Κρίστιαν Ερικσεν: Η ζωή του όλη
Από τα, πολλά, γήπεδα της γραφικής γενέτειράς του, από το οδικό πέρασμα στο Αμστερνταμ, από την καθιέρωση στο Λονδίνο και τα ζόρια στο Μιλάνο, από τις συγκρίσεις των συμπατριωτών του με τον Μίκαελ Λάουντρουπ και το ηγετικό του, πλέον, στάτους, από οτιδήποτε που ο Κρίστιαν Ερικσεν θα μπορούσε να κρατήσει στην ποδοσφαιρική του καριέρα, αυτό που σήμερα μετράει, το μόνο που μετράει είναι πως αναπνέει.
Μια κουκίδα στο χάρτη το Μίντελφαρτ όπου ο Κρίστιαν Έρικσεν γεννήθηκε. Πρωτεύουσα του Φούνεν, του τρίτου μεγαλύτερου νησιού του συμπλέγματος των νησιών που αποτελούν τη Δανία, με όλους και όλους 15.000 ψυχές να κατοικούν εκεί. Αυτό που ξεχωρίζει για τον κάθε επισκέπτη και καταγράφεται ως δυσανάλογο σε σχέση με τον πληθυσμό είναι τα ποδοσφαιρικά γήπεδα.
Βρίσκονται παντού. Οπουδήποτε. Ειδικά στον πρώτο πρώτο σύλλογο της καριέρας του Δανού διεθνή, την Middelfart G&BK, στην οποία και εντάχθηκε από τριών μόλις χρονών.
Το… καλό της, αυτό που η πρώτη ομάδα υποδέχεται τους αντιπάλους της φέρει και τ’ όνομά του. Κάτι λιγότερο από 40.000 ευρώ κόστισε η πλήρης ανακατασκευή του, εκεί γύρω στο 2010, ποσό που αντιστοιχούσε στα τροφεία που δικαιούνταν από τη μεταγραφή του έφηβου ακόμη Έρικσεν από την Οντένσε (η «μεγάλη» της περιοχής και στην οποία είχε πάει από 13 χρονών) στον Άγιαξ. Ακόμη και το γήπεδο του δημοτικού σχολείου που φοίτησε, του Lillebælt, το δικό του όνομα έχει, μετονομαζόμενο από το «Γιόχαν Κρόιφ».
Δεκαέξι χρονών έκανε το πεντάωρο, οδικώς, ταξίδι από το Μίντελφαρτ στο Άμστερνταμ. Μπορούσε να πάει παντού. Μπαρτσελόνα (η αγαπημένη του ομάδα), Ρεάλ, Τσέλσι, Μίλαν. Σε όλες κλήθηκε να κάνει δοκιμαστικά. Όλες προσπάθησαν να τον δελεάσουν. Καμία όμως ούτε τον ίδιο, ούτε τον πατέρα Τόμας και συμβουλάτορα σε κάθε του βήμα – ποδοσφαιριστής γαρ και αυτός, όπως άλλωστε και η κατά τέσσερα χρόνια μικρότερη αδερφή του – τον δελέασαν.
"Κάθε φορά που γύριζε από δοκιμαστικό, τον ρωτούσαμε όλοι με αγωνία. Πως ήταν το Μπερναμπέου, το Σαν Σίρο, το Λονδίνο, η Βαρκελώνη. Κάτι περισσότερο από ένα ok δεν θυμάμαι να ακούσαμε ποτέ", θυμάται ένας τότε συμπαίκτης του, πλέον, διανομέας κρέατος στη γενέτειρά του. Το Άμστερνταμ, ο Άγιαξ, διέφεραν. Τόποι γνωστοί, χρώματα γνωστά για τους Δανούς. Τους ήξεραν στον «Αίαντα», τον ήξεραν οι Σκανδιναβοί, αφού τόσοι και τόσοι είχαν σταδιοδρομήσει, είχαν φτιάξει την καριέρα τους εκεί.
Η μύγα
Θέμα χρόνου ήταν λοιπόν. Απλώς. Τον Νοέμβριο του 2009, τρεις μήνες πριν την ενηλικίωσή του και δύο πριν τον προβιβασμό του στην πρώτη ομάδα, ο τότε εκλέκτορας της Δανίας, Μόρτεν Ολσεν, παρακολουθεί – μάλλον βαριεστημένα είναι η αλήθεια – ένα φιλικό της εθνικής u17 κόντρα στη Γαλλία. Η σωματομετρική διαφορά εμφανής, με τους νεαρούς Γάλλους να μοιάζουν θεριά κόντρα στους συνομηλίκους του Δανούς.
Μια… μύγα όμως (όπως τον χαρακτήρισε ο μετέπειτα Δανός εκλέκτορας, Έγκε Χαρέιντε), δεν μπορούσαν να την πιάσουν με τίποτα. «Ήταν εντυπωσιακό. Ο τρόπος που κινούνταν ανάμεσα σε γραμμές και αντιπάλους, ο τρόπος που κατεύθυνε συμπαίκτες και παιχνίδι. Η τεχνική του…», μοιράστηκε, χρόνια αργότερα, αποσβολωμένος ο Όλσεν.
Επτά μήνες αργότερα από εκείνο το παιχνίδι, ο Έρικσεν ήταν στην αποστολή της Δανίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010. Είχε προλάβει να γίνει επαγγελματίας, να μπει – και να μην βγει… - στην πρώτη ομάδα του Άγιαξ, να γίνει ο τέταρτος νεαρότερος που ντεμπούταρε με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του και ο νεαρότερος μετά από τον (ποδοσφαιρικό) πρίγκηπα των Δανών, τον Μίκαελ Λάουντρουπ (σ.σ. το 1982 το δικό του ντεμπούτο).
Τότε, στα γήπεδα της Νότιας Αφρικής ήταν ο νεαρότερος ποδοσφαιριστής που συμμετείχε στο Μουντιάλ. Οκτώ χρόνια αργότερα, σε εκείνο της Ρωσίας, ήταν ένας από τους καλύτερους και για τους συμπατριώτες του τουλάχιστον, δικαιολογούσε απολύτως περιθώριο αντιπαράθεσης για το αν όντως μπορούσε να εκθρονίσει τον πρίγκηπα από την διαχρονική τους αξιολόγηση ως κορυφαίου Δανού όλων των εποχών.
Εκεί, στη Ρωσία, μέρες μόνο πριν τη σέντρα της διοργάνωσης, είχε γνωστοποιήσει πως έγινε πατέρας για πρώτη φορά. Δεν το ήξερε κανείς, δεν είχε καν δημοσιοποιήσει την εγκυμοσύνη της Σαμπρίνα, στον γιο τους Αλφρεντ.
Τακτική δεν άλλαξε ούτε στο δεύτερο παιδί τους. Το μέσο μόνο. Δεν ήρθε βλέπετε παραμονές ή εν μέσω μιας μεγάλης διοργάνωσης, αλλά τον περασμένο Δεκέμβριο, οπότε και απλώς, ανακοινώθηκε μέσω social media πως η οικογένεια των Έρικσεν έγινε τετραμελής.
Μεγάλωνε η φαμίλια, μεγάλωνε το κύρος, μεγάλωνε και το στάτους του. Στο Άμστερνταμ, αναμενόμενα, συνέχισε την σκυταλοδρομία των Δανών ποδοσφαιριστών και έφυγε με τρία σερί πρωταθλήματα Ολλανδίας (2011-13). Προορισμός, πάλι «ψαγμένος», πάλι προσεκτικός, πάλι έμοιαζε αναντίστοιχος του τάλαντου και της δυναμικής που είχε. Λονδίνο και Τότεναμ.
Και… κατά λάθος. Τον Γουίλιαν ήθελαν τα «σπιρούνια» για playmaker, τους τον «έκλεψε» όμως η Τσέλσι και έτσι, με την καλοκαιρινή μεταγραφική περίοδο να ολοκληρώνεται αγόρασαν όποιον ήταν διαθέσιμος.
Η καθιέρωση στο Λονδίνο, τα ζόρια στο Μιλάνο
Από τα 100+1 εκατ. ευρώ που άφησε η πώληση, εκείνο το καλοκαίρι, του Γκάρεθ Μπέιλ στη Ρεάλ, γι’ αυτόν δαπανήθηκαν μόλις κάτι παραπάνω από 10.
Ο Έρικ Λαμέλα, ο Ρομπέρτο Σολδάδο, ακόμη ακόμη και ο Βραζιλιάνος Παουλίνο κόστισαν (τουλάχιστον) τα διπλά και προβλήθηκαν πολύ περισσότερο από τον Δανό, για τον οποίο κανείς μεν δεν αμφέβαλλε για την τεχνική του κατάρτιση, μα σχεδόν όλοι αναρωτιόντουσαν αν έχει τη σωματοδομή, τη φυσική υπόσταση για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Πρέμιερσιπ.
Την είχε. Τα είχε. Όλα όσα χρειάζονταν. Χρειάστηκε να περιμένει την άφιξη του Μαουρίτσιο Ποκετίνο στον πάγκο για να πάρει την μπαγκέτα και να απελευθερωθεί. Έξι και μισή σεζόν στην Premier League δεν κέρδισε τίποτα.
Και τι να λέει; Προσωποποίησε την αλλαγή στάτους της Τότεναμ, από μια ομάδα που πάλευε να μπει σφήνα στην εξάδα, σε μια ομάδα που διεκδικούσε. Δις αναγορεύτηκε σε κορυφαίο της σεζόν για τα «σπιρούνια», σερβίροντας αφειδώς, σκοράροντας αρκετά, αλλά κυρίως όμορφα, όντας ο αποκλειστικός εκτελεστής στατικών φάσεων της Τότεναμ με τρόπο, άκρως χαρακτηριστικό.
Κακά τα ψέματα όμως, του έλειψαν οι τίτλοι. Τρίτη η Τότεναμ στην Premier League το ’16, δεύτερη το ’17, ξανά τρίτη το ’18 (με τον ίδιο να μπαίνει στην καλύτερη ενδεκάδα του πρωταθλήματος), φτάνει στον τελικό του Champions League το ’19 (αναγορεύτηκε σε δεύτερο καλύτερο μέσο εκείνη της διοργάνωσης), η Λίβερπουλ όμως, εκεί, δεν επιτρέπει πανηγυρισμούς. Και παράλληλα αναγκάζει, ωθεί σε αλλαγές. Τη δική του δεν την κρύβει, τη ζητάει, την ψάχνει. Και μοιραία, έρχεται γρήγορα. Ιανουάριος του 2020 μετακομίζει στον ιταλικό Βορρά και σε μια ανάλογα με δαύτον διψασμένη για τίτλους Ίντερ.
Δυσκολεύεται. Πολύ. Ο λιγότερος από τους καημούς του στον ιταλικό βορρά πως έγινε ο πρώτος στην ιστορία που χάνει δύο διαδοχικούς ευρωπαϊκούς τελικούς στις δύο διαφορετικές διασυλλογικές διοργανώσεις, αφού η Σεβίλλη στερεί το Europa League από τους Μιλανέζους (2020). Λίγο μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του, τον περασμένο Δεκέμβριο, ενημερώνεται από τα… media πως τελεί υπό παραχώρηση, χωρίς καν να έχει κλείσει χρόνο στο Μιλάνο.
Τον κρατάει τελικά ο Αντόνιο Κόντε. Ψέματα. Τον κρατάει ένα από τα trademarks του παιχνιδιού του. Μια εκτέλεση φάουλ στα (βαθιά) χασομέρια του προημιτελικού του Coppa Italia κόντρα στη Μίλαν, με την οποία χάρισε τη νίκη στο ντέρμπι στην Ίντερ και την πρόκριση στα ημιτελικά.
Ο τελικός δεν ήρθε (οι Μιλανέζοι αποκλείστηκαν από τη Γιουβέντους), ήρθε όμως το πρώτο πρωτάθλημα έπειτα από αυτά που είχε πάρει μαζεμένα με τον Άγιαξ, το πρώτο σκουντέτο για την Ίντερ έπειτα από έντεκα χρόνια.
Το στάτους του, άγνωστο αν φτάνει να το αλλάξει στους «νερατζούρι». Έπαιξε περισσότερο, ναι, στο δεύτερο μισό της σεζόν, τόσο καταλυτικός όμως όσο στους προηγούμενους του σταθμούς δεν μπόρεσε να είναι.
Αυτό βέβαια πιθανότατα να μετρούσε, επαγγελματικά, ως και το 42ο λεπτό του χτεσινού παιχνιδιού της εθνικής του (με την οποία έχει γίνει, καιρό τώρα, κατοστάρης, μετρώντας 109 συμμετοχές και 36 γκολ).
Από τότε, από εκείνο το σημείο, αυτό που έχει σημασία, δεν είναι το ποδόσφαιρο. Δεν είναι αν, που και πως θα ξαναπαίξει. Αυτό που μετράει, το μόνο που μετράει, είναι πως ένας 29χρονος άνθρωπος, ένας πατέρας δύο παιδιών, είναι εδώ, αναπνέει, ζει, έχοντας περάσει απέναντι – παίζοντας μπάλα… - και έχοντας επιστρέψει.