Ο Μιχάλης Βαλκάνης στο SPORT24: “Στην Εθνική κάναμε μία μικρή επανάσταση, στην Ελλάδα κολλάμε πολύ στα ονόματα”

Ο Μιχάλης Βαλκάνης έχει ζήσει πολλά σ' ένα ταξίδι που λίγοι έχουν κάνει στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Ο άλλοτε βοηθός προπονητής στην Εθνική Ελλάδας και τον Άγιαξ διηγείται στο SPORT24 τη δική του ιστορία, η οποία ξεκίνησε από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας και έφτασε στην ελίτ του αθλήματος.
Σκεπτόμενος κανείς την Αυστραλία, σίγουρα το ποδόσφαιρο δεν είναι το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό. Ωστόσο, ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου είναι εκεί και μάλιστα με ισχυρή παρουσία, καθώς συνέδεε παραδοσιακά τους μετανάστες με τον τόπο καταγωγής τους.
Ο Ελληνοαυστραλός προπονητής, Μιχάλης Βαλκάνης, είναι “προϊόν” αυτού του ποδοσφαίρου και της ιδιαίτερης φιλοσοφίας που το περικλείει. Ο άλλοτε συνεργάτης του Τζον Φαν Σιπ σε Εθνική Ελλάδας και Άγιαξ – μεταξύ άλλων – διηγήθηκε στο SPORT24 το ταξίδι του.
Ένα ταξίδι που έχουν κάνει ελάχιστοι. Από την Αυστραλία και την Ελλάς Μελβούρνης, έως την Ευρώπη, την Τσβόλε, την Εθνική και τον Αίαντα. Ας ξεκινήσουμε, όμως από την αρχή. Πώς μπορεί ένας νεαρός να συνδεθεί με το ποδόσφαιρο σε μία τέτοια χώρα, όπου δεν είναι το παραδοσιακό σπορ.
“Το ποδόσφαιρο στην Αυστραλία δεν είναι το πρώτο σπορ. Οι μετανάστες από όλες τις χώρες της Ευρώπης δημιούργησαν ομάδες. Υπήρχε ένα πρωτάθλημα που λεγόταν το NSO. Ήμουν έξι χρονών όταν πρωτοπήγα στα junior της Ελλάς Μελβούρνης. Ήταν τότε και είναι ακόμα η ομάδα που αντιπροσωπεύει όλους τους Έλληνες της Μελβούρνης, που είναι μισό εκατομμύριο.
Τότε δεν μπορώ να πω ότι ήταν όνειρο να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ή ότι κάποτε θα γίνω προπονητής. Απλά αγαπούσα να παίζω μπάλα. Αγαπούσα να πηγαίνω στη γειτονιά μου να παίζω πίσω από το σπίτι μας, που είχαμε ένα μεγάλο πάρκο με χορτάρι, και βγαίναμε εκεί με τα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε ή στο σχολείο. Ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ. Ήθελα να κάνω ντρίμπλες, να βάζω γκολ.
Να νιώθεις, έστω και όταν έπαιζες με τους φίλους σου, ότι έπαιζες εναντίον μίας μεγάλης ομάδας. Όποτε είχε ένα παγκόσμιο Κύπελλο ή ένα ευρωπαϊκό, είχαμε τον ενθουσιασμό να ζήσουμε αυτές τις στιγμές που βλέπουμε στη τηλεόραση στο πάρκο με φίλους μας. Το ποδόσφαιρο δεν είναι το νούμερο ένα άθλημα. Αλλά είχαμε αυτή τη σύνδεση μέσα από όλους τους μετανάστες, είτε ήταν Σέρβοι, είτε Κροάτες, Ιταλοί, Έλληνες”.
Η σημασία του ποδοσφαίρου για τους Έλληνες μετανάστες
“Κάθε Κυριακή, οι Έλληνες μαζεύονταν να δουν την Ελλάς Μελβούρνης. Είτε έπαιζε με την Melbourne Croatia,την Sydney Croatia, τη Γιουβέντους της Αδελαΐδας. Μαζεύονταν εκεί για να είναι όλοι μαζί και να στηρίξουν μια ομάδα που αντιπροσώπευε όλο τον ελληνισμό. Όπως λέει η Μπαρτσελόνα, ότι είναι κάτι παραπάνω από μία ομάδα, το ίδιο πιστεύω και για την Ελλάς Μελβούρνης. Αντιπροσώπευε όλους αυτούς τους ανθρώπους που κάποια στιγμή βρήκαν το κουράγιο και την πίστη να φύγουν από τη χώρα τους, την οποία αγαπούσαν τόσο πολύ.
Πολλοί από αυτούς με μια βαλίτσα, όπως και οι δικοί μου γονείς, για να πάνε να ψάξει μια καλύτερη ζωή. Kαι αυτοί οι άνθρωποι ήταν κάθε Κυριακή που έβλεπαν αυτή την ομάδα. Όλο αυτό, με βοήθησε στη φιλοσοφία που έχω τώρα για το ποδόσφαιρο. Γιατί και τότε αυτή η ομάδα, αντιπροσώπευε τον ελληνισμό που είχε αυτό το κουράγιο, που έπαιρνε ρίσκο.
Η Ελλάς Μελβούρνης ήταν από τις καλύτερες ομάδες της Αυστραλίας. Πάντα είχε καλές επιθετικογενείς ομάδες με στόχο το πρωτάθλημα. Δεν το καταλαβαίνεις, αλλά αυτό το περιβάλλον σε διαμορφώνει, σε κάνει αυτό που είσαι σήμερα. Ήταν ένα περιβάλλον πολύ ανταγωνιστικό. Φαντάσου πόσα Juniors συμμετείχαν, και όλοι ήθελαν να παίξουν στην πρώτη ομάδα κάποια στιγμή. Αλλά δεν ήταν εύκολο – ήταν πολύ δύσκολο να φτάσεις εκεί. Πολύ λίγοι Έλληνες κατάφεραν να παίξουν.
Παίζαμε για εκείνους που πάλευαν καθημερινά
Κάναμε κάτι που εκπροσωπούσε όλους τους Έλληνες. Αντιπροσωπεύαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που κάθε μέρα πάλευαν καθημερινά, ξυπνούσαν στις έξι το πρωί για να πάνε στη δουλειά, γύριζαν αργά το βράδυ, για να βάλουν φαγητό στο τραπέζι. Και εμείς παίζαμε και παλεύαμε για αυτούς, τους κάναμε αυτούς χαρούμενους. Τους δίναμε ενέργεια να πάνε στη δουλειά τους”.
Πώς μπήκε, όμως το μικρόβιο του ποδοσφαιριστή στον Μιχάλη Βαλκάνη; Ο ΠΑΟΚ συνέβαλε σε αυτό: “Όταν ήμουν 13 χρονών, συνέβη κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ήθελα να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και ότι το ποδόσφαιρο είναι η νούμερο ένα αγάπη μου.
Θυμάμαι, κάθε Κυριακή, πήγαινα στο γήπεδο με τον πατέρα μου. Μεσοβδόμαδα ήρθε ο ΠΑΟΚ από τη Θεσσαλονίκη για να παίξει ένα φιλικό στη Μελβούρνη με μια μεικτή ομάδα της Βικτώρια. Εκείνη την στιγμή δεν ήξερα τον ΠΑΟΚ. Ήξερα τη Λίβερπουλ, τη Ρεάλ Μαδρίτης, αυτές τις μεγάλες ομάδες”.
Είχαμε πάει στο γήπεδο λίγο πιο νωρίς. Είχα πεινάσει. Λέω λοιπόν στον πατέρα μου, ‘Δώσε μου λίγα λεφτά να πάω στην καντίνα να πάρω κάτι να φάω, γιατί ο αγώνας θα ξεκινήσει σε δύο ώρες’. Θυμάμαι πολύ καθαρά τη διαδρομή. Είδα ένα λεωφορείο να μπαίνει στο χώρο δίπλα στο στάδιο. Κάθισα σε μια γωνία και παρακολουθούσα. Έβλεπα τους παίκτες να κατεβαίνουν από το λεωφορείο, φορούσαν τις μαύρες φόρμες, κοινά ρούχα, τα παπούτσιά τους. Ήταν επαγγελματίες.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι επαγγελματίας. Αυτοί πληρώνονται για να παίζουν ποδόσφαιρο και να ταξιδεύουν στον κόσμο. Τότε συνειδητοποίησα ότι μπορώ να κάνω αυτό που αγαπώ επαγγελματικά. Να ταξιδεύω, να βλέπω άλλες χώρες, να φοράω τη φόρμα της ομάδας, να είμαι μέρος μιας ομάδας, να είμαι επαγγελματίας.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο, θυμάμαι, είχα μάθημα ιστορίας. Ο δάσκαλος μου είπε πολλές φορές: ‘Είσαι εδώ; Είσαι συγκεντρωμένος;’ Γιατί εγώ ζωγράφιζα το έμβλημα του ΠΑΟΚ, εικόνες από το ποδόσφαιρο”.
Η φιλοσοφία του Πούσκας
“Ο Φέρεντς Πούσκας ήταν προπονητής και μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω με την πρώτη ομάδα. Μόνο από τον τρόπο που περπατούσε καταλάβαινες ότι είναι θρύλος. Τότε ήμουν παίκτης της Β’ ομάδας, αλλά έκανα κάποιες προπονήσεις με την πρώτη ομάδα. Κάθε Πέμπτη ο Φέρεντς διοργάνωνε εσωτερικό διπλό και μου έδινε την ευκαιρία να παίξω. Τον άκουγα, μου μιλούσε, μου έδινε ευκαιρίες σε φιλικά. Σιγά σιγά, μπήκα κι εγώ στην πρώτη ομάδα. Ήταν παιδικό όνειρο.
Τότε κατάλαβα τι σημαίνει να παίζεις για την Ελλάς. Εκπροσωπούσαμε την κοινότητά μας. Το γήπεδο είχε πάντα κόσμο – 15.000, 20.000, ακόμα και 30.000 θεατές. Αν φανταστείς πόσους Έλληνες είχε η Μελβούρνη, ήταν κάτι το φυσιολογικό. Ήταν μαγική η ατμόσφαιρα. Παίζαμε με το εθνόσημο, καταλάβαινε ο Έλληνας ότι είναι σε μεγάλη ομάδα. Ήξερες ότι έπρεπε πάντα πρέπει να κερδίζεις. Οι απαιτήσεις ήταν υψηλές και με έχει επηρεάσει σε αυτό που είμαι σήμερα.
Όταν όμως ήμουν 17-18 χρονών, δεν σκεφτόμουν καν ότι κάποτε θα γινόμουν προπονητής. Ωστόσο, μου έμεινε ένα περιστατικό που συνέβη τότε. Είχαμε ένα παιχνίδι όπου η ομάδα μας έπαιζε στην έδρα της. Στο πρώτο ημίχρονο προηγηθήκαμε 2-0, αλλά μέχρι το 44ο λεπτό η άλλη ομάδα ισοφάρισε σε 2-2.
Θυμάμαι τον Μεχμέτ Γιουράκοβιτς, έναν φανταστικό παίκτη που έπαιζε και στην εθνική ομάδα. Ήταν πολύ απαιτητικός από την ομάδα και είχε τρελαθεί. Μόλις μπήκαμε στα αποδυτήρια, ο Μεχμέτ άρχισε να φωνάζει. Κατηγορούσε τους συμπαίκτες του ότι δεν έτρεχαν αρκετά, δεν πίεζαν σωστά, δεν βοηθούσαν την άμυνα.
Τότε μπήκε ο Φέρεντς. Με ένα ήρεμο ύφος και παράλληλα σιγουριάς. Μας είπε σε όλους να καθίσουμε. ΄’Ηρεμήστε, παιδιά, το ποδόσφαιρο είναι έτσι. Αυτοί έβαλαν δύο, θα βάλουμε τρία. Έβαλαν τρία, θα βάλουμε τέσσερα’. Είπε παίξτε ελεύθερα
Αυτό το μήνυμα μου έμεινε. Ήταν η φιλοσοφία του Πούσκας. Και αυτό η Ελλάς Μελβούρνης τότε. Εάν σκεφτείς ότι αυτή η φιλοσοφία προερχόταν και από τους ανθρώπους που είχαν κουράγιο, ήταν γενναίοι, έκαναν “attack” στη ζωή. Πήγαν στην άλλη άκρη του κόσμου χωρίς να ξέρουν τι υπάρχει και τι δουλειά θα κάνουν. Και αυτό ήταν και ο Πούσκας. Και έφερε αυτή τη φιλοσοφία που κουβαλούσε από τη Ρεάλ Μαδρίτης ή όπου αλλού πήγε.”
Δεν μπορώ να βλέπω ομάδες που κάθονται πίσω, θα κλείσω την τηλεόραση
Κάπως έτσι άρχισε να σμιλεύεται η φιλοσοφία του Βαλκάνη: “Θέλω να είμαι επιθετικός coach και πιστεύω ότι έτσι πρέπει να είσαι και στη ζωή σου, να παίρνεις αυτό που θέλεις. Δεν πιστεύω στο να περιμένεις, γιατί όταν περιμένεις σημαίνει ότι δεν το πιστεύεις πραγματικά. Περιμένεις κάποιος άλλος να κάνει το λάθος. Όταν θέλεις κάτι στη ζωή σου, πρέπει να το δουλέψεις και να το κυνηγήσεις.
Δεν λέω ότι μια φιλοσοφία είναι πιο σωστή από την άλλη, πιστεύω όμως ότι πρέπει να είσαι αισιόδοξος και θετικός, γιατί έτσι κάνεις πράγματα, προσπαθείς να γίνεις δημιουργικός, να βρεις λύσεις. Όταν είσαι αρνητικός, το μυαλό σου κλείνει, είσαι φοβισμένος και δεν κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις. Γι’ αυτό βλέπουμε και πολλές ομάδες τώρα την τελευταία δεκαετία με αυτή τη φιλοσοφία. Αλλά βλέπεις ότι και ο κόσμος χαίρεται όταν βλέπει αυτό το ποδόσφαιρο. Δεν μπορώ να βλέπω ομάδες που κάθονται πίσω, θα κλείσω την τηλεόραση”.
Το όνειρο να παίξει στην Ελλάδα εκπληρώθηκε
Και από την Αυστραλία, ο Μιχάλης Βαλκάνης βρέθηκε στην Ελλάδα: “Μου δόθηκε η ευκαιρία να πάω στον Ηρακλή, στη Θεσσαλονίκη. Πολλοί παίκτες από την Αυστραλία τότε κυνηγούσαν το όνειρο να πάνε να παίξουν επαγγελματικά στην Ευρώπη. Εγώ διάλεξα την Ελλάδα, γιατί είμαι Έλληνας. Ήταν η ευκαιρία να πάω στη Θεσσαλονίκη, διότι γονείς μου είναι από τα Γιαννιτσά, και το όνειρό μου ήταν να παίξω στην Ελλάδα. Παρακολουθούσα το ελληνικό ποδόσφαιρο και ήξερα τις ομάδες.
Μετά από τον Ηρακλή πήγα στη Λάρισα, όπου έμεινα πολλά χρόνια. Είναι μία μεγάλη ομάδα που μου άρεσε πολύ και σαν πόλη, αγάπησα πολύ τον κόσμο. Με αγάπησε πολύ ο κόσμος εκεί, έμαθα την ιστορία της ομάδας. Υποστηρίζω την ΑΕΛ, μακάρι να ανέβει, γιατί μια τέτοια ομάδα θα ήταν φοβερή για Super League. Χρειάζεται τις ομάδες με τέτοιο πάθος. Είναι κάτι ξεχωριστό να έχεις μια ομάδα σαν την Λάρισα.
Έμεινα για τέσσερα εκεί, ήμουν και αρχηγός για τρία χρόνια. Δέθηκα πολύ με την πόλη και τον κόσμο και έχω αποκτήσει πολλούς φίλους Έπαιξα και με πολλούς τότε νέους παίκτες που αργότερα έκαναν φοβερή καριέρα, όπως ο Βαγγέλη Μόρας, ο Φάνης Γκέκας. Δεν τα ξεχνάω πολύ εύκολα αυτά τα χρόνια. Πέρασα από τον Παναιτωλικό, αλλά έπειτα ήρθε η στιγμή που αποφάσισα να πάω πίσω”.
Η επιστροφή στην Αυστραλία και η προπονητική μετάβαση
“Θα πήγαινα πίσω στη Μελβούρνη και την Ελλάς, αλλά κάτι είχε γίνει εκείνο το διάστημα. Μου δόθηκε η ευκαιρία να πάω στην Γιουβέντους της Αδελαΐδας, σε ιταλική ομάδα. Είχα πει στη γυναίκα μου, ότι θα είναι μόνο για δύο χρόνια. Μείναμε τελικά για 14. Η Αδελαϊδα είναι πιο μικρή πόλη και είναι γνωστή για τα οινοποιεία της. Έχει πιο πολλούς Ιταλούς και Γερμανούς από Έλληνες, αλλά είναι όμορφη. Κι εγώ δέθηκα, ήταν σαν τη Λάρισα. Έπαιξα μεν για τη Γιούβε, αλλά μετά από ένα χρόνο ξεκίνησε το νέο πρωτάθλημα, στα πρότυπα του MLS, η A League.
Και τότε έγινε κάτι πολύ σημαντικό στην ιστορία του ποδοσφαίρου της Αυστραλίας. Σταμάτησαν όλες εκείνες οι ομάδες που είχαν ξεκινήσει από μετανάστες και δημιούργησαν νέες. Ήθελαν να ξεφύγουν από αυτό, ότι δηλαδή η Ελλάς αντιπροσωπεύει τους Έλληνες, η Γιούβε τους Ιταλούς. Ήθελαν κάθε πόλη να έχει ομάδα. Έτσι, η Γιούβε έγινε η Adelaide United. Τότε η ομάδα είχε 19 ποδοσφαιριστές από την Αδελαϊδα και εγώ ήμουν ο μόνος από τη Μελβούρνη. Παρόλ’ αυτά ήμουν σαν παιδί τους, σαν δικός τους
Παίξαμε και στο Asian Champions League τέσσερα χρόνια συνεχόμενα. Πήγαμε και στον τελικό, όπου χάσαμε από την Οσάκα. Πήρα πρωτάθλημα με την Αδελαϊδα, ήμουν αρχηγός 1,5 χρόνο και σταμάτησα όταν ήμουν 33 χρονών, γιατί τραυματίστηκα στο χιαστό. Η ομάδα με αγαπούσε τόσο πολύ, είχα δώσει τα πάντα. Οπότε με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν ακόμη έναν χρόνο συμβόλαιο, για να επιστρέψω.. Έτσι, γύρισα πίσω αλλά ήταν δύσκολα σε αυτή την ηλικία να παίξεις σε top επίπεδο. Παίξαμε πάλι Champions League, και φτάσαμε τελικό. Μου έδωσαν και αποχαιρετιστήριο παιχνίδι, συνέχισα μέχρι το τέλος του πρωταθλήματος και έπειτα εντάχθηκα στο προπονητικό τιμ”.
Δεν είναι τα πάντα τακτική, το ποδόσφαιρο έχει να κάνει με ανθρώπους
Πώς ήταν για εκείνον η μετάβαση; “Το coaching είχα αρχίσει να το σκέφτομαι στην Ελλάδα, όταν ήμουν 27 χρονών και έπαιζα στη Λάρισα. Ο παίκτης που γίνεται κατευθείαν προπονητής δεν παύει να νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Όμως, χρειάζεται πολλή δουλειά και εμπειρία, για να φτάσεις σε υψηλό επίπεδο και να πεις ότι θα είσαι ο πρώτος προπονητής. Πρέπει να έχεις δουλέψει με ακαδημίες, μετά ως βοηθούς, μαζί με καλούς παίκτες και ομάδες που πάνε για πρωταθλητισμό και έπειτα να γίνεις head coach. Αυτή η προεργασία σε βοηθάει να ξεπεράσεις δυσκολίες.
Γιατί όταν γίνεσαι προπονητής νομίζεις ότι όλα έχουν να κάνουν με την τακτική. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ποδόσφαιρο έχει να κάνει με ανθρώπους. Πολλοί το ξεχνάνε αυτό και νομίζουν ότι όλα είναι τακτική. Γι’ αυτό πρέπει να περάσεις κάποιο διάστημα που πρέπει να καταλάβεις ποιος είσαι. Πρέπει να ξέρεις ποιες είναι οι αρχές σου, ποια είναι τα standards σου και πώς θα κάνεις coaching, χωρίς τη μπάλα. Γιατί πρέπει να έχεις κάποιες αρχές που θα κυβερνούν τα πάντα. Και αυτές οι αρχές είναι μετά τα θεμέλια για τη φιλοσοφία που θα βγει στο γήπεδο, ώστε να βοηθήσει τους παίκτες να γίνουν καλύτεροι”.
Το “ολλανδικό” μοντέλο και η Μπαρτσελόνα
Η έναρξη της προπονητικής του καριέρας συνέπεσε με την εισαγωγή του ολλανδικού μοντέλου στην Αυστραλία, αλλά και μία μεγάλη πρόκληση στην Αδελαΐδα: “Εγώ ήμουν στην Αδελαΐδα και έμπαινα στην προπονητική, την εποχή που ο Γκουαρδιόλα ήταν στην Μπαρτσελόνα. Εκείνος τότε άλλαξε το πώς αρχίζει και βλέπει ο κόσμος το ποδόσφαιρο και πώς προπονείται το άθλημα. Μέχρι και τα μαθήματα και τα διπλώματα. Εκείνο τον καιρό, ήθελα η ομάδα μου να παίζει επιθετικά, με πρέσινγκ, να κυνηγάει την μπάλα και να μην μένει πίσω.
Ήρθαν στην Αυστραλία, ο Ρίνι Κούλεν από την Τβέντε που είχε καταπληκτική τακτική και φιλοσοφία και ο Χαν Μπέργκερ που έγινε τεχνικός διευθυντής της Ομοσπονδίας. Άλλαξαν τα προγράμματα σπουδών, για να κάνουν τους προπονητές τους καλύτερους. Ο Μπέργκερ μάζεψε παίκτες που γίνονταν προπονητές εκείνη την περίοδο και μας μίλησε. Ήθελε να δει ποιοι έχουν την όρεξη. Με έστειλε στην Ολλανδία το 2010 και πήγα στη Τβέντε, έμεινα εκεί για δύο εβδομάδες στο προπονητικό, να δω πως δουλεύουν, τη φιλοσοφία τους, τα πάντα. Με έστειλε στο Άγιαξ και εκεί έπαθα πλάκα. Πήγα στην Μπαρτσελόνα, αλλά και στην Εσπανιόλ. Εκεί θαύμασα τον Ποτσετίνο και τη δουλειά του, τότε που δεν τον ήξερε κανείς.
Ο Φαν Σιπ είχε πάει στην Μελβούρνη και ο Μπέργκερ ήθελε να πάω να γίνω βοηθός του. Ήταν λίγο δύσκολα εκείνο τον καιρό στην Αδελαΐδα, η οποία περνούσε κρίση ταυτότητας και έτσι παρέμεινα εκεί. Ήρθαν τρία άτομα από την Μπαρτσελόνα, ο προπονητής και ο γυμναστής της Β’ ομάδας και ο Γκιγέρμο Αμόρ, ένας θρύλος της ομάδας.. Και ήρθαν αυτοί για να περάσουν την φιλοσοφία τους
Εκείνον τον καιρό και ο Άγγελος Ποστέκογλου δούλευε στο Μπρισμπέιν. Ήταν επίσης ένας πρωτοπόρος του ποδοσφαίρου, πίστευε ότι θα αλλάξουμε το ποδόσφαιρο. Το κατάφερε στη δική του ομάδα. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί δούλεψα με αυτούς τους ανθρώπους και με έμαθαν κάποια μυστικά, τα οποία είναι σαν να κερδίζεις λόττο. Με έμαθαν κάποια πράγμα που τα πήραν από τον Κρόιφ. Δηλαδή, το πώς να χτίσεις σε μία ομάδα. Είναι άλλο να λες ότι θέλω η ομάδα μου να παίζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αλλά είναι άλλο να ξέρεις πώς να το κάνεις.
Στην Ελλάδα δεν λειτουργούν οι ακαδημίες μαζί με την πρώτη ομάδα
Χτίσαμε όλη την ακαδημία, ώστε να είναι σε μία κοινή γραμμή με την πρώτη ομάδα. Δούλευα από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις τέσσερις στην πρώτη ομάδα, είχα τον ρόλο μου ως βοηθός. Στη συνέχεια ο προπονητής μου έλεγε πήγαινε σπίτι, για να δεις την οικογένειά σου. Πήγαινα, έπαιρνα τα παιδιά μου στο σχολείο, έπινα καφέ στο σπίτι με την γυναίκα μου και έφευγα για την Κ-20.
Έξι η ώρα είχαμε προπόνηση και ήμουν εκεί μέχρι τις 9. Τέσσερα χρόνια το έκανα αυτό. Αυτό για μένα ήταν οχτώ χρόνια δουλειάς μέσα σε τέσσερα χρόνια. Μην φοβάσαι την σκληρή δουλειά, γιατί σε κάνει καλύτερο. Δεν παραπονιόμουν, το ήθελα. Γιατί αυτά που μάθαινα το πρωί ήθελα να τα περάσω και στην Κ20 και να τα περάσω σε άλλους τέσσερις προπονητές, για να μαθαίνουν αν μπορούμε να το κάνουμε σε όλη την ακαδημία.
Τα καταφέραμε μέσα σε τέσσερα χρόνια. Η ομάδα πήρε κύπελλο, πήρε πρωτάθλημα και ανέβασε πολλά παιδιά από την ακαδημία. Θέλαμε να είμαστε σαν την Μπιλμπάο, να έχουμε παιδιά από την Αδελαΐδα μέσα στην ομάδα. Εκείνη την περίοδο δεν έμαθα μόνο τον τρόπο χτισίματος, αλλά και πώς το περνάς μέσα σε μια ακαδημία, πώς τα περνάς από πάνω μέχρι κάτω να είναι όλα σε μία κοινή γραμμή. Αυτό που δεν βλέπω εγώ εδώ στην Ελλάδα, δεν το βλέπω πουθενά. Στην Ελλάδα δεν λειτουργούν οι ακαδημίες μαζί με την πρώτη ομάδα. Και όταν γίνεται είναι κατά λάθος”.
Το City Group, ο Φαν Σιπ και η Τσβόλε
Ο Βαλκάνης “γέμιζε” γνώσεις και έπειτα ήρθε η συνεργασία με το City Group, τους ιδιοκτήτες της Μάντσεστερ Σίτι, που κατέχουν και την Melbourne City. Ήταν η αφορμή για την γνωριμία με το επί σειρά ετών συνεργάτη του, Τζον Φαν Σιπ. Ένα νέο ταξίδι ξεκινούσε: “Ο πρώην τεχνικός διευθυντής που της Αδελαΐδας είχε πάει στο Citi Group για την ομάδα της Μελβούρνης. Ήθελαν έναν βοηθό, που θα έρθει να βάλει την ταυτότητα και τη φιλοσοφία στην ομάδα, αλλά και να βοηθήσει και στην Ακαδημία. Έτσι, πήγαινα πάλι πίσω στην πόλη μου μετά από 14 χρόνια και κάναμε τα τέσσερα μας παιδιά στην Αδελαΐδα Είχες πολλά να κερδίσει μέσα στο City Group.
Έχεις τη δυνατότητα να μιλάς με ανθρώπους για μεθοδολογία, να βελτιώσεις πράγματα και τρόπο σκέψης. Σε κάνουν ακόμα καλύτερο. Έτσι γνώρισα τον Τζον Φαν Σιπ και από την πρώτη στιγμή η φιλοσοφία μας ήταν κοινή, αλλά και σαν άνθρωποι δεθήκαμε πάρα πολύ γρήγορα. Έμαθα να χτίζω μία ομάδα, μέσα από τα building blocks. Καταφέραμε, μαζί με τον Τζον, στην πρώτη μας χρονιά να πάρουμε το Κύπελλο. Πηγαίναμε πολύ καλά στο πρωτάθλημα, αλλά έγινε κάτι προσωπικό στη ζωή του, έπρεπε να φύγει και έτσι ανέλαβα ως υπηρεσιακός.
Μετά από ένα εξάμηνο, με πήρε τηλέφωνο ο Φαν Σιπ και μου λέει ‘Τσβόλε’. Το να πάει ένας Αυστραλός στην Ευρώπη δεν είναι εύκολο. Μας ξέρουν για τα μπάρμπεκιού μας, τα Χριστούγεννα το καλοκαίρι. Όχι, για το ποδόσφαιρο. Με πίστευε ο Τζον, θα με πήγαινε στην Ολλανδία, στη χώρα που πιστεύω πολύ στο ποδόσφαιρο , στο επιθετικό στιλ, κολλάει με τη φιλοσοφία μου. Δεν με πήραν αμέσως, με πέρασαν δύο φορές από συνέντευξη. Εγώ εκείνο τον καιρό κοιτούσα μήπως πήγαινα στο MLS.
Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο στις ΗΠΑ, μου είπε ο τεχνικός διευθυντής πως με πήραν. Ήθελα να είμαι πρώτος προπονητής, γιατί μπορούσα και ήθελα να το κάνω. Όμως, διάλεξα να πάω Ευρώπη κι ας έμενα βοηθός λίγο ακόμα, γιατί έτσι δουλεύεις σε καλύτερο πρωτάθλημα, με καλύτερους παίκτες και θα σκέφτηκα ότι αυτό θα με κάνει καλύτερο.. Έφυγε ο Φαν Σιπ μετά από κάποιο καιρό από τη Τσβόλε και εμένα με κράτησαν, ως προπονητή στην Κ20. Οι Ολλανδοί όταν σε βάζουν σε ομάδες των τμημάτων υποδομής σε σκέφτονται ως τον επόμενο προπονητή της πρώτης ομάδας. Δεν νομίζω να είχε άλλον Αυστραλό και στην Ευρώπη”.
Η Εθνική Ελλάδας στο μονοπάτι του Βαλκάνη
Το καλοκαίρι του 2019 η Εθνική Ελλάδας μπήκε στο μονοπάτι του Βαλκάνη. Μαζί με τον Τζον Φαν Σιπ και τον Άαρον Βίντερ ανέλαβαν την τύχη του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Ο στόχος; Να χτίσουν από την αρχή, μετά τα προβληματικά χρόνια έπειτα από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας.
“Είχα ακόμη συμβόλαιο και μέσα στο δίμηνο με παίρνει τηλέφωνο ο Τζον. Μου λέει έχουμε πρόταση για την Εθνική Ελλάδος. Μπορούσα να συνεχίσω σε αυτό το μονοπάτι που ήμουν. Όμως, είμαι Ελληνοαυστραλός, ξέρω τι είναι η Εθνική Ελλάδος, ξέρω τι επικρατούσε τότε και τι χρειαζόταν. Η ζωή σου δίνει κάποιες ευκαιρίες που μπορεί να μην ξανάρθουν, όλα είναι τάιμινγκ.. Σκέφτηκα ότι θα είναι καλό για την οικογένειά μου γιατί θα είμαστε στην Ελλάδα. Θα μάθουν και τα παιδιά μου την ελληνική κουλτούρα. Είμαστε Έλληνες, έχουμε ελληνικό αίμα και η Εθνική Ελλάδας είναι κάτι μεγάλο”.
Εμείς βάλαμε τα θεμέλια της τωρινής Εθνικής
Η κατάσταση, όμως, ήταν δύσκολη: “Χρειαζόταν μια μεγάλη αλλαγή. Αλλαγή νοοτροπίας και φρεσκάρισμα με καινούργιο αίμα. Δεν γίνεται πολύ εύκολα στην Ελλάδα. Και το κατάλαβα τότε, γιατί οι Έλληνες αγαπάνε τους ήρωες. Στην ιστορία μας, τη φιλοσοφία μας, είμαστε γεμάτοι από ήρωες. Είναι καλό, αλλά πρέπει να βγάλουμε καινούργιους, ώστε να εμπνεύσουμε πάλι όλο τον κόσμο. Κι ο Τζον ήταν ένας άνθρωπος που δεν το φοβόταν αυτό. Γιατί αυτή ήταν η φιλοσοφία που είχε μάθει από τον Άγιαξ, να βάζει πιο πολλούς νεαρούς.
Εμείς βάλαμε τα θεμέλια για την ομάδα που βλέπεις τώρα, με την οποία κάνει φανταστική δουλειά ο Γιοβάνοβιτς. Το πιστεύουν και οι παίκτες αυτό. Μετά από το ’19, μετά από πέντε χρόνια δηλαδή, βλέπεις σχεδόν την ίδια ενδεκάδα, τα ίδια παιδιά μέσα στην 20άδα. Ο Πογέτ συνέχισε αυτά που κάναμε και ο Γιοβάνοβιτς έχει τώρα τους παίκτες που βάλαμε εμείς το 2019. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν συμμετοχές ή τις μισές από ό,τι έχουν τώρα. Αυτή η ομάδα έχει πάρα πολλές δυνατότητες να προκριθεί σε μεγάλη διοργάνωση.
Μπορεί να μη φαινόταν η δουλειά που γινόταν τότε. Πολλοί έλεγαν είμαστε μια καλή παρέα, και αναρωτιόνταν τι είναι αυτό; Είναι το περιβάλλον, το χτίσιμο της κουλτούρας, ο τρόπος σκέψης και οι άνθρωποι που φέρνεις. Μετά ακολουθεί η τακτική. Αυτά είναι τα στοιχεία που θα σε πάνε σε μία μεγάλη διοργάνωση. Έχει γίνει χρόνια αυτό, δεν έγινε τώρα. Πάλεψαν και έμειναν μαζί.
Τότε παίζαμε πολύ καλά. Ήμασταν πολύ καλοί σε πολλά παιχνίδια, έβλεπες αυτή την ταυτότητα, αλλά έλειπε η εμπειρία, το να βάλουμε το γκολ, να εκμεταλλευτούμε τις φάσεις, γιατί δημιουργούσαμε πολλές. Ήταν η διαδικασία της εκμάθησης, απλά πολλοί δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Και όντως το ποδόσφαιρο δεν έχει ώρα για εκμάθηση, αλλά για αποτελέσματα. Έχουμε χτίσει κάτι πολύ καλό που τώρα θα το σε πάει επόμενο επίπεδο ο Γιοβάνοβιτς”.
Όσο για την πίεση του αποτελέσματος; “Την καταλάβαιναν πιο πολύ τα παιδιά. Ήταν νέοι παίκτες, είχε αλλάξει πολύ η ομάδα και είχαν πίεση. Υπάρχει και από εκεί που δεν περιμένεις, είναι η… πολιτική πίεση. Έγιναν κάποιες αλλαγές και βάζουν επίτηδες πίεση, αντί να τους υποστηρίξουν. Τώρα έχουν δείξει ότι ανήκουν εκεί που είναι. Όμως, όλα αυτά είναι εμπειρίες. Όταν δεν πετυχαίνεις, πρέπει να σκέφτεσαι θετικά, τι θα κερδίσεις από αυτή την αποτυχία.
Τώρα θα είναι ακόμα πιο έτοιμοι να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο. Αυτό η πίεση δεν τους βοήθησε τότε, να είναι λίγο πιο ήρεμοι, αλλά έβλεπα ότι πίστευαν σε αυτό που έκαναν, στη δουλειά τους και το έδειχναν μες στα παιχνίδια, όπου τα έδιναν όλα, για να μπορούν να κάνουν το επόμενο βήμα. Εμείς εκείνη την εποχή μαζί με τον Τζον και τον Άαρον ήμασταν άνετοι με τον εαυτό μας. Ξέρουμε τι αλλάξαμε τότε σε μια δύσκολη εποχή, για να βοηθήσει το τώρα”.
Εκείνο τον καιρό κάναμε μία μικρή επανάσταση
Τι άλλαξε, όμως συγκεκριμένα, στην Εθνική; “Εκείνη την εποχή κάναμε τον κόσμο να καταλάβει και να πιστέψει ότι ο Έλληνας ποδοσφαιριστής είναι κάτι παραπάνω από άμυνα. Η Ελλάδα έχει ταλέντο και έχει την ποιότητα να μπορεί να παίξει, να κάνει κυριαρχικό παιχνίδι και όχι μόνο να κλείνεται. Είχαμε επιλέξει παίκτες, ώστε να το κάνουμε αυτό. Έβλεπες ότι παίζαμε ποδόσφαιρο και το αποδείκνυαν και τα data, που δεν μπορείς να κρυφτείς από αυτά.
Απλά το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που θέλαμε πάντοτε και είναι μία “βιομηχανία” που κινείται από τα αποτελέσματα… Όμως κάναμε να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Έλληνας μπορεί κάτι παραπάνω και νομίζω και στις ακαδημίες συνέβη αυτό. Να πιστέψουν, δηλαδή ότι πρέπει να αλλάξουμε λίγο τον τρόπο που θα παίζουμε. Να μην είναι όλο άμυνα, αντεπίθεση.. Πρέπει να δίνεις στους παίκτες το κουράγιο και την αυτοπεποίθηση μέσα από την προπόνηση.
Νομίζω ήταν ένα εκείνο τον καιρό ήταν μια μικρή επανάσταση, που πολλοί δεν την κατάλαβαν. Είχα πει πως θα δικαιωθούμε ή όχι από τις αποφάσεις που θα πάρει ο Πογέτ. Γιατί αν όντως κάναμε κάποιο λάθος, ο νέος προπονητής θα έπρεπε να αλλάξει πολλά. Αλλά δεν το έκανε. Έτσι σε μία ενδεκάδα, καινούργιοι είναι ο Κουλιεράκης, ο Κωνσταντέλιας και ο Ζαφείρης. Οι περισσότεροι είναι οι ίδιοι”.
Ο Βαλκάνης, μάλιστα, θεωρεί πως δεν έχει μείνει κάποιο έργο ατελείωτο στην Εθνική: “Κάναμε αυτό που ήταν να κάνουμε εμείς. Θα μέναμε, αλλά για κάποιο λόγο ο Φαν Σιπ αποφάσισε να φύγει, αλλά τώρα είναι σε καλά χέρια. Την βλέπω και την υποστηρίζω από μακριά, γιατί ξέρω πολλά από τα παιδιά. Εύχομαι ό,τι καλύτερο γιατί ο Γιοβάνοβιτς. Έχει τη δυνατότητα με τον τρόπο που θέλει να παίξει και με αυτούς τους παίκτες που διαθέτει, να κάνει κάτι ξεχωριστό και να ξαναβρεθεί η Εθνική σε μεγάλη διοργάνωση”.
Η πρόκληση της Έουπεν και ο ανθρώπινος παράγοντας
Η συνεργασία του Μιχάλη Βαλκάνη με την Εθνική ολοκληρώθηκε στο φινάλε του 2021 και αμέσως μετά άνοιξε ένα νέο “κεφάλαιο” στην καριέρα του και συγκεκριμένα στο Βέλγιο και την Έουπεν: “Το βελγικό πρωτάθλημα μοιάζει πιο πολύ με το Championship της Αγγλίας. Στην Ολλανδία είναι πιο επιθετικογενείς, όλοι σκέφτονται την επίθεση, την υψηλή πίεση, το build up. Στο Βέλγιο είναι λίγο διαφορετικό. Ναι, σκέφτονται επίθεση, αλλά αλλάζουν τακτική πολύ εύκολα. Αλλάζουν συστήματα πολύ εύκολα. Είναι πιο τακτικοί και με μεγαλύτερη ένταση από τους Ολλανδούς. Αλλά είναι ένα πολύ ωραίο πρωτάθλημα, μου αρέσει πολύ.
Ήταν πολύ καλή εμπειρία. Μου άρεσε πάρα πολύ. Τότε που είχα φύγει από την Εθνική, είχα κάνει ένα συμβόλαιο με την Aspire Academy, την ακαδημία της εθνικής του Κατάρ και η ομάδα της Έουπεν τους ανήκει. Είχαν κάνει ένα πλάνο που θα μετέφεραν πολλούς παίκτες από το Κατάρ εκεί, ώστε να παίζουν μπάλα στην Ευρώπη, για να τους έχουν έτοιμους διεθνείς. Ήταν φοβερό πλάνο που έχουν οι Καταριανοί. Εγώ ήταν να πάω να δουλέψω με τους ανθρώπους της εθνικής Κατάρ, αλλά εκείνη τη στιγμή ο τεχνικός διευθυντής με έστειλε στην Έουπεν, για να βοηθήσω την κατάσταση.
Μέσα σε μια βδομάδα έγινα πρώτος προπονητής γιατί η ομάδα είχε ξεκινήσει το πρωτάθλημα πάρα πολύ καλά για μια μικρή ομάδα, πολύ μικρή στο Βέλγιο και πολύ μακριά από το κέντρο της χώρας και τους θεωρούν πιο πολύ Γερμανούς νομίζω παρά Βέλγους. Και ανέλαβα σε μια δύσκολη στιγμή, διότι έχει ξεκινήσει πάρα πολύ καλά το πρωτάθλημα, αλλά έπαιζε για την σωτηρία της. Ήμασταν τέταρτοι από τον πάτο, με κάποιους βαθμούς πολύ κοντά στο τέλος. Και θυμάμαι τότε, όταν πήρα τη δουλειά, κοίταξα το πρόγραμμα και λέω… Οκ, είχα Άντερλεχτ, Μπριζ, Σαν Σιλουάζ που ήταν πρώτη και είχαν μείνει 12 παιχνίδια. Ένα πολύ δύσκολο πρόγραμμα.
Όλα καταλήγουν σε ένα πράγμα και αυτό είναι το περιβάλλον. Όταν αναλαμβάνει ένας προπονητής μια δουλειά, τον ρωτούν για το σύστημα, το μπερδεύουν με τη φιλοσοφία. Παίζει για παράδειγμα 4-3-3, τι σημαίνει αυτό; Αυτό είναι σύστημα. Δεν έχει σχέση με μια φιλοσοφία, το πώς θέλει να παίξει ένας προπονητής, τις αρχές που έχει, για το πώς θα παίξει. Και όταν πήγα εκεί είδα ότι αυτή η ομάδα πρέπει να γίνει ομάδα. Υπήρχε λόγος γιατί δεν έπαιρναν για τόσο καιρό και είχαν δέκα παιχνίδια να νικήσουν Πάντα υπάρχει λόγος. Δεν είναι τυχαίο που γίνεται αυτό. Το ποδόσφαιρο έχει να κάνει με τις σχέσεις, έχει να κάνει με τους ανθρώπους και με τα προβλήματα που υπάρχουν. Και επειδή είχα αυτή την πρώτη εβδομάδα να ερευνήσω και να δω τι γινόταν, κατάλαβα πολύ γρήγορα το τι πρέπει να γίνει.
Μπορείς να βάλεις μια σειρά, να φέρεις τους ανθρώπους κοντά και να αρχίσουν να πιστεύουν σε ένα κοινό όραμα. Θα πρέπει να τους κάνεις να καταλάβουν ότι αυτό είναι το περιβάλλον, αυτοί είναι οι κανόνες, με αυτόν τον τρόπο θα παίξουμε. Πρέπει να είσαι ξεκάθαρος, για να καταλαβαίνουν τον ρόλο τους που έχουν μέσα στην ομάδα. Γιατί και αυτό πολλές φορές δημιουργεί πολλά προβλήματα. Πόσες φορές μπαίνεις σε μια καινούργια ομάδα και οι παίκτες δεν καταλαβαίνουν τι πρέπει να κάνουν. Να είσαι ξεκάθαρος και βέβαιος για το πώς θα το κάνεις. Να το μάθουν οι παίκτες για να ξέρουν τον ρόλο τους μέσα σε μια ομάδα. Όταν καταλάβουν αυτό μετά πολλά προβλήματα λύνονται, αλλά μετά έχεις τα ανθρώπινα. Το πώς φέρεσαι με τους παίκτες που έχεις, τη σχέση τους μαζί τους, πώς είναι αυτοί που δεν παίζουν. Πώς προπονείς την ομάδα των παικτών που χρησιμοποιείς, την μεθοδολογία.
Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι ο παίκτης ανεξαρτήτως ηλικίας, παίζει αυτό το άθλημα που αγαπάει. Όταν έρχεται στην προπόνηση θέλω να δουλεύει σκληρά, θέλω να μαθαίνει κάτι κάθε μέρα, αλλά να έχει και το feeling να λέει κάνω αυτό που αγαπώ. Γιατί αν κάνει αυτό που αγαπάει και το κάνει με ένα χαμόγελο, θα θέλει να βελτιωθεί, θα θέλει να δουλέψει και να τα δώσει όλα. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με το περιβάλλον.
Με τα δύσκολα παιχνίδια αλλάξαμε νοοτροπία. Και αυτό δεν έγινε μόνο μέσα από την προπόνηση. Περάσαμε ώρες συζητήσεων με κάθε παίκτη, συζήτηση με όλο το team, μετά με γκρουπς παικτών. Πρέπει να μπορείς να ακούσεις τον άλλον, να πει ποιο είναι το πρόβλημα εδώ. Πρέπει να τους φέρεις όλους σε ένα κοινό όραμα, για να καταλάβουν ότι όλοι είμαστε μέσα σε αυτό το πρόβλημα, όλοι ανήκουμε σε αυτό, όλοι έχουμε κάνει κάτι.
Αυτό έχει λίγη περισσότερη σημασία από το αν θα παίξω 4-3-3 ή αν θα πιέσω ψηλά. Αυτά είναι όλα μικρά πράγματα και πολλές φορές τεχνικοί διευθυντές και πρόεδροι τα μπερδεύουν αυτά. Μην ξεχνάμε ότι οι παίκτες είναι άνθρωποι. Δεν είναι οι ποδοσφαιριστές ρομπότ που πατάμε το κουμπί και θα τρέξουν. Πρέπει να τους εμπνεύσουμε. Εκείνο τον καιρό που ανέλαβα ήξερα ότι ήταν πολύ δύσκολα, αλλά δεν βλέπω ποτέ το ποτήρι ότι είναι μισοάδειο”.
Δεν είναι απλώς ένα άθλημα, παίζονται ανθρώπινες ζωές
Ο Μιχάλης Βαλκάνης βίωσε και κάτι πρωτόγνωρο για εκείνον. Την αγωνία των ανθρώπων και των εργαζομένων μίας ομάδα για τη σωτηρία: “Ήμουν πάντα σε ομάδες που κέρδιζαν πρωταθλήματα, έπαιζαν Asian Champions League. Στην Αυστραλία δεν είχες υποβιβασμό. Στην Τσβόλε ήμασταν μεσαία ομάδα, δεν είχαμε αυτό το πρόβλημα. Πρώτη φορά που είχα αυτή την εμπειρία. Θυμάμαι μίλησα με την ομάδα, κάναμε όλα τα meetings, την πρώτη προπόνηση και πήγα στο αυτοκίνητό μου, για να φύγω. Έρχεται ο τιμ μάνατζερ της ομάδας που βρισκόταν στην Έουπεν 25 χρόνια. Μου δίνει το χέρι του, με αγκαλιάζει και μου λέει ‘σε παρακαλώ κόουτς, πρέπει να σωθούμε’. Του απαντάω φυσικά. Μου λέει είναι οι δουλειές μας, ξέρεις πως ο κόσμος θα χάσει την δουλειά του. Εγώ δεν τα σκεφτόμουν αυτά. Σκεφτόμουν ότι υπάρχει ένα πρόβλημα και πρέπει να κάνω κάποια συγκεκριμένα πράγματα για να μπορώ να το πετύχω.
Αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα… σκατά, παίζονται περισσότερα, δεν είναι απλώς ένα άθλημα. Είναι ανθρώπινες ζωές, πώς θα ταΐσουν την οικογένειά τους; Γιατί άλλο θα είναι το μπάτζετ αν πέσεις, και άλλο για να έχεις μια ομάδα στην πρώτη εθνική. Για παράδειγμα στην πρώτη κατηγορίας θα έχεις 4-5 μασέρ, αλλά στη δεύτερη και θα έχεις έναν. Είχε βουρκώσει όταν μου το έλεγε. Αλλά θυμάμαι και τη στιγμή που κερδίσαμε τη Λέουβεν με 3-0 και σωθήκαμε, δύο παιχνίδια πριν από το τέλος. Ήρθε ο τιμ μάνατζερ, με αγκάλιασε, έκλαιγε και με ευχαριστούσε. Ήταν απίστευτο συναίσθημα, υπερέβαινε τη νίκη. Αυτό δεν θα το ξεχάσω, ότι είχε να κάνει με τον κόσμο, τις δουλειές τους, τη ζωή”
Μία νέα εμπειρία στην Χάποελ Τελ Αβίβ
Το καλοκαίρι του 2023 μία νέα πρόκληση εμφανίστηκε στο διάβα του Μιχάλη Βαλκάνη. Η Χάποελ Τελ Αβίβ, ένα καινούργιο εγχείρημα για εκείνον, σ’ ένα πολύπλοκο περιβάλλον: “Ούτε καν είχα σκεφτεί ότι θα πάω σε αυτή τη χώρα. Άρχισα να γκουγκλάρω, να βλέπω τι είναι το Τελ Αβίβ, πώς μοιάζει. Είδα την ομάδα, τον κόσμο που έχει, ότι είναι μια ομάδα στο top 4. Όμως είχε περάσει δέκα πολύ δύσκολα χρόνια, ενώ είχε βιώσει και υποβιβασμό. Η ομάδα ανήκε σε Αμερικανούς και ήθελαν να χτίσουν μια ομάδα με τριετές πλάνο, πάνω σε πέντε παιδιά που είχαν πάει στο Παγκόσμιο Κ20, μαζί με έμπειρους παίκτες και να δημιουργήσουν ένα μακροπρόθεσμο πλάνο.
Έτσι, ξεκίνησε με μία δύσκολα πρόκληση, γιατί το μπάτζετ ήταν μικρό. Αλλά μου άρεσε πάρα πολύ και κάναμε μια πολύ καλή δουλειά. Την είχαμε φέρει την ομάδα σε μία φάση που ήμασταν έτοιμοι για την απογείωση. Πήγαμε στην έδρα της Μπεϊτάρ στην Ιερουσαλήμ, σ’ ένα ματς σαν να παίζει Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός, σε μία δύσκολη έδρα, με 35.000 κόσμο. Το τι αντιμετωπίσαμε μπαίνοντας στο γήπεδο, με το λεωφορείο θα μας… σκότωναν.
Νόμιζα πως θα μας κατεβάσουν από το λεωφορείο για να μας δείρουν. Ήταν το κάτι άλλο. Και πήγαμε εκεί με τους νέους μας παίκτες. Έπαιξα και με ένα νέο παιδί. Είχα έναν νεαρό από την Κ20 της εθνικής. Ήταν 8άρι-10άρι και του λέω ‘Μπινιαμίν, θα παίξεις μπακ σε αυτό το παιχνίδι’. Μου απάντησε ότι δεν έχει ξαναπαίξει εκεί και ότι θα κάνει λάθη. Του είχα εμπιστοσύνη, γιατί ήξερα κάποια κομμάτια που είχε στο παιχνίδι. Έλεγα θα βοηθήσει όχι μόνο την ομάδα πιο πολύ, αλλά θα κάνει καριέρα σε αυτή τη θέση.
Γελάω όταν οι πρόεδροι παίρνουν τηλέφωνο για την ενδεκάδα
Και τον έβαλα στην προπόνηση και μας άρεσε. Έρχεται ο τεχνικός διευθυντής και μου λέει ‘Δεν γίνεται, σε αυτό το ματς θα έχει 30.000 κόσμο. Άμα βάλεις αυτό το παιδί 18 χρονών σε αυτή τη θέση που δεν έχει ξαναπαίξει… τον σκοτώνεις’. Εγώ όμως είχα αποφασίσει. Πριν από το παιχνίδι, είτε είσαι στο Ισραήλ, στην Τουρκία ή στην Ελλάδα, πολλές φορές οι πρόεδροι στέλνουν μηνύματα για να μάθουν ενδεκάδα. Γελάω πάρα πολύ με αυτό… Δεν την έδινα.. Είχα μιλήσει με τον Μπινιαμίν και του είχα πει ότι αν δεν πάει καλά, θα πάρω εγώ την ευθύνη. Κερδίσαμε το παιχνίδι με 3-0 και εκείνος πήρε το βραβείο του κορυφαίου. ‘Ήρθε ο τεχνικός διευθυντής και μου λέει ότι ήμουν μάγος.
Δεν είμαι. Απλά, καμιά φορά ο κόσμος είναι κολλημένος με το να μην παίρνουμε ρίσκο. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα πολλές αποφάσεις λαμβάνονται πάνω σε αυτό. Αλλά αυτή η φιλοσοφία μου, ρίσκο είναι να μην παίρνεις ρίσκο. Πολλοί δεν παίρνουν ρίσκο για να μην τους κατηγορήσει κάποιος. Όταν ξέρεις ότι έχεις κάνει την προεργασία και πιστεύεις σε αυτό, όταν πιστεύεις έναν άνθρωπο, πρέπει να προχωρήσεις”.
Ο πόλεμος και η ευκαιρία του Άγιαξ
Τον Οκτώβρη το 2023 τα πράγματα έγιναν πιο σύνθετα. Ο πόλεμος, ο οποίος συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με τραγικές συνέπειες στην περιοχή, σκέπασε τα πάντα: “Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, όλα πήγαιναν τόσο καλά στην Χάποελ. Ήταν σε πολύ καλό δρόμο. Ήμασταν τέταρτοι και έναν βαθμό πίσω από τον τρίτο. Μου τηλεφώνησαν εκείνο το πρωί με τις σειρήνες να χτυπούν, για να μου πουν ότι θα πρέπει να φύγω πίσω στην Ελλάδα, καθώς η κατάσταση γίνεται πιο επικίνδυνη. Εγώ ήμουν ήρεμος γιατί λέω δεν θα διαρκέσει πολύ αυτό το θέμα. Και τελικά έφυγα, νομίζοντας ότι θα γυρίσω πίσω.
Δεν γίνεται ένα νέο παιδί να πηγαίνει στον πόλεμο, για ποιο λόγο
Ήμουν ένα μήνα κάθε μέρα στα τηλέφωνα με τους παίκτες, είτε ατομικά, είτε ομαδικά μέσω Skype. Ήθελα να έχω αυτή την επαφή μαζί τους, ειδικά όταν έβλεπα στις ειδήσεις τι γινόταν. Φοβόμουν για αυτούς, φοβόμουν για τους παίκτες, για τους ανθρώπους που αγάπησα και δούλευα μαζί τους κάθε μέρα.
Όταν δουλεύεις σε ένα περιβάλλον, κάθε μέρα, τα δίνεις όλα, συνδέεσαι με αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν λίγο δύσκολα και ήξερα ότι κάποια παιδιά μπορεί να πάνε και να πολεμήσουν. Και μετά έβλεπα το γιο μου που είναι 17-18 χρονών και έλεγα ότι ο Μπινιαμίν που είναι επίσης 18 μπορεί να πάει στον πόλεμο. Δεν γίνεται ένα τέτοιο ταλέντο να πάει να πολεμήσει, για ποιο λόγο. Κάθε μέρα μιλούσα στο τηλέφωνο μαζί τους.
Και τότε πάλι εμφανίστηκε ο Τζον Φαν Σιπ. Περπατούσα στο Καβούρι, ήταν με το αυτοκίνητο και μου λέει: ‘Υπάρχει μια περίπτωση και θέλω να έρθεις μαζί μου’. Περίμενα να δω τι θα γίνει με την Χάποελ, όμως μου τόνισε ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα τελειώσει και ότι είναι μια ευκαιρία ζωής, αφού πρόκειται για τον Άγιαξ. Πριν από 10 χρόνια είχα πάει στο Άμστερνταμ και είχα αναρωτηθεί πώς θα είναι να είμαι εδώ προπονητής.
Εκείνη την ημέρα παίρνω και τηλέφωνο από τον πρόεδρο της ομάδας (σ.σ. Χάποελ). Μου είπαν ότι δεν ξέρουν πότε θα ξεκινήσει το πρωτάθλημα και ότι τα πράγματα χειροτερεύουν. Η Ομοσπονδία έκοβε τα μπάτζετ. Με τους διευθυντές της ομάδας ήμουν στο ίδιο μήκος κύματος. Τους είπα ότι μου έτυχε κάτι σήμερα και ότι είχα ομάδα. Μόλις άκουσαν ότι είναι ο Άγιαξ μου είπαν ότι πρέπει να πάω”.
Κάπως έτσι, ο Βαλκάνης βρέθηκε στην elite του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Τον Οκτώβρη του 2023 ανέλαβε τον Άγιαξ, μαζί με τον Τζον Φαν Σιπ, με συμβόλαιο έως το τέλος της χρονιάς. Η έκπληξη για εκείνον μεγάλη: “Ρώτησα τον γιο μου εκείνη την ημέρα σε ποια θέση στην βαθμολογία βρίσκεται ο Άγιαξ. Ήξερα ότι δεν πηγαίνει καλά, νόμιζα ότι θα ήταν τρίτος ή τέταρτος. Τελικά, ήταν 18ος. Έλεγα στο γιο μου να γυρίσει το τηλέφωνό του, μήπως το βλέπει ανάποδα. Τι σε βοηθάει όμως σε αυτή την κατάσταση; Όλες οι εμπειρίες σου. Γιατί να είναι τελευταίος ο Άγιαξ; Έχει καλούς παίκτες.
Άρα, κάτι δεν πάει καλά στο περιβάλλον. Και αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να φτιάξεις. Είναι τρελό να λένε στον Άγιαξ ότι έχει ξεχαστεί λίγο η φιλοσοφία και ο τρόπος που προπονούνταν, ο τρόπος που ήθελαν να παίξουν. Ο Τζον και εγώ έχουμε κοινή φιλοσοφία, ο Τζον ήταν και παιδί του Άγιαξ, πράγμα καλό. Κατευθείαν με τις προπονήσεις μας, αλλάξαμε κάποια πράγματα στο περιβάλλον που έπρεπε. Τα καταλάβαμε πολύ γρήγορα.
Γιατί όταν μιλάς με τους παίκτες, μιλάς με τον κόσμο, μαθαίνεις πολύ γρήγορα ποιο είναι το πρόβλημα. Γι’ αυτό λέω ότι πρέπει να ακούς. Όταν ακούς μαθαίνεις περισσότερα. Πολύ γρήγορα καταλάβαμε τι πρέπει να κάνουμε και μέσα από τις προπονήσεις ανεβάσαμε το ηθικό, την ενέργεια, το πνεύμα της ομάδας. Αρχίσαμε πολύ γρήγορα να παίζουμε καλό ποδόσφαιρο και μέχρι τον Γενάρη ήμασταν ένα βαθμό από το 3ο”.
Ωστόσο η απόφαση για το μέλλον είχε ήδη ληφθεί στον Άγιαξ: “Είχαν ήδη προγραμματίσει την επόμενη χρονιά. Αν πας στο Άμστερνταμ και μιλήσεις με κόσμο, θα καταλάβεις ότι υπάρχουν ειδικές δυνάμεις πίσω από την ομάδα και γίνονται περίεργα πράγματα. Όντως είχαν αποφασίσει τι θα κάνουν, πώς θα το κάνουν, ποιος θα ήταν προπονητής κλπ.
Τον Γενάρη, όταν θέλαμε να κάνουμε τέσσερις μεταγραφές, μας απάντησαν ότι δεν μας παρέχουν μπάτζετ, ότι θα πάει για την επόμενη σεζόν. Μας είπαν πως και 5οι να τελειώσουμε, μέσα στην Ευρώπη, η αποστολή εξετελέσθη. Είναι business, δεν υπάρχει συναίσθημα. Πετύχαμε τον στόχο μας, παραλίγο και στην Ευρώπη να πάμε λίγο πιο μακριά, αλλά αν δεν έχεις το βάθος για να μπορείς να παίζεις σε πολλές διοργανώσεις είναι πολύ δύσκολα. Είχαμε και τραυματισμούς σε κύριους παίκτες, όπως ο Μπέρχβαϊν, ο Μπέρχαους και ο Μπρόμπεϊ. Μετά βάζαμε ακόμα πιο πολλά πιτσιρίκια. Αυτός είναι ο Άγιαξ, όμως είναι διαφορετικό να παίζεις στην Ευρώπη.
Η συνεργασία με μεγάλους αστέρες, έκαναν τον Βαλκάνη να δεχθεί δουλειά ως βοηθός προπονητής: “Θα μπορούσα να περιμένω και να πάω κάπου αλλού. Είχα πρόταση από Ελλάδα και την απέρριψα όταν ήμουν στην Χαποέλ. Όμως είναι διαφορετικό να πας στον Άγιαξ και να δουλέψεις με αυτούς τους παίκτες, σε αυτό το περιβάλλον, να παίξεις Ευρώπη, να ανεβάσεις την ομάδα από το τέλος, μέχρι ένα βαθμό από την τρίτη θέση. Είναι μεγαλύτερη εμπειρία το να είμαι πρώτος προπονητής. Το να λες ότι είσαι πρώτος προπονητής είναι και λίγο εγωιστικό. Και με τον Τζον πάντα ένιωθα σαν πρώτος, δεν είχα πρόβλημα”.
Η ιδιαίτερη λειτουργία του Άγιαξ
“Μόνο αν τον βιώσεις, μπορείς να καταλάβεις πολλά από αυτά που λένε για τον Άγιαξ, για το πώς λειτουργεί η ακαδημία, για τη φιλοσοφία του, για τον κόσμο. Ξέρεις ότι αν κάνεις άμυνα για πολλή ώρα, αρχίζουν και φωνάζουν και σφυρίζουν γιατί ζητούν να πρεσάρεις, να μην κάθεσαι πίσω; Στο Άμστερνταμ θέλουν να σε βλέπουν να είσαι επιθετικός, να κυνηγάς την μπάλα. Και αν δεν κερδίσουν, θέλουν να δουν ότι παίζουν με αυτή τη φιλοσοφία. Είναι τέτοια η ανάλυση που γίνεται πάνω σε αυτή την ομάδα, για το build up, για το πρέσινγκ, για το πώς θα παίξεις και με ποιους ποδοσφαιριστές. Όταν δουλεύεις στις ακαδημίες του Άγιαξ με παίκτες του, τότε βλέπεις και τις λεπτομέρειες.
Αυτή η εμπειρία με έχει κάνει ακόμα πιο πολύ να βλέπω κάποιες λεπτομέρειες σε παίκτες που μπορεί να έλεγες… Οκ θα το φτιάξω αυτό. Αλλά για αυτούς, αυτά τα στοιχεία τα διαμορφώνουν σε συγκεκριμένη ηλικία. Όταν θέλουν έναν ποδοσφαιριστή για την πρώτη ομάδα, είτε θα πάρουν από την ακαδημία παιδιά που τα έχουν ήδη, είτε έναν παίκτη που έχει ήδη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Για μένα είναι μια ιδιαίτερη ομάδα που ο παίκτης πρέπει να μπορεί να παίξει σε πολλές θέσεις. Αν είναι δεξί μπακ παίζει και εξτρέμ, παίζει και 6άρι και 8άρι.
Μην ξεχνάμε τον Ρενς, έπαιζε αριστερό μπακ, δεξί μπακ, σέντερ μπακ, εξάρι και άνετα δεξί εξτρέμ. Τους κάνουν να καταλαβαίνουν από μικρά παιδιά ότι στο ποδόσφαιρο πρέπει να παίζει πολλές θέσεις. Αυτό που μου άρεσε, είναι ότι αν έλεγες θα αλλάξουμε το πρέσινγκ μέσα στο παιχνίδι, δεν είχαν πρόβλημα, να σε κοιτάξουν κλπ, η αλλαγή γινόταν αυτόματα. Κι αν δεν άλλαζες εσύ το πρέσινγκ, θα έρχονταν αυτοί να σου πουν ότι κάτι χρειάζεται να αλλάξει. Αυτό με έμαθε ο Άγιαξ, ότι πρέπει να είσαι πιο προετοιμασμένος απ’ ό, τι νομίζεις, γιατί ο παίκτης ο ίδιος ξέρει κάποια πράγματα. Είναι μία απίστευτη εμπειρία, μόνο που περπατάς στους διαδρόμους. Κάθεσαι στο γραφείο και βλέπεις φωτογραφίες του Κρόιφ, του Φαν Χάαλ, του Μίχελς, είναι φανταστικό”, περιγράφει ο Βαλκάνης.
Ήμασταν έτοιμοι για το παιχνίδι του Αλμέιδα και την ΑΕΚ
Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, ο Άγιαξ είχε αντιμετωπίσει την ΑΕΚ σε κρίσιμο παιχνίδι στο Europa League, με τους Ολλανδούς να επικρατούν στην έδρα τους 3-1: “Δεν ήμουν στον πάγκο γιατί είχα πάρει την κόκκινη με τη Μαρσέιγ. Ήμουν πάνω ψηλά στο γήπεδο, αλλά είχαμε κάνει την προεργασία μας για το παιχνίδι του Αλμέιδα και τι θα κάνει η ΑΕΚ. Αν πιέσεις τον Άγιαξ, του αρέσει. Ήμασταν συνηθισμένοι να μας πιέζουν, δημιουργείται μεγαλύτερο πρόβλημα όταν κάθεσαι πίσω ή πιέζεις στο medium block. Ήμασταν έτοιμοι.
Από μικρά παιδιά στον Άγιαξ μαθαίνουν να μπορούν να παίξουν εναντίον διαφορετικών ειδών πρεσαρίσματος. Δεν θα πουν στα παιδιά στις ακαδημίες να διώξουν την μπάλα, όταν πιέζονται. Μαθαίνουν από οκτώ ετών να βρουν τον τρόπο να σπάσουν το πρέσινγκ, να βρουν τον έξτρα παίκτη. Ξέρουν να δημιουργούν την υπεραριθμία στο κέντρο, να παίξουν στο ένας εναντίον ενός και να φύγουν στην πλάτη. Ήμασταν έτοιμοι για αυτό, αν και ήμασταν σε δύσκολη στιγμή, γιατί είχαμε κάποιες ελλείψεις. Όμως μπήκε σε αυτό το παιχνίδι ο Άκπομ.
Ο Άκπομ είναι παίκτης διαφορετικού στιλ από αυτό που θέλουν αυτοί, αλλά βάζει γκολ και μπορείς να το χρησιμοποιήσεις όταν το χρειάζεσαι. Όταν κυνηγάς το παιχνίδι και θέλεις να βγάλεις πολλές σέντρες μέσα στην περιοχή, τον βάζεις γιατί έχει το τελείωμα. Ήταν πολύ καλός και εκείνη η μέρα, έχασε πολλά γκολ στην αντεπίθεση. Η ΑΕΚ πρέσαρε και εμείς παίζαμε από πάνω, ήμασταν διαβασμένοι”.
Η τελευταία περιπέτεια και οι ακαδημίες στην Ελλάδα
Οι εμπειρίες του Μιχάλη Βαλκάνη “συμπληρώθηκαν” στην Τουρκία και την Άντανα Ντεμίρσπορ, όπου έμεινε για λίγο στις αρχές της φετινής σεζόν: “Είναι μια ομάδα που είχε βάλει μεγάλους στόχους τα προηγούμενα χρόνια. Είχε φτάσει και να παίζει Ευρώπη και έπαιρναν πολλά ονόματα, το οποίο ήταν καλό. Αλλά είχα ακούσει επίσης για τα προβλήματα που είχε πέρσι. Ο πρόεδρος είχε ξοδέψει πάρα πολλά λεφτά στην ομάδα. Σταμάτησε να πληρώνει και δημιουργήθηκε πρόβλημα με μεγάλα ονόματα, όπως ο Μπαλοτέλι ή Τούρκους διεθνείς.
Τερμάτισε δωδέκατη στο τέλος. Με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν για ένα μειωμένο μπάτζετ. Υπήρχε απαγόρευση μεταγραφών, ένα πρόβλημα που μού είπαν ότι θα έλυναν και θα παίρναμε έξι έμπειρους για να βοηθήσουν τους νεαρούς. Στόχος ήταν να τελειώσουμε 10οι με καλό ποδόσφαιρο και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε οικονομικά την επόμενη χρονιά. Μεταγραφή δεν έγινε ποτέ και ακόμα δεν έχει αρθεί η απαγόρευση.
Η ομάδα χρειαζόταν τερματοφύλακα, δεξί μπακ, αριστερό μπακ, 6άρι, δεξί εξτρέμ και φορ, γιατί είχαν φύγει όλοι οι παίκτες. Είχα δει από την προεργασία , αλλά και από την προετοιμασία ότι υπήρχαν κάποια ταλέντα από την ακαδημία που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω, γιατί δεν φοβάμαι να παίξω με νεαρούς από την ακαδημία που έχουν ποιότητα. Αλλά και οι νεαροί θέλουν υπομονή και παιχνίδια. Πάντα μου έλεγαν και στην προετοιμασία ότι θα σβήσουν το ban.ε ποτέ.
Είπα στον πρόεδρο ότι πρέπει να δώσουμε μάχη. Μέχρι και 15χρονο τερματοφύλακα έβαλα κόντρα στη Φενέρμπαχτσε. Τον αξιολόγησα και είδα ότι μπορεί να ήταν 15 αλλά είχε νοοτροπία και μυαλό 28χρονου. Στους νέους αν θέλεις να δεις την διαφορά κι αν κάνουν για μια ομάδα, παρατηρείς πόσο συγκεντρωμένοι είναι, τι κάνουν εκτός περιβάλλοντος και πόσο δουλεύουν έξω μετά από την προπόνηση. Τι τρώνε; Πώς ξεκουράζονται; Τι αποκατάσταση κάνουν; Αποκατάσταση δεν είναι μόνο να βάλω πάγο εκεί που είμαι τραυματίας και να ξεκουραστώ. Θέλω να δω το mentality, θα μπει για παράδειγμα στο ice bath για οκτώ λεπτά; Είναι μικρά πράγματα, αλλά λένε πολλά για έναν ένα χαρακτήρα και τη νοοτροπία.
Αυτό που συμβαίνει με τον Ολυμπιακό, ίσως να ανοίξει μάτια σε πολλούς
Η συζήτηση πήγε μοιραία στη χρησιμοποίηση νέων ταλέντων και την κατάσταση στην Ελλάδα: “Εάν έχεις την νοοτροπία, παίζεις σε μία καλή ομάδα, δεν κοιτάζω την ηλικία. Τώρα το βλέπουν στον Ολυμπιακό και βάζουν δύο νεαρούς παίκτες, γιατί έχουν κι άλλους γύρω που μπορούν να τους καθοδηγήσουν, να τους κοουτσάρουν, να τους βοηθήσουν να παίξουν. Είναι λίγο τυχεροί που κέρδισαν το Youth League, γιατί μπορεί να μην τους βλέπαμε στην πρώτη ομάδα, αλλά αυτό ίσως να ανοίξει μάτια σε πολλούς, ότι υπάρχει ταλέντο.
Δεν καταλαβαίνω γιατί να έχεις μια ακαδημία αν δεν παίζουν παίκτες από την ακαδημία σου στην πρώτη ομάδα; Αυτό είναι το αίμα σου, αυτό είναι το DNA σου. Αυτοί θα τα δώσουν όλα. Πάλι εδώ κολλάμε πολύ στα ονόματα. Αυτό που έχει ο Ολυμπιακός φέτος και αυτό που έχει κάνει ο ΠΑΟΚ τα προηγούμενα χρόνια δείχνει ότι μπορούν να παίζουν τα Ελληνόπουλα. Πρέπει Έλληνες παίκτες να παίζουν στο πρωτάθλημα, έχουμε τα ταλέντα. Γιατί να βγαίνουν έξω για να παίζουν; Να δοθούν οι ευκαιρίες, όπως και σε Έλληνες προπονητές. Γιατί υπάρχουν Έλληνες προπονητές στις ακαδημίες που χρειάζονται αυτή την ευκαιρία για να δείξουν ότι μπορούν να δουλέψουν.
Πρέπει να υπάρχει μια φιλοσοφία και μία σύμπνοια από πάνω μέχρι κάτω. Δεν υπάρχει πρώτος προπονητής στην Ολλανδία να μην ξέρει τι γίνεται στη Β’ ομάδα και πιο κάτω. Δεν υπάρχει πρώτος προπονητής στην Ολλανδία που κάποια μέρα που θα τελειώσει η προπόνηση να μην πάει να δει τι γίνεται στην ακαδημία. Θεωρώ ότι ο πρώτος προπονητής πρέπει να έχει να έχει μεγαλύτερο όραμα και να αφήσει περισσότερα πίσω σε μια ομάδα από μια νίκη. Πρέπει να αφήσει legacy”.
Το επόμενο βήμα
Σε συλλογικό επίπεδο, ο Μιχάλης Βαλκάνης δεν έχει εργαστεί ποτέ στην Ελλάδα. Θα συμβεί, όμως, αυτό; “Δεν υπάρχει το μπάτζετ. Επίσης εμένα μου αρέσει μία ομάδα να έχει κοινή φιλοσοφία με τον προπονητή. Πολλές ομάδες ψάχνουν ταυτότητα τους. Ναι εντάξει, είσαι αυτός ο σύλλογος, έχεις πολύ κόσμο. Ποια είναι όμως η φιλοσοφία σου; Πώς θέλεις να βλέπεις την ομάδα σου να παίζει; Ποιο είναι αυτό το ποδόσφαιρο που θέλει να βλέπει ο κόσμος σου; Τι αντιπροσωπεύει η ομάδα σου για να παίζει με αυτόν τον τρόπο; Έπειτα διαλέγεις προπονητές για να εξυπηρετήσουν τα παραπάνω. Στη συνέχεια αυτούς τους προπονητές τους συνδέεις με την ακαδημία και τους εκεί τους προπονητές, ώστε να τους διδάξουν και να υπάρχει κοινή φιλοσοφία.
Φαντάσου η πρώτη ομάδα να παίζει διαφορετικά από τα τμήματα υποδομςς. Μετά τι κάνεις με τους παίκτες από την ακαδημία; Δεν μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις. Δεν μπορείς να φτιάξεις μια ακαδημία, μόνο για να πουλάς παίκτες. Το business plan πρέπει να κολλάει με το όραμά σου. Οι μεγάλες ομάδες, όπως η Λίβερπουλ ή η Σίτι, έχουν μια ταυτότητα, που δεν αλλάζει από παιχνίδι σε παιχνίδι. Αν δεν υπάρχει ταυτότητα, δεν έχω εμπιστοσύνη σε αυτό. Είναι το ποδόσφαιρο πριν από 30 χρόνια. Πρέπει να χτίζεις σ’ ένα κοινό όραμα”.
Όσον για το επόμενο βήμα του: “Θέλω να είμαι πρώτος προπονητής, γιατί νομίζω έχω την εμπειρία να το κάνω. Η εμπειρία που έχω σε διάφορες χώρες, με διαφορετικές κουλτούρες, ανθρώπους και φιλοσοφίες, με έχουν κάνει να είμαι ο άνθρωπος που είμαι. Με τη φιλοσοφία ζωής μου, την οποία έχω χτίσει, με τις εμπειρίες από μικρός, ως παίκτης, αλλά και προπονητής, έχω την αυτοπεποίθηση για να κάνω κάποια πράγματα. Κάποιοι με θεωρούν βοηθό, επειδή είμαι τόσα χρόνια με τον Τζον. Δεν είναι έτσι, γιατί δεν ήξεραν και πώς δούλευα εγώ μαζί του και τι κάναμε. Θέλω πάρα πολύ να είμαι πρώτος τώρα και να ξεφύγω λίγο απ’ το να είμαι βοηθός.
Έχω την εμπειρία τώρα να πάρω μια ομάδα και να καθοδηγήσω με την ιδέα και την φιλοσοφία μου και να τη βοηθήσω. Αν δεν γινόταν ο πόλεμος στο Ισραήλ, πιστεύω θα ήμουν ακόμα στην Χαποέλ και θα πηγαίναμε πολύ καλά. Αλλά όλα γίνονται για κάποιο λόγο και μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω σε μια ομάδα, όπως ο Άγιαξ που δεν νομίζω να είναι πολλοί που την έχουν. Μπορεί να είμαι ο μόνος Έλληνας και Αυστραλός που έχει δουλέψει ως προπονητής εκεί. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με ό,τι έχω πετύχει. Γιατί το έχω κάνει με δουλειά, με την γνώση και τις αποφάσεις που έχω λάβω. Αλλά τώρα θέλω να καταλήξω κάπου, που θα δείξω την δουλειά μου ως πρώτος”.