ΑΕΚ: Μια σκληρή πραγματικότητα που πιέζει για έναν άλλον δρόμο στις καλοκαιρινές μεταγραφές

Δεν είναι καλό το γενικό συμπέρασμα από τις προσθήκες του περασμένου καλοκαιριού για την ΑΕΚ και αν μη τι άλλο, δείχνει την ανάγκη αλλαγής στρατηγικής και πολλών αλλαγών στην επόμενη θερινή μεταγραφική περίοδο.
Το καλοκαίρι του 2022 ήταν ένα από τα πιο δημιουργικά στη σύγχρονη ιστορία της ΑΕΚ, όσον αφορά στο συνολικό σχεδιασμό μιας καινούργιας ομάδας, ενός νέου μοντέλου.
Ξεκινώντας από τον προπονητή, μια διαχρονική “μαύρη τρύπα” για την Ένωση εποχής Δημήτρη Μελισαννίδη στην ιδιοκτησία, καθώς μόνο ο Μανόλο Χιμένεθ κατάφερε να κάνει σοβαρή δουλειά αλλά κι αυτός ήταν γνωστός στην κιτρινόμαυρη οικογένεια από προηγούμενα έτη, η οποία καλύφθηκε και με το παραπάνω.
Εν τέλει, τον προπονητή που ο “Τίγρης” για χρόνια αναζητούσε, τον βρήκε στο πρόσωπο του Αργεντινού Ματίας Αλμέιδα, συνέβαλε ωστόσο για την επιτυχημένη πορεία της ΑΕΚ και την κατάκτηση του νταμπλ και μάλιστα τα μέγιστα, η ευστοχία στις μεταγραφές.
Όλοι όσοι αποκτήθηκαν -Πινέδα, Γιόνσον, Ελίασον, Γκατσίνοβιτς, Μουκουντί, Βίντα κλπ.- προσέφεραν υπηρεσίες πολύτιμες.
Tο σχέδιο δράσης πέτυχε και το σύνολο ανταποκρίθηκε σε αυτά που ο προπονητής απαιτούσε να γίνουν.
Δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο για το θερινό μεταγραφικό παζάρι του 2024.
Ακόμα κι έτσι, ο Μαρσιάλ τούς βλέπει με τα κιάλια
Εξετάζοντας μία προς μία τις περιπτώσεις, δεν συνιστά υπερβολή να πει κάποιος ότι ούτε ένας από τους παίκτες που προστέθηκαν στο ρόστερ το περασμένο καλοκαίρι, καταφέρνει έως σήμερα να κάνει κάποια εκκωφαντική διαφορά.
Αν κάποιος ξεπερνά τον χαμηλό μέσο όρο, αυτός σίγουρα είναι ο Αντονί Μαρσιάλ που βέβαια πληρώνεται με τρεις φορές περισσότερα χρήματα από αυτά που λαμβάνει ετησίως ο πιο κομβικός παίκτης της ομάδας, Ορμπελίν Πινέδα.
Από την άλλη, δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει κάπως αλλιώς στην Ελλάδα.
Επιπροσθέτως, αν ο Γάλλος δεν είχε την ατυχία του τελευταίου διαστήματος με διαδοχικούς μυϊκούς τραυματισμούς, τότε ενδέχεται να είχε ακόμα πιο ουσιαστική προσφορά, που όμως ήδη καταγράφεται σε σχέση με τους άλλους “νιόφερτους” (αλλά και γενικότερα), καθώς είναι ο πρώτος σκόρερ της ΑΕΚ με εννέα γκολ συνολικά, επτά στο πρωτάθλημα και δύο στο Κύπελλο.
Οι άλλοι ακόμη ψάχνονται
Μετά τον Μαρσιάλ, δυσκολεύεσαι να βρεις κάποιον με έστω κοντινή προσφορά. Ο Φραντζί Πιερό με τα έξι τέρματα, δεν έχει άσχημη παρουσία, άλλωστε αποκτήθηκε με το σκεπτικό να είναι ο δεύτερος φορ.
Οπότε ως τέτοιος κάνει αυτά που μπορεί σε έναν καλούτσικο βαθμό, ως πρώτος όμως δύσκολα στέκεται κι ενώ η ΑΕΚ έχει απόλυτη ανάγκη τα γκολ του στη διαδικασία των playoffs που ακολουθεί.
Ο Έρικ Λαμέλα είχε κάποιες σπουδαίες εκλάμψεις, γενικά παραμένει ένας από τους λιγοστούς παίκτες της ομάδας που μπορούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες για τους άλλους, μολαταύτα κινείται αρκετά μακριά από τα στάνταρτς που πολλοί περίμεναν, περισσότερο απ’ όλους ο ίδιος ο Αλμέιδα.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τον Τούκου Περέιρα, ο οποίος έχει μηδενική προσφορά σε γκολ και ασίστ, αναλώνεται σε έναν ρόλο “μετρονόμου” στη μεσαία γραμμή της ομάδας όμως και σε αυτή την αποστολή υπάρχουν παιχνίδια που τα καταφέρνει και άλλα στα οποία δεν το πετυχαίνει επαρκώς.
Ο Αμπουμπαλαρί Κοϊτά, μία από τις ακριβές επενδύσεις του περασμένου καλοκαιριού, κάτι πήγε να δείξει στο ξεκίνημα ωστόσο και τότε περισσότερη φλυαρία παρά ουσία παρουσίαζε το παιχνίδι του, ενώ από τη στιγμή που ενεργοποιήθηκε ο Μαρσιάλ, έχασε χρόνο και αυτοπεποίθηση.
Από και εκεί πέρα, λίγοι θα πρέπει να περίμεναν περισσότερα από αυτά που οι Μόουζες Οντουμπάτζο και Σωτήρης Τσιλούλης δίνουν στην ομάδα.
Ο σταθερός Μπρινιόλι κι ο Στρακόσια που έμεινε πίσω
Το 50% δεν είναι κακό ποσοστό επιτυχίας όταν ο ένας στους δύο γκολκίπερς είναι πράγματι πολύ καλός και κάνει τη διαφορά.
Αυτό ισχύει όταν βλέπεις το μπουκάλι μισογεμάτο. Αν το δεις μισοάδειο, είναι σίγουρο ότι σκόρπισε προβληματισμό έως και απογοήτευση η γενική εικόνα του Θωμά Στρακόσα.
Υπήρχαν πολύ μεγαλύτερης απαιτήσεις, πήρε χρόνο συμμετοχής παραπάνω από αυτόν που του αναλογούσε βάσει της εικόνας του και πλέον περνά σε δεύτερο ρόλο πίσω από τον Αλμπέρτο Μπρινιόλι που αποτελεί αυτό που αποκαλούμε “safe hands” για την Ένωση.