Νότιγχαμ Φόρεστ, υλοποίηση ενός ονείρου 23 χρόνων
Ο κορυφαίος, πολυβραβευμένος Άγγλος αθλητικός συντάκτης, και αθεράπευτα υποστηρικτής της Νότιγχαμ Φόρεστ, Ντάνιελ Τέιλορ, αρθρογραφεί στο SPORT24 για την επιστροφή των "κόκκινων" στην Premier League, πιστώνει την επιτυχία και περιγράφει τις βασικές προϋποθέσεις για τη διατήρηση της επιτυχημένης συνταγής.
Μια ζωή. Για την ακρίβεια, κάτι λιγότερο από τη μισή δική του. Όταν ο Ντάνιελ Τέιλορ, ο κορυφαίος αρθρογράφος του Ηνωμένου Βασιλείου, πλειστάκις βραβευμένος από διάφορους οργανισμούς στη Γηραιά Αλβιόνα ως ο καλύτερος αθλητικός συντάκτης του Νησιού, ξεκινούσε το δικό του ταξίδι… αναγνωρισιμότητας, εντασσόμενος το 1999 στο δυναμικό της Guardian, η αγαπημένη του Νότιγχαμ Φόρεστ – για την οποία μάλιστα έχει γράψει δύο βιβλία - ξεκινούσε το δικό της ταξίδι απαξίωσης.
Του Ντάνιελ Τέιλορ, αρθρογράφου του www.theathletic.co.uk.
Τότε ήταν η τελευταία της σεζόν στην Premier League. Σε κάτι που – κακά τα ψέματα – το μόνο κοινό που έχει με τη σημερινή, είναι η ονομασία. Τίποτα άλλο. Ακόμη και για τα μεγέθη του κορυφαίου σε εμπορικότητα και ανταποδοτικότητα πρωταθλήματος του πλανήτη, αυτά τα 23 χρόνια διαμόρφωσαν δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους.
Δύο κόσμους που οι "κόκκινοι" του Νότιγχαμ ετοιμάζονται πλέον να γεφυρώσουν. Σε αυτά τα 23 χρόνια βίωσαν έναν υποβιβασμό στη League One, είχαν τρεις αποτυχίες σε play off, άλλαξαν διοικήσεις και διοικητικά formats, δεκάδες προπονητές πέρασαν από τον πάγκο τους, προκοπή όμως δεν βρήκαν.
Το ξεκίνημά τους τη φετινή σεζόν έμοιαζε όχι ανάλογο, αλλά ακόμη χειρότερο. Για την ακρίβεια, χειρότερο ιστορίας, μιας και όντας χωρίς νίκη στις 7 πρώτες αγωνιστικές και με συγκομιδή τεσσάρων βαθμών στις οκτώ βρίσκονταν σταθερά στον πάτο της κατάταξης της Championship.
Πέραν όμως του ότι είναι το πιο απαιτητικό πρωτάθλημα του πλανήτη – δεν χρειάζεται κάτι άλλο: 52 εβδομάδες έχει ο χρόνος. Σε 46 αγωνιστικές, χωρίς τα play off, διεξάγεται η σεζόν της Championship, οι οποίες μάλιστα πραγματοποιούνται σε διάστημα 9 μηνών… - είναι και το πλέον απρόβλεπτο. Οι Άγγλοι λένε πως δεν έχει… Θεό. Πως χωρίζεται σε διάφορες εποχές, σε διάφορα στάδια.
Ένα του φθινοπώρου, ένα ως τις γιορτές των Χριστουγέννων, ένα ως το ξεκίνημα της άνοιξης και ένα, τελείως διαφορετικό, στα play off ανόδου. Η Φόρεστ στο πρώτο κομμάτι δεν ανταποκρίθηκε. Στα υπόλοιπα, το έκανε και με το παραπάνω. Και στο τελευταίο, έχοντας πλέον σταθερότητα και φούρια – μόνο η πρωταθλήτρια Φούλαμ φάνταζε στο ύστατο τρίμηνο καλύτερη της στο γήπεδο – εξασφάλισε τελικά την άνοδο της στα σαλόνια.
Καλύτερος να περιγράψει συναισθήματα, να ξεχωρίσει σημεία κλειδιά, αποφάσεις κομβικές και πρόσωπα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας για τη Φόρεστ, προκρίνοντας παράλληλα και τα… μελλούμενα, από τον Ντάνιελ Τέιλορ δεν υπάρχει. Προφανώς γιατί πέραν από επαγγελματίας, είναι και φίλαθλος των «κόκκινων».
Και έτσι, πέραν της αντικειμενικότητας που επιβάλλει η δημοσιογραφική του ιδιότητα, εν προκειμένω το μεράκι, το μαράζι και πλέον ικανοποίηση του, αλλά και η προσμονή για έναν κόσμο παντελώς άγνωστο σε κάθε επίπεδο για τη Φόρεστ και όσους, απ’ όποιο πόστο εμπλέκονται με αυτήν, ξεχειλίζουν.
Εμπιστοσύνη στον άνθρωπο που άλλαξε τα πάντα
Είναι πολύ δύσκολο να βρεις λέξεις για να περιγράψεις συναισθήματα. Ειδικά μετά από τόσα χρόνια. Ειδικά όταν αυτά τα χρόνια δεν έφεραν τίποτα σε μια ομάδα, σε μια πόλη, που έχει πανηγυρίσει, που έχει ζήσει την κατάκτηση δύο ευρωπαϊκών τίτλων. Ακόμη και όταν αυτές οι στιγμές αθανασίας πέρασαν, η Φόρεστ ήταν μαθημένη να διεκδικεί, να βρίσκεται στο προσκήνιο. Συμμετείχε σε μισή ντουζίνα εγχώριους τελικούς σε τέσσερα χρόνια, πριν τον υποβιβασμό της.
Και όχι μόνο δεν μπόρεσε σε όλο αυτό το διάστημα να δημιουργήσει τις βάσεις για να επανέλθει, όχι μόνο δεν διεκδίκησε κάτι, αλλά έκανε συνεχώς βήματα προς τα πίσω. Πέρασε μάλιστα τρεις σεζόν στη League 1. Τέτοια ντροπή, τόσο χαμηλά δεν έχει βρεθεί ποτέ καμία άλλη ομάδα που να έχει στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο συνεπώς για να την περιγραφή αυτών των χρόνων. Ήταν απαίσια. Χωρίς αγάπη, χωρίς επιτυχία, χωρίς προσμονή, χωρίς χαρά. Το μομέντουμ δεν γίνονταν να διαφοροποιηθεί από τη μια μέρα στην άλλη όταν άλλαξε για τελευταία φορά η ιδιοκτησία και ανέλαβε ο Βαγγέλης Μαρινάκης. Δεν ήταν εύκολο ούτε για το club, για τον οργανισμό να καταλάβει αμέσως τον νέο ιδιοκτήτη, ούτε και γι’ αυτόν και τους ανθρώπους του ήταν εύκολο να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις ενός τόσο επίπονου πρωταθλήματος όπως είναι η Championship.
Το μαγικό άγγιγμα, η τύχη, το σημείο καμπής που άλλαξε τα πάντα, ενδεχομένως και την ροή της ιστορίας της ελληνικής ιδιοκτησίας, ήταν η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Φόρεστ από τον Στιβ Κούπερ, ύστερα από το χειρότερο ξεκίνημα σε πρωτάθλημα στα τελευταία 108 χρόνια. Η ομάδα είχε μόλις 1 βαθμό στις πρώτες 7 αγωνιστικές, ούσα ουραγός για 35 μέρες. Κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα παραπάνω από μια σεζόν στην οποία θα δίνονταν μάχη για την παραμονή.
Η επίτευξη της ανόδου από το συγκεκριμένο σημείο και τη συγκεκριμένη κατάσταση, είναι κάτι το φοβερό, ειδικά για τα δεδομένα της Championship. Και σίγουρα, δεν γίνεται να μην πιστωθεί το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ανατροπής και επιτυχίας στον Στιβ Κούπερ.
Όπως επίσης και στον άνθρωπο που τον επέλεξε, τον Ντέιν Μέρφι, ο οποίος το περασμένο καλοκαίρι, πριν την έναρξη της σεζόν, ανέλαβε CEO, προσφέροντας άμεσα στον σύλλογο, συνολικά, μια πολύ πιο ψύχραιμη προσέγγιση και απαραίτητη τεχνογνωσία γύρω από τα δεδομένα και τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου πρωταθλήματος.
Προφανώς λοιπόν από την στιγμή που ο Μέρφι έκρινε, ειδικά την στιγμή που το έκρινε, πως ο Κούπερ ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να βγάλει τη Φόρεστ αρχικά από τη δύσκολη θέση και στη συνέχεια, χωρίς κανείς να περιμένει εκείνη την στιγμή την φετινή κατάληξη, να είναι αυτός που φιλοδοξούσε πως θα άλλαζε την πορεία και την στόχευση της ομάδας, πρέπει να το πιστωθεί.
Και εννοείται πως η αποδοχή της συγκεκριμένης εισήγησης ήταν η καλύτερη απόφαση που έχει πάρει ο Μαρινάκης ως ιδιοκτήτης. Η δεύτερη καλύτερή του ήρθε τον Ιανουάριο, κατά τη διάρκεια της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου, με την άρνησή του να αποδεχτεί πρόταση 20 εκατ. ευρώ από την Μπρέντφορντ για τον Μπρέναν Τζόνσον.
Παρά τις διαφορετικές γνώμες που υπήρχαν και την αίσθηση της Μπρέντφορντ πως τελικά θα επιτυγχάνονταν συμφωνία, αυτή ανατράπηκε από την τελική απόφαση. Και αποδείχτηκε πως ήταν η σωστή, αφού πέραν ενός αγωνιστικού κενού που θα δημιουργούνταν και θα ήταν δυσαναπλήρωτο, ειδικά μεσούσης της σεζόν, μια πώληση θα κατέστρεφε ουσιαστικά την αλλαγή κλίματος και ψυχολογίας που ήταν πλέον εμφανής τόσο στην ομάδα όσο και στην πόλη, στους φιλάθλους, σε όλους μέσα και γύρω από τον σύλλογο.
Όσο σημαντικό ήταν τα σωστά κομμάτια να μπουν στις σωστές θέσεις, άλλο τόσο σημαντικό ήταν να παραμείνουν έτσι, όλα, ως το τέλος της χρονιάς. Και έτσι, να επιτευχθεί το αδιανόητο στο ξεκίνημά της, αλλά δίκαιο κρίνοντας τόσο από την κατάληξη, αλλά και τη συνολική εικόνα.
Πλέον, περιμένει η Premier League. Όνειρο για τους φιλάθλους, για όλους. Παράλληλα όμως και συνώνυμο σκληρής δουλειάς, σε κάθε επίπεδο, προκειμένου να ανταποκριθεί η ομάδα, το club σε συνθήκες πρωτόγνωρες και απόλυτα καινούργιες για όλους.