ΙΤΑΛΙΑ

"Los matadors"

"Los matadors"

O μεγάλος Αργεντίνος συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε πει ότι οι Αργεντίνοι είναι σαν τους Ιταλούς που μιλούν Ισπανικά. Με το 60% των Αργεντίνων να θεωρούνται ότι έχουν καταγωγή από την Ιταλία, δεν είναι απορίας άξιον ότι οι καλύτεροι παίκτες της Αργεντινής προσαρμόστηκαν στην "Serie A" και είχαν τεράστιο αντίκτυπο στο ιταλικό ποδόσφαιρο.

Το Sport24.gr κάνει αναδρομή στο παρελθόν παρουσιάζοντας τους καλύτερους αργεντίνους επιθετικούς που αγωνίστηκαν στο καμπιονάτο.

Χούλιο Κρουζ

Υπογράφοντας από την Φέγενοορντ στην Μπολόνια τον Σεπτέμβριο του 2000, ο Χούλιο Κρουζ ξόδεψε ελάχιστο χρόνο για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του ιταλικού ποδοσφαίρου. Σε τρεις σεζόν με την Μπολόνια σκόραρε 27 γκολ και βοήθησε τον σύλλογο να ανακάμψει αγωνιστικά. Τα σωματικά του προσόντα και το ανιδιοτελές παιχνίδι του, ανάγκασαν τον Μοράτι να τον πάρει στην Ίντερ το 2003. Ο Κρουζ αγωνίστηκε στους "νερατζούρι" μέχρι το 2009, χρονιά στην οποία μετακόμισε στην Λάτσιο για το κύκνειο άσμα της καριέρας του. Όταν αποσύρθηκε το περασμένο καλοκαίρι είχε ξοδέψει μία δεκαετία στο κάλτσιο έχοντας 238 συμμετοχές και 80 γκολ.

Με ύψος 1,90μ ο Κρουζ αποτελούσε μία επιβλητική φιγούρα και ο τρόπος που αγωνιζόταν θύμιζε περισσότερο αρχέτυπο Άγγλου επιθετικού, παρά ένας φανταχτερός βιρτουόζος της μπάλας, όπως μας έχουν συνηθίσει οι παίκτες από την Λατινική Αμερική. Ήταν δυνατός, καλός στο ψηλό παιχνίδι και ο κατάλληλος κυνηγός μέσα στην μεγάλη περιοχή. Το σήμα κατατεθέν του ήταν η ικανότητα να βρίσκει την αντίπαλη εστία απ’ οποιοδήποτε σημείο της μεγάλης περιοχής χρησιμοποιώντας τα δύο του πόδια με μεγάλη ακρίβεια.

Οι φίλαθλοι της Ίντερ θα τον θυμούνται για τα γκολ που πέτυχε και περισσότερο όταν σκόραρε στους δύο τελικούς του Κόπα Ιτάλια 2006 απέναντι στην Ρόμα δίνοντας το τρόπαιο στους "νερατζούρι".

Συχνά υποτιμημένος, οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του πίστευαν ότι θα μπορούσε να ήταν ένας από τους μεγάλους της Ίντερ, αν ήταν στις πρώτες επιλογές των προπονητών. Μία άποψη που βασίζεται στα στατιστικά του Αργεντίνου, καθώς οι προσπάθειες του την σεζόν 2005-06 αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σε 31 συμμετοχές, 15 ως αλλαγή, σημείωσε 21 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις πραγματοποιώντας την καλύτερη σεζόν του στην Ιταλία. Τα γκολ του βοήθησαν την Ίντερ στην κατάκτηση του κυπέλλου και την τρίτη θέση στο πρωτάθλημα, αν και αργότερα λόγω του καλτσιόπολι οι "νερατζούρι" ανακυρήχθηκαν πρωταθλητές Ιταλίας.

Πέδρο Μανφρεντίνι

Ο Πέδρο Μανφρεντίνι αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία της Ρόμα. Η διοίκηση της πλήρωσε 78 εκατομμύρια λίρες, κάτι περισσότερο από 40 χιλιάδες ευρώ, για να αγοράσει τον 23χρονο Πέδρο Μανφρεντίνι και να τον φέρει στην Ρώμη το 1959. Ο Αργεντίνος ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός στην πατρίδα του αγωνιζόμενος στην Ρασίνγκ Αβελανέδα. Είχε κερδίσει το Κόπα Αμέρικα με την Αργεντινή και η άφιξη του στην Ρώμη είχε προκαλέσει εντύπωση. Το διάστημα της παραμονής του στην αιώνια πόλη ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένο. Σημείωσε 77 γκολ σε 130 ματς. Πριν αποσυρθεί φόρεσε την φανέλα της Μπρέσια και της Βενέτσια.

Γρήγορος, καλό κοντρόλ της μπάλας, επιτάχυνση στα πρώτα μέτρα, εντυπωσιακό γύρισμα του ρυθμού ήταν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του. Πολλά από τα γκολ του προήλθαν χάρις στην εκρηκτικότητα του στην αντίπαλη περιοχή. Σημαντική η συμβολή του στην κατάκτηση του Κυπέλλου Εκθέσεων το 1961 απέναντι στην Μπέρμπιγχαμ. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν το τρόπαιο φέρνοντας 2-2 στην Αγγλία, με τον Μανφρεντίνι να πετυχαίνει το πρώτο γκολ, ενώ επικράτησαν 2-0 στην Ρώμη.

Σημείωσε διψήφιο αριθμό συμμετοχών τις πρώτες τέσσερις χρονιές με την Ρόμα και αποτέλεσε αναπόσπαστο μέλος της ομάδας που χάρισε στους τιφόζι το πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα ευρωπαϊκό τρόπαιο. Το 1964 ήταν βασικός στην κατάκτηση του κυπέλλου.

Αντόνιο Αντζελίλο

Ο Αντόνιο Αντζελίνο φόρεσε την φανέλα πέντε διαφορετικών ομάδων στην 12ετή καριέρα του στην Ιταλία. Ξεκίνησε από την Ίντερ το 1957 και τελείωσε στην Τζένοα το 1969. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια στην Ίντερ (1957-1961) και τα επόμενα τέσσερα στην Ρόμα (1961-1965) δικαίωσαν την φήμη του. Μπορεί να μην κέρδισε πολλά τρόπαια ωστόσο, σκόραρε 95 γκολ σε περίπου 220 ματς με τους "γίγαντες" του κάλτσιο.

Περισσότερο περιφερειακός επιθετικός, "μανιακός" με την ταχύτητα αποτελούσε πρόβλημα για τους αντίπαλους αμυντικούς. Επίσης, ήταν ιδανικός στο τελείωμα των φάσεων, συχνά πετύχαινε γκολ από δύσκολες θέσεις στην περιοχή με επιδέξιο τρόπο. Πάντα κινητικός, ήταν πρόκληση για κάποιον αμυντικό να τον μαρκάρει και αποτελούσε το τέλειο όπλο στο οπλοστάσιο της ομάδας.

Ο Αντζελίλο ήταν ένα φαινόμενο. Πέτυχε σε μία σεζόν 33 γκολ σε 34 ματς και πέντε φορές, την ίδια σεζόν, σημείωσε δύο γκολ σε ένα ματς. Κανείς επιθετικός που αγωνίστηκε στο Καμπιονάτο δεν έχει καταφέρει κάτι ανάλογο.

Τη χρονιά που κέρδισε το Κόπα Αμέρικα το 1957, ο Αντζελίλο πραγματοποίησε το υπερατλαντικό ταξίδι μαζί με τον Ομάρ Σίβορι, που κατέληξε στην Γιουβέντους και τον Ουμπέρτο Μάσιο που αγωνίστηκε στην Αταλάντα. Το τρίο από την Αργεντινή έγινε γνωστό ως "οι άγγελοι με τα βρώμικα πρόσωπα". Η αδιαμφισβήτητη παραγωγικότητα τους παρέσυρε το κάλτσιο στα τέλη της δεκαετίας του '50. Ο Αντζελίλο πέτυχε 68 γκολ σε 113 συμμετοχές με την Ίντερ αλλά απέτυχε να κατακτήσει κάποιο τρόπαιο. Στην Ρόμα είχε περισσότερη τύχη βοηθώντας την ομάδα να κατακτήσει το Κύπελλο Εκθέσεων και κύπελλα Ιταλίας. Η καριέρα του μετέπειτα στις Μίλαν, Λέτσε και Τζένοα ήταν άγονη.

Αμπέλ Μπάλμπο

Όταν η Ουντινέζε απέκτησε τον 23χρονο Αμπέλ Εντουάρντο Μπάλμπο το 1989, λίγοι είχαν ακούσει το όνομα του και ακόμα λιγότεροι περίμεναν να εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους σκόρερ που εμφανίστηκαν στο καμπιονάτο. Ο Μπάλμπο άφησε την σφραγίδα του με τα 117 γκολ σε 13 χρόνια στην "Serie A", δείχνοντας την ποιότητα και τον αντίκτυπο που είχε η παρουσία του στο κάλτσιο.

Ο Αμπέλ Μπάλμπο ήταν ένας αληθινός επιθετικός. Όταν η μπάλα έφθανε στα πόδια του μέσα στην περιοχή εννέα στην δέκα φορές η κατάληξη ήταν γκολ. Λιγότερο φανταστικός αλλά περισσότερο αποτελεσματικός, μπορεί να έχανε στην ενστικτώδη ικανότητα και στην δύναμη σε σύγκριση με ορισμένους "ανταγωνιστές" του στην επίθεση, ωστόσο, τα αντιστάθμιζε με την ευφυία του. Οι σωστές τοποθετήσεις μέσα στην περιοχή του έδιναν τη δυνατότητα να σκοράρει με πολλούς τρόπους από σέντρες, κόντρες, επαναφορά της μπάλας και "ριμπάουντ". Σωστός λαθροθήρας.

Η καλύτερη παρουσία του στην Ρόμα αντικατοπτρίζεται την σεζόν 1994-95. Ο Μπάλμπο είχε ικανοποιητική παρουσία τον πρώτο χρόνο, καθώς είχε 12 γκολ σε 30 συμμετοχές, χωρίς αντίκτυπο σε τρόπαια, παρά μόνο την 7η θέση στο πρωτάθλημα. Η συνεργασία του με το Ντανιέλ Φονσέκα υπήρξε πετυχημένη καθώς σε μία σεζόν οι δύο παίκτες σκόραραν 30 γκολ, τα 22 εξ αυτών ο Αμπέλ Μπάλμπο. Η Ρόμα εκείνη την σεζόν τερμάτισε 5η και εξασφάλισε την έξοδο στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ.

Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τον αντίκτυπο που είχε ο Μπάλμπο στην Ρόμα. Ωστόσο, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η Ρόμα δεν θα ήταν ο σύλλογος που είναι σήμερα αν δεν ήταν ο Μπάλμπο. Πριν την άφιξη του η Ρόμα ειχε τερματίσει τρεις μόλις πόντους πάνω από την επικίνδυνη ζώνη. Τα 78 γκολ του Αργεντίνου σε πέντε σεζόν σταθεροποίησαν το σύλλογο, κερδίζοντας σεβασμό, θέσεις στην κατάταξη και αποτέλεσε παράδειγμα προς τους νέους παίκτες της ομάδας να τον μιμηθούν, όπως ο Φραντσέσκο Τότι.

Η επιρροή του στην Πάρμα μετριάστηκε καθώς συνυπήρξε στην επίθεση μαζί με τον Ερνάν Κρέσπο και τον Ενρίκο Κιέζα. Η Πάρμα κέρδισε το κύπελλο Ιταλίας και το ΟΥΕΦΑ το 1999.

Ντιέγκο Μιλίτο

Πριν την περσινή σεζόν ο Ντιέγκο Μιλίτο είχε 3,5 χρόνια αγωνιζόμενος στο καμπιονάτο με την φανέλα της Τζένοα. Το 2005 μετακόμισε στην Ισπανία, όταν η Τζένοα τιμωρήθηκε και υποβιβάστηκε, κατηγορούμενη για το σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών.

Το 2008 επέστρεψε στην Τζένοα, στην οποία η απόδοση του ήταν τόσο καλή ώστε να αναγκάσει τον απαιτητικό Ζοσέ Μουρίνιο να τον φέρει στο Μιλάνο για λογαριασμό της Ίντερ. Ο "πρίγκιπας" έκανε σπουδαία πράγματα με τους "νερατζούρι". Όλα επάνω του είναι αρχοντικά. Η πρώτη επαφή με την μπάλα, η επινοητικότητα του, τα εξαιρετικά τελειώματα του, οι διαφορετικοί τρόποι σκοραρίσματος είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του. Παίκτης πρώτης επιλογής.

Τα δύο γκολ στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ απέναντι στην Μπάγερν και η κατάκτηση του τροπαίου ήταν εξίσου σημαντικά όσο και η κατάκτηση του πρωταθλήματος Απερτούρα το 2001, όπως συχνά δηλώνει. Στον δρόμο προς την κορυφή με την Ίντερ στο Τσάμπιονς Λιγκ, σημείωσε γκολ απέναντι στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, την Μπαρτσελόνα αλλά η εμφάνιση του απέναντι στην Μπάγερν ήταν το κερασάκι στην τούρτα και εξιλέωση για τους οπαδούς των "νερατζούρι" που περίμεναν 45 χρόνια αυτή την μέρα.

Αγαπήθηκε στην Γένοβα για τα 60 γκολ σε 2,5 χρόνια με την Τζένοα. Η απλή αναφορά ως ένας καλός παίκτης στην Ίντερ αναγνωρίστηκε ως ένας μεγάλος παίκτης. Πέτυχε 30 γκολ σε 52 εμφανίσεις το 2010 και αποτέλεσε αναπόσπαστο και πρωταρχικό μέλος στην κατάκτηση και των τριών τροπαίων.

Ερνάν Κρέσπο

Ο Ερνάν Κρέσπο αποτελεί είδωλο για το ιταλικό ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε σε πέντε διαφορετικές ομάδες. Τέσσερα χρόνια στην Πάρμα, δύο χρόνια στην Λάτσιο και αργότερα στις Ίντερ, Μίλαν και Τζένοα πριν επιστρέψει στην Πάρμα, στην οποία αγωνίζεται μέχρι σήμερα.

Δυνατός επιθετικός απολαμβάνει έντονα κάθε στιγμή του αγώνα και την δυνατότητα του να εκθέτει τους αντιπάλους του, πριν "πυροβολήσει" με "θανατηφόρα" ακρίβεια. Ο Κρέσπο ποτέ δεν ήταν ο γρηγορότερος επιθετικός, κάτι που πάντα ήταν το αδύνατο σημείο του. Ωστόσο, οι τοποθετήσεις του στον κενό χώρο μείωσαν σε σημαντικό βαθμό το μειονέκτημα του στην ταχύτητα. Η ικανότητα του να "μυρίζεται" το γκολ τον έκανε να ξεχωρίσει από τους άλλους παίκτες.

Υπήρξε ο "καθοδηγητής" της Πάρμα στο "τρεμπλ" το 1999 (κύπελλο Ιταλίας, κύπελλο ΟΥΕΦΑ και ιταλικό σούπερ καπ). Σημείωσε 12 γκολ σε 15 συμμετοχές στα κύπελλα εκείνη την σεζόν, συμπεριλαμβανομένου και το γκολ στο εμφατικό 3-0 απέναντι στην Μαρσέιγ στον τελικό του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ στην Μόσχα.

Ο Κρέσπο γεννήθηκε ένας χαρισματικός παίκτης. Τρεις χρονιές 1998-2001 ήταν δίχως αμφιβολία ο καλύτερος επιθετικός στην Ευρώπη. Σε αυτές τις περιόδους πέτυχε 82 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις εκτοξεύοντας την Πάρμα στην κορυφή και τον εαυτό του ως πρώτο σκόρερ στην "Serie A” την σεζόν 2000-01. Ο Κρέσπο έχει σημειώσει 149 γκολ σε 320 συμμετοχές στην "Serie A" και εξαιτίας της επιστροφής του στην Πάρμα μετά από 10 χρόνια απουσίας, οι αριθμοί αυξάνονται.

Χούλιο Λιμπονάτι

Έχοντας αβαντάζ την διπλή καταγωγή του, είχε ιταλούς γονείς, ο Χούλιο Λιμπονάτι μετακόμισε στο Τορίνο το καλοκαίρι του 1925. Η Τορίνο δυσκολευόταν να βρει γηγενείς καλούς παίκτες και άρπαξε την ευκαιρία να αποκτήσει ένα παίκτη που είχε σημειώσει 80 γκολ σε 140 ματς με την Αργεντίνικη Νιούελς Ολντ Μπόις στην πατρίδα του.

Τυπικός φαντεζί αργεντίνος επιθετικός, ο Λιμπονάτι αγαπούσε να έχει την μπάλα στα πόδια του, χρησιμοποιώντας την ευστροφία του, την τεχνική του και την φυσική του ικανότητα να παίζει με τις αντίπαλες άμυνες και να βρίσκει τα αδύνατα σημεία τους. Υπήρξε απρόβλεπτος στην μεγάλη περιοχή και εκμεταλλευόταν κατάλληλα κάθε αδυναμία του αντιπάλου για να πασάρει στους συμπαίκτες του ή να σουτάρει. Ο τρόπος που αγωνιζόταν του χάρισε το προσωνύμιο το "πουλάρι". Ο Λιμπονάτι είχε την αίσθηση του γκολ και ευχαριστιόταν κάθε στιγμή όταν "πυροβολούσε" από κάθε απόσταση και από κάθε γωνία του γηπέδου.

Ο Λιμπονάτι πέρασε στην ιστορία ως ο παίκτης που συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάκτηση του πρώτου σκουντέτο της Τορίνο. Την σεζόν 1927-28 σημείωσε 35 γκολ και ως πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος χάρισε το πρωτάθλημα στην Τορίνο. Αυτό το κατόρθωμα ξεπεράστηκε από τον συμπαίκτη του Τζίνο Ροσέτι που πέτυχε 36 γκολ και είναι ακατάρριπτο μέχρι σήμερα. Το επίτευγμα του Λιμπονάτι παραμένει το δεύτερο καλύτερο μέχρι σήμερα στην "Serie A”.

O Λιμπονάτι πέτυχε 150 γκολ σε 240 συμμετοχές με τους "γκρανάδα", 8 γκολ σε 15 συμμετοχές με την εθνική Αργεντινής και 15 γκολ σε 17 εμφανίσεις του με την "σκουάντρα ατζούρα". Το πέρασμα του από την Τζένοα στα 33 του και τα γκολ που πέτυχε ήταν αρκετά για να εξασφαλίζουν στην Τζένοα την άνοδο. Η επιρροή του εκτός αγωνιστικών χώρων ήταν εξίσου σημαντική. Ήταν ο πρώτος λατινοαμερικάνος που αγωνίστηκε στην Ευρώπη δείχνοντας τον δρόμο και στους υπόλοιπους λατινοαμερικάνους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.

Ομάρ Σίβορι

Λίγοι παίκτες εντυπωσίασαν με την παρουσία τους στην "Serie A" όπως ο Ομάρ Σίβορι. Ο ένας από τους τρεις "αγγέλους με τα βρώμικα πρόσωπα", κυριάρχησε στο καμπιονάτο στα τέλη της δεκαετίας του '50. Εντάχθηκε στην Γιουβέντους το 1957 μετά από θρίαμβο με την Αργεντινή στο Κόπα Αμέρικα, έχοντας, επίσης, κερδίσει τρεις τίτλους με την Ρίβερ Πλέιτ. Το προσωνύμιο του ήταν "μεγάλο κεφάλι" τόσο για το νωχελικό του στυλ όσο και για το μεγάλο κεφάλι του με μαύρα μαλλιά. Το όνομα του έγινε οικείο για τους Γιουβεντίνους του Τορίνο και τα κατορθώματα του με την "μεγάλη κυρία" δεν θα ξεχαστούν ποτέ.

Εκμεταλλευόμενος τους κενούς χώρους που δημιουργούσε ο Τζον Τσαρλς επιτίθονταν στις αντίπαλες άμυνες με ταχύτητα και δεξιοτεχνία. Είχε όλα τα στοιχεία να κερδίσει κάθε αντίπαλο, ρυθμό, εξυπνάδα, τεχνική. Εκ των υστέρων, συνέκριναν τον μικροσκοπικό Αργεντίνο με τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Ίσως να είχε καλύτερη τεχνική από τον Μαραντόνα.

Στην Γιουβέντους κατέκτησε το νταμπλ την σεζόν 1959-60 έχοντας 31 γκολ σε 35 συμμετοχές. Μαζί με τον Τζον Τσαρλς και τον Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι η Γιουβέντους είχε μία από τις καλύτερες επιθετικές τριάδες στην ιστορία του κάλτσιο. Απόλαυσαν τέσσερα χρόνια κερδίζοντας τίτλους ενώ ο Σίβορι πέτυχε 135 γκολ στο πρωτάθλημα ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο για ξένο παίκτη που έχει αγωνιστεί στην "Μεγάλη Κυρία".

Ντιέγκο Μαραντόνα

Το 1984 εβδομήντα χιλιάδες Ναπολιτάνοι υποδέχτηκαν τον "μεσσία" τους στο Σαν Πάολο. Η μεταγραφή του Ντιέγκο Μαραντόνα από την Μπαρτσελόνα είχε προκαλέσει πάταγο στην Ευρώπη. Ο "Θεός" Μαραντόνα έβγαλε από την αφάνεια τη Νάπολι και τον ποδοσφαρικό νότο με τις εμπνεύσεις του στο γήπεδο. Δεν ήταν τόσο παραγωγικός καθώς σκόραρε μόνο 81 γκολ σε 7 χρόνια στη Νάπολι, ωστόσο, τα κατορθώματα του ήταν ασύλληπτα και θα βρίσκεται για πάντα στις καρδιές των Παρτενοπέι.

Τόσο στο γήπεδο όσο και εκτός γηπέδου ήταν εκρηκτικός και απρόβλεπτος. Την μια στιγμή έδειχνε ότι αστειευόταν με τους αντιπάλους του και την άλλη τον κοίταζαν ανήμποροι να αντιδράσουν. Ορμούσε κατά τους αντιπάλους του πριν σταματήσει απότομα. Συνήθιζε να κάνει το κάτι παραπάνω όταν ο κόσμος φώναζε να σουτάρει και "πυροβολούσε" πριν καν ο κόσμος το καταλάβει. Ο Μαραντόνα έπαιζε το κάθε λεπτό σαν να έχανε. Ήταν επίμονος αλλά όχι βιαστικός. Έτρεχε μέσα στο γήπεδο προσπερνώντας τους αντιπάλους του ή κάνοντας γρήγορους και περίτεχνους συνδυασμούς με τους συμπαίκτες του. Κάθε άγγιγμα της μπάλας ήταν πρόκληση προς τους απελπισμένους αντιπάλους του να τρέξουν προς αυτόν.

Οδηγώντας την Νάπολι στο νταμπλ το 1987 σημείωσε 10 γκολ στο πρωτάθλημα και 7 στο κύπελλο. Η Νάπολι είχε μόλις τρεις ήττες στην "Serie A" κάνοντας το νταμπλ απέναντι στην Γιουβέντους. Το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα.

Η κατάκτηση του νταμπλ ήταν ένα ανεπανάληπτο γεγονός για την Νάπολι. Μόνο η Τορίνο και η Γιουβέντους είχαν καταφέρει κάτι ανάλογο και με ομάδες σαφώς ανώτερες από την Νάπολι. Η κατάκτηση του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και την επόμενη χρονιά του πρωταθλήματος, όχι μόνο πιστοποίησαν τις ικανότητες του Μαραντόνα ως του καλύτερου παίκτη που αγωνίστηκε στη Νάπολι αλλά και έναν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Γκαμπριέλ Μπατιστούτα

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα μπορεί να ήταν ένας μοναδικός παίκτης, αλλά ο καλύτερος φορ που πέρασε από τα ιταλικά γήπεδα ήταν ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Υπέγραψε στην Φιορεντίνα το 1991 μετά το πρωτάθλημα που είχε κατακτήσει με την Μπόκα Τζούνιορς. Ο 22χρονος τότε Μπατιστούτα πέτυχε 13 γκολ στο ντεμπούτο του, συμπεριλαμβανομένου και το χατ-τρικ εναντίον της Φότζια και αυτό ήταν μόνο η αρχή.

Κυρίαρχη φιγούρα στην μεγάλη περιοχή με πληθώρα κινήσεων και εμπνεύσεων στον αγωνιστικό χώρο. Το χαρακτηριστικό του ήταν τα δυνατά σουτ από μακρινή απόσταση.

Έφερε το πρωτάθλημα στην Ρόμα μετά από 18 χρόνια. Ο Αργεντίνος μετακόμισε στην αιώνια πόλη για το ποσό των 33 εκατ. ευρώ, σημερινά λεφτά, και εξαργύρωσε την ομάδα του με την κατάκτηση του σκουντέτο. Ο "Μπάτιγκολ" εκείνη τη χρονιά σημείωσε 20 γκολ. Αν και στην Ρόμα μόνο η μία από τις τρεις χρονιές ήταν πετυχημένη για αυτόν δεν έπαψε να βρίσκεται πάντα στην καρδιά των οπαδών της Ρόμα. Το σκουντέτο ήταν το τρίτο της και δεν έχει κατακτήσει άλλο από τότε.

Στην Φλωρεντία παραμένει είδωλο. Παρότι, κατέκτησε μόνο ένα κύπελλο με την Φιορεντίνα, κέρδισε την αδιαμφισβήτητη αγάπη των οπαδών των "βιόλα" με την αφοσίωση, το πάθος και τις εντυπωσιακές του επιδόσεις. Σύμβολο στο νεότερο ιταλικό ποδόσφαιρο, ο Μπατιστούτα ενέπνευσε μία γενιά οπαδών που έβλεπαν "Serie A" και ανέβασε τον πήχη για κάθε αργεντίνο ποδοσφαιριστή να ακολουθήσει τα βήματα του.

TAGS ΙΤΑΛΙΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ