Από τον Ζάετς, στον Ράτζα και τον Πέτριτς
Ο Γιάννης Λαμπίρης θυμάται όλους τους Κροάτες αθλητές που πέρασαν από τον Παναθηναϊκό τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο μπάσκετ.
Η άφιξη του Μλάντεν Πέτριτς έχει δημιουργήσει κλίμα ενθουσιασμού στους φίλους του Παναθηναϊκού, που είναι αλήθεια ότι είχαν καλοσυνηθίζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ο Παναθηναϊκός είχε ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με την – τότε – ποδοσφαιρική αγορά της Γιουγκοσλαβίας.
Μάλιστα η απόκτηση του Κροάτη αρχηγού της εθνικής ομάδας της Γιουγκοσλαβίας τότε, Βέλιμιρ Ζάετς(1984-1988) ήταν από τις μεγαλύτερες μεταγραφές όχι μόνο στην ιστορία του «τριφυλλιού» αλλά και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Θα την ξεπερνούσε ίσως εάν κατάφερνε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης να ολοκληρώσει κάποια χρόνια αργότερα τη μεταγραφή του Ρόμπερτ Γιάρνι.
Ήταν ευχής έργον που ο Παναθηναϊκός αγωνιζόταν τότε στο ΟΑΚΑ, αφ’ ενός γιατί περισσότεροι τυχεροί φίλαθλοι μπόρεσαν να τον δουν από κοντά και αφ’ ετέρου ο «λαγός» μπορούσε να ξεδιπλώσει το πλούσιο ταλέντο του.
Ήταν ο «μπαλαντέρ» της ομάδας μαέστρος στην οργάνωση και στις (τότε δεν υπήρχε στατιστική αλλιώς θα είχε σπάσει όλα τα κοντέρ) ασίστ, ενώ το αρχοντικό του παράστημα όταν κατέβαζε τη μπάλα ήταν όλα τα λεφτά. Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε ένα πρωτάθλημα και δύο κύπελλα Ελλάδος, ενώ υπήρχε και η αξέχαστη πορεία μέχρι τον ημιτελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών (1984-85) όπου είχε φτάσει με το «τριφύλλι» μέχρι τα ημιτελικά όπου αποκλείστηκε από τη Λίβερπουλ, έχοντας όμως σοβαρά – δικαιολογημένα – παράπονα από τη διαιτησία του Κάιζερ.
Δυστυχώς για το ελληνικό (αλλά και το διεθνές ποδόσφαιρο) η καριέρα του Ζάετς τελείωσε άδοξα στο Καυτατζόγλειο από το «δολοφονικό» τάκλιν του Γιώργου Παπαδόπουλου που του διέλυσε το πόδι. Αναμφίβολα ήταν με διαφορά ο κορυφαίος Κροάτης που είχε έρθει ποτέ στους «πράσινους». Μάλιστα ως τεχνικός διευθυντής πλέον της ομάδας είχε βοηθήσει τα μέγιστα ώστε να κατακτήσει το «τριφύλλι» το ντάμπλ το 2004.
Από εκεί και πέρα ο Παναθηναϊκός έχει φέρει πολλούς Κροάτες, όπου σαν ποδοσφαιρική αξία, τέσσερις ξεχώριζαν σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Ο Ασάνοβιτς, ο Βλαοβιτς, ο Γιάρνι και ο Μπίσκαν.
Ο Αλιόσα Ασάνοβιτς(1998-2000) ήρθε παραμονές του μουντιάλ της Γαλλίας και οι εμφανίσεις τότε της Κροατίας (που έφτασε μέχρι τα ημιτελικά αλλά αποκλείστηκε δύσκολα από τους διοργανωτές Γάλλους με 2-1) ήταν εντυπωσιακές όπως και του ιδίου, ξεχωρίζοντας το εμφατικό 3-0 επί των Γερμανών στον προημιτελικό.
Στο ντεμπούτο του με τους «Πράσινους» δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες καθώς με τα δύο δικά του γκολ στο Βουκουρέστι (2-2 με τη Στεάουα) ο Παναθηναϊκός μπήκε στους ομίλους του τσάμπιονς λίγκ, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά από τον πρώτο αγώνα μεγάλο πλεονέκτημα πρόκρισης. Στο γήπεδο έδειχνε την ποδοσφαιρική του πάστα, αλλά ήταν αδύναμος κρίκος στην άμυνα. Ο αείμνηστος Γιάννης Κυράστας θέλωντας να το έχει φρέσκο στα 33 του χρόνια, τον καθιέρωσε ως πρώτη ή δεύτερη αλλαγή και η συνταγή έπιασε καθώς τότε (1999-2000) έκανε τα καλύτερά του παιχνίδια. Όμως δεν στέριωσε αφού το αμυντικό πρόβλημα δεν ισοσκέλιζε την προσφορά του στην επίθεση.
Αξέχαστη θα μείνει και η βραδιά στο «Ριαθόρ» στη ρεβάνς για το κύπελλο ΟΥΕΦΑ με την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, όταν έκανε χειρονομίας (δυσαρέσκειας) προς τον συμπαίκτη του Σίγκουρτσον ο οποίος μπαίνοντας στη μέση σε μια φάση δεν του επέτρεψε να σκοράρει.
Ο Γκόραν Βλάοβιτς(2000-2004) σε αντίθεση με τον Ασάνοβιτς ήρθε και σε εξαιρετική ποδοσφαιρική ηλικία (28) και μάλιστα πήρε και ντάμπλ με την ομάδα (2004) έχοντας «επιζήσει» από το αποψίλωμα της ομάδας από τη διοίκηση μετά τη Ριζούπολη (2003). Η ποιότητά του ήταν δεδομένη, αλλά δεν είχε σταθερή απόδοση και ποτέ δεν μπόρεσε να καθιερωθεί ενώ ο οξύθυμος χαρακτήρας του κάποιες φορές δημιουργούσε και προβλήματα. Για να είμαστε δίκαιοι όμως ήταν και άτυχος καθώς έπεσε επάνω στην κορυφαία ίσως τετράδα επιθετικών στην ιστορία των πρασίνων (Βαζέχα, Ολιζαντέμπε, Λυμπερόπουλος, Κωσταντίνου) που δεν του επέτρεψε να ξεχωρίσει. Είχε προβλήματα με τον Αναστασιάδη και κυρίως στην περίοδο του Κυράστα έπαιξε μπάλα.
Βέβαια θα μνημονευόταν για χρόνια αν η μπάλα του είχε κάνει το χατήρι σε εκείνο τον συγκλονιστικό προημιτελικό με τη Μπαρτσελόνα στη Βαρκελώνη. Η μπάλα…σαδιστικά έφυγε άουτ στις καθυστερήσεις με το σκορ στο 3-1 για τους Καταλανούς ενώ αν έμπαινε στα δίχτυα ο Παναθηναϊκός θα είχε πετύχει ίσως τη μεγαλύτερη πρόκριση της ιστορίας του.
Ο Ρόμπερτ Γιάρνι(2002) ήταν χειμερινή μεταγραφή αφού ήρθε το Δεκέμβριο του 2001 κυρίως για να βοηθήσει στο Τσάμπιονς Λίγκ. Δεν μπόρεσε όμως να αφήσει το στίγμα του στα 34 του χρόνια και μάλιστα το καλοκαίρι με τη λήξη του συμβολαίου του ανακοίνωσε και το φινάλε στην καριέρα του με το τριφύλλι να είναι η τελευταία του ομάδα.
Ο Ιγκόρ Μπίσκαν(2005-2007) μπορεί να ήρθε ως πρωταθλητής Ευρώπης με τη Λίβερπουλ, αλλά επίσης δεν μπόρεσε – παρά τη μεγάλη του κλάση να αφήσει το στίγμα του και το πέρασμά του διεθνή μεσοαυντικού από την ομάδα δεν ήταν αξιοσημείωτο.
Από εκεί και πέρα οι υπόλοιποι Κροάτες δεν είχαν την ποιότητα και την κλάση των προαναφερθέντων. Ο Ντάνιελ Σάριτς(2000-2003) βοήθησε αρκετά στην εξαιρετική πορεία (μέσω πρόκρισης και από τους δύο ομίλους τότε) του Τσάμπιονς Λίγκ, αλλά ουσιαστικά ήταν πάντα στη σκιά του Γιούρκα Σεϊταρίδη.
Οι Σίλβιο Μάριτς(2003-2005) και Σρνταν Αντριτς(2004-2007) επίσης πέρασαν ουσιαστικά χωρίς να αφήσουν ξεχωριστές αναμνήσεις στους φίλους του Παναθηναϊκού ενώ ο Αντονι Σέριτς(2005-2008) χωρίς να εντυπωσιάσει έπαιζε πάντα μέχρι το…ταβάνι του το οποίο όμως δεν ήταν σε υψηλά στάνταρ.
Ο Μάριο Γκαλίνοβιτς(2004-2010), ο πρώτος Κροάτης τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού στέριωσε στο τριφύλλι μένοντας για μια εξαετία κάνοντας εκπληκτικό ξεκίνημα τα πρώτα χρόνια. Είχε μάλιστα την τιμή να γίνει και αρχηγός της ομάδας, όμως είχε πτωτική πορεία στη συνέχεια και παρά το ντάμπλ της ομάδας το 2010 έφυγε και όχι με τις καλύτερες συνθήκες.
Ο Αντε Ρουκάβινα(2008-2010) και ο τερματοφύλακας Ματέο Ραντοβάνοβιτς(2009-2011)δεν εντυπωσίασαν, ενώ εφέτος ο Πράνιτς έχει αφήσει πολύ κακά στοιχεία, ο Σίλντεφελντ όμως μπορεί να χαρακτηριστεί ίσως και ως η πιο αποτυχημένη μεταγραφή των «πρασίνων» σε αυτή τη σεζόν.
Αναλυτικά οι κροάτες ποδοσφαιριστές που ντύθηκαν στα πράσινα: Ζάετς (1984-1988), Ασάνοβιτς (1998-2000), Σέριτς (2000-2003), Βλάοβιτς (2000-2004), Γιάρνι (2001-2002), Μάριτς (2003-2005), Γκαλίνοβιτς (2004-2010 ), Αντριτς (2004-2007), Μπίσκαν (2005-2007), Σέριτς (2005-2008), Ρουκάβινα (2008-2010), Ραντοβάνοβιτς (2009-2011), Σίλντενφελντ (2013), Πράνιτς (2013).
ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΚΡΟΑΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ
Αν είχε ολοκληρωθεί η μεταγραφή του «αιώνα» του αείμνηστου Ντράζεν Πέτροβιτς (την «μπλόκαρε» ο θεός που τον ήθελε κοντά του και δυστυχώς τον στέρησε τόσο νωρίς από την οικογένειά του αλλά και από τους απανταχού φίλους του μπάσκετ ανά την υφήλιο) τότε από τον Παναθηναϊκό θα είχε περάσει ουσιαστικά όλη η αφρόκρεμα του κροατικού μπάσκετ (πλίν Κούκοτς).
Οι πρωταθλητές Ελλάδος, αν και ο Ρόκο Λένι Ούκιτς ήταν μόλις ο 8παίκτης από την Κροατία που απέκτησαν, από τα πρώτα χρόνια όταν άρχισαν να «γιγαντώνονται» ξανά στη δεκαετία του 1990, είχε επιλέξει ένα κορυφαίο – κροατικό – δίδυμο.
Ο Αριαν Κόμαζετς ήταν το «πολυβόλο» αλλά ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής στο Παρίσι το 1996 (όπου και χάρισε το «τριφύλλι» το πρώτο Ευρωπαϊκό) ήταν αυτός που μίλησε στις καρδιές των φίλων του Παναθηναϊκού και δέθηκε απίστευτα μαζί τους στα τέσσερα χρόνια (1992-96) που φόρεσε την πράσινη φανέλα.
Ο Ντίνο Ράτζα που τον διαδέχτηκε είναι μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του παγκόσμιου μπάσκετ και επίσης άφησε εποχή, έστω και αν δεν κατάφερε να πάρει ευρωπαϊκό.
Στην περίοδο που ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς κοουτσάρισε τον Παναθηναϊκό μόλις τέσσερις Κροάτες πέρασαν τις πύλες του ΟΑΚΑ, από τους 45 ξένους που έπαιξαν συνολικά αυτή την περίοδο για την ομάδα. Αυτός που ξεχώρισε ήταν ο Νταμίρ Μουλαομέροβιτς. Οι υπόλοιποι (Νίκολα Πρκάτσιν, Αντρια Ζίζιτς και Γιούριτσα Ζούζα) δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν.
Όσο για τον Ούκιτς, ήδη έχει βγάλει και με το παραπάνω τα λεφτά του.