Εις μνήμη Τζορτζ Μπάλντοκ: Ο Starman είναι πια ένα ακόμη αστέρι
Ένας ελάχιστος αποχαιρετισμός στον Τζορτζ Μπάλντοκ, τον Starman των φιλάθλων της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, στον Γιώργο των Ελλήνων, σε έναν νέο άνθρωπο, μετά το τραγικό, ασύλληπτο χτεσινοβραδινό μαντάτο του χαμού του. Ας αναπαυτεί εν ειρήνη.
Τρία αδέρφια. Ένα τσιγάρο δρόμος από το… κράτος του Λονδίνου το Μπάκινγχαμ όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, μα δαύτο είναι μια σταλιά. Δεν μπορεί να παραγνωρίσει, να ξεχάσει, να μην μετατρέψει σε ατραξιόν τρεις πιτσιρικάδες, τρεις γιους, που όλοι τους, παρά την ηλικιακή διαφορά τους, άρχισαν, διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον, να παίζουν ποδόσφαιρο στην τοπική ομάδα.
Δεν είχαν όλη την ίδια εξέλιξη. Όλοι όμως, έμειναν στο ποδόσφαιρο. Ο πρεσβύτερος όλων, ο Τζέιμς, είναι πλέον γιατρός, έχοντας – μεταξύ άλλων – αναλάβει σχετικό ρόλο στην Όξφορντ, ομάδα από την οποία πέρασαν, επαγγελματικά πια σταδιοδρομώντας, οι δύο μικρότεροι αδερφοί του.
Στα ξεκινήματά τους, το αστέρι, αυτός που είχε τις μεγαλύτερες προοπτικές από όλους ήταν ο μεσαίος, ο Σαμ. Επιθετικός. Με διαβατήριο το ένα γκολ ανά τρία παιχνίδια με τους Μίλτον Κέινς Ντονς, την ομάδα δηλαδή που τον υποδέχτηκε μαζί με τον βενιαμίν της φαμίλιας στην εφηβεία, πήρε μεταγραφή (έναντι περίπου 2 εκατ. ευρώ), το καλοκαίρι του ’12, στη Γουέστ Χαμ. Τότε τα "σφυριά" ήταν στην Championship, μα ο δρόμος, το στάτους τους, οδηγούσε στην Premier League.
Την ίδια ώρα, ο μικρός, ο κατά τέσσερα χρόνια μικρότερός του Τζορτζ, βολόδερνε. Στην άκρη στα δεξιά έπαιζε. Πότε μπροστά, πότε πίσω, πότε καλύπτοντας όλη την πλευρά. Δεν έμοιαζε να έχει την ίδια δυναμική με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Η’, ακριβέστερα, για να την αποκτήσει, έπρεπε να την βρει.
Όταν ο Σαμ μετακόμιζε στο Λονδίνο, αυτός είχε ολοκληρώσει ήδη δυο ολιγόμηνους δανεισμούς στα "άγραφα" του αγγλικού ποδοσφαίρου. Ο τελευταίος ήταν στην ερασιτεχνική Τάμγουορθ. Φημισμένο και ξεχωριστό το γήπεδό της, το Lamb αφού ο αγωνιστικός χώρος – ο οποίος γδέρνονταν από το ξήλωμα των φορητών, επιπλέον κερκίδων - τότε ήταν σε… κλίση. Κυριολεκτικά στο ένα ημίχρονο χρειάζονταν να… ανέβεις, στο άλλο, να συνηθίσεις να κατεβαίνεις.
Δεν ήταν καν το πιο απαιτητικό. Το επόμενο επίπεδο – καλύτερο ή χειρότερο, υποκειμενικό – ήταν η συνέχεια στο ποδοσφαιρικό αγροτικό του να γίνει στην Ισλανδία, στην IBV (ή πιο συνηθισμένη στα δικά μας ακούσματα, Βεστμανέγιαρ). Τότε, ήταν ή αυτό ή τέλος στο ποδόσφαιρο και ακαδημαϊκή στροφή και σπουδές ως γυμναστής, που γούσταρε – πάντα ως εναλλακτική - να γίνει.
Τα γονίδια τα είχε, καθώς η μητέρα του ήταν δασκάλα. Όπως και τα εφόδια. Στις απολυτήριες, άκρως απαιτητικές, εξετάσεις του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έκανε το απόλυτο με εννιά άριστα σε ισάριθμα μαθήματα. Επίδοση που, αν το επιθυμούσε, θα του άνοιγε την πόρτα όποιου πανεπιστημιακού ιδρύματος ήθελε.
Διάλεξε το τόπι και τη φιλοδοξία της επαγγελματικής καριέρας. Άλλα γονίδια εδώ. Πέραν προφανώς των επιρροών από τα αδέρφια του, την κάψα, τη δίψα, την είχε ποτίσει ο πατέρας του. Γιος Ελληνίδας, ζούσε κυριολεκτικά για το ποδόσφαιρο. Οι πανηγυρισμοί του – αλλά και ολάκερης της φαμίλιας – στην κατάκτηση του Euro 2004 από την Εθνική μας, μνήμη που για τον τότε 11χρονο Τζορτζ δεν έσβησε ποτέ.
Και, αργότερα, μέτρησε.
Στην Ισλανδία πέραν του ότι για πρώτη φορά στην ως τότε επαγγελματική καριέρα του λογίστηκε βασικός, παίρνοντας σερί παιχνίδια, έμαθε και άλλα, χρήσιμα. Για πρώτη φορά στη ζωή του έμεινε μόνος του. Για πρώτη φορά στη ζωή του έμαθε να αυτοσυντηρείται και να συντηρεί το σπίτι του. Να μαγειρεύει το φαγητό του και να νοικοκυρεύει.
Τον βοήθησε. Εν πρώτοις να… αντιμετωπίσει διαφορετικά το επικλινές Lamb, αφού εκεί επέστρεψε μετά τον επαναπατρισμό του. Αλλά πλέον, ξεχωρίζοντας, "φωνάζοντας" πως δεν ήταν γι’ αυτό το επίπεδο.
Αλλά ανεβαίνοντας. Σκαλί σκαλί, βήμα βήμα, την ώρα που ο Σαμ παρέμενε σταθερός (σταμάτησε πέρυσι το ποδόσφαιρο και πλέον είναι προπονητής ακαδημιών στην Μπράιτον). Στην καλύτερη. Από την στιγμή όμως που συνέπεσαν στην Championship, τη σεζόν 2015-16, με τον Τζορτζ να την ολοκληρώνει στους Ντονς (παρότι στο πρώτο μισό της αγωνίστηκε στη League 1 με την Όξφορντ. Τόσο μόλις του χρειάστηκε για να αναδειχτεί στην κορυφαία ενδεκάδα της χρονιάς στην κατηγορία), η δυναμική στη φαμίλια ήταν ξεκάθαρο πως είχε αλλάξει.
Ο μικρός ήταν πια αυτός που έρχονταν.
Η καλύτερη απόφαση που πήρε ποτέ
Ο Κρις Γουάιλντερ ήταν τεχνικός της Νορθάμπτον όταν άρχισε να κάνει θόρυβο στην κατηγορία. Τον είχε ξεχωρίσει στο scouting, με ειδικά πλάνα αντιμετώπισης των λογιών λογιών ανεβασμάτων του (όχι κυριολεκτικών αυτή τη φορά). Όταν ανέλαβε τα ηνία της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, στη League 1 πια, δεν τον ξέχασε.
Και έναν χρόνο μετά την άνοδο των "λεπίδων" στην Championship (2016), του πρόσφερε ακόμη ένα ανέβασμα στην εξέλιξη της καριέρας του, παίρνοντάς τον στο "Μπράμαλ Λέιν".
"Η καλύτερη απόφαση που έχω πάρει ποτέ".
Το έλεγε πάντα. Και πως δεν ήταν. Έπαιξε στη Γιουνάιτεντ επτά χρόνια. Έφτασε στην Premier League δύο φορές, έπαιξε τρεις σεζόν στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη, διεκδικώντας μέχρι και ευρωπαϊκό εισιτήριο στην πρώτη, λογιζόμενος σε όλες, πλην της τελευταίας, της περυσινής, βασικός, ανεξαρτήτως ποιος κάθονταν στον πάγκο.
Αυτός που χρειάστηκε να παίζει υπό κλίση, που έφτασε ως την Ισλανδία για να συνεχίσει το ποδόσφαιρο, αυτός που πέρασε από όλα τα στάδια των "χωριών" της Αγγλίας, έφτασε στα σαλόνια. Και στάθηκε ο μπαγάσας. Με τρόπο που θαρρείς προσωποποιούσε, έδινε ζωή και υπόσταση σε ήρωα κόμικ.
Έγινε ο αγαπημένος της εξέδρας. Ή έστω, ένας από δαύτους. Την ένιωθε άλλωστε – και λόγω θέσης – πιο κοντά από αρκετούς άλλους. Furious George το παρατσούκλι του. Όχι μόνο γιατί ήταν Furious – έξαλλος – αλλά κυρίως γιατί το παιχνίδι του, το στιλ του, πάντα στα κόκκινα, πάντα στην πρίζα, ταίριαζε πολύ στα ακούσματα της ομώνυμης punk μπάντας των 90’s.
Το δικαιολογούσε στο κάθε τι. Ρεπόρτερ που κάλυπταν για χρόνια τις "λεπίδες" έχουν να λένε για το πόσες φορές συνεντεύξεις τύπου στο "Μπράμαλ Λέιν" σταματούσαν γιατί ακριβώς από τη διπλανή αίθουσα, το Play Room των παικτών, ο Τζορτζ δοκίμαζε τις αντοχές των τοίχων πετώντας σε δαύτους τις μπάλες του μπιλιάρδου όποτε και όταν έχανε.
Ενδεικτικό της μενταλιτέ του, πως ζούσε και ανέπνεε για τις περίφημες Terror Tuesdays, τις "Τρίτες του Τρόμου", που καθιέρωσε ο Γουάιλντερ στις προετοιμασίες της Γιουνάιτεντ, με αλλεπάλληλα και ολοένα αυξανόμενα σε ένταση τεστ φυσικής κατάστασης και συνεχόμενες ασκήσεις, με συνολική διάρκεια που ξεπερνούσαν – ενίοτε – ακόμη και τις τρεις ώρες.
Πως και πως τις περίμενε.
Η Ελλάδα, η μετονομασία και ο Εμπαπέ
Ο Παναγιώτης Ρέτσος, ευτυχώς για τον ίδιο, τις γλύτωσε, αφού πήγε στο Σέφιλντ καταχείμωνο, Ιανουάριο του ’20. Και μάλλον το συναπάντημα κάτι "ξύπνησε". Οι εκπρόσωποί του Furious George ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να σκαλίζουν το κατά πόσον θα μπορούσε να πάρει το ποδοσφαιρικό ελληνικό διαβατήριο και να φορέσει το εθνόσημο.
Από την άνοιξη κιόλας εκείνης της χρονιάς ξεκίνησαν οι πρώτες επαφές, επί Τζον Bαν’τ Σχιπ στα ηνία της γαλανόλευκης. Το ξέσπασμα της πανδημίας πήγε τα πάντα πίσω, πήγε και αυτό. Δεν ξεχάστηκε όμως. Και, άνοιξη πια του ’22, πρωτοκλήθηκε, για μια τριάδα παιχνιδιών του Nations League, με τον Γκουστάβο Πογέτ εκλέκτορα.
Ντεμπούτο ως αλλαγή έκανε στο Δουβλίνο, κόντρα στην Ιρλανδία (2 Ιούνιου), αντικαθιστώντας στα χασομέρια τον Λάζαρο Ρότα. Βασικός έπαιξε αμέσως μετά, στην Πρίστινα κόντρα στο Κόσοβο και, στον Βόλο πια, πήρε για πρώτη φορά γεύση από την πατρογονική πατρίδα, κόντρα στην Κύπρο.
"Καλησπέρα, my name now is Giorgos".
Έτσι συστήθηκε στο ελληνικό κοινό, μιλώντας στην κάμερα μετά το τέλος της αναμέτρησης. Ο Τζορτζ είχε πια γίνει Έλληνας και Giorgos, υποσχόμενος πως σιγά σιγά θα μάθαινε περισσότερες λέξεις στην γλώσσα μας από το καλησπέρα και το όνομά του. Την τήρησε την υπόσχεση.
Το ζούσε και αυτό. Το απολάμβανε. Ακόμη κάτι που βήμα βήμα κατακτούσε. Μια ντουζίνα συμμετοχές έκανε, από τις ξεχωριστές εκείνη που δοκιμάστηκε στο Stade de France αντιμετωπίζοντας, εκεί, πάντα πάνω στην γραμμή, κοτζάμ Κιλιάν Εμπαπέ.
Σιγά που θα μασούσε.
Το περασμένο καλοκαίρι, το πήρε απόφαση. Πρώτα, πως είχε έρθει η ώρα να αφήσει το "Μπράμαλ Λέιν" και το Σέφιλντ. Τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του. Εκεί που έγινε πατέρας. Το επαγγελματικό σπίτι του, αλλά και το σπίτι της οικογένειάς του, στην πόλη του ατσαλιού.
Τα χρόνια αδυσώπητης έντασης είχαν αρχίσει να φαίνονται. Την κατηφοριά, ξανά στην Championship, δεν την πάλευε, ούτε στην σκέψη. Και έτσι, ήρθε και η δεύτερη απόφαση. Έλληνας πια, στην Ελλάδα θα συνέχιζε. Κατά καιρούς, είχε δεχτεί διάφορες κρούσεις από όλους ανεξαιρέτως τους «μεγάλους». Με άλλους έφτασε πιο κοντά, με άλλους όχι.
Επίλεξε τον Παναθηναϊκό, έχοντας ουσιαστικά συμφωνήσει με τους Κυπελλούχους πολύ νωρίτερα από το τέλος της περυσινής σεζόν.
Δεν πρόλαβε πολλά. Όχι εδώ, όχι με τα "πράσινα", αυτό είναι το ελάχιστο, το τίποτα. Στη ζωή του. Παιδί, 31 χρονών. Και από χτες (9/10) το βράδυ δεν ζει πια, αφήνοντας μόνους σύντροφο και μωρό που δεν είχαν ακολουθήσει – ακόμη τουλάχιστον, υπήρχαν σχετικά πλάνα για το μέλλον – στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν λόγια, δεν υπάρχουν λέξεις. Δεν υπάρχει χειρότερο. Πώς αποχαιρετάς; Πόσες σκέψεις βάζεις σε μια σειρά για να προσπαθήσεις να εξηγήσεις, να εκλογικεύσεις; Αδύνατο.
Οι φίλοι της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, είχαν σκαρφιστεί ένα στιχάκι για δαύτον και του το τραγουδούσαν κάθε φορά που αλώνιζε στα δεξιά του γηπέδου.
There’s a star man, running down the right, his name is Georgie Baldock and he’s fuckin dynamite.
"Υπάρχει ένα αστέρι που τρέχει στα δεξιά, το όνομά του είναι Τζόρτζι Μπάλντοκ και είναι γαμημένος δυναμίτης".
Παράφραση του Starman του Ντέιβιντ Μπάουι.
Είναι σοκαριστικό – κι όμως, ακόμη περισσότερο – το πόσο ταιριαστός είναι από χτες το βράδυ και τα τραγικά, αδιανόητα μαντάτα του χαμού του στο σπίτι του, ο αυθεντικός στίχος του Άγγλου καλλιτέχνη.
There's a starman waiting in the sky
He's told us not to blow it
'Cause he knows it's all worthwhile
Είναι ένα αστέρι που περιμένει στον ουρανό
Μας είπε να μην τα κάνουμε θάλασσα
Γιατί ξέρει πως όλα αυτά, αξίζουν.
Αναπαύσου εν ειρήνη Γιώργο Μπάλντοκ.