Ελλάς - Ισπανία συμμαχία
Οι ελληνικές ομάδες στρέφονται τα τελευταία χρόνια προς τους ισπανούς τεχνικούς. Πώς εξηγούνται η ποιοτική άνοδός τους και η αξιοποίηση των ακαδημιών...
Πρόκειται για ένα θέμα που δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής", με τη συνεργασία του "δικού" μας, Θανάση Κρεκούκια.
Ο κ. Μανόλο Χιμένεθ είναι ο όγδοος ισπανός τεχνικός που αφίχθη για να εργαστεί στην Ελλάδα από το καλοκαίρι του 2006 και εντεύθεν. Η μόδα ξεκίνησε στην ΑΕΚ με την επιλογή του κ. Λορένσο Σέρα Φερέρ και του βοηθού του κ. Χοσέ Σεγκούρα (ο δεύτερος στέφθηκε πρωταθλητής από... σπόντα το καλοκαίρι του 2008 όταν διαδέχθηκε τον κ. Τάκη Λεμονή λίγο πριν από το τέλος του πρωταθλήματος) και συνεχίστηκε με την παρουσία των κκ. Κίκε Ερνάντεθ και Χουάν Κάρλος Ολίβα (Αρης), Βίκτορ Μουνιόθ (Παναθηναϊκός), Ανχελ Πεντράθα (Ηρακλής) και Ερνέστο Βαλβέρδε (Ολυμπιακός).
Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι εκπρόσωποι της νέας γενιάς ισπανών τεχνικών που γαλουχήθηκαν με την ιδέα ότι ένας σύλλογος για να μεγαλώνει δεν πρέπει να απλώς να νικά αλλά πρωτίστως να αναπτύσσεται επενδύοντας στην ίδια τη δυναμική του. Τι νόημα έχει να φέρνεις από το εξωτερικό έναν ποδοσφαιριστή όταν μέσα στο ίδιο το «σπίτι» στου έχεις έναν άλλον ο οποίος με την κατάλληλη υποστήριξη μπορεί να γίνει καλύτερος; Ο Αντρές Ινιέστα, ο Νταβίντ Σίλβα , ο Χεσούς Νάβας (ξεπετάχθηκαν από την Μπαρτσελόνα, τη Βαλένθια και τη Σεβίλλη αντιστοίχως) αποτελούν τέτοια παραδείγματα.
Ακόμη μία μεγάλη κατάκτηση των προπονητών στην Ισπανία τα τελευταία 15-20 χρόνια είναι η αλλαγή της αγωνιστικής φυσιογνωμίας των ομάδων. Σταμάτησαν τα ανούσια «γεμίσματα», τις συνεχείς σέντρες και τις μπαλιές πανικού από την άμυνα. Ολοι οι ποδοσφαιριστές έμαθαν νέες τακτικές εφαρμογές στην προπόνηση, δούλεψαν στα στημένα, απομνημόνευσαν την «πάσα με τη μία», συνειδητοποίησαν ότι η τεχνική δεν αφορά μόνο τους δημιουργικούς χαφ αλλά όλες ανεξαιρέτως τις θέσεις μέσα στο γήπεδο. Πράγματα που σπανίως (αν όχι καθόλου) δουλεύονται στην Ελλάδα.
Δημιουργήθηκαν έτσι πρότυπα τα οποία ακολουθήθηκαν από την πλειονότητα των προπονητών στην Ισπανία οι οποίοι ανήκουν σε μια ανανεωμένη σχολή προπονητικής που ναι μεν διαφέρει στην προσωπική προσέγγιση του καθενός, ωστόσο διατηρεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δουλεύονται στις προπονήσεις και έχουν συνέπεια τα εξαιρετικά αποτελέσματα των τελευταίων χρόνων στο ισπανικό ποδόσφαιρο, τόσο σε εθνικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Οι επιτυχίες αυτές και η άνοδος του κύρους των ισπανών προπονητών έκαναν τους ελληνικούς συλλόγους να στρέψουν το βλέμμα τους προς την Ιβηρική χερσόνησο αναζητώντας τεχνικούς που θα ανεβάσουν το αγωνιστικό επίπεδο των παικτών τους που στις περισσότερες περιπτώσεις μοιάζουν με τους Ισπανούς όσον αφορά τον σωματότυπο. Ετσι προέκυψε η ελληνική «ισπανομανία».
«Το Βήμα της Κυριακής» απευθύνθηκε σε τέσσερις σημαντικούς εκπροσώπους της ισπανικής σχολής, τους κκ. Χαβιέρ Ιρουρέτα, Ουνάι Εμερι, Μίτσελ και Βίκτορ Μουνιόθ, ζητώντας τους να αναλύσουν το «ισπανικό φαινόμενο», τις προπονητικές μεθόδους τους και τη φιλοσοφία τους, αλλά και να απαντήσουν αν και γιατί ταιριάζουν οι ισπανοί τεχνικοί στις ελληνικές ομάδες.
ΒΑΛΒΕΡΔΕ, ΧΙΜΕΝΕΘ ΚΛΕΒΟΥΝ ΚΑΡΔΙΕΣ
Το δίδυμο των ισπανών τεχνικών που εργάζονται αυτή την περίοδο στην Ελλάδα κλέβει επί του παρόντος και τα φώτα της (προπονητικής) δημοσιότητας στην ελληνική Σούπερ Λίγκα. Ο προπονητής του Ολυμπιακού κ. Ερνέστο Βαλβέρδε διότι ανέλαβε (για δεύτερη φορά την τελευταία διετία) τον Ολυμπιακό μετά τον ευρωπαϊκό αποκλεισμό του από τη Μακάμπι Τελ Αβίβ μέσα σε ένα κλίμα απαξίωσης, καταστροφολογίας και αβεβαιότητας για το μέλλον της ομάδας αλλά κατόρθωσε σε μικρό χρονικό διάστημα να δημιουργήσει ένα ομοιογενές σύνολο, εμφανίζοντας μάλιστα στο προσκήνιο τον νέο μικρό ήρωα του ελληνικού ποδοσφαίρου Γιάννη Φετφατζίδη. Σημειωτέον ότι ο ισπανός τεχνικός είχε οδηγήσει τους Ερυθρόλευκους στην κατάκτηση του νταμπλ τη σεζόν 2008-2009.
Ο κ. Μανόλο Χιμένεθ από την πλευρά του διότι άλλαξε με το «καλημέρα» τον αέρα των κιτρινόμαυρων αποδυτηρίων, ενίσχυσε την πίστη των ποδοσφαιριστών του σε αυτό που κάνουν και τους οδήγησε σε δύο μεγαλειώδεις νίκες επί του Αρη και του Παναθηναϊκού, γεγονός το οποίο επανέφερε άμεσα την ΑΕΚ σε τροχιά πρωταθλητισμού σε μια περίοδο διχασμού σε όλα τα επίπεδα κυρίως λόγω της παρουσίας του κ. Ντούσαν Μπάγεβιτς στον πάγκο της. Εδωσε κίνητρο σε όλους τους παίκτες που έχει στη διάθεσή του, υποσχέθηκε ισονομία και άρχισε να «ξεσκονίζει» τις κιτρινόμαυρες ακαδημίες, ενώ ταυτόχρονα προβίβασε πέντε ποδοσφαιριστές από τη δεύτερη στην πρώτη ομάδα.
Κοινά (και κύρια) χαρακτηριστικά των δύο εκπροσώπων της νέας ισπανικής γενιάς προπονητών αποτελούν η επιμονή τους σε τομείς που σπανίως δουλεύονται επαρκώς στην Ελλάδα, όπως η τεχνική βελτίωση των παικτών και τα λεπτομερή μαθήματα τακτικής. Κομμάτια εργασίας με τα οποία είχε καταπιαστεί εκτενώς και ο αμφιλεγόμενος κ. Λορένσο Σέρα Φερέρ, ο οποίος από το καλοκαίρι του 2006 ως τον Ιανουάριο του 2008 οδήγησε την ΑΕΚ στις πρώτες νίκες της ιστορίας της στο Τσάμπιονς Λιγκ (επί της Λιλ και της Μίλαν), ενώ εκτόξευσε τις καριέρες νεαρών ποδοσφαιριστών που τώρα αγωνίζονται σε ομάδες του εξωτερικού όπως οι διεθνείς Σωκράτης Παπασταθόπουλος (Μίλαν), Βασίλης Πλιάτσικας (Σάλκε) και Παναγιώτης Κονέ (Τσεζένα).
XΑΒΙΕΡ IΡΟΥΡΕΤΑ
«Σημασία σε εξυπνάδα, ταλέντο και τεχνική»
Ο κ. Χαβιέρ Ιρουρέτα είναι ο δεύτερος σε συμμετοχές προπονητής στην ιστορία της Πριμέρα Ντιβισιόν, με 612 επίσημα ματς πρωταθλήματος (από τον πάγκο των Αθλέτικ Μπιλμπάο, Ρεάλ Σοσιεδάδ, Σαραγόσα, Θέλτα, Λα Κορούνια, Μπέτις και Σανταντέρ) και έχει γίνει περισσότερο γνωστός για την αναμόρφωση της Λα Κορούνια, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση εγχώριων τίτλων (πρωτάθλημα Ισπανίας το 2000, Κύπελλο το 2002) και ευρωπαϊκών διακρίσεων (ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 2004).
" Οι ισπανοί προπονητές έχουν ανέβει επίπεδο τα τελευταία χρόνια, αφού φρόντισαν να μελετήσουν, να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις νέες τεχνολογίες και επιστημονικές μεθόδους. Παράλληλα οι διοικήσεις των ισπανικών ομάδων αποφάσισαν να εμπιστευτούν τους γηγενείς τεχνικούς και να ξεφύγουν από μια δεδομένη προτίμηση στους ξένους. Από τη στιγμή που οι ισπανοί προπονητές ανέλαβαν τα ηνία των ομάδων της Πριμέρα Ντιβισιόν παρατηρήθηκε αμέσως μια μεγάλη ανάπτυξη των ακαδημιών. Η λεγόμενη “cantera” άρχισε να αποδίδει καρπούς, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο πλαίσιο διαχείρισης των οικονομικών πόρων τους, αλλά και μια άνθηση των ισπανών παικτών.
Αυτό είχε ξεκινήσει δειλά από την εποχή του Ντελ Μπόσκε στη Ρεάλ Μαδρίτης, όταν προπονούσε επί περίπου μία δεκαετία τη δεύτερη ομάδα της Ρεάλ, επιτελώντας πολύτιμο έργο στους νέους παίκτες.Ολο αυτό έφθασε να τελειοποιηθεί στο πρόσωπο του Πεπ Γκουαρδιόλα, ο οποίος ακολούθησε πιστά τη φιλοσοφία του μέντορά του Γιόχαν Κρόιφ. Οι Χουάντε Ράμος, Ερνέστο Βαλβέρδε, Μανόλο Χιμένεθ, Ουνάι Εμερι και πολλοί άλλοιέχουν επίσης ακολουθήσει αυτή τη φιλοσοφία προσθέτοντας ο καθένας τα προσωπικά του στοιχεία.
Σχετικά με το στυλ “Κλεμέντε” που βασίζεται περισσότερο στη φυσική δύναμη του παίκτη,το ισπανικό ποδόσφαιρο κατάλαβε, κυρίως την τελευταία δεκαετία, ότι δεν μπορεί να συγκριθεί- και μοιραία να κοντραριστεί- με άλλες ποδοσφαιρικές σχολές, όπως η γερμανική, η ολλανδική και η βρετανική,οι οποίες διαθέτουν πλειάδα παικτών με τέτοια χαρακτηριστικά. Ετσι άρχισε να δίδεται πολύ περισσότερη προσοχή στην εξυπνάδα,στο ταλέντο και στην τεχνική, οι οποίοι με όπλο την τακτική έμαθαν να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τους αντιπάλους τους.
Είναι φυσιολογικό λοιπόν χώρες όπως η Ελλάδα, με χαμηλότερο ποδοσφαιρικό επίπεδο, να εμπιστεύονται ισπανούς προπονητές και παίκτες. Ο ερχομός τους στην Ελλάδα όμως πρέπει να συνοδεύεται και με την απαραίτητη υποστήριξη από τους συλλόγους στους οποίους εργάζονται ".
ΟΥΝΑΪ ΕΜΕΡΙ
«Πρότυπο φυτωρίου η Σεβίλλη του Χιμένεθ»
Ο κ. Ουνάι Εμερι έγινε γνωστός ως ποδοσφαιριστής της Σοσιεδάδ και στη συνέχεια αγωνίστηκε σε ομάδες της δεύτερης κατηγορίας της Ισπανίας. Το 2004, μόλις ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική καριέρα του, αφοσιώθηκε στην προπονητική. Ο βάσκος τεχνικός είχε περάσει από τους πάγκους της Λόρκα και της Αλμερία προτού να αναλάβει το 2008 τη Βαλένθια και αντιπροσωπεύει τη νέα γενιά των ισπανών προπονητών.
" Το ποδόσφαιρο εξελίσσεται και μαζί του αλλάζουμε και εμείςοι προπονητές λόγω της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών και της επιστημονικής γνώσης. Από εκεί και μετά όμως υπάρχει μια πολύ μεγάλη μεταστροφή στο ίδιο το πνεύμα του παιχνιδιού.
Παλαιότερα υπήρχε πάντοτε η σύγκριση ανάμεσα στη “σχολή” του Κρόιφ, με το επιθετικό ποδόσφαιρο που στηριζόταν στο ταλέντο και στην τεχνική,και στη “σχολή” του Κλεμέντε που στηριζόταν στη δύναμη και στην καλά δομημένη αμυντική συμπεριφορά μιας ομάδας.
Στην πορεία φάνηκε ότι αυτό που ταιριάζει- τουλάχιστον αυτή την περίοδο- στο ισπανικό ποδόσφαιρο είναι μια βελτιωμένη έκδοση της φιλοσοφίας του Κρόιφ. Οι σύλλογοι στράφηκαν- και όχι απαραιτήτως από οικονομικούς λόγους- στα φυτώριά τους και θέλησαν να διαμορφώσουν ποδοσφαιρικές προσωπικότητες από μικρές ηλικίες, οι οποίες με τη σειρά τους δημιούργησαν συλλογικές προσωπικότητες.
Οι πιο επιτυχημένες ομάδες σήμερα είναι αυτές που κατάφεραν κάτι τέτοιο:η Σεβίλλη με την πολύ σοβαρή δουλειά του Μανόλο Χιμένεθ στις ακαδημίες γέμισε από ταλέντα που στη συνέχεια πρωταγωνίστησαν σε Ισπανία και Ευρώπη. Η Βαλένθια, η Ατλέτικο καιη Βιγιαρεάλ είναι και αυτές ομάδες που ακολουθούν αυτό το μοντέλο. Και βέβαια η απόλυτη εφαρμογή της βελτιωμένης έκδοσης της φιλοσοφίας του Κρόιφ είναι η Μπαρτσελόνα του Γκουαρδιόλα.
Η ψυχραιμία στη δύσκολη στιγμή και οι αυτοματισμοί που όμως δεν χαλιναγωγούν τη φαντασία των παικτώνείναι δύο χαρακτηριστικά που δίδαξαν οι ισπανοί προπονητές σε παίκτες που είχαν και το ταλέντο και την προδιάθεση και την εξυπνάδα ώστε να τα αφομοιώσουν σωστά και μετά να τα εφαρμόσουν με επιτυχία στο γήπεδο. Την τελευταία πενταετία αρκετοί ισπανοί προπονητές εργάζονται στην Ελλάδα. Για να πετύχει όμως η “συνταγή” πρέπει πρώτα οι ίδιοι οι σύλλογοι να αποδεχθούν αυτή τη φιλοσοφία, να έχουν υπομονή και να εμπιστευτούν την ικανότητα τεχνικών όπως ο Χιμένεθ και ο Βαλβέρδε να δημιουργήσουν κάτι διαφορετικό ".
ΜΙΤΣΕΛ
«Δεν το “παίζουμε” ανώτεροι των παικτών»
Ο κ. Χοσέ Μιγκέλ Γκονθάλεθ, πιο γνωστός ως Μίτσελ, υπήρξε μια από τις μεγάλες δόξες της Ρεάλ Μαδρίτης και της Εθνικής Ισπανίας. Αγωνίστηκε για 15 χρόνια στη Βασίλισσα και είχε 66 συμμετοχές με τους “Φούριας Ρόχας”. Θεωρείται ένας από τους πλέον χαρισματικούς χαφ της γενιάς του σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ εδώ και μία πενταετία ασχολείται με την προπονητική. Ξεκίνησε από τη Ράγιο Βαγεκάνο, συνέχισε στη δεύτερη ομάδα της Ρεάλ και από το 2009 βρίσκεται στον πάγκο της Χετάφε.
" Ενα πολύ σημαντικό στοιχείο- για να πάμε λίγο πίσω- είναι η παρουσία πολλών κορυφαίων προπονητών απ΄ όλον τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες στο ισπανικό ποδόσφαιρο. Αυτό είχε αποτέλεσμα την εφαρμογή πολλών και διαφορετικών ποδοσφαιρικών φιλοσοφιών αλλά και τρόπων δουλειάς στις προπονήσεις των ομάδων, γεγονός που με τη σειρά του βοήθησε τους ισπανούς προπονητές να επιλέξουν και στη συνέχεια να αφομοιώσουν όσα οι ίδιοι θεωρούσαν χρήσιμα για τη δουλειά τους.Οι δύο- τρεις τελευταίες γενιές των ισπανών προπονητών όχι μόνο βρίσκονται πλέον στην “αφρόκρεμα” της Ευρώπηςαλλά μπορούν να πρωταγωνιστούν και στο εξωτερικό,πράγμα που παλαιότερα συνέβαινε σπανίως.Τρία από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ισπανού προπονητή είναι τα εξής:
1. Δεν θεωρεί ότι είναι ανώτερος από τους παίκτες, μπορεί όμως να εμπνέει τον σεβασμό και να εξασφαλίζει την αποδοχή από τους παίκτες του προβάλλοντας το επιχείρημα ότι βρίσκεται σε ένα διαφορετικό πόστο το οποίο πρέπει οι ίδιοι να εκμεταλλευθούν σωστά για να έχουν τα ιδανικά αποτελέσματα.
2. Ο τεχνικός έχει προτεραιότητά του την ενδελεχή ανάλυση των ικανοτήτων, του ψυχισμού και της προσωπικότητας του κάθε παίκτη ξεχωριστά, ώστε με την κατάλληλη αντιμετώπιση και προσέγγιση να τους φέρει όλους στο κοινό σημείο και να τους δώσει συλλογική συνείδηση.
3. Ο προπονητής πρέπει να πείσει τους παίκτες ότι η τεχνική και η στρατηγική είναι κάτι που απευθύνεται σε όλους και όχι μόνο στους περισσότερο προικισμένους.
Πάνω- κάτω αυτά φαντάζομαι ότι είναι και τα χαρακτηριστικά που θέλουν να μεταφέρουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο οι Ισπανοί που δούλεψαν και δουλεύουν εκεί τα τελευταία χρόνια.Οι ίδιοι είμαι σίγουρος ότι έχουν την ικανότητα να το καταφέρουν,το θέμα είναι κατά πόσον το ίδιο το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει την υπομονή και τη διάθεση να δεχθεί τόσο σημαντικές αλλαγές. Αν βρεθεί η απαραίτητη ισορροπία και συνεργασία,τότε είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξει και η επιτυχία ".
ΒΙΚΤΟΡ ΜΟΥΝΙΟΘ
«Ειδικοί για τα μειονεκτήματα των Ελλήνων»
Ο κ. Βίκτορ Μουνιόθ μετά την επιτυχημένη του καριέρα του ως ποδοσφαιριστή ασχολήθηκε με την προπονητική. Εχει περάσει από τους πάγκους των Μαγιόρκα, Λογρονιές, Γέιδα, Βιγιαρεάλ, Σαραγόσα, Ουέλβα και Χετάφε, ενώ το 2006 διετέλεσε τεχνικός του Παναθηναϊκού.
" Κατ' αρχάς δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσουμε για “σχολή” ισπανών προπονητών.Ο καθένας μας έχει τη δική του μεθοδολογία και τον δικό του τρόπο δουλειάς. Σίγουρα όμως υπάρχει μια μαζική εξέλιξη στη φιλοσοφία της προσέγγισης του τρόπου παιχνιδιού.
Υπήρξε μια ανάπτυξη της τεχνικής και της τακτικής παιδείας των ποδοσφαιριστών.Φύγαμε τελείως από τον “παίκτη της αλάνας” και φθάσαμε 100% στον “παίκτη της σχολής, της ακαδημίας”. Οι πιτσιρικάδες μπήκαν σε καλούπια παρατήρησης, διόρθωσης και εξέλιξης μέσα από τη συνεχή παρακολούθησή τους στις ακαδημίες.
Το τρίπτυχο “υποδοχή, ντρίμπλα, πάσα” μπαίνει σε σωστές βάσειςώστε να χρησιμοποιείται σωστά από τους παίκτες, οι οποίοι μαθαίνουν από νωρίς πώς να αποφεύγουν την κατάχρηση. Η οικονομική ύφεση βοήθησε επίσης, με την έννοια ότι πολλοί σύλλογοι στράφηκαν στα φυτώριά τους, τα οργάνωσαν άρτια και στο τέλος επιβραβεύτηκαν από τα αποτελέσματα,τόσο οι ίδιοι όσο και η εθνική ομάδα.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, αυτό της Σεβίλλης που λειτούργησε άψογα την ακαδημία της “γεμίζοντας” την πρώτη ομάδα της με δικά της ταλέντα,της Μπαρτσελόνα φυσικά με τη φοβερή παραγωγή αστέρων από τα φυτώριά της, αν και εγώ προτιμώ το παράδειγμα της Βιγιαρεάλ. Μιας ομάδας που ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν και έφθασε μέσα σε λίγα χρόνια να πρωταγωνιστεί στην Πριμέρα Ντιβισιόν.
Αλλά και οι ίδιοι οι ισπανοί τεχνικοί συνέβαλαν ώστε να αλλάξει επίπεδο το ισπανικό ποδόσφαιρο,του έδωσαν σύγχρονη μορφή, το υποστήριξαν με επιστημονική γνώση και διαμόρφωσαν το υπόβαθρο ώστε να έρθουν οι μεγάλες επιτυχίες. Σε αυτό, ναι, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια “συλλογική” ποδοσφαιρική φιλοσοφία των ισπανών τεχνικών.
Οσον αφορά την Ελλάδα και την άφιξη ισπανών προπονητών τα τελευταία χρόνια, η εξήγηση είναι απλή.Οι έλληνες ποδοσφαιριστές διαθέτουν καλή φυσική κατάσταση,είναι γρήγοροι,είναι πεισματάρηδες,είναι δυνατοί.Ψυχολογικά είναι πολύ σταθεροί και ισορροπημένοι.Το πρόβλημα εντοπίζεται στην τακτική και στην τεχνική.Εκεί υστερούν αρκετά σε σχέση με άλλα πρωταθλήματα. Οι ισπανοί προπονητές διαθέτουν και τη γνώση και την εμπειρία για να διδάξουν στην πρακτική τους εφαρμογή αυτά τα χαρακτηριστικά στους Ελληνες ".