Μέτρα κατά της βίας το 1908!
Με αφορμή το σχέδιο Νόμου του Σταύρου Κοντονή, μια σύντομη ιστορική καταγραφή με ντοκουμέντα για τα πρώτα κρούσματα βίας επί της “ποδοσφαιρίσεως” στην Ελλάδα, από τον προηγούμενο κιόλας αιώνα (!) μας κάνει όλους σοφότερους...
Η ρητορική, επιβλητική. "Αθλητικός Νόμος, δημόσια διαβούλευση, επείγουσες διατάξεις, μαχαίρι και κόκαλο...". Το αίτημα, πάλι, παλαιό. Και το φαινόμενο, παλαιότερο. "Ποδόσφαιρο" και "βία" καταγράφονται ιστορικά ως δύο έννοιες που έμαθαν να συνοδοιπορούν σχεδόν από την πρώτη ώρα, που το football διεκδίκησε μια θέση στην ελληνική, συνειδησιακή κουλτούρα. Σήμερα, πιο "άγρια". Άλλοτε, πιο "ήρεμα". Πιθανόν και πιο "ευτράπελα".
ΓΡΑΦΕΙ: Ο ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Νόμος Κοντονή (τρίτος αθλητικός της Μεταπολίτευσης, μετά απ’ αυτούς του ’75 και του ’99), φιλοδοξεί να "επιβληθεί" σ’ ένα φαινόμενο που άρχισε να "χτίζεται" από... αρχαιοτάτων. Και παλεύτηκε ν’ αντιμετωπιστεί από... αρχαιοτάτων. Προτάσεις ή μέτρα, πρόληψη ή καταστολή επεισοδίων στο ελληνικό ποδόσφαιρο, σχεδόν στις απαρχές...
Πειραιάς, τέλη 19ου αιώνα... Στην γαλλική σχολή του Αγ. Παύλου, οι καθολικοί μοναχοί διδάσκαλοι, αποφασίζουν να εισάγουν την μπάλα ως παιδιά, ζητώντας να συγκρατήσουν "τους ανυπότακτους μαθητάς, που δεν έβλεπαν την ώρα να το σκάσουν, να παίξουν βόλους ή να ρίξουν τις πετονιές των". Γράφουν στο Παρίσι, τους στείλουν 2-3 "τόπια". Συγκεντρώνουν τα "παιδία" στην αυλή, τους μαθαίνουν να κλωτσούν, πέντε δράμια από κανόνες. Μόνο που το... σχέδιο, "βγαίνει" ανάποδα. Οι μαθητές "κολλάνε". Μπάλα νυχθημερόν και φασαρία – πού μυαλό για τα μαθήματα.
"Οι παπάδες τραβούσαν τα μαλλιά –παρντόν- τα γένεια τους. Μα, έλα που δεν είχαν μήτε γένεια...". Αντιδρούν. Κρύβουν τις μπάλες σε ντουλάπι. Αντιδρούν και οι μαθητές. Κι ένα βράδυ, μπαίνουν και τις "κλέβουν"! Και την άλλη μέρα, μαζεύονται στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Για... αγώνα! Πρωί – πρωί, οι μοναχοί – διδάσκαλοι ξυπνούν, καταλαβαίνουν. Κι ένας (σώθηκε και τ’ όνομα, "παπα- Σεβαστιανός") σπεύδει, σούμπιτος στην Αλεξάνδρας, να τιμωρήσει τους "αντάρτες". Μαζί του, δέκα χωροφύλακες...
Φθάνουν. Αλλά γίνονται αντιληπτοί. Και ξαφνικά, χαμός. Οι μαθητές, όπως – όπως, αφήνουν ρούχα και συμπράγαλα και τρέχουν στα στενά να τη γλιτώσουν. "Οι χωροφύλακες, άξεστοι χωριάτες, ήρχισαν να πυροβολούν εις τον αέρα! Οι γυναικούλες έβγαιναν στα παράθυρα, οι διαβάται ετρέποντο εις φυγήν πανικόβλητοι, οι καταστηματάρχαι έκλειναν με πάταγο τα μαγαζιά των! Θρήνος και οδυρμός, πολεμική ατμόσφαιρα, γενικός συναγερμός, ανταρσία, επανάστασις...".
Η ιστορία, με σαφείς μυθιστορηματικές πινελιές, διεσώθη απ’ την πένα του Παύλου Κριναίου στον "Αθλητικό Τύπο" του 1930 (φ.10-12/11). Πιθανόν, η πρώτη καταγραφή "ταραχών" (για όποιο λόγο), στο περιθώριο "αγώνα ποδοσφαιρίσεως" στη χώρα.
Οι πρώτες "ταραχές" και τα πρώτα (κατασταλτικά) μέτρα. Χωροφυλακή και... κουμπουριές! Α, μαζί με μια ανακοίνωση στις εφημερίδες της επόμενης: να πάνε, λέει, οι αντάρτες – μαθητές, να παραλάβουν τα πανωφόρια τους από το τμήμα Πειραιά...
"Τιμωρήσατε τους ταραξίας..."
Δεν είναι λάθος... Τα επεισόδια καταγράφονται ως συνοδευτικό του ελληνικού φουτ-μπολ, από πολύ νωρίς. Επιπλέον παράδειγμα; Στη Λέσβο, λέει, το πρώτο καταγεγραμμένο ματς (Φεβρουάριος 1908), ανάμεσα στους μαθητές του ελληνικού Γυμνασίου και της γαλλικής Σχολής του Αγ. Λουδοβίκου, διεκόπη "λόγω επεισοδίων", ενώ η γαλλική Σχολή ήταν μπροστά 3-0.
Η, κατά το αστικό σενάριο, επιβολή τιμωριών στους ταραξίες μαθητές απ’ τα ίδια τους τα ιδρύματα, αποτελεί (μαζί με τις όποιες συλλήψεις για πρόκληση σωματικής βίας, διατάραξη κοινής ησυχίας κ.λπ.) μια κλασική πρακτική "συνέτισης" των άγουρων εκείνων χρόνων.
Μιλάμε, πάντα, για καταστολή. Εκ των υστέρων. Με το ποδόσφαιρο, άλλωστε, σ’ εμβρυακή, ακόμη, φάση (ανοργάνωτο, αδέσποτο, ευκαιριακό...), ήταν μάλλον "θαρραλέο" να ζητήσει κάποιος, ένα πιο οργανωμένο πλαίσιο. "Όταν γίνει, το βλέπουμε...". Με τους ίδιους κανόνες, που, π.χ., θα απασχολούσε μια συμπλοκή στο δρόμο ή στον καφενέ της γειτονιάς.
"Απέσπασε την ξιφολόγχην του..."
Τα πρώτα ψήγματα πρόληψης εντοπίζονται όταν το ποδόσφαιρο αρχίζει, πια, να χώνεται για τα καλά στο λαϊκό μεδούλι. Να εξελίσσεται σε (πιο) γενικευμένο "φαινόμενο", να γίνεται αντικείμενο "του όχλου" (και όχι των ολίγων), να γεννάει σπέρματα "οπαδικής συνείδησης". Και, λόγω και της φύσης του, να "ματώνει" τακτικότερα.
Καταγράφεται, ως αίτημα, και στην αρθρογραφία της εποχής, ενίοτε, ωστόσο, και σε τοποθετήσεις σωματείων. Με χαρακτηριστική περίπτωση την επιστολή, που απέστειλε το ΔΣ του Άρη Θεσσαλονίκης, στις 10/8/1925, ακόμη και στον... πρωθυπουργό (να "ληφθώσι μέτρα δραστικά, εγγυώμενα την προστασίαν της ζωής αυτών / σ.σ. των αθλητών"). Με αφορμή ένα μνημειώδες περιστατικό μεσούντος ενός φιλικού με την ΑΕΚ Θεσσαλονίκης, όπου "ο αθλητής ημών Αλέξανδρος Ζινιζόπουλος έπιπτε ολίγου δει θύμα αγρίας δολοφονικής επιθέσεως του στρατιώτου του ενταύθα 3ου τάγματος τη Δημοκρατικής Φρουράς, Αριστείδου Στεργιόπουλου", ο οποίος, "χολωθείς ίσως εκ της ήττης, επωφεληθείς μικροεπεισοδίου, εισήλθεν εντός του στίβου, απέσπασε την ξιφολόχγην του κι επέπεσε κατά του αόπλου αθλητού με τον προφανή σκοπόν να τον φονεύση...".
"Σύλλογος ίνα καταπολεμήσει το ποδόσφαιρον!"
Οι πηγές των μέτρων (ως πρόταση ή δράση), διαφορετικές. Κι ενίοτε (στην περίπτωση των... πολέμιων της μπάλας) ακραίες. "Πονάει κεφάλι; Κόψε κεφάλι!"
Όπως παρατηρεί, άλλωστε, στο "Έθνος" (φ. 7/6/2008) ο Τάκης Κατσιμάρδος, είναι η εποχή, που "είχε αρχίσει η γνωστή σύνδεση του λαϊκού πια παιχνιδιού με τη “διαφθορά” των νέων και γενικώς την καχυποψία των φρουρών της τάξης και της εθνικής στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα...". Με τους του κλασικού αθλητισμού κι ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού μας κόσμου, σε ρόλο συνηγόρου...
Έτσι, ήδη στα 1907, στον Εθνικό ΓΣ, μαρτυρείται πως "μικροεπεισόδια προκληθήκανε συχνά και πολλοί καυγάδες σημειώθηκαν μεταξύ των αθλητών στίβου και του νέου παιχνιδιού. Ο διευθυντής επέτρεπε να παίζουν μόνο δέκα λεπτά αν και διαρκώς μουρμούριζε: “Βάρβαρον και αήθες”..." ("Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Αθλητισμού & Ποδοσφαίρου", εκδ. Alvin, 1968).
Το αποτέλεσμα; "Εξορία"! "Ο διευθυντής, όταν έμαθε την είδηση, δήλωσε ενθουσιασμένος: “Ξεφορτωθήκαμε τα παλιόπαιδα!”...". Έτσι, στη Μυτιλήνη, εν έτει 1931, η εφημερίδα "Ταχυδρόμος" (φ. 15/5) πληροφορεί πως "συνεστήθη ενταύθα σύλλογος –του οποίου, ως πληροφορούμεθα, ηγείται νεαρός λογοτέχνης-, με σκοπόν να καταπολεμήσει το ποδόσφαιρον! Να καθησυχάσει τα πνεύματα και να θέσει… τέρμα εις τας θορυβώδεις εκδηλώσεις των φανατισμένων λατρών του ποδοσφαίρου".
Απαγόρευση τέλεσης αγώνων, "εκ του Νόμου δικαίωμα!"
Το ποδόσφαιρο, βεβαίως, έζησε. Και οι πιο ρεαλιστικές, προτάσεις- μέτρα, ήρθαν από (τα) άλλα "μέτωπα". Κατ’ αρχήν, "την Πολιτεία", με την παρουσία χωροφυλάκων στους αγώνες. Αρχικά, μετά από αίτημα των σωματείων ("προς πρόληψιν επεισοδίων έλαβον οι σύλλογοι έκτακτα μέτρα, ζητήσαντες και ισχυράν ενίσχυσιν εκ χωροφυλάκων" διαβάζουμε Νοέμβρη του ’29, στον δραμινό Τύπο για ένα ματς Δόξα- Ελπίδες).
Και μάλιστα, με συγκεκριμένες δυνατότητες δράσης. "Άλλως", διαβάζουμε στην "Επτάνησος" (φ. 26/7/1935) με αφορμή διακοπέντα αγώνα στην Κέρκυρα, "οφείλει να εξαντλήση όλην την αυστηρότητά της και ν’ απαγορεύση εις το μέλλον ως έχει εκ του Νόμου δικαίωμα, πάσαν ποδοσφαιρικήν συνάντησιν". Επαναλαμβάνουμε: "Εκ του Νόμου δικαίωμα..."
Κι όντως, το μέτρο (ίσως το πρώτο της ιστορίας με στόχευση, αν και από... αμφιλεγόμενο δρόμο), εφαρμόστηκε συχνά, ειδικά στην επαρχία. Έστω, κάποιες φορές, με αστείες προφάσεις. Τύπου "εμποδίζεται ο περίπατος" ή "οι θαμώνες δεν χρεωστούσι ως φορολογούμενοι τίποτε δια να αναπνέωσι σωρείας μικροβίων και ποσότητα σκόνης" (εφημ. "Δύναμις", φ. 11/7/1936)!
"Καταστατικοί" κανόνες και... προκηρύξεις συμπεριφοράς!
Μετά, ήταν οι κανόνες συμπεριφορές που, σε αρκετές περιπτώσεις, αρχίζουν να ορίζουν οι ίδιες οι ομάδες (ακμαία η ίδρυσή τους από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘20) για τα μέλη, τους "δικούς τους". Ακόμη και καταστατικά, με συγκεκριμένες, προβλεπόμενες ποινές.
Στον σωζόμενο κανονισμό της Λέσχης του Ολυμπιακού, για παράδειγμα (μεταξύ 1932 και ’35), εντοπίζεται σειρά απαγορεύσεων (από "το πτύειν επί του δαπέδου", μέχρι "αι φωνασκίαι, αι αντεγκλίσεις και εν γένει πας θόρυβος, ως και η απρεπής ή και αντιαθλητική συμπεριφορά"), με τις "καμπάνες" να κυμαίνονται μεταξύ επίπληξης, προστίμου 10 - 100 δρχ. και διαγραφής.
Και ναι μεν, συγκεκριμένα, οι κώδικες αφορούν τη (ζητούμενη) συμπεριφορά μιας κοινωνικής ελίτ σε συγκεκριμένο χώρο, μακριά απ’ την (πιο) μπρουτάλ λαϊκότητα της ποδοσφαιρικής "αρένας", δίνει, ωστόσο, επαρκώς το στίγμα, για το πόσο μετρούσε στην ηθική μιας (και ποδοσφαιρικής) belle epοque η εν γένει έξωθεν "καλή εικόνα του σωματείου".
Προέκταση αυτού, θα μπορούσαν να θεωρηθούν και οι συχνές δημόσιες "προτροπές" σωματείων προς τον κόσμο τους, για τάξη. Όπως η (στα μέσα του ’30, δεκαετία όπου όντως, παρατηρείται μια έξαρση των κρουσμάτων γηπεδικής βίας) κοινή δράση των διοικήσεων Ολυμπιακού κι Εθνικού να μοιράσουν την εξής "ανακοίνωση":
"Φίλαθλοι... Κατ’ επανάληψιν σας απεδόθη η κατηγορία ότι σεις λιθοβολείτε κατά την τέλεσιν των αγώνων εν τω γηπέδω. Επειδή τούτο αδυνατούμεν να πιστεύσωμεν, πιούμεθα έκκλησιν όπως οι αγαπώντες πραγματικά τον Ολυμπιακόν και τον Εθνικόν, συλλαμβάνουσι αμέσως πάντα λιθοβολούντα, παραδίδοντες τούτον αμέσως εις τ’ αστυνομικά όργανα...".
Είναι η εποχή (δεκαετία ’30), που, ιστορικά, τα κρούσματα γηπεδικής βίας εμφανίζουν αύξηση. Το κόστος της εξέλιξης, που "ψαλίδιζε" ρομαντισμούς, άρχιζε να αντικαθιστά κομμάτια του "παιγνίου" με την έννοια του "αγώνα" και, δεδομένης της σταδιακής ενσωμάτωσης στο DNA του ποδοσφαίρου παραμέτρων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, μεγέθυνε ανταγωνισμούς και σκοπιμότητες. Η μπάλα γινόταν, εμφανώς, μια πολύ πιο σοβαρή υπόθεση.
Διακοπές, "εξορίες", "κεκλεισμένων" (ή περίπου)...
Η ίδρυση επίσημων ποδοσφαιρικών αρχών (Ομοσπονδία, Ενώσεις...), κάνει τέσσερις, πλέον, τις συνεργαζόμενες "δυνάμεις" (και) σε φαινόμενα αντιμετώπισης επεισοδίων (διοργανώτρια, ομάδες, Αστυνομία). Πλέον, η τιμωρία, φερ’ ειπείν, ενός ποδοσφαιριστή για τη συμμετοχή του σ’ επεισόδια (κλασικό φαινόμενο και συχνή σπίθα στη φωτιά...) δεν ήταν στη διακριτική ευχέρεια της ομάδας του (με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε επίπεδο "ελαστικότητας"), αλλά του... μπαμπούλα της ΕΠΟ ή της ΕΠΣ. Τουλάχιστον, θεωρητικά.
"Η ΕΠΣΑ ας επιληφθή της υποθέσεως" διαβάζουμε, ενδεικτικά, στον αθηναϊκό Τύπο, με αφορμή τη διακοπή ενός αγώνα Γουδίου- Αθηναϊκού, το ’31, όταν "μερικοί των παικτών και τινες των οπαδών του Αθηναϊκού, εξετράπησαν εις ύβρεις εναντίον του (διαιτητού), απειλήσαντες μάλιστα και προς στιγμήν να του επιτεθώσι". Και η ΕΠΣΑ επιλήφθη...
Σ’ αυτό το πλαίσιο, παρατηρείται το φαινόμενο της (πιο) εύκολης (σε σχέση με αργότερα) οριστικής διακοπή, όχι μονάχα αγώνων, αλλά ακόμη και ολόκληρων διοργανώσεων. Όπως στην περίπτωση του ’34, στο Βόλο, όταν ο τελικός του Πρωταθλήματος, ανάμεσα σε Νίκη και Αχιλλέα διεκόπη λόγω συμπλοκών και δεν επαναλήφθηκε ποτέ (ανάλογη εξέλιξη είχε προϋπάρξει και στη διοργάνωση του 1929). Ενώ σταδιακά, αρχίζουν να εφαρμόζονται και άλλα μέτρα, βεβαίως πιο "οικεία" στα σημερινά. Τότε, όμως, ως πρόληψη, σήμερα ως τιμωρία...
Για πρώτη φορά πέφτει στο τραπέζι, το (κάτι σαν) "κεκλεισμένων των θυρών". Προτάθηκε, παράδειγμα, στην περίπτωση της ρεβάνς (στο Ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου) του θρυλικού, παναθηναϊκού 8-2 στο ντέρμπι "αιωνίων" του 1930, δεδομένου του "ηλεκτρισμού" που είχε "κληροδοτηθεί", στο μεσοδιάστημα, στις τάξεις των φιλάθλων.
Για την ακρίβεια, η πρόταση ήταν για "παρουσία 500 μόνον θεατών, εφωδιασμένων δι’ ειδικών προσκλήσεων, λύσιν την οποίαν απεδέχθη και ο κ. Σπύρου, διευθυντής της αστυνομίας Πειραιώς" ("Αθλητικός Τύπος", φ. 13/6). Και, όταν δεν έγινε αποδεκτό, προκρίθηκε αυτό: η "μετακόμιση" του αγώνα, σ’ άλλη πόλη: τη μακρινή, Θεσσαλονίκη.
Προφανές: τα "σύνορα" (και οι ορίζοντες) σιγά- σιγά, άνοιγαν. Το ίδιο (μαζί με τα καλά) και οι... πληγές της νέας, ελληνικής "ποδοσφαιρίσεως".