Από τον Παναθηναϊκό δεν λείπει μόνο το φορμάρισμα του Ιωαννίδη, αλλά και 21 γκολ σε σχέση με πέρυσι
Οι βαθύτεροι λόγοι της εφετινής αναποτελεσματικότητας του Παναθηναϊκού κι η κατακόρυφη πτώση των αριθμών του στο σκοράρισμα που έχουν οδηγήσει σε 61,76% λιγότερα γκολ σε σχέση με τον περσινό α' γύρο της Stoiximan Super League.
Είναι τρομερά οξύμωρο -απ' όπου κι αν το πιάσει κανείς- το γεγονός πως φέτος που οι ποιοτικοί δείκτες του ρόστερ του Παναθηναϊκού έχουν ανέβει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, το "τριφύλλι" παρουσιάζει τη χαμηλότερη παραγωγικότητα της ιστορίας του επί ημερών επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Μόνο η πράσινη έκδοση της περιόδου 2017/18, όπου... διαλύθηκε το σύμπαν μετά το τράβηγμα της οικονομικής πρίζας, έκλεισε τον πρώτο γύρο του πρωταθλήματος με 13 γκολ ενεργητικό, όσα έχει δηλαδή κι η εφετινή ομάδα στο φινάλε του πρώτου μισού της regular season.
Σ' όλη αυτή τη διαδρομή των πρώτων 3,5 μηνών της εφετινής Stoiximan Super League, η κουβέντα των περισσότερων εκτός της ομάδας περιστρέφεται (κυρίως) γύρω απ' τον Φώτη Ιωαννίδη, επειδή ολοκλήρωσε τον α' γύρο χωρίς γκολ στο πρωτάθλημα και με ένα γκολ μόνο στα καλοκαιρινά προκριματικά με τη Λανς.
Προσέγγιση απόλυτα εσφαλμένη διότι στην προκειμένη περίπτωση το "θέμα" για τον Παναθηναϊκό δεν είναι μόνο η παρατεταμένη ανομβρία του αρχηγού του, αλλά πολύ πιο συνολικό. Και κυρίως δομικό...
Ο Ιωαννίδης μπήκε στη χρονιά προερχόμενος από ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι, με τον σοβαρό τραυματισμό του στην ωμοπλάτη που υπέστη με την Εθνική στο φιλικό της 7ης Ιουνίου με τη Γερμανία κι έμεινε εκτός για ένα δίμηνο.
Δεν συμμετείχε στην προετοιμασία, κλήθηκε να φορτωθεί απότομα με σειρά αγώνων στα κρίσιμα καλοκαιρινά προκριματικά με τον Άγιαξ και τη Λανς, διότι η παρουσία του ήταν επιβεβλημένη.
Ταλαιπωρήθηκε στη συνέχεια κι από δύο μυϊκούς τραυματισμούς στο ντέρμπι της 6ης Οκτωβρίου με τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ και στο ματς της Εθνικής με την Αγγλία στις 7 Νοεμβρίου.
Αυτό το διαρκές μπες-βγες λόγω των τραυματισμών τον έχει αποσυντονίσει και δεν τον έχει βοηθήσει να βρει ρυθμό, νιώθοντας παράλληλα κι αυτή την έξτρα πίεση σε κάθε αγώνα για να αποδεικνύει διαρκώς τον πρωταγωνιστικό ρόλο του.
Με αποτέλεσμα να υπάρχουν στιγμές όπου δεν είχε κι ο ίδιος καθαρό μυαλό σε ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν (με τον Άρη στο ΟΑΚΑ, με τον Βόλο στο Πανθεσσαλικό κλπ), για να ξαναβρεί την επαφή του με τα δίχτυα και να αποτινάξει από πάνω του αυτή την περίοδο δυστοκίας.
Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, δεν ακουμπά μόνο το ντεφορμάρισμα του Ιωαννίδη, αλλά είναι πολύ πιο μεγάλο κι αφορά όλη την ομάδα.
Κι ακουμπάει επίσης, το γεγονός πως κακώς, κάκιστα, δεν απέκτησε φορ το περασμένο καλοκαίρι, απ’ τη στιγμή που επέλεξε να "απενεργοποιήσει" τον Αντράζ Σπόραρ (ασχέτως εάν ο Σλοβένος έμεινε εντέλει στο ρόστερ, αλλά νιώθοντας φευγάτος) κι ο Άλεξ Γερεμέγεφ έχει δείξει πως είναι φορ συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και δεν μπορεί να υποστηρίξει στην πληρότητα που απαιτείται το ρόλο του βασικού...
Η απίστευτη πτώση παραγωγικότητας
Όλα τα παραπάνω συμπυκνώνονται σε ένα και μόνο στοιχείο: Ο Παναθηναϊκός έκλεισε το πρώτο μισό της περσινής κανονικής περιόδου στην κορυφή της Λίγκας (31β.) έχοντας σημειώσει 34 γκολ, με αυτό που πέτυχε ο Γιώργος Βαγιαννίδης στο διακοπέν ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο Φάληρο (δεν προσμετρείται το 3-0 άνευ αγώνος, που κατακυρώθηκε στον Παναθηναϊκό μετά τις δικαστικές αποφάσεις). Φέτος έχει μόλις 13...
Κοινώς –εκτός απ’ την επιδραστικότητα του Ιωαννίδη- λείπουν απ’ τον Παναθηναϊκό και... 21 γκολ στον ίδιο αριθμό αγώνων.
Κι όλο αυτό τον κρατάει διαρκώς εγκλωβισμένο σε οριακά σκορ και δημιουργεί ένα μόνιμο καθεστώς ανασφάλειας στους αγώνες του.
Με την παραγωγικότητά του να σημειώνει τεράστια πτώση 61,76% (!) έως τώρα σε σχέση μ' αυτά που έκανε έναν χρόνο πριν...
Επίσης, πέρσι ο Παναθηναϊκός είχε στο ίδιο αριθμό αγώνων 13 διαφορετικούς σκόρερ ή 14 μαζί με το γκολ του "Βάγια" στο Φάληρο που ήρθε σε ροή αγώνα.
Φέτος, μετά βίας έχει έξι διαφορετικούς σκόρερ κι αυτό επειδή στα τελευταία τρία ματς βρήκαν δίχτυα εκτός απ’ τους (σταθερούς) Τζούριτσιτς και Τετέ κι οι Μπακασέτας, Αράο και Μαξίμοβιτς.
Υπάρχει, ωστόσο, εξήγηση (όχι δικαιολογία) γι’ αυτό...
Από το... pick στη μόνιμη ανασφάλεια
Πέρσι τέτοιον καιρό ο Παναθηναϊκός βρισκόταν στο pick της αγωνιστικής (όχι βαθμολογικής, αλλά αγωνιστικής) εξέλιξης ενός πρότζεκτ, όπου ο βασικός πυρήνας των παικτών του ήταν ήδη μαζί επί 2,5 χρόνια με τον ίδιο προπονητή και σε πολύ μεγάλο βαθμό το ποδόσφαιρό του ήταν πια αυτοματοποιημένο μέσα στο γήπεδο.
Κι αυτό μεταφραζόταν σε περισσότερα γκολ, πιο εύκολο διάβασμα των αγώνων και των αντιπάλων, πολύ καλύτερη ψυχολογία στις εκτελέσεις μπροστά απ' την αντίπαλη εστία και "αύρα".
Καλή "αύρα"...
Φέτος, αυτή η version του Παναθηναϊκού κουβαλάει πάνω της τις αλλαγές πέντε προπονητών μέσα σε 11 μήνες, συν τις σημαντικές αλλαγές αναβάθμισης που έγιναν στο ρόστερ το καλοκαίρι και με τον Ρουί Βιτόρια στο τιμόνι αναζητεί πλέον τις σταθερές της, τα αγωνιστικά μοτίβα της και την ταυτότητά της πάνω στο χορτάρι.
Με τρομερή πίεση στις πλάτες της (και) απ' την κάκιστη εκκίνηση στο πρωτάθλημα και βαθιά ανασφάλεια στις αποφάσεις στο επιθετικό τρίτο τα οποία προσπαθεί να αποβάλλει ο Πορτογάλος τεχνικός.
Μαζί βεβαίως με τη (λανθασμένη) νοοτροπία του συμβιβασμού που βγάζει όλη η ομάδα στο γήπεδο, όποτε παίρνει νωρίς το προβάδισμα.
Με αποτέλεσμα να το πληρώνει σε ματς που είχε τον απόλυτο έλεγχο, όπως έγινε στην Στοκχόλμη ή την περασμένη Κυριακή (1/12) με τον Ατρόμητο στο ΟΑΚΑ.
Είναι ευθύνη όλων το γκολ
Ο Βιτόρια προσπαθεί να διορθώσει τις ανορθογραφίες και τις νοοτροπίες, δουλεύει πολύ για να ανεβάσει τους αγωνιστικούς δείκτες της ομάδας σε άμυνα κι επίθεση (έχοντας ήδη διορθώσει αρκετά πράγματα), όμως μόνο τα αποτελέσματα θα δώσουν χρόνο στον Παναθηναϊκό.
Και για να έρθουν σε ακόμη πιο σταθερή βάση στα σερί παιχνίδια που ακολουθούν σε πρωτάθλημα, Κύπελλο Ελλάδας Betsson και Conference League θα πρέπει να αντιληφθούν πρώτα απ' όλα οι ίδιοι οι παίκτες πως το γκολ κι η βελτίωσης της αποτελεσματικότητας μπροστά δεν είναι θέμα μόνο του Ιωαννίδη ή των υπόλοιπων φορ ή του επιθετικού που θα αποκτηθεί τον Ιανουάριο, αλλά ευθύνη όλων...