερα για αυτόν σε λίγο), ο Μπείκον σίγουρα το Νο2 (15.1 πόντοι μέσο όρο στον δεύτερο γύρο). Οι υπόλοιποι παίκτες γνώριζαν πλέον ξεκάθαρα ο καθένας τι ρόλο θα είχε σε επίθεση και άμυνα. Η - προσπάθεια - για οργανωμένη αναρχία του Μίτροβιτς είχε οδηγήσει στην αναρχία. Ο Ομπράντοβιτς όμως έφερε την απαραίτητη ισορροπία. Και αυτό οδηγεί στο επόμενο κομμάτι
Περισσότερο ένας με έναν, καλύτερο διάβασμα
Η Μονακό πρώτου γύρου, αυτή του Μίτροβιτς, έπαιζε γρήγορα, βιαστικά και στηριζόταν στο ατομικό ταλέντο των παικτών της, αλλά της έλειπε η στόχευση. Η Μονακό του δεύτερου γύρου, αυτή του Ομπράντοβιτς δηλαδή, ήταν μία ομάδα που επίσης στηριζόταν στο ατομικό ταλέντο. Η διαφορά όμως ήταν ότι ήξερε πώς και πού να στοχεύσει, με αποτέλεσμα το σκεπτόμενο μπάσκετ να συναντήσει το ένστικτο.
Σύμφωνα με το InStat Scout, στον πρώτο γύρο η Μονακό είχε ως βασικό τρόπο εκδήλωσης επιθέσεων το Pick and Roll όπου εκτελούσε ο χειριστής της μπάλας (15.9% - 11.9 κατοχές ανά αγώνα), παίρνοντας όμως μόλις 0.69 πόντους ανά κατοχή σε τέτοια κατάσταση. Η εναλλακτική ήταν οι καταστάσεις Catch and Shoot (σουτ από στάση δηλαδή έπειτα από πάσα) με 13.4% (10.3 κατοχές) των επιθέσεων να εκτελείται έτσι (1.01 ανά κατοχή), το 12.7% στο transition (9.8 ανά αγώνα), το 11.7% (9 κατοχές) σε isolation (ένας εναντίον ενός) με 0.89 πόντους ανά κατοχή και το 8.5% (6.5 κατοχές) σε Post Up με 0.75 ανά κατοχή. Κανείς εξ αυτών τους αριθμούς δεν ανήκει στην ελίτ. Αυτό άλλαξε στον δεύτερο γύρο.
Με τον Ομπράντοβιτς στον πάγκο, ο κύριος τρόπος εκδήλωσης επιθέσεων των Μονεγάσκων ήταν το isolation με 15.8% (11.1 κατοχές ανά αγώνα), όπου έπαιρναν 0.98 πόντους ανά κατοχή. Δεύτερη επιλογή ήταν το Pick and Roll (14.9% - 10.8 κατοχές ανά αγώνα) όπου σούταρε ο περιφερειακός με το νούμερο να ανεβαίνει στους 1.16 πόντους ανά κατοχή, τρίτη επιλογή το Catch and Shoot (13% - 9.4 κατοχές ανά αγώνα) με 1.16 πόντους ανά κατοχή και τέταρτη επιλογή το Post Up παιχνίδι (10.4% - 7.5 κατοχές ανά αγώνα) με 0.94 πόντους ανά κατοχή. Τι σημαίνει όμως αυτό σε… απλά ελληνικά:
Ο Ομπράντοβιτς άφησε στην άκρη τις… πολυπλοκότητες του Μίτροβιτς. Έδωσε απλώς την μπάλα στους περιφερειακούς του (βασικά στον Τζέιμς και στον Μπέικον) και τους έδωσε την ελευθερία να δημιουργήσουν και να εκτελέσουν. Παράλληλα όμως, διάβαζε καλύτερα το παιχνίδι και χτυπούσε τα μις-ματς μέσα στο καλάθι.
Για να το καταλάβει βέβαια κάποιος πρέπει να ξέρει το εξής: Στον πρώτο γύρο, πόσταραν μόνο οι Ντονάτας Μοτιεγούνας (2 φορές ανά ματς) και Γουίλ Τόμας (1.4 φορές ανά ματς). Στον δεύτερο γύρο πόσταραν μεν περισσότερο ο Μοτιεγιούνας (2.8 ανά ματς) και ο Τόμας (1.6 ανά ματς), ωστόσο μπάλες σε τέτοια κατάσταση έπαιρναν ακόμα με συνέπεια και οι Άλφα Ντιαλό (1.2 κατοχές ανά αγώνα) και Ντουέιν Μπείκον (1.1 ανά αγώνα). Κοινώς, όταν ένας αντίπαλος επέλεγε να κάνει αλλαγές στα σκριν, οι Μονεγάσκοι δεν συμβιβάστηκαν απλώς στο να νικήσουν μία άμυνα από έξω προς τα μέσα. Έκαναν υπομονή και διάβαζαν το ματς από μέσα προς τα έξω.
Ο αναγεννημένος Τζέιμς παραμένει το Νο1
Το σημείο αναφοράς της Μονακό ήταν από την αρχή της σεζόν ο Τζέιμς. Επί Μίτροβιτς ωστόσο ήταν σαφές ότι δεν ήταν ο εαυτός του, αφού περνούσε περισσότερη ώρα σε θέση πόιντ γκαρντ από ότι ήθελε, έχοντας και κάποιες προστριβές με τον πρώην προπονητή του. Η έλευση του Ομπράντοβιτς όμως έβγαλε ξανά τον άλλο του εαυτό, με την μετατόπισή του για αρκετή ώρα σε θέση σούτινγκ γκαρντ και την ελευθερία κινήσεων που του δόθηκε να βοηθάει σε αυτό.
Σύμφωνα με το InStat Scout, στον πρώτο γύρο ο Τζέιμς είχε 14.5 πόντους και 5.8 ασίστ μέσο όρο με 39.3% στα σουτ και 26% στα τρίποντα σε 29 λεπτά συμμετοχής, ενώ σημείωνε μόλις 0.85 πόντους ανά κατοχή. Στον δεύτερο γύρο όμως εκτοξεύτηκε στους 18 πόντους και 5.9 ασίστ μέσο όρο, με 45.6% στα σουτ και 38.8% στα τρίποντα σε 32 λεπτά συμμετοχής, ενώ σημείωνε 1.02 πόντους ανά κατοχή.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαία. Ήρθαν μέσα από την εμπιστοσύνη του Ομπράντοβιτς, ο οποίος άλλαξε θέση στον Αμερικανό και του έδωσε περισσότερη ώρα την μπάλα στα χέρια, κάτι που βοήθησε τον Τζέιμς να βρει ρυθμό. Αυτό φαίνεται και από τους αναλυτικούς αναλυτικούς αριθμούς του Αμερικανού, με την σύγκριση να εμφανίζει έναν… άλλο παίκτη.
Συγκεκριμένα: Στον πρώτο γύρο ο Τζέιμς εκδήλωνε 4.3 επιθέσεις ανά αγώνα σε καταστάσεις Pick and Roll και σημείωνε 0.7 πόντους ανά κατοχή και 3.9 σε καταστάσεις isolation (ένας εναντίον ενός) και έπαιρνε 0.86 πόντους ανά κατοχή. Στον δεύτερο γύρο όμως εκδήλωνε 5.2 κατοχές σε καταστάσεις Pick and Roll και έπαιρνε 1.23 πόντους ανά κατοχή και 4.7 σε isolation, παίρνοντας 1.01 πόντους ανά κατοχή. Το νόημα σαφές: Όσο είχε την μπάλα στα χέρια του ο Τζέιμς, γινόντουσαν καλά πράγματα για την Μονακό.
Ένας πολύ επικίνδυνος αντίπαλος
Η Μονακό είναι μία εξαιρετική ομάδα. Βασικά, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι βάσει αριθμών και φόρμας ήταν η καλύτερη ομάδα στην EuroLeague στον δεύτερο γύρο της διοργάνωσης.Τόσο το ρεκόρ της, όσο και η εικόνα της το έδειχναν αυτό. Για αυτό και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χαλάρωσης από πλευράς Ολυμπιακού, που πρέπει να ξέρει ότι οφείλει να δώσει το 100% σε όλα τα παιχνίδια για να πάρει την πρόκριση στο Final Four.
Ο Ολυμπιακός θα πρέπει να βρει τρόπο να περιορίσει τον Μάικ Τζέιμς. Να βγάλει εκτός παιχνιδιού τον Μπέικον. Να μην παρασυρθεί από το γρήγορο (όχι βιαστικό) τέμπο των Μονεγάσκων. Να στηριχθεί στην εξαιρετική του άμυνα και την ίδια στιγμή να χτυπήσει τις αδυναμίες της Μονακό στην άλλη πλευρά του παρκέ. Πάνω από όλα όμως πρέπει να παίξει το δικό του μπάσκετ.
Ο Ολυμπιακός έκλεισε την κανονική περίοδο τερματίζοντας στην 2η θέση. Είναι μία ομάδα που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, που έχει παίκτες με εμπειρία και παραστάσεις, που διαθέτει μεγέθη σε περιφέρεια και ρακέτα για να ματσάρει με αυτά της Μονακό. Αν βγάλει την ενέργεια που απαιτείται και είναι συνεπής στο δικό του πλάνο, τότε εξαρτάται από αυτόν η πρόκριση το Final Four. Η συνέχεια, στο παρκέ.