Νίκος Σαργκάνης: Τα "πέντε χέρια" του φάντομ
Το SPORT24 ξετυλίγει την καριέρα του κορυφαίου Έλληνα τερματοφύλακα, Νίκου Σαργκάνη, όπως αυτή αποτυπώθηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ. Από την εκκίνησή του στον Ηλυσιακό, μέχρι το “Ολντ Τράφορντ” και τον Αθηναϊκό.
Ο καλύτερος όλων κάτω από τα γκολπόστ, το αξιοθαύμαστο “φάντομ” των ελληνικών γηπέδων γέμισε τις τουρμπίνες του για τελευταία φορά με φωτιά και πέταξε χωρίς επιστροφή. Ο Νίκος Σαργκάνης έπειτα από μια ετήσια μάχη με τον καρκίνο, αλλά και νίκες στη μεταξύ τους κόντρα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 ετών.
Ο ευφυής, εργατικός και χαρισματικός γκολκίπερ με τις μοναδικές ικανότητες και το ανίκητο ένστικτο είχε μια ζηλευτή καριέρα, αλλά όχι αντίστοιχη του βεληνεκούς του. Χωρίς δεύτερη σκέψη θα μπορούσε να σταθεί επάξια στο τέρμα κάποιου πρωτοκλασάτου ευρωπαϊκού συλλόγου. Στην πραγματικότητα το ελληνικό ποδόσφαιρο ευτύχησε να γεννηθεί Έλληνας ο Νίκος Σαργκάνης, τον Ιανουάριο του 1954.
Στις αλάνες διάλεγε τη θέση του τερματοφύλακα και παρίστανε τον Σάββα Θεοδωρίδη, τερματοφύλακα της αγαπημένης του ομάδας, Ολυμπιακού. Ωστόσο, στον Ηλυσιακό αρχικά ήταν επιθετικός και διεκδίκησε με πάθος, νεύρο, αλλά και το δικό του αίμα τη θέση του τερματοφύλακα.
Τον Οκτώβριο του 2022 -στην τελευταία μεγάλη συνέντευξή του στο SPORT24- διηγήθηκε πώς άρχισε αυτή η λαμπρή καριέρα.
“Μεταφέραμε την Εθνική ομάδα στην αλάνα. Δηλαδή, παίρναμε τα ονόματα των ποδοσφαιριστών της Εθνικής. Εγώ ήμουν ο “Θεοδωρίδης”. Ανέκαθεν έβλεπα ως αρχηγική τη θέση του τερματοφύλακα, ότι από αυτόν εξαρτώνται όλα. Mού άρεσε ο Σάββας Θεοδωρίδης που ήταν και παίχτης της ομάδας μου του Ολυμπιακού. Η επιλογή μου να γίνω τερματοφύλακας δεν σχετίστηκε με τη σκέψη ότι είμαι ταλέντο σε αυτή τη θέση.
Έπαιζα σε μια ανεξάρτητη ομάδα, στους Νέους Ζωγράφου. Ένας κύριος διέθετε ένα πούλμαν και πηγαίναμε σε χωριά, για να δώσουμε αγώνες. Μας είδαν ότι παίζουμε καλά και μάς είπαν να πάμε στον Ηλυσιακό. Εγώ μάλιστα έπαιζα μέσα τότε, δεν ήμουν στο τέρμα. Το παιχνίδι με ένοιαζε. Όπου και να με έβαζαν, θα έπαιζα.
Ήμουν 1, 86, για εκείνη την εποχή ήταν πολύ καλό ύψος, τώρα είναι οριακό. Ήμουν ικανοποιημένος με αυτά που έκανα ως επιθετικός στον Ηλυσιακό. Το πώς έγινα τερματοφύλακας είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Παίζαμε ένα παιχνίδι στο γήπεδο της Νήαρ Ηστ, στην Καισαριανή. Δεν έπαιζε η πρώτη ομάδα, αλλά η δεύτερη, στην οποία ανήκαμε εμείς, ως πιο νέοι.
Κερδίζαμε 2-0 στο ημίχρονο. Ο τερματοφύλακας που είχαμε ήταν λάτρης του Τόλη Βοσκόπουλου. Ήταν την εποχή που ο Βοσκόπουλος τραγούδησε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το “Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά”. Ο τερματοφύλακας είχε αρχίσει να τραγουδάει “Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά” πίσω. Του είπα “Θανάση έχε το νου σου”. “Μην ανησυχείς!”, μού απάντησε.
Έγινε μια φάση και μαζί το 2-1, μη στα πολυλογώ τελείωσε το παιχνίδι 2-2. Στεναχώρια εμείς, επειδή κερδίζαμε και μάς ισοφάρισαν. Πήγα την Τρίτη τσαντισμένος, ενοχλημένος από αυτό που είχε γίνει στην προπόνηση και είπα στον προπονητή "θέλω να παίξω τερματοφύλακας”.
Από τσαντίλα το ήθελα. Νόμιζα ότι θα μπορέσω να τα καταφέρω. “Τι περισσότερο θα έκανε εκείνος από 'μένα;”, σκέφτηκα. Δεδομένου ότι αλλού ήταν η μπάλα, αλλού αυτός. Ο Βοσκόπουλος μ' έκανε τερματοφύλακα. Βρέθηκα με τον συγχωρεμένο τον Τόλη μια φορά στο αεροδρόμιο και του είπα: “Ξέρεις ότι με έκανες τερματοφύλακα;” Και όταν τού ανέφερα την ιστορία τρελάθηκε, γέλαγε ασταμάτητα.
Εγώ ναι μεν είχα αποφασίσει ότι θέλω να γίνω τερματοφύλακας, αλλά έπρεπε να δώσει την έγκριση ο προπονητής. Εκείνη τη μέρα του δοκιμαστικού είτε έβλεπες ένα σφαχτό αρνί είτε εμένα ήταν το ίδιο πράγμα, γέμισε ο τόπος αίματα. Για να του αποδείξω ότι μπορώ, έπεφτα από εδώ, έπεφτα από εκεί, γδερνόμουν στο χώμα. Ούτε γάντια δεν είχα. Καθόταν ο άνθρωπος με ανοιχτό το στόμα.
Ο Χρήστος Ρίμπας ήταν, τερματοφύλακας στην Εθνική και στην ΑΕΚ. Μού είπε να συνεχίσω. Όταν πήγα να πλυθώ, μπήκα κάτω από μια βρύση και γέμισε ο τόπος αίματα. Από τα γόνατα, τους αγκώνες, μέχρι και στο σαγόνι είχα χτυπήσει για να του αποδείξω ότι μπορώ.
Αυτός μάλλον σκέφτηκε ότι “δεν είναι νορμάλ αυτός, για να παίξει μέσα, καλύτερα να κάτσει τερματοφύλακας”.
Κολυμπώντας... στον Ολυμπιακό
Στον Ηλυσιακό έμεινε οκτώ χρόνια και το 1977 τα 5 εκατομμύρια των Καστοριανών γουναράδων ήταν αρκετά για ν' ανέβει στους λιμνανθρώπους. Η Καστοριά έζησε τη μεγαλύτερη στιγμή της ιστορίας της με τον Νίκο Σαργκάνη στο τέρμα της. Το 1980 κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας κόντρα στον Ηρακλή και το “φάντομ” ετοιμαζόταν να έρθει ακόμα και κολυμπώντας από τη Σκιάθο όπου παραθέριζε -όπως είχε πει στη διοίκηση της Καστοριάς- στον Ολυμπιακό.
“Ήδη η ώρα είχε φτάσει 12 τα μεσάνυκτα και η πρώτη δουλειά που έπρεπε να γίνη ήταν να ειδοποιηθεί ο Σαργκάνης στην Σκιάθο. Όμως, η επικοινωνία ήταν δύσκολη. Τελικά, γύρω στις 2 το πρωί οι παράγοντες της Καστοριάς τον βρήκαν στο τηλέφωνο του ξενοδοχείου και τον ειδοποίησαν να έλθη το πρωί στην Αθήνα για να υπογράψει.
Γύρω στις 12 το μεσημέρι οι παράγοντες της Καστοριάς (κ.κ. Χαλκίδης, Χαρακούσης, Καρανίκας και Κουρακλής) ήλθαν στην Αθήνα και πήγαν στο γραφείο του κ. Νταϊφά. Εκεί υπογράφτηκαν τα σχετικά συμφωνητικά και στη συνέχεια πήγαν μαζί με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού και γευμάτισαν στη Ναυτιλιακή Λέσχη.
Μετά πήγαν στα γραφεία του Ολυμπιακού και περίμεναν τον Σαργκάνη. Όμως, ο ίδιος αργούσε να έλθη και έγινε νέα επικοινωνία με τη Σκιάθο. Ο Σαργκάνης δεν βρέθηκε γιατί ήταν... στον αέρα. Πετούσε με το αεροπλάνο για την Αθήνα.
Γύρω στις 7.40 μ.μ. έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και εκεί τον υποδέχθηκαν ο κ. Μ. Τσαχειλίδης και ο κ. Καρανίκας που τον οδήγησαν στα γραφεία του Ολυμπιακού. Εκεί όλα ήταν έτοιμα και σε 15 λεπτά υπέγραψε κι αυτός με τη σειρά του όλα τα χαρτιά. Κατόπιν η Καστοριά και ο Σαργκάνης πήραν τα χρήματά τους με τραπεζική επιταγή και θα τα εισπράξουν σήμερα, αφού το Σάββατο οι τράπεζες ήταν κλειστές”, αναφέρει δημοσίευμα της εποχής περιγράφοντας λεπτομέρειες της μεταγραφής του Νίκου Σαργκάνη στους “ερυθρόλευκους” στους οποίους έμεινε μέχρι το 1985.
Από την περίοδο που αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό μέχρι σήμερα έφερε στο στήθος του ένα σημάδι. Το 1982 σε αγώνα Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, αρχικά απέκρουσε πέναλτι του Αναστασιάδη. Ο Ολυμπιακός προηγήθηκε 0-2, όμως το ματς πήγε στην παράταση, με πέναλτι του Χαραλαμπίδη.
Οι πράσινοι κέρδισαν νέο πέναλτι στον Παναθηναϊκό. Την παράβαση χρεώθηκε ο Σαργκάνης σε φάση με τον Ντουρινικολάε. Έπειτα από προβολή του δεύτερου ο θρυλικός γκολκίπερ χτύπησε. Διαμαρτυρήθηκε στον διαιτητή για το πέναλτι που χρεώθηκε σηκώνοντας τη φανέλα του και δείχνοντας τη σκαριά από τις τάπες του Ντουρονικολάε.
Τα πέντε χέρια του Σαργκάνη
Το διάστημα που φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού έλαμψε το άστρο του και στην Εθνική ομάδα. Ήταν 15 Οκτωβρίου του 1980 όταν αντικατέστησε τον τραυματία Λευτέρη Πουπάκη κάτω από το τέρμα της Εθνικής ομάδας στον αγώνα με τη Δανία στην Κοπεγχάγη.
“O πρώτος αγώνας μου με την Εθνική ήταν αυτός με τη Δανία. Σού λέω ότι χρειάζεται να έχεις άστρο και είχα! Πρώτος τερματοφύλακας ήταν ο Λευτέρης Πουπάκης, ο οποίος παραπάτησε και έπαθε μηνίσκο. Με έπιασε ο Παναγούλιας και μού είπε “ορίστε κύριε, δεν σε φέραμε για τουρίστα εδώ, αλλά για να παίξεις”.
Όταν φτάσαμε στην Κοπεγχάγη, όλοι οι Δανοί μάς έδειχναν με τα χέρια πόσα γκολ θα φάμε, άλλος έδειχνε 10 δάχτυλα, άλλος ήταν πιο επιεικής και έδειχνε πέντε. Θυμάμαι την απόκρουση στο σουτ του Σίμονσεν και ανατριχιάζω. Η μπάλα πήγαινε μέσα, στο γάμα. Ήταν μικροσκοπικός και είχε πολύ μαλλί, έκανα την απόκρουση κι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του.
Αρχικά ακούστηκε ένα “αααααα” από τους οπαδούς και ακολούθησε βουβαμάρα. Όμως, η απόκρουση στην κεφαλιά του Βλαστού είναι η πιο δύσκολη που έχω κάνει στην καριέρα μου, όχι αυτή του Σίμονσεν. Ο βαθμός δυσκολίας είχε ξεπεράσει το 90%. Η φάση του Σίμονσεν ακούστηκε περισσότερο, επειδή ήταν με την Εθνική. Από το 1980 μέχρι σήμερα με αποκαλούν “φάντομ”, μου έμεινε.
Στη συνέντευξη Τύπου ο προπονητής της Δανίας, Σεπ Πιόντεκ είχε πει στον Παναγούλια: “δεν παίξαμε επί ίσοις όροις, εσύ ήρθες με ένα φάντομ στην ομάδα σου κι εμείς παίζαμε με φυσιολογικούς ανθρώπους. Ήταν δάσκαλος ο Παναγούλιας, δεν θα πω αν ήταν καλός προπονητής ή όχι. Ήταν πολύ βασικό επίσης ότι ήταν Έλληνας και δεν μιλούσαμε μέσω διερμηνέα.
Καταλαβαίναμε ακριβώς τι ήθελε από εμάς, αλλά μπορούσε και να μας εμψυχώσει περισσότερο.Ο Παναγούλιας σε έβριζε, αλλά το έκανε φιλικά. Έλεγε “μισό λεπτό ρε μαλ..α αυτός τι περισσότερο έχει από σένα, έχει πέντε χέρια;”, διηγήθηκε ο Σαργκάνης στο SPORT24.
Ωστόσο, για τα ελληνικά ΜΜΕ ο κορυφαίος γκολκίπερ, είχε πέντε χέρια.
Οι Έλληνες και οι Δανοί δημοσιογράφοι είχαν μάτια μόνο για τον “Θεό”, το “Φάντομ”, τον Σαργκάνη. Και είναι λογικό ένας τέτοιος τερματοφύλακας μπορούσε να κλέψει τη δόξα από τους αγαπημένους των φιλάθλων, τους δεινούς σκόρερ. Το κοινό ταυτίζεται πιο εύκολα με αυτούς που πετυχαίνουν πολλά γκολ και εντυπωσιάζεται περισσότερο όταν υπάρχει κάποιος που σταθερά τους εμποδίζει. Γι' αυτό ο Σαργκάνης κατάφερε να γίνει μεγάλος σταρ. Επειδή, έκοβε τη λάμψη των μεγάλων επιθετικών και την έραβε στα γάντια του.
Ήταν πάντα στις επάλξεις και είχε αστείρευτη αυτοπεποίθηση επειδή εμπιστευόταν τη δουλειά που έβγαζε στις προπονήσεις. Συχνά έμενε περισσότερη ώρα απ' ό,τι όριζε το πρόγραμμα της προπόνησης και μελετούσε έξτρα μόνος του τους επιθετικούς των αντίπαλων ομάδων. Παρατηρούσε ποια πλευρά του τέρματος προτιμούν στις στημένες φάσεις, αλλά και πάνω στη ροή του αγώνα. Έτσι, έφτιαχνε και την επιτυχημένη στρατηγική του στα πέναλτι.
“Με έδιωξε ο Ολυμπιακός, δεν με πήρε ο Παναθηναϊκός”
Η ψυχάρα της Εθνικής ομάδας και στυλοβάτης του Ολυμπιακού τα “έσπασε” με το Λιμάνι το 1985. Η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό προκάλεσε σάλο, θλίψη και σε ορισμένες περιπτώσεις οργή στους “ερυθρόλευκους” οπαδούς. Ολυμπιακός, Σαργκάνης και Παναθηναϊκός ήταν οι τρεις μεγάλοι πρωταγωνιστές εκείνης της μεταγραφικής περιόδου. Τα ΜΜΕ ενημέρωσης ασχολήθηκαν εκτενώς με τη μεταγραφή και κυρίως τους λόγους που την προκάλεσαν.
Ο διεθνής γκολκίπερ έλεγε στο ΕΘΝΟΣ: “Με έδιωξε ο Ολυμπιακός. Δεν με πήρε ο Παναθηναϊκός”. Εξήγησε ότι η προσφορά των “ερυθρόλευκων” -οι οποίοι του ζητούσαν και άμεση εξόφληση ενός δανείου που του είχαν δώσει- ήταν πολύ μικρή συγκριτικά με τις απαιτήσεις του και στην ουσία τον έδιωχναν.
Μάλιστα στο ίδιο ρεπορτάζ τονίζει ότι περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή τον Ολυμπιακό και εξήγησε: “Πίστευα ότι αν τα πράγματα άλλαζαν και τελικά έμενα στον Ολυμπιακό, ο κ. Βαρδινογιάννης επειδή είναι πραγματικός άντρας, δεν θα έφερνε αντιρρήσεις για κάτι τέτοιο. Άλλωστε, θα επικαλούμουν ψυχολογικούς λόγους”.
Ο Σαργκάνης έγινε “μαύρο πρόβατο” για τους “ερυθρόλευκους” που δεν ξεπέρασαν αυτή τη μεταγραφή προς τον αιώνιο αντίπαλο. Οι πιο συναισθηματικοί οπαδοί απλώς τον αγκάλιαζαν στον δρόμο και έκλαιγαν. Ο κορυφαίος τερματοφύλακας παραδέχθηκε ότι έκλαιγε κι εκείνος μαζί τους.
Η κορύφωση αυτής της μετακίνησης ήταν ο τελικός του Κυπέλλου το 1988, στον οποίο ήταν και πάλι ο μεγάλος πρωταγωνιστής.
Απέκρουσε πέναλτι του σούπερ σταρ Χιλμπέρτο Φούνες και του Μηνά Χατζίδη, ενώ σκόραρε και αυτός στα πέναλτι. Μάλιστα, πριν εκτελέσει το δικό του φίλησε την μπάλα σκορπίζοντας τη μήνη στις τάξεις των “ερυθρόλευκων” οπαδών.
Ο Σαργκάνης ήξερε καλά τι έλεγε
Δύο χρόνια μετά, το 1990, μπήκε στα γραφεία του Αθηναϊκού για να συζητήσει το ενδεχόμενο της μεταγραφής του. Τούς ζήτησε να συμπεριλάβουν πριμ εξόδου στην Ευρώπη. Τον κοίταξαν σαν να έβλεπαν εξωγήινο. Πίστευαν ότι δεν έχει καταλάβει σε ποια ομάδα θα πήγαινε και τον ρώτησαν, για να σιγουρευτούν. Ο Σαργκάνης ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Είχε πίστη στον εαυτό του και ήξερε ότι με έναν καλό τερματοφύλακα έχεις ήδη έτοιμη τη... μισή ομάδα.
Ο Αθηναϊκός έφτασε ως τον τελικό του Κυπέλλου το 1991 και την επόμενη σεζόν μπήκε στο “Ολντ Τράφορντ” για να αντιμετωπίσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Κύπελλο Κυπελλούχων. Το “φάντομ” ήταν και πάλι ο μεγάλος πρωταγωνιστής, καθώς κατάφερε να κρατήσει ανέπαφη την εστία του στην κανονική διάρκεια και των δύο αγώνων. Το ματς της ρεβάνς οδηγήθηκε στην παράταση, κατά τη διάρκεια της οποίας η Γιουνάιτεντ πέτυχε δύο γκολ.
Ο Νίκος Σαργκάνης έφυγε από τη ζωή δύο ημέρες μετά την ονομαστική εορτή του, σε ηλικία 70 ετών. Πάλεψε με τον καρκίνο για ένα χρόνο. Μετά την πρώτη του επέμβαση ένιωθε δυνατός και όπως λένε οι φίλοι του “έπαιζε ακόμα και ράκετες το καλοκαίρι”. Τους τελευταίους τρεις μήνες η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Το “φάντομ” μας πλέον θα πετάει για πάντα.
Σημ.: Με πληροφορίες από το βιβλίο “Νίκος Σαργκάνης, Ιστορίες σε τίτλους” (Εκδ.: Ελληνικά Γράμματα).