Άλμα Επί Κοντώ Ανδρών
Ο Σεργκέι Μπούμπκα είναι ο αθλητής στον οποίο χρωστάει πολλά το άλμα επί κοντώ για τη δημοτικότητά του
Η ιστορία του αθλήματος
Τα κοντάρια χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως πρακτικά μέσα για να ξεπερνούν οι άνθρωποι φυσικά εμπόδια, σε μέρη όπως οι βαλτώδεις επαρχίες του Φρίσλαντ στην Ολλανδία, κατά μήκος της Βόρειας Θάλασσας, καθώς και σε περιοχές της αγγλικής επαρχίας όπως το Κάμπριτζσαϊρ, το Χάντινγκντονσαϊρ, το Λίνκολνσαϊρ και το Νόρφολκ. Η τεχνητή αποξήρανση αυτών των βάλτων δημιούργησε ένα δίκυτο από ανοιχούς αγώγους ή κανάλια που επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Προκειμένου λοιπόν να διασχίζουν αυτά τις περιοχές χωρίς να βρέχονται αλλά και να αποφύγουν μεγαλύτερες σε διάρκεια διαδρομές πάνω από γέφυρες, το κάθε σπίτι ήταν εφοδιασμένο με πολλά ακόντια προκειμένου να διασχίζουν αυτά τα κανάλια. Τα ακόντια αυτά χρησιμοποιούνταν επίσης από Βενετούς γονδολιέρηδες για να μπαίνουν μέσα στη βάρκα τους. Σταδιακά η χρήση τους συνεχίστηκε ως μία παραδοσιακή δραστηριότητα μέσω ετήσιων διαγωνισμών.
Το άλμα επί κοντώ, παρότι διατήρησε την αυθεντική μορφή του κατά το πέρασμα των χρόνων, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως επίσημο αγώνισμα στο στίβο μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, σε αντίθεση με το άλμα εις μήκος. Οι σύγχρονοι αγώνες ξεκίνησαν περίπου το 1850 στη Γερμανία, όταν προστέθηκαν στη γυμναστική, ενώ η μοντέρνα τεχνική για το άλμα επί κοντώ αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στο τέλος του 19ου αιώνα.
Στη Μεγάλη Βρετανία, βρήκε για πρώτη φορά εφαρμογή στους Αγώνες της Καληδονίας. Αρχικά, τα ακόντια ήταν φτιαγμένα από σκληρά υλικά όπως το μπαμπού ή το αλουμίνιο, ενώ το κριτήριο για το πόσο επιτυχημένο ήταν ένα άλμα δεν ήταν το ύψος (όπως σήμερα) αλλά η απόσταση που διένυε ο αθλητής.
Στη συνέχεια, η εισαγωγή ευλύγιστων ακοντίων, φτιαγμένα από ενισχυμένο -με γυαλί- πλαστικό , επέτρεψε στους αθλητές να φτάνουν πολύ ψηλότερα. Οι φυσικές ικανότητες ενός αθλητή, όπως η ταχύτητα και η ευκινησία, θεωρούνται απαραίτητες για την επιτυχία του αθλητή στο συγκεκριμένο άθλημα, όμως και η τεχνική παίζει σημαντικό ρόλο, ίσως και ακόμα μεγαλύτερο. Να σημειωθεί πως το άθλημα του επί κοντώ για τους άνδρες συμπεριλήφθηκε στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.
Οι κανονισμοί
Το άλμα επί κοντώ θεωρείται ως το άθλημα που απαιτεί τη μεγαλύτερη τεχνική στον στίβο, ενώ διέπεται από πολλούς κανονισμούς (όπως άλλωστε και όλα τα αθλήματα, ολυμπιακά και μη). Ο σκοπός του αθλητή είναι να χρησιμοποιήσει το ακόντιό του για να ξεπεράσει τον πήχη, ο οποίος στηρίζεται σε δύο κάθετα μπάρες χωρίς όμως να το ρίξει.
Το κοντάρι μπορεί να έχει κατασκευαστεί από οποιοδήποτε υλικό ή συνδυασμό υλικών και μπορεί να έχει οποιοδήποτε μήκος ή διάμετρο, όμως η επιφάνεια πρέπει να είναι ομοιόμορφη. Ο διάδρομος στον οποίο τρέχουν οι αθλητές για να κάνουν τις προσπάθειές τους είναι τουλάχιστον 40 μέτρα, ενώ μπορούν να βάλουν μέχρι δύο "σημάδια" στον διάδρομο. Το βάρος κάθε αθλητή θα πρέπει να καταγράφεται στον πίνακα, δίπλα στο όνομά τους.
Ο μέγιστος άριθμος προσπαθειών για κάθε αθλητή προκειμένου να ξεπεράσει ένα ύψος είναι τρεις και σε περίπτωση που αποτύχει και στις τρεις προσπάθειες, αποκλείεται από τη συνέχεια. Απαγορεύται στους αθλητές να φορούν παπούτσια που να τους δίνουν μεγαλύτερη ώθηση, καθώς έτσι αποκτούν αβαντάζ έναντι των συναθλητών τους, ενώ δεν επιτρέπεται σε έναν αθλητή να χρησιμοποιήσει το ακόντιο ενός άλλου χωρίς να πάρει τη συγκατάθεσή του.
Αν το κοντάρι ενός αθλητή σπάσει κατά τη διάρκεια ενός άλματος, η συγκεκριμενη προσπάθεια δεν μετράει. Μία προσπάθεια θεωρείται άκυρη όταν: 1) Ο αθλητής ρίξει τη μπάρα με το σώμα του, 2) Ο αθλητής προσγειώνεται στο έδαφος χωρίς να έχει περάσει τη μπάρα, 3) Αποτυγχάνει να κάνει την προσπάθεια μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο που είναι 2 λεπτά για το κάθε άλμα 4) Ακουμπήσει τη μπάρα με τα χέρια ή τους ώμους.
Οι νικητές
1896: Μπιλ Χόιτ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1900: Ίρβινγκ Μπάξτερ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1904: Τσαρλς Ντβόρακ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1906: Φερνάντ Γκοντέρ (Γαλλία)
1908: Έντουαρντ Κουκ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1912: Χάρι Μπάμπκοκ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1920: Φρανκ Ρος (Ηνωμένες Πολιτείες)
1924: Λι Μπαρνς (Ηνωμένες Πολιτείες)
1928: Σάμπιν Καρ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1932: Μπιλ Μίλερ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1936: Ερλ Μίντοους (Ηνωμένες Πολιτείες)
1948: Γκουίν Σμιθ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1952: Μπομπ Ρίτσαρντς (Ηνωμένες Πολιτείες)
1956: Μπομπ Ρίτσαρντς (Ηνωμένες Πολιτείες)
1960: Ντον Μπραγκ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1964: Φρεντ Χάνσεν (Ηνωμένες Πολιτείες)
1968: Μπομπ Σίγκρεν (Ηνωμένες Πολιτείες)
1972: Βόλφγκανγκ Νόρντγουιγκ (Ανατολική Γερμανία)
1976: Ταντέους Σλουσάρσκι (Πολωνία)
1980: Βλάντισλαβ Κοζακίεβιτς (Πολωνία)
1984: Πιερ Κουινόν (Γαλλία)
1988: Σεργκέι Μπούμπκα (Σοβιετική Ένωση)
1992: Μαξίμ Ταράσοφ (Κοινοπολιτεία)
1996: Ζαν Γκαλφιόν (Γαλλία)
2000: Νικ Χάισονγκ ((Ηνωμένες Πολιτείες)
2004: Τίμοθι Μακ (Ηνωμένες Πολιτείες)
Τί έγινε στην Αθήνα
Μετά τον Νικ Χάισονγκ, ο οποίος κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο το 1996, ο Τίμοθι Μακ πήρε την αμερικανική... σκυτάλη και ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου με άλμα στα 5,95, στους αγώνες που έγιναν στην πατρίδα μας. Αυτή ήταν και η κορύφωση στην μέχρι τώρα καριέρα του 36χρονου πλέον αθλητή, ο οποίος άφησε πίσω του τον συμπατριώτη του Στίβενσον (5,90μ) και τον Ιταλό Τζιμπιλίσο (5,85μ).
Οι μεγάλες μορφές
Ο άνθρωπος που αποτελεί το ζωντανό σύμβολο του συγκεκριμένου αγωνίσματος στο στίβο είναι χωρίς αμφιβολία ο Σεργκέι Μπούμπκα, ο αποκαλούμενος "τσάρος των αιθέρων", ο οποίος σάρωσε τους τίτλους στα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια πρωτάθληματα, ενώ ανέβηκε και μία φορά στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο θρυλικός Ουκρανός επικοντιστής κατέκτησε έξι σερί χρυσά μετάλλια (!) σε παγκόσμια πρωταθλήματα (1983, 1987, 1991, 1993, 1995, 1997), ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο (1992), ενώ έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ συνολικά 35 φορές (17 στον ανοιχτό και 18 στον κλειστό στίβο).
Ήταν επίσης ο πρώτος που πέρασε το φράγμα των 6 μέτρων, καθώς επίσης ο πρώτος και μοναδικός που έχει ξεπεράσει τα 6,10 μέτρα. Τα κατορθώματά όμως για τον παλαίμαχο άσο (σταμάτησε την καριέρα του το 2001) δεν τελειώνουν εδώ, καθώς είναι ο κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ με 6,14 μέτρα, το οποίο σημειώθηκε στις 31 Ιουλίου 1994 στην Ιταλία, ενώ κατέχει και το παγκόσμιο ρεκόρ γα τον κλειστό στίβο με 6,15 μέτρα, ρεκόρ που καταγράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1993 στην Ουκρανία.
Πέρα από τον "τσάρο", την σφραγίδα τους στο χώρο έχουν αφήσει πολλοί ακόμα αθλητές, όπως οι Ταράσοφ, Μαρκόφ, Γουάλκερ, Μαρκ, Τραντένκοφ, Γκαταούλιν, Στίβενσον, Πελτονιέμι, Όλσον και πολλοί άλλοι.
Το πρόγραμμα
Tετάρτη (20/8): Άλμα Επί Κοντώ Ανδρών, Προκριματικός γύρος (Γκρουπ Α και Β)
Παρασκευή (22/8): Άλμα Επί Κοντώ, Τελικός
Οι ελληνικές συμμετοχές
Ο Πέτρος Χλέντζος κατέκτησε την εβδομη θέση στο άλμα επί κοντώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1932), περνώντας με το κοντάρι του τα 3,75 μέτρα, ενώ στους Αγώνες της Μελβούρνης (1956), ο Γιώργος Ρουμπάνης έφερε το πρώτο μετάλλιο στη χώρα μας μετά από απουσία 40 χρόνων από το βάθρο, πηδώντας πάνω από τα 4,50 μέτρα.
Η τελευταία σημαντική παρουσία Έλληνα αθλητή σε Ολυμπιακούς Αγώνες στο άλμα επί κοντώ καταγράφηκε το 1968 (Μεξικό), με τον Χρήστο Παπανικολάου να μένει για λίγο εκτός βάθρου, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας εκπροσώπησε τη χώρα μας ο Μάριος Ευαγγέλου, ο οποίος με άλμα 5,30 μέτρα στον προκριματικό κατετάγη 16ος και δεν μπόρεσε να πάρει το εισιτήριο για τον τελικό. Στο Πεκίνο δεν θα έχουμε εκπροσώπηση, καθώς δεν "έπιασε" κάποιος αθλητής το όριο.
Οι πρωταγωνιστές
Μόνο τρεις αθλητές έχουν καταφέρει φέτος να κάνουν επίδοση από 6 μέτρα και πάνω, με τον Αμερικανό Μπραντ Γουόκερ (6,04 μέτρα), τον Ρώσο Ευγένι Λουκανιένκο (6,01 μέτρα) και τον Αυστραλό Στίβεν Χούκερ (6,00 μέτρα) να φαντάζουν ως τα μεγάλα φαβορί για κάτι καλό στην πρωτεύουσα της Κίνας. Από εκεί και πέρα, η αμέσως καλύτερη φετινή επίδοση είναι από τον Ουκρανό Γιουρτσένκο με 5,83 μέτρα, ενώ ο χρυσός Ολυμπιονίκης της Αθήνας, Τίμοθι Μακ (Αμερική), κατάφερε να προκριθεί με επίδοση μόλις 5,70 μέτρα.
Τα κοντάρια χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως πρακτικά μέσα για να ξεπερνούν οι άνθρωποι φυσικά εμπόδια, σε μέρη όπως οι βαλτώδεις επαρχίες του Φρίσλαντ στην Ολλανδία, κατά μήκος της Βόρειας Θάλασσας, καθώς και σε περιοχές της αγγλικής επαρχίας όπως το Κάμπριτζσαϊρ, το Χάντινγκντονσαϊρ, το Λίνκολνσαϊρ και το Νόρφολκ. Η τεχνητή αποξήρανση αυτών των βάλτων δημιούργησε ένα δίκυτο από ανοιχούς αγώγους ή κανάλια που επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Προκειμένου λοιπόν να διασχίζουν αυτά τις περιοχές χωρίς να βρέχονται αλλά και να αποφύγουν μεγαλύτερες σε διάρκεια διαδρομές πάνω από γέφυρες, το κάθε σπίτι ήταν εφοδιασμένο με πολλά ακόντια προκειμένου να διασχίζουν αυτά τα κανάλια. Τα ακόντια αυτά χρησιμοποιούνταν επίσης από Βενετούς γονδολιέρηδες για να μπαίνουν μέσα στη βάρκα τους. Σταδιακά η χρήση τους συνεχίστηκε ως μία παραδοσιακή δραστηριότητα μέσω ετήσιων διαγωνισμών.
Το άλμα επί κοντώ, παρότι διατήρησε την αυθεντική μορφή του κατά το πέρασμα των χρόνων, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως επίσημο αγώνισμα στο στίβο μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, σε αντίθεση με το άλμα εις μήκος. Οι σύγχρονοι αγώνες ξεκίνησαν περίπου το 1850 στη Γερμανία, όταν προστέθηκαν στη γυμναστική, ενώ η μοντέρνα τεχνική για το άλμα επί κοντώ αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στο τέλος του 19ου αιώνα.
Στη Μεγάλη Βρετανία, βρήκε για πρώτη φορά εφαρμογή στους Αγώνες της Καληδονίας. Αρχικά, τα ακόντια ήταν φτιαγμένα από σκληρά υλικά όπως το μπαμπού ή το αλουμίνιο, ενώ το κριτήριο για το πόσο επιτυχημένο ήταν ένα άλμα δεν ήταν το ύψος (όπως σήμερα) αλλά η απόσταση που διένυε ο αθλητής.
Στη συνέχεια, η εισαγωγή ευλύγιστων ακοντίων, φτιαγμένα από ενισχυμένο -με γυαλί- πλαστικό , επέτρεψε στους αθλητές να φτάνουν πολύ ψηλότερα. Οι φυσικές ικανότητες ενός αθλητή, όπως η ταχύτητα και η ευκινησία, θεωρούνται απαραίτητες για την επιτυχία του αθλητή στο συγκεκριμένο άθλημα, όμως και η τεχνική παίζει σημαντικό ρόλο, ίσως και ακόμα μεγαλύτερο. Να σημειωθεί πως το άθλημα του επί κοντώ για τους άνδρες συμπεριλήφθηκε στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.
Οι κανονισμοί
Το άλμα επί κοντώ θεωρείται ως το άθλημα που απαιτεί τη μεγαλύτερη τεχνική στον στίβο, ενώ διέπεται από πολλούς κανονισμούς (όπως άλλωστε και όλα τα αθλήματα, ολυμπιακά και μη). Ο σκοπός του αθλητή είναι να χρησιμοποιήσει το ακόντιό του για να ξεπεράσει τον πήχη, ο οποίος στηρίζεται σε δύο κάθετα μπάρες χωρίς όμως να το ρίξει.
Το κοντάρι μπορεί να έχει κατασκευαστεί από οποιοδήποτε υλικό ή συνδυασμό υλικών και μπορεί να έχει οποιοδήποτε μήκος ή διάμετρο, όμως η επιφάνεια πρέπει να είναι ομοιόμορφη. Ο διάδρομος στον οποίο τρέχουν οι αθλητές για να κάνουν τις προσπάθειές τους είναι τουλάχιστον 40 μέτρα, ενώ μπορούν να βάλουν μέχρι δύο "σημάδια" στον διάδρομο. Το βάρος κάθε αθλητή θα πρέπει να καταγράφεται στον πίνακα, δίπλα στο όνομά τους.
Ο μέγιστος άριθμος προσπαθειών για κάθε αθλητή προκειμένου να ξεπεράσει ένα ύψος είναι τρεις και σε περίπτωση που αποτύχει και στις τρεις προσπάθειες, αποκλείεται από τη συνέχεια. Απαγορεύται στους αθλητές να φορούν παπούτσια που να τους δίνουν μεγαλύτερη ώθηση, καθώς έτσι αποκτούν αβαντάζ έναντι των συναθλητών τους, ενώ δεν επιτρέπεται σε έναν αθλητή να χρησιμοποιήσει το ακόντιο ενός άλλου χωρίς να πάρει τη συγκατάθεσή του.
Αν το κοντάρι ενός αθλητή σπάσει κατά τη διάρκεια ενός άλματος, η συγκεκριμενη προσπάθεια δεν μετράει. Μία προσπάθεια θεωρείται άκυρη όταν: 1) Ο αθλητής ρίξει τη μπάρα με το σώμα του, 2) Ο αθλητής προσγειώνεται στο έδαφος χωρίς να έχει περάσει τη μπάρα, 3) Αποτυγχάνει να κάνει την προσπάθεια μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο που είναι 2 λεπτά για το κάθε άλμα 4) Ακουμπήσει τη μπάρα με τα χέρια ή τους ώμους.
Οι νικητές
1896: Μπιλ Χόιτ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1900: Ίρβινγκ Μπάξτερ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1904: Τσαρλς Ντβόρακ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1906: Φερνάντ Γκοντέρ (Γαλλία)
1908: Έντουαρντ Κουκ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1912: Χάρι Μπάμπκοκ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1920: Φρανκ Ρος (Ηνωμένες Πολιτείες)
1924: Λι Μπαρνς (Ηνωμένες Πολιτείες)
1928: Σάμπιν Καρ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1932: Μπιλ Μίλερ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1936: Ερλ Μίντοους (Ηνωμένες Πολιτείες)
1948: Γκουίν Σμιθ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1952: Μπομπ Ρίτσαρντς (Ηνωμένες Πολιτείες)
1956: Μπομπ Ρίτσαρντς (Ηνωμένες Πολιτείες)
1960: Ντον Μπραγκ (Ηνωμένες Πολιτείες)
1964: Φρεντ Χάνσεν (Ηνωμένες Πολιτείες)
1968: Μπομπ Σίγκρεν (Ηνωμένες Πολιτείες)
1972: Βόλφγκανγκ Νόρντγουιγκ (Ανατολική Γερμανία)
1976: Ταντέους Σλουσάρσκι (Πολωνία)
1980: Βλάντισλαβ Κοζακίεβιτς (Πολωνία)
1984: Πιερ Κουινόν (Γαλλία)
1988: Σεργκέι Μπούμπκα (Σοβιετική Ένωση)
1992: Μαξίμ Ταράσοφ (Κοινοπολιτεία)
1996: Ζαν Γκαλφιόν (Γαλλία)
2000: Νικ Χάισονγκ ((Ηνωμένες Πολιτείες)
2004: Τίμοθι Μακ (Ηνωμένες Πολιτείες)
Τί έγινε στην Αθήνα
Μετά τον Νικ Χάισονγκ, ο οποίος κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο το 1996, ο Τίμοθι Μακ πήρε την αμερικανική... σκυτάλη και ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου με άλμα στα 5,95, στους αγώνες που έγιναν στην πατρίδα μας. Αυτή ήταν και η κορύφωση στην μέχρι τώρα καριέρα του 36χρονου πλέον αθλητή, ο οποίος άφησε πίσω του τον συμπατριώτη του Στίβενσον (5,90μ) και τον Ιταλό Τζιμπιλίσο (5,85μ).
Οι μεγάλες μορφές
Ο άνθρωπος που αποτελεί το ζωντανό σύμβολο του συγκεκριμένου αγωνίσματος στο στίβο είναι χωρίς αμφιβολία ο Σεργκέι Μπούμπκα, ο αποκαλούμενος "τσάρος των αιθέρων", ο οποίος σάρωσε τους τίτλους στα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια πρωτάθληματα, ενώ ανέβηκε και μία φορά στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο θρυλικός Ουκρανός επικοντιστής κατέκτησε έξι σερί χρυσά μετάλλια (!) σε παγκόσμια πρωταθλήματα (1983, 1987, 1991, 1993, 1995, 1997), ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο (1992), ενώ έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ συνολικά 35 φορές (17 στον ανοιχτό και 18 στον κλειστό στίβο).
Ήταν επίσης ο πρώτος που πέρασε το φράγμα των 6 μέτρων, καθώς επίσης ο πρώτος και μοναδικός που έχει ξεπεράσει τα 6,10 μέτρα. Τα κατορθώματά όμως για τον παλαίμαχο άσο (σταμάτησε την καριέρα του το 2001) δεν τελειώνουν εδώ, καθώς είναι ο κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ με 6,14 μέτρα, το οποίο σημειώθηκε στις 31 Ιουλίου 1994 στην Ιταλία, ενώ κατέχει και το παγκόσμιο ρεκόρ γα τον κλειστό στίβο με 6,15 μέτρα, ρεκόρ που καταγράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1993 στην Ουκρανία.
Πέρα από τον "τσάρο", την σφραγίδα τους στο χώρο έχουν αφήσει πολλοί ακόμα αθλητές, όπως οι Ταράσοφ, Μαρκόφ, Γουάλκερ, Μαρκ, Τραντένκοφ, Γκαταούλιν, Στίβενσον, Πελτονιέμι, Όλσον και πολλοί άλλοι.
Το πρόγραμμα
Tετάρτη (20/8): Άλμα Επί Κοντώ Ανδρών, Προκριματικός γύρος (Γκρουπ Α και Β)
Παρασκευή (22/8): Άλμα Επί Κοντώ, Τελικός
Οι ελληνικές συμμετοχές
Ο Πέτρος Χλέντζος κατέκτησε την εβδομη θέση στο άλμα επί κοντώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1932), περνώντας με το κοντάρι του τα 3,75 μέτρα, ενώ στους Αγώνες της Μελβούρνης (1956), ο Γιώργος Ρουμπάνης έφερε το πρώτο μετάλλιο στη χώρα μας μετά από απουσία 40 χρόνων από το βάθρο, πηδώντας πάνω από τα 4,50 μέτρα.
Η τελευταία σημαντική παρουσία Έλληνα αθλητή σε Ολυμπιακούς Αγώνες στο άλμα επί κοντώ καταγράφηκε το 1968 (Μεξικό), με τον Χρήστο Παπανικολάου να μένει για λίγο εκτός βάθρου, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας εκπροσώπησε τη χώρα μας ο Μάριος Ευαγγέλου, ο οποίος με άλμα 5,30 μέτρα στον προκριματικό κατετάγη 16ος και δεν μπόρεσε να πάρει το εισιτήριο για τον τελικό. Στο Πεκίνο δεν θα έχουμε εκπροσώπηση, καθώς δεν "έπιασε" κάποιος αθλητής το όριο.
Οι πρωταγωνιστές
Μόνο τρεις αθλητές έχουν καταφέρει φέτος να κάνουν επίδοση από 6 μέτρα και πάνω, με τον Αμερικανό Μπραντ Γουόκερ (6,04 μέτρα), τον Ρώσο Ευγένι Λουκανιένκο (6,01 μέτρα) και τον Αυστραλό Στίβεν Χούκερ (6,00 μέτρα) να φαντάζουν ως τα μεγάλα φαβορί για κάτι καλό στην πρωτεύουσα της Κίνας. Από εκεί και πέρα, η αμέσως καλύτερη φετινή επίδοση είναι από τον Ουκρανό Γιουρτσένκο με 5,83 μέτρα, ενώ ο χρυσός Ολυμπιονίκης της Αθήνας, Τίμοθι Μακ (Αμερική), κατάφερε να προκριθεί με επίδοση μόλις 5,70 μέτρα.