Ίβιτσα Όσιμ: Η μπάλα ήταν η ερωμένη του κι όχι απλά μία "πόρνη"
Μία ωδή στον τεράστιο Ίβιτσα Όσιμ, ο οποίος "έφυγε" πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, αλλά άφησε πίσω του τόσο στον Παναθηναϊκό όσο και στο ποδόσφαιρο γενικότερα πολλά περισσότερα απ' την περίφημη ατάκα του Σεπτέμβρη του 1993.
Το να γράψει κανείς ένα μικρό ή μεγάλο αφιέρωμα για τον τεράστιο Ίβιτσα Όσιμ, είναι σαν να προσπαθεί να χωρέσει τα 12 Ευαγγέλια μέσα σε μία και μόνο παράγραφο. Είναι αδύνατο να καλύψεις όλα όσα έχει δώσει στο άθλημα μία τέτοια ανεξάντλητη προσωπικότητα που δεν είναι πια κοντά μας.
Διότι αυτό ήταν για το ποδόσφαιρο, ο τεράστιος Βόσνιος προπονητής, μέχρι το πρωί της Κυριακής (1/5), όταν κι έκλεισε για τελευταία φορά τα μάτια του: Ένας "απόστολος" του ποδοσφαίρου επί γης κι ένας άνθρωπος που είχε την ευλογία να εντάξει στον οργανισμό του ο Παναθηναϊκός για περίπου δύο χρόνια κι εκτίμησε όλα όσα του έδωσε όταν πλέον αποχώρησε απ' τον "πράσινο" πάγκο το πρωί της 13ης Μαρτίου 1994.
Πολύ πριν αποδεχθεί την πρόταση του Γιώργου Βαρδινογιάννη για να φορέσει την "πράσινη" φόρμα το καλοκαίρι του 1992, είχε χτίσει ήδη το δικό του μύθο στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Ως ποδοσφαιριστής έκανε μία εξαιρετική καριέρα στην πατρίδα του, αλλά και στη Γαλλία με τις φανέλες των Σεντάν, Βαλενσιέν και Στραμπούρ (με το προσωνύμιο "ο Στράους της Γκρμπάβιτσα" λόγω του ξανθού κι επιβλητικού παρουσιαστικού του στη μεσαία γραμμή), όμως ως προπονητής άφησε ακόμη πιο έντονα το σημάδι του.
Το "θαύμα της Ζελέζνιτσαρ", η οποία από την αφάνεια έφτασε επί των ημερών του να διεκδικεί στα ίσα το πρωτάθλημα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου και στα ημιτελικά του UEFA (1984/85), τον έβαλε αμέσως στο χάρτη των κορυφαίων τεχνικών της χώρας.
Το 1986, έπειτα από δύο χρόνια ως βοηθός προπονητή στο πλευρό του Ιβάν Τόπλακ (με κορυφαία στιγμή το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984), ανέλαβε τα ηνία της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας. Με την καλύτερη φουρνιά που ανέδειξε ποτέ η πάλαι ποτέ ενωμένη χώρα των Βαλκανίων, έφτασε ως τα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 στην Ιταλία μένοντας εκτός στα πέναλτι απ' την Αργεντινή του Ντιέγκο Μαραντόνα, μετά το χαμένο πέναλτι του Χατζιμπέγκιτς, τον οποίο νίκησε ο καταπληκτικός σ' εκείνο το τουρνουά Γκοϊκοετσέα.
Αυτό ήταν πάντα και το μεγαλύτερο μαράζι του. Το γεγονός ότι εκείνη η ομάδα δεν έφτασε ποτέ στην κορυφή του κόσμου, θεωρώντας πως ίσως μ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί κι ο εμφύλιος που ακολούθησε. "Αν είχαμε κατακτήσει τον τίτλο στην Ιταλία, κάτι που ήταν μέσα στις δυνατότητές μας, ίσως -λέω ίσως- να είχαμε αποφύγει τον πόλεμο", είχε αναφέρει έπειτα από πολλά χρόνια σε συνέντευξή του στην Αυστρία, όπου είχε βρει το "λιμάνι" του στη Στουρμ μετά το πέρασμά του απ’ τον Παναθηναϊκό. Εκεί, στο Γκρατς πέρασε και τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέχρι να αποχαιρετήσει τα εγκόσμια.
Ο "δάσκαλος" ως... αντίπαλον δέος του Μπάγεβιτς
Για το πώς ανέλαβε τον Παναθηναϊκό, λίγο μετά τη διάλυση της Εθνικής Ομάδας της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, έχουν γραφτεί διάφορες θεωρίες. Η πρώτη αναφέρει πως ο "Καπετάνιος" και η οικογένεια Βαρδινογιάννη έψαχναν έναν προπονητή για να οδηγήσει την ομάδα στη νέα εποχή και να αποτελέσει το αντίπαλον δέος για την ΑΕΚ του Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο οποίος είχε αρχίσει τότε να αφήνει το δικό του "σημάδι" στους "κιτρινόμαυρους". Και ποιος ιδανικότερος απ' τον ίδιο τον ποδοσφαιρικό και προπονητικό μέντορα του ίδιου του "Ντούσκο", τον Ίβιτσα Όσιμ.
Ο εκλιπών άλλωστε, τον είχε εντάξει στο προπονητικό τιμ της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, βλέποντας στο πρόσωπό του έναν τεχνικό με τεράστια προοπτική. Το μοναδικό... παράπονο του Όσιμ απ' τον Μπάγεβιτς ήταν ένα: κάθε Παρασκευή, ο ίδιος ως επικεφαλής όλων των κλιμακίων των Εθνικών Ομάδων της Γιουγκοσλαβίας ζητούσε απ' τα μέλη του προπονητικού τιμ εκθέσεις για τη δουλειά της εβδομάδας.
Ο Μπάγεβιτς, ωστόσο, δεν του έδωσε ποτέ ούτε ένα... χαρτί. "Την έχω εδώ μέσα και θα στην πω προφορικά την έκθεσή μου" του έλεγε δείχνοντάς του το κεφάλι του, με τον πάντα βλοσυρό Όσιμ να συνοφρυώνεται και να τον ακούει με εκνευρισμό, αλλά και με σεβασμό για το... θράσος του.
Ο "καπετάνιος" ήθελε να του ξαναφτιάξει την ομάδα
Το επικρατέστερο σενάριο της πρόσληψής του απ' τον "Καπετάνιο" πάντως, έχει να κάνει με το παρελθόν του πάνω στα νέα παιδιά. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε προχωρήσει στις αρχές της δεκαετίας του '90 σε ένα πολύ μεγάλο "παιδομάζωμα" όλων των νέων ταλέντων της χώρας.
Από τους δύο Γεωργιάδηδες (τον Γ.Χ. και τον Γ.Σ.) της Δόξας Δράμας μέχρι τον Αστέριο Γιώτσα κι από τον Δημήτρη Μάρκο μέχρι τον Μαρίνο Ουζουνίδη.
Και χρειαζόταν έναν προπονητή, ο οποίος θα μπορούσε να του ξαναφτιάξει απ' την αρχή την ομάδα, μαζί με τον σούπερ γκολτζή Κρίστο Βαζέχα, τον μεγάλο Δημήτρη Σαραβάκο, τον Γιόζεφ Βάντσικ και τον Χουάν Χοσέ Μπορέλι, που αποκτήθηκε ένα χρόνο πριν από την πρόσληψη του Όσιμ, μετά βαΐων και κλάδων και εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών απ' τη Ρίβερ Πλέιτ.
Ο Όσιμ είχε μόλις αποχωρήσει τον Μάιο του 1992 από τον πάγκο της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, ένα μήνα πριν από το Euro 1992, όταν ο πόλεμος πλέον είχε φτάσει στη γενέτειρά του, το Σαράγεβο.
"Είναι η προσωπική μου χειρονομία. Σκεφτείτε το όπως θέλετε. Αλλά ίσως αυτό να σας βοηθήσει να θυμηθείτε ότι εγώ γεννήθηκα στο Σαράγεβο. Πώς μπορώ να προπονώ πλέον μία εθνική ομάδα που δεν υπάρχει πια" ήταν τα τελευταία λόγια του στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου που έδωσε.
Τον πλήγωσε πολύ όλη αυτή η κατάσταση, λέγοντας μετά από χρόνια πως "αν οι ποδοσφαιριστές ήταν στην εξουσία αντί για τους πολιτικούς, αυτό που συνέβη στη Γιουγκοσλαβία δε θα είχε συμβεί ποτέ".
Το κοστούμι, τα... πιστόλια και ο Μαυροκουκουλάκης
Ο ίδιος δελεάστηκε απ' την προοπτική να εργαστεί ξανά μετά από χρόνια σε ένα κλαμπ και τον εντυπωσίασε το μοντέρνο, αθλητικό κέντρο της Παιανίας, ένα απ' το κορυφαία της εποχής στην Ευρώπη.
Στον Παναθηναϊκό, εντούτοις, δεν τα βρήκε όλα, όπως θα τα περίμενε. Η σχεδόν καθημερινή (υποχρεωτική) ενημέρωση προς τη διοίκηση και για το τελευταίο πράγμα ήταν κάτι που τον εκνεύριζε, διαφωνώντας πάρα πολλές φορές για διαφορετικά θέματα με τον "Καπετάνιο".
Παράλληλα, είχε συνεχείς τριβές με τον τότε γενικό αρχηγό του "τριφυλλιού" (και σημερινό πρόεδρο) Μάνο Μαυροκουκουλάκη, θεωρώντας πως "υπέσκαπτε" διαρκώς το έργο του, όπως είχε υπογραμμίσει σε αρκετές συνεντεύξεις που έδωσε τα επόμενα χρόνια.
Απ' τις κορυφαίες ατάκες του, αυτή που είχε πει μετά από μία απ' τις περίφημες συσκέψεις του με την τριανδρία της οικογένειας Βαρδινογιάννη, τον Βαρδή, τον Γιώργο και τον αείμνηστο Θόδωρο, στις οποίες πήγαινε πάντα καλοξυρισμένος και κοστουμαρισμένος, διότι όπως έλεγε με το τρομερά κυνικό χιούμορ του "πηγαίνω για... εκτέλεση. Με τόσα πιστόλια εκεί μέσα δεν ξέρεις τι μπορεί να σου τύχει. Τουλάχιστον να είμαι ντυμένος".
Οι κόντρες του με τον Σαραβάκο και τις βεντέτες
Στη σχεδόν διετή παρουσία του στον πάγκο του Παναθηναϊκού, κατηγορήθηκε πως είχε πάντα προβλήματα με τις "βεντέτες". Με τον Σαραβάκο, με τον Μπορέλι, με τον Αποστολάκη. Ναι, ήταν άνθρωπος που δεν έψαχνε τη διπλωματία και τα έλεγε σε όλους έξω από τα δόντια. Κι αυτό ορισμένες φορές έφερνε αντιδράσεις.
Για τον Σαραβάκο, όσο κι αν υπήρχε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής ένα feeling πως δεν ήθελε να τον βλέπει, ο Όσιμ είχε πολύ μεγάλη αδυναμία στα ποδοσφαιρικά χαρίσματά του.
Κι όταν τραυματίστηκε πριν από τους αγώνες με τη Γιουβέντους για το Κύπελλο UEFA, τα έβαψε... μαύρα. Αυτό που ήθελε όμως απ' τον μεγάλο "μικρό" του ελληνικού ποδοσφαίρου, είναι να συμμετέχει σε όλες τις φάσεις του παιχνιδιού. Κάτι που ήταν και το... καλύτερο για τον Σαραβάκο, ο οποίος δεν θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο παιχνιδιού του στα 31 του.
Κι όταν στις προπονήσεις ο εκλιπών τον έβαζε να κάνει πάνω-κάτω τη δεξιά πλευρά με την μπάλα μόνος του, η σχέση τους μπήκε πλέον στον πάγο. Με τον Όσιμ να λέει ορθά-κοφτά μετά από λίγο καιρό πως "για να ξαναπαίξει ο Σαραβάκος, θα πρέπει το ποδόσφαιρο να γίνει χάντμπολ, να μπαίνουν και να βγαίνουν οι ποδοσφαιριστές".
Για τον Μπορέλι προσπάθησε να βρει τρόπους για να τον εντάξει στην ομάδα, όταν επέστρεψε στο "τριφύλλι" στα τέλη Οκτωβρίου έχοντας χάσει όλη την καλοκαιρινή προετοιμασία γιατί ήθελε να φύγει (πόσες ιστορίες "ξεχασμένες" στο χρόνο αλήθεια), ο "Χότα-Χότα" δεν είχε τις αντοχές για να βγάζει τη δουλειά και τις προπονήσεις του Βόσνιου προπονητή.
Χάνοντας τη θέση του στην ενδεκάδα και πολλαπλασιάζοντας τον... εκνευρισμό του "καπετάνιου" που είχε τεράστιο κόλλημα με τον Αργεντινό.
Η ατάκα που έγραψε ιστορία μετά από νίκη ανατροπής
Η ατάκα του που έμεινε στην Ιστορία και συνόδευε το όνομά του τις επόμενες τρεις δεκαετίες ήταν το περίφημο "η μπάλα είναι πόρνη. Γι' αυτό νικήσαμε, ενώ έπρεπε να χάσουμε σήμερα". Φράση που είπε στις 5 Σεπτεμβρίου 1993, στη νίκη του Παναθηναϊκού επί του Ηρακλή στο Καυτανζόγλειο, όταν οι "πράσινοι" επέστρεψαν από το σε βάρος τους 2-0, επικρατώντας με 3-2 στο τελευταίο τέταρτο του αγώνα.
Ατάκα που πέρασε από γενιά σε γενιά, μέχρι και τις μέρες μας και τη γνωρίζουν πλέον και τα... εγγόνια των Παναθηναϊκών της εποχής, συνδέοντάς τη με τον Βόσνιο τεχνικό, κάθε φορά που η μπάλα θα πάει δοκάρι κι έξω!
Πόσο άδικο όμως. Πόσο άδικο να θυμούνται όλοι στις μέρες μας έναν τόσο σπουδαίο προπονητή, κυρίως για τη συγκεκριμένη φράση κι όχι για όλα όσα έχει κάνει μέσα στο γήπεδο με τη δουλειά του. Διότι για τον Ίβιτσα Όσιμ η μπάλα ήταν η ερωμένη του, κι όχι μια απλή "πόρνη". Ήταν εκείνη για την οποία ζούσε κι ανέπνεε καθημερινά, αυτή που του έδωσε τόσα πολλά και της τα ανταπέδωσε πίσω εις πολλαπλούν.
Τα "κουρεμένα κεφάλια", το δικό του... κεφάλι κι ο "μπέμπης"
Το κλίμα της εποχής, ωστόσο, αλλά και οι ουκ ολίγοι φανατικοί "πολέμιοι" του, κατάφεραν να τον συνδέσουν μόνο με αυτή την ατάκα. Κι ας την είχε επαναλάβει σε άλλη συνέντευξή του χρόνια αργότερα, λέγοντας πως "η πόρνη είναι και παραμένει πάντα πόρνη" κι έχει πει κι άλλες, πολύ πιο "δυνατές" και πολύ πιο εμφατικές, ως προϊόν τις ευφυΐας του, της ιδιοσυγκρασίας του και της τρομερής προσωπικότητάς του.
Σαν κι αυτή που είχε πει στον Γιώργο Γεωργιάδη του Χαραλάμπους, τον "μπέμπη", λίγο πριν τον τελικό του 1993 με τον Ολυμπιακό, που πήρε ο Παναθηναϊκός με 1-0 χάρις στην κεφαλιά-ψαράκι του Κρίστο Βαζέχα. Τον περίφημο τελικό των κουρεμένων κεφαλιών, στον οποίο οι παίκτες του Ολυμπιακού (συμπεριλαμβανομένων και των μακρυμάλληδων και... χαιτάδων Τσιαντάκη, Χαντζίδη κ.α.) είχαν παρουσιαστεί με κουρεμένα κεφάλια ως κίνηση ομοψυχίας, σαν "όρκο νίκης".
Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα στην προθέρμανση, ο Όσιμ είπε προς τον Γ.Χ. Γεωργιάδη την ώρα που έδινε τις τελευταίες οδηγίες. "Έντεκα κουρεμένα κεφάλια απέναντι. Κι εγώ παίζω τα δικό μου κι εσύ την ευκαιρία της ζωής σου". Ήταν το ματς στο οποίο ο Βόσνιος είχε αφήσει εκτός τον Σαραβάκο, δίνοντας φανέλα βασικού στον Γ.Χ. κι ο "μπέμπης" τον δικαίωσε κάνοντας το ματς της... ζωής του.
Η ατρόμητη κριτική του προς τον Γιώργο Βαρδινογιάννη
Εξίσου τρομερή και επαναστατική ήταν και η ατάκα του για τον καλύτερο προπονητή, όπου είχε πει: "Μα ο Γιώργος Βαρδινογιάννης φυσικά! Μόνο η φόρμα του λείπει για να καθίσει στον πάγκο". Σε μία εποχή που ο "Καπετάνιος" ήταν κάτι απλησίαστο στο θέμα της κριτικής.
Κι όμως ο Όσιμ δεν "κώλωνε" να βάλει στο κάδρο της κριτικής και τον τότε ισχυρό άνδρα του Παναθηναϊκού, λέγοντας πως "αν ήμουν Βαρδινογιάννης δεν θα ασχολούμουν με το ποδόσφαιρο", έπειτα από ερώτηση για το ποιον παίκτη θα αγόραζε αν ήταν ο "Καπετάνιος".
Για τον πολύ ποιοτικό Κώστα Φρατζέσκο, άλλο μεγάλο ταλέντο της εποχής της εποχής είχε τονίσει πως "αν είχε δύναμη και τσαγανό, θα ονομαζόταν Τζάιτς. Τέτοιο αριστερό πόδι δεν έχω ξαναδεί", ενώ ήταν εκείνος που έπεισε τον Βαρδινογιάννη να πάρει τον Έρικ Μίκλαντ, λέγοντάς του: "Ο καλύτερος αμυντικός χαφ της Ευρώπης. Πάρε τον με κλειστά τα μάτια".
Ο προπονητής που άλλαξε την κατεύθυνση του Παναθηναϊκού
Το φινάλε του στον Παναθηναϊκό δεν ήταν αυτό που θα του άξιζε. Έχασε για έναν βαθμό το πρωτάθλημα του 1993 και την ευκαιρία να εδραιωθεί στις συνειδήσεις όλων. Και να παραμείνει για πολλά περισσότερα χρόνια στον πάγκο του "τριφυλλιού", αλλάζοντας συνολικά την πορεία του τα επόμενα χρόνια.
Περισσότερο απ' όσο είχε κάνει ήδη, διότι πάντα πίσω απ' την τρομερή πορεία της ομάδας του Ρότσα που πήρε δύο πρωταθλήματα (1995, 1996) και δύο Κύπελλα (1994, 1995) κι έφτασε ως τους "4" του Champions League, υπήρχε πάντα η βαριά σκιά του Όσιμ. Ως δημιουργού μίας υπέρλαμπρης ομάδας, απ' τις καλύτερες που γνώρισε ποτέ το ποδόσφαιρό μας, αλλά δεν μπόρεσε να γευτεί ο ίδιος ως το τέλος τους υπέροχους καρπούς της!