Η ομάδα του Euro που δεν υπήρξε ποτέ ξανά
Ακριβώς μετά από εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης και πριν απ’ αυτήν της Ρωσίας υπήρξε μια εθνική ποδοσφαίρου 6 ημερών δίχως πατρίδα, δίχως σημαία, δίχως ύμνο. Η ομάδα της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών συμμετείχε στο EURO '92 και κατόπιν δεν απασχόλησε κανέναν.
Χριστούγεννα του 1991. Το Τείχος του Βερολίνου έχει γκρεμιστεί από 13μηνου (Νοέμβριος του '89), τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην ανατολική Ευρώπη έχει ανατραπεί, ως συνέπεια των εγχώριων εξεγέρσεων, και στο Κρεμλίνο υποστέλλεται για τελευταία φορά η κατακόκκινη σημαία με το χρυσό σφυροδρέπανο. Από τις 26/12 του χρόνου εκείνου η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ανήκει οριστικά πια στη λήθη, καθώς είχε προηγηθεί η ανεξαρτητοποίηση των χωρών της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία), και ο «ανοχύρωτος» Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παραδίδει την εξουσία στον Μπόρις Γέλτσιν. Το τελευταίο κάστρο καταρρέει!
Η ΕΣΣΔ που έγινε ΚΑΚ σε μια νύχτα
Μαζί, φυσικά, παύει να υφίσταται κάθε φορέας που λειτουργεί υπό τη σκέπη της κεντρική εξουσίας και δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, αναγνωρισμένο μέλος της FIFA από το 1946 και της UEFA από το 1954, είναι ένας εξ αυτών που δεν διαθέτουν ισχύ. Μοιραία χάνει την υπόστασή της η εθνική ομάδα, η οποία λίγες εβδομάδες νωρίτερα (Νοέμβριος του '91) είχε εξασφαλίσει την παρουσία της στην τελική φάση του EURO '92 που είναι προγραμματισμένο να διεξαχθεί τον Ιούνιο στη Σουηδία (10-22 Ιουνίου). Με αφετηρία το 2-0 επί της Νορβηγίας στη Μόσχα το σύνολο του Ανατόλι Μπίσοβετς (ο διάδοχος του Βαλερί Λομπανόφσκι) είχε διαγράψει μια αήττητη διαδρομή 8 αγώνων (5-3-0) και επικρατώντας 3-0 της Κύπρου στη Λάρνακα είχε καπαρώσει τη μία και μοναδική θέση, μέσω της πρωτιάς του 3ου ομίλου, έναντι της Ιταλίας (ημιφιναλίστ του Παγκοσμίου Κυπέλλου) που έμεινε εκτός 8άδας.
Ακολουθώντας τις επιταγές της διεθνούς αθλητικής κοινότητας, καθώς με την αντίστοιχη μορφή θα συμμετείχαν οι αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, η UEFA αποδέχθηκε πλήρως το Πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα, που είχε υπογραφεί από 11 κράτη-μέλη της πρώην ΕΣΣΔ και -σε αντίθεση με τη Γιουγκοσλαβίας που αποβλήθηκε εν τέλει στα τέλη Μαΐου εξαιτίας των κυρώσεων που της είχαν επιβληθεί από τον ΟΗΕ- επιτρέπει στην (αναγνωρισμένη από τον Γενάρη του 1992) Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών να εκπροσωπήσει για μια τελευταία φορά το 'σοβιετικό ποδόσφαιρο' σε μια διεθνή διοργάνωση. Είχε μεριμνήσει γι' αυτό ο δαιμόνιος (αντιπρόεδρος της FIFA) Βιάτσεσλαβ Κολόσκοφ, ενεργοποιώντας όποιον μηχανισμό μπορούσε να επηρεάσει. Από το πρώτο 10ήμερο του '92 ο Ρώσος παράγοντας είχε θέση σε εφαρμογή ένα σχέδιο σταθεροποίησης του ποδοσφαίρου στην ευρύτερη περιοχή της πρώην ΕΣΣΔ και πείθοντας με τις εξαγγελίες του για διαμερισμό των κερδών τους ηγέτες των ΠΟ των υπόλοιπων χωρών έφραξε για δεύτερη φορά τον δρόμο στους Ιταλούς. Που, εν τω μεταξύ, καιροφυλακτούσαν ελπίζοντας σε μια συμμετοχή μέσω αντικατάστασης.
"Ήταν απαραίτητο τότε να διατηρήσουμε μια ομάδα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα", υποστήριζε χρόνια αργότερα Κολόσκοφ, ο οποίος είχε φροντίσει να σιγουρέψει ότι σε όλο αυτό δεν θα είναι μόνος. Θα έχει τουλάχιστον την έγκριση των Ζοάο Χαβελάνζε, Σεπ Μπλάτερ και Λέναρντ Γιόχανσον προτού προχωρήσει, ότι δεν θα κάνε βήμα στο κενό.
Ρωσικό και ουκρανικό μπλοκ
Ο Ουκρανός Μπίσοβετς παρέμεινε στη θέση του εκλέκτορα, αλλά οι επιλογές του ήταν μοιραία περιορισμένες και το έργο του αρκετά περίπλοκο. Όχι πως έλειπε η ποιότητα, μιας και την τελική 20μελή αποστολή αποτέλεσαν εν τέλει και σχεδόν αποκλειστικά Ρώσοι, Ουκρανοί και κατ' εξαίρεση ένας Γεωργιανός, στον οποίο η κυβέρνηση της χώρας είχε χορηγήσει ειδική άδεια. Μεταξύ αυτών μάλιστα ο 'φέρων το περιβραχιόνιο' και εμβληματικός Ολεκσέι Μιχαϊλιτσένκο, ο ανερχόμενος σταρ Αντρέι Καντσέλσκις από την αγγλική Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ο Λευκορώσος χαφ Σεργκέι Αλεΐνικοφ. Ή όπως επίσης ο Όλεγκ Κουζνέτσοφ με τον Ιγκόρ Ντομπροβόλσκι (που είχε επανέλθει από σιωπηρή τιμωρία).
Δεν είναι ψέμα, πάντως, ότι για την πλειονότητα όσων λάμβαναν μέρος σε αυτό το πείραμα επρόκειτο για μια άνωθεν υποχρέωση που απλώς έπρεπε να τακτοποιηθεί. Αναπόφευκτα το εθνικό φρόνημα είχε -κατά μεγάλο ποσοστό- εξασθενήσει στο σύνολο που μετέβη σε Νόρκεπινγκ και Γκέτεμποργκ για τα παιχνίδια του ομίλου. Ήταν κοινό μυστικό στ' αποδυτήρια πως η ομάδα, χωρισμένη σε δύο υπόγκρουπ, ήταν αποκλειστικά μιας χρήσης. Μια εθνική-φάντασμα που αμέσως μετά το τέλος του τουρνουά θα εξαϋλωνόταν, δεν θα είχε ουσία ύπαρξης. Όπως δηλαδή συνέβη στις 3 Ιουλίου του 1992, την ημέρα που η Ρωσική Ομοσπονδία ανακηρύχθηκε από τη FIFA ως η μοναδική συνέχεια της Σοβιετικής.
Για τους ποδοσφαιριστές που επιλέχθηκαν να στελεχώσουν το πρότζεκτ ήταν περισσότερο μια ευκαιρία ατομικής προβολής και ανταμοιβής για την πρόκριση η παρουσία στα σουηδικά γήπεδα παρά ένα καλοσυντονισμένο εγχείρημα για μια ομαδική επιτυχία. Ούτε, φυσικά, το νέο έμβλημα ήταν δυνατόν να εμπνεύσει, πόσο μάλλον ένα σκέλος της αριστουργηματικής 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, που υιοθετήθηκε ως ύμνος για το τελετουργικό πριν από τη σέντρα των αγώνων. Η προετοιμασία είχε, άλλωστε, κυλήσει μετ' εμποδίων. Χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς μεν, αλλά σ' ένα προβληματικό προπονητικό κέντρο του Νόβογκορσκ που προκαλούσε τα καθημερινά παράπονα των διεθνών, οι οποίοι είναι βέβαιο πως αλλού θα ήθελαν να βρίσκονται εκείνη την περίοδο. "Αντιμετώπιζαν μυϊκά προβλήματα στα πόδια τους, γιατί προπονούνταν συνεχώς σε σκληρό έδαφος", έχει καταγραφεί από τον Τύπο της εποχής.
Το μείγμα των παικτών αυτών, αφού έδωσε αρχικά επτά φιλικά (το πρώτο στο... Μαϊάμι των ΗΠΑ σε μορφή ανακωχής μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου), απέφερε δύο ισοπαλίες, μία ήττα κι έναν πρόωρο αποκλεισμό από τη συνέχεια του EURO. Ενδεχομένως αν ο Τόμας Χέσλερ δεν είχε ισοφαρίσει για την (παγκόσμια πρωταθλήτρια και ενιαία για πρώτη φορά) Γερμανία με την εκτέλεση φάουλ στο 90' της πρεμιέρας η ιστορία της CIS να είχε λάβει διαφορετική τροπή. Είχε προηγηθεί το γκολ-πέναλτι του Ντομπροβόλσκι με τη συμπλήρωση 62 λεπτών στο ματς, γκολ που αποδείχθηκε -εκ των υστέρων- το μοναδικό στην τρομερά σύντομη πορεία μιας ομάδας που συνετέθη από τα κομμάτια μιας αυτοκρατορίας που είχε σκορπίσει στους πέντε ανέμους.
Ούτως ή άλλως το 1-1 απέναντι στη μετέπειτα φιναλίστ της διοργάνωσης συνδυάστηκε με άλλο ένα 'Χ': το 0-0 του επόμενου αγώνα με την (κάτοχο του τροπαίου και απόλυτο φαβορί έως ότου αποκλειστεί από τη Δανία) Ολλανδία, σ' ένα παιχνίδι που από τη μία ο Βίκτορ Ονόπκο 'έσβηνε' τον Ρουντ Γκούλιτ από την άλλη είχε ακυρωθεί λανθασμένα γκολ του Μάρκο Φαν Μπάστεν. Προτού, στο τέλος, έρθει το απροσδόκητο 3-0 από τη Σκωτία, με δύο γκολ από καραμπόλες (Μακστέι με την πλάτη του Χάριν, Μακλέρ) κι άλλο ένα από την άσπρη βούλα (Μακάλιστερ) και προσδώσει βιτριολικό φινάλε σε μια ποδοσφαιρική περεστρόικα με ανάλογα οδυνηρό φινάλε.
Για το τρίτο και τελευταίο παιχνίδι της ΚΑΚ, η οποία θα έφτανε στα ημιτελικά της διοργάνωσης σε περίπτωση που νικούσε τους Σκωτσέζους, συντηρούνται μέχρι σήμερα διάφοροι μύθοι. Τρεις είναι οι κυρίαρχοι:
- Ότι ο ενθουσιασμένος Κολόσκοφ αποσυντόνισε τους ποδοσφαιριστές με τα λεγόμενά του αμέσως μετά το 0-0 με τους 'οράνιε', υποστηρίζοντας πως η δουλειά έχει κιόλας γίνει. Φημολογείται μάλιστα πως ορισμένοι, μεταξύ των οποίων ο Μπίσοβετς, πίστεψαν ότι έχει εξαγοραστεί το επόμενο αποτέλεσμα.
- Ότι οι αδιάφοροι Σκωτσέζοι διεθνείς είχαν φτάσει μεθυσμένοι ή τουλάχιστον με πονοκέφαλο στο γήπεδο, από έξοδο σε διάφορα μπαρ, άρα θα ήταν εύκολη λεία στα 90 λεπτά.
- Ότι οι δύο Ουκρανοί Μιχαϊλιτσένσκο και Κουζνέτσοφ, που ανήκαν εκείνη την εποχή στη Ρέιντζερς, είχαν συνεννοηθεί με τους παίκτες της Σκωτίας, υποσκάπτοντας εκ των έσω την όλη προσπάθεια.
Καθεμιά εξ αυτών των εκδοχών έχουν αποκρουστεί από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και ακολούθως καθένας κράτησε αυτό που ήθελε για τον εαυτό του. Ό,τι κι αν συνέβη το βράδυ της 18ης Ιουνίου του 1992 στο Νόρκεπινγκ η ιστορία έγραψε πως εκείνο το ματς ήταν το 'κύκνειο άσμα' μιας εθνικής ομάδας που δεν υπήρξε ποτέ. Πριν ή μετά. Μόνο εκείνες τις 6 επίσημες ημέρες. Ή καταχρηστικά ένα 6μηνο στο σύνολο. Ποτέ ξανά. "Δεν έχουμε σημαία ή ύμνο. Για όλους τους άλλους ο ύμνος ακούγεται, οι παίκτες τραγουδούν, οι οπαδοί επίσης. Εμείς είμαστε εντελώς αδιάφοροι. Και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά; Για ποιον παίζουν οι παίκτες; Ποιον εκπροσωπούν;" αναρωτιόταν ο δημοσιογράφος Όλεγκ Κουτσερένκο σε ρεπορτάζ-σχόλιο της εποχής μετά το φινάλε του τουρνουά και, μεταξύ μας, είχε απόλυτο δίκιο.