Φάκελος Άγιαξ: Μια ιστορία (δισ)εκατομμυρίων, αέναης ίντριγκας και παρακμής
Πριν πέντε χρόνια, ο Άγιαξ αντιμετώπισε την ΑΕΚ και ξεχειλίζοντας… Άγιαξ έφτασε δευτερόλεπτα μακριά από τον τελικό του Champions League. Στο διάστημα που μεσολάβησε ως την αποψινή επιστροφή του «Αίαντα» στην Αθήνα, ο βασιλιάς του ολλανδικού ποδοσφαίρου παρότι ιστορικά και οικονομικά χρυσοποίκιλτος κοντεύει να απομείνει τελείως γυμνός.
Ονάνα, Μαζράουι, Ντε Λιχτ, Βέμπερ, Μπλιντ, Βαν ντε Μπέικ, Σένε, Ντε Γιονγκ, Νέρες, Ντόλμπεργκ και Τάντιτς. Αυτοί ήταν οι έντεκα του Άγιαξ την τελευταία φορά που επισκέφθηκε την Αθήνα, αντιμετωπίζοντας την ΑΕΚ στο Ολυμπιακό Στάδιο, πριν περίπου πέντε χρόνια, τότε στους ομίλους του Champions League.
Ο «Αίαντας» έκανε παρέλαση. Δεν ήταν το μόνο γήπεδο που το έκανε σε εκείνη τη διοργάνωση. Φώναζε, ακόμη από εκείνο το βράδυ στα τέλη Νοεμβρίου, πως θα πάει μακριά. Και πήγε.
Για την ακρίβεια πήγε μια απομάκρυνση, μια φάση, μερικά και μόνο δευτερόλεπτα από τον τελικό. Του τον στέρησε ο Λούκας Μόουρα, με το γκολ που σημείωσε στην τελευταία φάση της ρεβάνς των ημιτελικών με την Τότεναμ στο Άμστερνταμ.
Απόψε, ο Άγιαξ επιστρέφει στην Αθήνα. Πάλι κόντρα στην ΑΕΚ, για το Europa League αυτή τη φορά. Τότε, ξεχείλιζε ποδόσφαιρο, ενθουσιασμό, νιάτα, δυναμική, ξεχείλιζε… Άγιαξ.
Απόψε (19:45, COSMOTE Sport 3 και Live στο SPORT24), βρίσκεται σε μια κατάσταση αφρενάριστης κατηφόρας και συνολικής απαξίας, μια κατάσταση που εδώ και καιρό τον έχει φέρει, ως οργανισμός, να αναζητά οτιδήποτε που να (του) θυμίζει την διακριτή ανά την υφήλιο, ιστορική ταυτότητά του.
Τα 3/4 του δισεκατομμυρίου σε μια τετραετία
Κανείς, μα κανείς στον «Αίαντα» δεν περίμενε να… μακροημερεύσει εκείνη η ομάδα. Μια παραγωγική μηχανή – ποδοσφαίρου, αξιών και χρημάτων –, μαθημένη σε κύκλους είναι οι τετράκις πρωταθλητές Ευρώπης. Κύκλους αγωνιστικούς, εμπορικούς, οικονομικούς. Ευκταίο να συνδέονται, όχι όμως απαραίτητο για να συνεχίσει η αέναη ανανέωσή τους.
Αγωνιστικά, ο τελικός το ‘19 μπορεί να μην ήρθε, ωστόσο εμπορικά και οικονομικά, η επιτυχία – γιατί τέτοια ήταν – σήμαινε αυτομάτως εκατομμύρια. Εκατοντάδες εκατομμύρια. Το να υπήρχε απόψε στο ρόστερ του «Αίαντα» έστω και ένας από εκείνη την ενδεκάδα θα ήταν κόντρα στις νόρμες της (μεγαλό)επιχείρησης που είναι εδώ και δεκαετίες ο Άγιαξ.
Μαθημένοι στο «Αρένα» από τη διαδικασία. Όσοι ήταν λοιπόν προς πώληση, πωλήθηκαν. Και όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι άμεσοι διάδοχοί τους. Στα πέντε καλοκαίρια ως και το περασμένο που ακολούθησαν από πωλήσεις και μόνο μπήκαν στα ταμεία του Άγιαξ 750 εκατ. ευρώ.
750 εκατομμύρια ευρώ. 3/4 του δισεκατομμυρίου.
Μόνο σε μια τετραετία, με το καθαρό όφελος, απλώς και μόνο από το ισοζύγιο εισπράξεων από πωλήσεις και δαπάνης για προσθήκες να φτάνει τα 390 εκατομμύρια.
Πολλά χρήματα. Αδιανόητα χρήματα. Χρήματα που σταδιακά ανέδειξαν κυριαρχικά ίντριγκες, έριδες, διαδρομές… διαδρομιστών, προσωπικά συμφέροντα, κόντρες και φιλοδοξίες, πάντα σε/με οικονομικό φόντο για όσους εργάζονταν για την ευμάρεια της «επιχείρησης».
Πάντα υπήρχαν στον Άγιαξ. Από την στιγμή όμως που η πίτα αυτή την τετραετία μεγάλωσε εντυπωσιακά – ακόμη και για τον ζάμπλουτο και μαθημένο στην ευμάρεια «Αίαντα» - και τα κομμάτια της έγιναν πολύ μεγαλύτερα, ήταν αδύνατον να κρατηθούν οι ισορροπίες.
Ειδικά εφόσον οι πυλώνες έπαψαν, ένας ένας, να υφίστανται από το οργανόγραμμα. Παραδόξως, κανείς τους δεν ακολούθησε τη νομοτέλεια της αγωνιστικής ακμής της ομάδας του ’19 και δεν αποχώρησε αμέσως μετά. Όλοι έμειναν για μια τριετία ακόμη, αποτελώντας έτσι για την κοινή γνώμη τους εγγυητές για τον επόμενο, αγωνιστικό, κύκλο.
Αυτοί οι πυλώνες ήταν ο προπονητής Έρικ Τεν Χαχ, ο διευθυντής ποδοσφαιρικού τμήματος Μαρκ Όβερμαρς και ο CEO Έντβιν βαν ντερ Σαρ. Δεν ήταν εκτός του παρασκηνιaκού powerplay του συλλόγου, αλλά τουλάχιστον η παρουσία τους δημιουργούσε τις απαραίτητες αντιστάσεις.
Για να μην διαλύσουν τα πάντα.
Η αποχώρηση της τριανδρία
Ο Όβερμαρς εκδιώχθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 εξαιτίας της ανάρμοστης συμπεριφοράς του προς γυναίκες εργαζόμενες στον σύλλογο. Ο Τεν Χαχ τον ακολούθησε το καλοκαίρι μετακομίζοντας στο «Ολντ Τράφορντ».
Αναβαθμισμένος, με περίσσιες αρμοδιότητες παρέμεινε μόνο ο Βαν ντερ Σαρ. Η πρώτη ένδειξη όμως για το τι συνέβαινε στα ενδότερα και για το τι έπονταν ήρθε από την άρνησή του να αναλάβει εξ ολοκλήρου τον ρόλο που είχε ο Όβερμαρς.
Στις αρχές του περασμένου Ιουλίου υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία. Η ζωή του «ασχημόπαπου» κινδύνευσε άμεσα. Ευτυχώς ξεπέρασε τον κίνδυνο, χωρίς να επανέρχεται στα διοικητικά καθήκοντά του.
Ούτως ή άλλως, η διάβρωση είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται.
Είτε οικονομικά, με διάφορους ποδοσφαιριστές καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του ’22 να επιβάλλουν ουσιαστικά τους όρους τους τόσο στο timing όσο και στις συνθήκες της πώλησής τους. Αναντίρρητα επικερδείς (σχεδόν) όλες, αλλά οι εισπράξεις «μακιγιάριζαν» διοικητικά και λειτουργικά κενά, που είχαν άμεσες αγωνιστικές συνέπειες.
Αμιγώς αγωνιστικά λοιπόν, η περυσινή σεζόν, η πρώτη χωρίς τον Τεν Χαχ, ήταν κακή. Αναμενόμενα ίσως. Σε τέτοιο όμως βαθμό που ο Άγιαξ γίνονταν… reality. Είτε με τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα του Άλφρεντ Σρόιντερ, ο οποίος κλήθηκε να διαδεχτεί τον νυν τεχνικό της Γιουνάιτεντ, είτε με την έλλειψη οποιουδήποτε ελέγχου σε αποδυτήρια (και όχι μόνο).
Τον Σρόιντερ, κυριολεκτικά, τον έδιωξαν – όχι αδικαιολόγητα βάσει αποτελεσμάτων, σχέσεων και εικόνας – πρώτα οι οπαδοί, μετά τα media, με τα αποδυτήρια να βάζουν το τελευταίο καρφί. Χωρίς το παραμικρό φρένο από οπουδήποτε.
Και αυτό το ύστατο καρφί – ενδεικτικά - ήρθε όταν παραμονές του Klassieker, του ντέρμπι δηλαδή με τη Φέγενορντ στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου σε μια από τις καθιερωμένες συνεδρίες των ποδοσφαιριστών με τον ψυχολόγο της ομάδας, ζητήθηκε από τους πρώτους, δια ανατάσεως του χεριού, να ψηφίσουν σε ερώτηση: «ποιος θεωρεί πως ο προπονητής είναι κατάλληλος για να βρίσκεται στον πάγκο της ομάδας».
Ο Σρόιντερ – που δεν ήταν παρών – δεν βρήκε ούτε την… ψήφο του, η ενέργεια και το αποτέλεσμα διέρρευσαν στoν Τύπο και τέσσερις μόνο μέρες μετά (26 Ιανουαρίου), ο Ολλανδός προπονητής αποχώρησε.
Ως υπηρεσιακός ανέλαβε ο Γιον Χάιτινχα, πρώην ποδοσφαιριστής και επί πενταετία τεχνικός σε φυτωριακές ομάδες του Άγιαξ. Αποστολή του να συμμαζέψει την κατάσταση απλώς και μόνο για να την παραδώσει, όσο το δυνατόν με λιγότερες ζημιές, στον επόμενο.
Η καταστροφική θητεία Μίσλιντατ
Για να οριστεί ο επόμενος έπρεπε να βρεθεί αυτός που θα τον προσλάμβανε. Μια ακόμη ένδειξη πως η κατάσταση έβραζε ήταν πως δεν βρέθηκε ούτε ένας κατάλληλος (ή πρόθυμος) γηγενής να αναλάβει πόστο τεχνικού διευθυντή. Οι διοικούντες στράφηκαν σε εκτός ολλανδικών συνόρων λύσεις. Στόχευσαν ψηλά. Τα χρήματα άλλωστε δεν ήταν πρόβλημα.
Νο1 υποψήφιος ήταν ο Τζούλιαν Γουόρντ, ο επιτυχημένος διευθυντής της Λίβερπουλ. Φάνηκε πως η συμφωνία ήταν κοντά, ο 42χρονος Βρετανός όμως τελευταία στιγμή αρνήθηκε, υποχρεώνοντας τους διοικητικούς του Άγιαξ να στραφούν σε μια προσιτή λύση, τον Σβεν Μίσλιντατ.
O Γερμανός με πρότερη θητεία σε διάφορους ρόλους σε Ντόρτμουντ (εκεί πήρε, τον 18χρονο τότε Αργύρη Καμπετσή) και Άρσεναλ (εκεί έφερε στο Λονδίνο από τον ΠΑΣ τον Ντίνο Μαυροπάνο), είχε μείνει χωρίς δουλειά από τον Νοέμβριο του ’22 οπότε και αποχώρησε από το κουμάντο της Στουτγάρδης.
Η πρόσληψή του ομολογουμένως δεν είχε ιδιαίτερη αποδοχή, κυρίως γιατί έσπασε μια παράδοση που ήθελε τον Άγιαξ να μην εμπιστεύεται θέση ευθύνης σε μη Ολλανδό. Ο Γερμανός ήταν ο πρώτος στην ιστορία με διευθυντικό πόστο. Δεν πήρε τον τίτλο του Όβερμαρς, πήρε όμως ουσιαστικά εν λευκώ τη διαδικασία της ανοικοδόμησης.
Προσωπική του τελείως επιλογή για τον πάγκο ο άσημος, χωρίς ιδιαίτερες περγαμηνές, 50χρονος Μορίς Στέιν, ο οποίος από την Σπάρτα Ρότερνταμ, έγινε ο τρίτος προπονητής του Άγιαξ σε διάστημα 16 μηνών. Ο Τεν Χαχ είχε συμπληρώσει πενταετία στα ηνία.
Ο Μίσλιντατ τον «προίκισε» με δαπάνη – ρεκόρ 112,8 εκατομμύρια ευρώ για αγορές ποδοσφαιριστών, δίνοντας σε όλους τους νιόφερτους – πλην ενός – πενταετή συμβόλαια (σ.σ. όσο μεγαλύτερα σε διάρκεια τα συμβόλαια τόσο μεγαλύτερη και η προμήθεια που δικαιολογείται για ενδιάμεσους και ατζέντηδες).
Τα καμπανάκια χτυπούσαν, αλλά χωρίς αντιδράσεις. Αυτές ξεκίνησαν όταν άρχισε η σεζόν και οι απανωτές κατραπακιές. Τα media άρχισαν να βάλλουν ανοιχτά κατά του Γερμανού, της μεθοδολογίας του και του τρόπου με τον οποίο ξόδεψε εκατομμύρια σε υπερκοστολογημένες – όπως θεωρούσαν - αγορές.
Ο 22χρονος τερματοφύλακας Ντίαντ Ραμάι, με μόλις δύο (2) επαγγελματικές συμμετοχές αποκτήθηκε έναντι 7,5+1 εκατ. ευρώ από την Φρανκφούρτη. Ο 21χρονος Νορβηγός μέσος Σίβερτ Μάνσβερκ, είχε προταθεί στη Φέγενορντ τον χειμώνα με 1,5 εκατομμύριο. Αγοράστηκε το καλοκαίρι από τον «Αίαντα» έναντι 6 εκατομμυρίων.
Και δεν ήταν μόνο τα ερωτηματικά για την προστιθέμενη αξία, αλλά και την… σκέτη αξία. Καμία από τις μεταγραφικές εισηγήσεις του Στέιν δεν εισακούστηκε. Και είτε ως αντίποινα, είτε επειδή απλώς δεν πίστευε στους παίκτες που ο τεχνικός διευθυντής του έφερε, δεν τους χρησιμοποιούσε, χωρίς μάλιστα να διστάζει, δημοσίως, να ξεκαθαρίζει πως αρκετοί εξ αυτών δεν βρίσκονται στο επιθυμητό επίπεδο.
Αποτέλεσμα; Ο εκλεκτός του Μίσλιντατ, έγινε αντίπαλος, με τον Γερμανό να απαιτεί είτε τη συμμόρφωση του Ολλανδού – να χρησιμοποιούνται δηλαδή οι ποδοσφαιριστές που έφερε – είτε την απόλυσή του. Έφτασε ο ίδιος πια και όχι κάποιος αθλητικός ψυχολόγος, δύο μέρες πριν πάλι ένα Klassieker, να πάει στην προπόνηση και να ζητήσει από τους ποδοσφαιριστές την γνώμη τους για να το αν ήθελαν ή όχι να συνεχίσει ο Στέιν στα ηνία.
Λεπτομέρεια; Του είχε απαγορευτεί η είσοδος σε κάθε ιδιοκτησία του Άγιαξ (γραφεία, γήπεδο, προπονητικό κέντρο) γιατί είχε διαρρεύσει αυτό που αποτέλεσε τελικά την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Το άνοιγμα του ασκού
Η τελευταία καλοκαιρινή αγορά του «Αίαντα» ήταν ο Μπόρνα Σόσα, από την πρώην ομάδα του Μίσλιντατ, την Στουτγάρδη. Αποκαλύφθηκε λοιπόν πως ο Γερμανός ζήτησε από τον Κροάτη αμυντικό να αλλάξει εταιρεία εκπροσώπησης και να υπογράψει με τον Γερμανό ατζέντη, Άρτουρ Μπεκ, ώστε να προχωρήσει η μεταγραφή του.
Του το ζήτησε μάλιστα σε βιντεοκλήση, μαζί με τον Μπεκ, ο οποίος αποδείχτηκε πως είναι συνεργάτης του Μίσλιντατ σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες και ήταν παράλληλα ο «εκλεκτός» ατζέντης του τεχνικού διευθυντή του Άγιαξ ενόσω είχε το ίδιο πόστο στην Στουτγάρδη.
Ακολούθησε τσουνάμι που δεν περιορίστηκε μόνο στην πρωτοφανή, άλλων εποχών, διακοπή του ντέρμπι με τη Φέγενορντ και την εισβολή των οπαδών του Άγιαξ στα επίσημα του «Αρίνα». Ο Μίσλιντατ απολύθηκε και πλέον ερευνάται τόσο από τον Άγιαξ όσο και από την Στουτγάρδη (αλλά και τις αντίστοιχες ολλανδικές και γερμανικές αρχές).
Οι αποκαλύψεις αναφορικά με τη «συνεργασία» του με άλλους ατζέντηδες συνεχίζονται. Ο περιβόητος από την ποινικοποίηση της εμπλοκής του πριν 15 χρόνια στα διοικητικά της PSV, Βλάντο Λέμιτς είναι μεταξύ αυτών, θεωρούμενος από τα ολλανδικά media ως ο σκιώδης υπεύθυνος των μεταγραφών του Κροάτη στόπερ Γιόζιπ Σούταλο από την Ντίναμο Ζάγκρεμπ, του προαναφερθέντος Ραμάι και του Βόσνιου χαφ Ταχίροβιτς, o οποίος με 11 συμμετοχές (4 βασικός) στη Ρόμα πέρυσι κόστισε στον Άγιαξ 7,5 εκατ. ευρώ.
Ενδεικτικό και μόνο για να γίνει αντιληπτό πως η – υπό διερεύνηση – μεθοδολογία Μίσλιντατ ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου: στην τετραετία 2019-23, το ποσό που έδωσε ο Άγιαξ ως επίσημη προμήθεια σε διαμεσολαβητές και ατζέντηδες για μεταγραφές ήταν 33,5 εκατ. ευρώ.
Το αμέσως επόμενο σε αυτό το διάστημα στην Ολλανδία δόθηκε από την PSV. Πόσο; 4,5 εκατομμύρια.
Οι επιστροφές από την αποστρατεία
Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου, Πιερ Έρινγκα, μαζί με άλλα τρία μέλη υπέβαλλαν παραιτήσεις. Ο Γιαν Βαν Χαλστ, ο οποίος ανέλαβε προσωρινά χρέη General Manager θα αποτελέσει και αυτός παρελθόν μιας και θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αδυναμία ελέγχου του Μίσλιντατ, όπως και ο επικεφαλής του αθλητικού τμήματος, ο Μορίτς Χέντρικς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι συμβαίνει κάτω από τα «εύκολα» των μεταγραφών. Από τον Χέντρικς έχει ζητηθεί να αποχωρήσει. Την περασμένη εβδομάδα εγκρίθηκε υπέρ του μπόνους 120.000 ευρώ. Ο Βαν ντερ Σαρ παραιτήθηκε λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε και εισέπραξε 300.000 ευρώ ως αποζημίωση (παρότι δεν απολύθηκε) και άλλες 200.000 ευρώ ως δικό του, ετήσιο μπόνους.
Μοιραία η αναζήτηση σωσιβίων. Έτσι επιστρέφει ύστερα από 20 χρόνια από την αποχώρηση του από τον προεδρικό θώκο, ο πιο επιτυχημένος πρόεδρος της ιστορίας του Άγιαξ, ο 76χρονος πλέον Μίκαελ Βαν Πράαχ, έχοντας ως σύμβουλό του, τον 72χρονο και σε χρόνια μάχη με την επάρατο, Λουίς Βαν Χάαλ.
Και αυτά με τον «Αίαντα» να βρίσκεται στην 15η θέση της Eredivisie, με προπονητή που παραμένει μόνο και μόνο επειδή δεν βρίσκεται άλλος… τρελός να αναλάβει, με ποδοσφαιριστές που έχουν «κρεμαστεί» ως… βύσματα και απλώς πιόνια επιλήψιμων συναλλαγών, χωρίς την παραμικρή πλέον εμπιστοσύνη από τους φιλάθλους και τα media να έχουν μετατρέψει την καθημερινότητα του συλλόγου στο μεγαλύτερο αυτήν την στιγμή block buster στην Ολλανδία.
Αυτονόητα πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας του Άγιαξ. Δεδομένα θα τον επηρεάσει, πολυεπίπεδα. Άγνωστο για πόσο. Ο επόμενος κύκλος εξυπακούεται πως θα αργήσει να ανοίξει.
Αυτό όμως αποτελεί και την ελπίδα, τη σιγουριά για την ανάκαμψη του «Αίαντα». Θα αργήσει, ναι, αλλά οι ποδοσφαιρικές βάσεις του οργανισμού, η ταυτότητα και η φιλοσοφία του, εγγυώνται πως τον δρόμο θα τον βρει.
Αρκεί να θυμηθεί ξανά αυτόν που (και πως τον) έχει διανύσει.