Ο "Εθνικάρας" Γιάννης Ματζουράνης ήταν ένας πανΕθνικός οπαδός
Η ιστορία του Γιάννη Ματζουράνη. Ο λόγος που ήρθε στην Αθήνα, η πρώτη φορά που πήγε στο γήπεδο, τα ταξίδια, το ατύχημα με το μάτι του, τα παιχνίδια που αποδοκιμάστηκε και η τελευταία φορά που ακούστηκε το "Α ρε Εθνικάρα"
Ο θάνατος του Γιάννη Ματζουράνη, του "Εθνικάρα" της ελληνικής κερκίδας, δεν συνέβη μια κάποια Κυριακή. Συνέβη την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου. Την πρώτη Κυριακή της σεζόν με μπάλα στην Ελλάδα. Την πρώτη Κυριακή με κόσμο στην εξέδρα. Την πρώτη Κυριακή στο γήπεδο: τον "ιερό χώρο" μιας από τις πλέον αντιπροσωπευτικές μορφές ενός ασπρόμαυρου και ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου που έγινε έγχρωμο και επαγγελματικό, ενός ποδοσφαίρου που από το τσιμέντο πέρασε σταδιακά στο πλαστικό κάθισμα. Καρμικά την ίδια ημέρα ο Εθνικός επικρατούσε 3-0 του Κερατσινίου για το κύπελλο.
Μέσα σε αυτά τα σχεδόν 80 χρόνια ο μειλίχιος Γιάννης Ματζουράνης υπήρξε ένα αδιαμφισβήτητο σύμβολο ατόφιου οπαδισμού που από τον πυρήνα ως την επιφάνειά του αποστρέφεται το μίσος για τον αντίπαλο και δεν εχθρεύεται τον οποιονδήποτε. Ο Γιάννης Ματζουράνης αγάπησε παθιασμένα τον Εθνικό (και κατόπιν την Εθνική ομάδα). Χαιρόταν και πανηγύριζε από τη μία, πονούσε κι έκλαιγε από την άλλη. Πάντα αθώα.
Το δάγκωμα από σκυλί και ο Εθνικός
Το "α ρε Εθνικάραααααααααα", που -αντηχώντας στο άπειρο- κάλυπτε ήχους και συνθήματα, ακούστηκε για τελευταία φορά τη δεύτερη ημέρα του καλοκαιριού. Στις 2 Ιουνίου ο Εθνικός έπαιζε με τον Χαραυγιακό για τον 6ο όμιλο της Γ' Εθνικής και το νικηφόρο 3-1 σφράγιζε την παραμονή του στην κατηγορία. Ο Γιάννης Ματζουράνης μπήκε στον αγωνιστικό χώρο, αποθεώθηκε από τους παρευρισκόμενους και χάρηκε σαν να 'ταν η πρώτη φορά στο Ποδηλατοδρόμιο, αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά τα μέσα Ιουλίου, ο Γιάννης Ματζουράνης θα νοσούσε από κορονοϊό. Η εισαγωγή του στον Ευαγγελισμό κατέστη υποχρεωτική. Παρά τη μάχη που έδωσε, δεν έλαβε εξιτήριο και άφησε την τελευταία πνοή στις 12 Σεπτεμβρίου. Ήταν 87 ετών.
Ο Γιάννης Ματζουράνης είχε έρθει στην Αττική σε ηλικία 10 ετών, το 1944. Μέχρι τότε ζούσε στο Άστρος, κωμόπολη του νομού Αρκαδίας. Εξαιτίας ενός δαγκώματος από λυσσασμένο σκύλο η διακομιδή σε νοσοκομείο της πρωτεύουσας είχε κριθεί επιβεβλημένη προκειμένου να τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση. Ο πατέρας του δούλευε ήδη ως γιατρός στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε στην Ευαγγελίστρια του Πειραιά. Οι θείοι του, οι Δασκαλάκηδες, και άλλοι φίλοι τους ανέλαβαν να τον μυήσουν τον μικρό Γιάννη στη μυσταγωγία του ποδοσφαίρου. Ήταν φίλαθλοι του πανίσχυρου Εθνικού (Κυπελλούχος Ελλάδα το 1933, τρεις φορές Πρωταθλητής Πειραιά) και ο ίδιος ακολούθησε τον ίδιο δρόμο.
Πήγε πρώτη φορά στο Ποδηλατοδρόμιο, τότε έδρα του Εθνικού και ο χώρος που μετέπειτα χτίστηκε το "Καραϊσκάκη", σε ηλικία 10 ετών. Φορούσε εκείνα τα κοντά παντελόνια των πιτσιρικάδων και ήξερε ελάχιστα από μπάλα. Εντυπωσιάστηκε από το θέαμα, τους ήρωες της εποχής. Υπήρξε ένας κεραυνοβόλος έρωτας με την πρώτη ματιά. Από το 1950, έφηβος πλέον, ήταν μόνιμος θαμώνας της κερκίδας. Το πρωί της Κυριακής πήγαινε στην εκκλησία, μια και είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία, άναβε το κερί του, άκουγε τη λειτουργία και το μεσημέρι διάβαινε την πόρτα του γηπέδου. Όχι μόνο εντός αλλά κι εκτός έδρας.
Τα ταξίδια, το ΠΡΟ-ΠΟ και ο Καρβέλας
Αν και τα μεταπολεμικά χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για τον ελληνικό λαό και τα οικονομικά στενά, γύρισε όλη την Ελλάδα, κάθε πόλη και γήπεδο που είναι εφικτό να χωρέσει ο νους. Απ' ανατολή σε δύση και από βορρά σε νότο. Δεν ενόχλησε ποτέ, ούτε ενοχλήθηκε. Αντιθέτως άπαντες τον καλοδέχονταν, τον χαιρετούσαν. Η μόνιμη επωδός σε συνεντεύξεις του ήταν πως έχει χάσει μόνο 12 παιχνίδια του Εθνικού - το ένα εξ αυτών επειδή παντρευόταν. Έφτιαξε οικογένεια, απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Ζαχαρούλα, εργάστηκε επί 40 χρόνια στον Ευαγγελισμό. Συνταξιοδοτήθηκε το 1999.
Από το γήπεδο δεν πήρε ποτέ του σύνταξη. Έγινε ευρύτερα γνωστός, διάσημος και δημοφιλής πια, όταν η τηλεόραση μπήκε στα γήπεδα και η εικόνα έφτανε πλέον παντού. Η φωνή του διαπερνούσε τις μονοφωνικές συσκευές, κατέκλυζε τα σαλόνια και τα τα καφενεία των γειτονιών. "Α ρε Εθνικαραααα". Ενοχλητικό ίσως για κάποιους, καλτ για άλλους λίγους, μα την ίδια ώρα δυναμικό και ακατάβλητο. Πάντα παθιασμένο, ζωντανό, σαρωτικό. Αναλλοίωτο, άνευ φθοράς μέχρι την ύστατη φορά. Συμμετείχε σε διαφήμιση του ΠΡΟ-ΠΟ, έγινε έμπνευση για τραγούδι από τον Νίκο Καρβέλα.
Η τελευταία επιθυμία του και το γήπεδο
Κάποιοι δεν τον αναγνώρισαν σε παιχνίδι με το Αιγάλεω και τον αποδοκίμασαν έντονα. Όταν ενημερώθηκαν ποιος ήταν σταμάτησαν. Στην έδρα του Ιωνικού είχε μια εξίσου απρόσμενη εμπειρία. Όπως επίσης σε αναμέτρηση με τον Μεσσηνιακό. Στεναχωρήθηκε, αλλά δεν κράτησε κακία σε κανέναν. Τον κατηύθυνε πάντα το συναίσθημα, η άδολη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Ήταν τόσο ανεκτικός που συγχωρούσε τους πάντες, προσπαθούσε να τους συμβουλεύει και τους νουθετεί.
Ο Εθνικός ήταν το (δεύτερο) σπίτι του. Όλα τα τμήματα τα παρακολουθούσε εξίσου. Πήγαινε σε πόλο, μπάσκετ, βόλεϊ, σε αγώνες των γυναικών. Έδινε προσωνύμια σε αγαπημένους παίκτες του. Το ατύχημα του 2011, όταν έπεσε και χτύπησε με συνέπεια να χάσει μέρος της όρασής του, δεν τον έκαμψε. Οι παρουσίες του μειώθηκαν, αλλά δεν έπαψε να βρίσκει τον τρόπο να 'ναι στα... κάγκελα!
Η τελευταία επιθυμία του ήταν η ομάδα της καρδιάς του ν' αποκτήσει ένα νέο σπίτι. Από το 2000 είναι ξεριζωμένη, περιπλανιέται στην Αθήνα αναζητώντας μια σταθερή στέγη. Την Κυριακή έπαιζε ως γηπεδούχος στο Δημοτικό των Αγίων Αναργύρων! Η ιδέα κάποιων ήταν, όταν έρθει αυτή η ιστορική στιγμή, το νέο γήπεδο να πάρει το όνομά του. Αρνήθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αντιπρότεινε σταθερά το "Δημήτρης Καρέλλας" - μεγαλοεπιχειρηματία κλωστοϋφαντουργίας και βασικού χρηματοδότη της ομάδας για δεκαετίες. Δεν τον ένοιαζε η υστεροφημία του, μόνο το όφελος του Εθνικού.
Η σορός του Γιάννη Ματζουράνη θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.