Όσα έφερε ο χρόνος για Παναθηναϊκό και Αϊτόρ
Η αλλαγή του στάτους του Αϊτόρ, ο οποίος από περιττό έφτασε – δίκαια αυτός - να κρίνει την επιστροφή του Παναθηναϊκού στους τίτλους αποτελεί την προσωποποίηση της καθολικής προόδου που έχει συντελεστεί τον τελευταίο χρόνο στους "πράσινους", η οποία και τους έφερε ξανά στους τίτλους και στις διεθνείς διοργανώσεις.
Προσωποποιεί την αλλαγή που συντελέστηκε μέσα σε έναν χρόνο. Πέρυσι, ο Αϊτόρ δεν έπειθε κανέναν. Τόσο που όταν τ’ όνομα του φιγουράριζε μεταξύ των συμμετεχόντων στην καλοκαιρινή προετοιμασία του Παναθηναϊκού αντιμετωπίστηκε ως – περίπου σαν – βλασφημία. Τι πάει να κάνει; Τι δουλειά έχει στο νέο ξεκίνημα; Εφτανε μόνο και μόνο η αναφορά του για να χαλάσει κλίμα, να προκαλέσει αμφισβήτηση.
Αρκούσε η έλευση του ατζέντη του στην Αθήνα ώστε να διαπραγματευτεί (ακόμη και) αποδέσμευση και αποχώρηση για να γεννήσει ελπίδα. Ελπίδα απαλλαγής από την μετριότητά του. Χρησιμοποιήθηκε βασικός σε φιλικό και η προσμονή της γκέλας, του λάθους, ξεχείλιζε. Μόνο και μόνο για να δικαιολογηθεί η πρότερη, καθολική, ετυμηγορία. Σκόραρε και ακόμη και ο τρόπος (με τον ώμο, στο φιλικό με την Φένλο) προκαλούσε θυμηδία. Το καλοκαίρι βγήκε και η παραμονή του στο ρόστερ, ερωτηματικό, έμμεσο έστω, για τη διαχείριση – που καλά καλά δεν είχε ξεκινήσει – και στην ευθυκρισία του Γιοβάνοβιτς.
Η δικαίωση που ήρθε έστω και αργά
Η εντυπωσιακή άφιξη του Βιτάλ και η πανάκριβη επένδυση στον Παλάσιος, συνθήκες ικανές για να τον κρύψουν, να τον κρατήσουν σε δεύτερο πλάνο. Μακριά από τον – άμεσο τουλάχιστον - πειρασμό του (νέου) αφορισμού, κατά δικαίων και αδίκων, κατά νέων και παλιών, κατά του οποιονδήποτε που όχι μόνο κρατούσε τον Ισπανό, αλλά είχε το θράσος να τον υπολογίζει, έστω ως λύση από τον πάγκο
Για περισσότερο δεν γίνονταν. Δεν επέτρεπε η ομόθυμη, σταθερή και αμείωτη καταδίκη. Ως τις 28 Νοεμβρίου οπότε και εμφανίστηκε βασικός στη φιλοξενία του Παναιτωλικού είχε αγωνιστεί μόλις 157 λεπτά. Πολύ λιγότερο ακόμη και από το περυσινό αντίστοιχο διάστημα.
Μια εβδομάδα μετά, στο ντέρμπι με την ΑΕΚ, μοίρασε… δικαίωση. Το ότι δεν κατόρθωσε να ισοφαρίσει, απλώς σπρώχνοντας την μπάλα στα δίχτυα, όντας ακριβώς πάνω στην γραμμή, βρίσκοντας την με τον μηρό και στέλνοντας την πάνω από το οριζόντιο δοκάρι, ενίσχυσε τα όσα επαναλαμβάνονταν. Όχι στην ίδια ένταση, αλλά σταθερά και πάντα με χαρακτηριστική απορία, ίδιο συμπέρασμα, ανάλογο πόρισμα. Γιατί (να) παίζει; Δεν μπορεί το παλικάρι.
Ως τότε, το μόνο στατιστικό του ήταν μια (1) ασίστ. Ταιριαστή συνέχεια των ανύπαρκτων περυσινών του: 3 γκολ και 2 ασίστ σε όλες τις διοργανώσεις. Ο… πυξ λαξ εκδιωχθείς στο τέλος της σεζόν Γιουνούς Σανκαρέ, ως κεντρικός μέσος και έχοντας ενταχθεί μάλιστα στα μέσα της χρονιάς, είχε πετύχει τα ίδια γκολ και δώσει μια ασίστ λιγότερη. Τι παραπάνω χρειάζονταν; Το ζύγι κόντευε καθημερινά να σπάσει.
Δεν έσπασε. Τότε.
Φρόντισε όμως να το διαλύσει ο ίδιος. Με δικό του γκολ, το ένατο φετινό, προσυπέγραψε την κατάκτηση του Κυπέλλου, έχοντας επιπρόσθετα σερβίρει άλλες δέκα ασίστ και - μαζί με τo αργεντίνικο alter ego του στην άλλη πλευρά της επιθετικής τριπλέτας των "πράσινων" -, αποτέλεσε το αδιαμφισβήτητο, δημιουργικό και εκτελεστικό σημείο αναφοράς μιας χρονιάς που εκ των πραγμάτων, μπορεί να αποτελεί ορόσημο στην πορεία του club.
Ο Αϊτόρ. Ο πλέον απροσδόκητος, βάσει των όσων έσερνε από την πρώτη του σεζόν στα πράσινα, πρωταγωνιστής όλων.
Καύσιμο ανταγωνιστικότητας
Νωπές οι μνήμες. Ενας χρόνος άλλωστε έχει περάσει μόνο. Το περυσινό τελευταίο παιχνίδι της σεζόν για τον Παναθηναϊκό ήταν μια "τεσσάρα" από τον Ολυμπιακό στη Λεωφόρο. Μια τεσσάρα και… πάλι καλά, σε μια διαδικασία playoffs με μία νίκη και να ολοκληρώνεται για το "τριφύλλι" μένοντας μακριά της στις οκτώ τελευταίες αγωνιστικές. Καζάνι που δεν ξεθύμαινε με τίποτα τα όσα καταγράφονταν εντός, εκτός και πέριξ της ομάδας.
Το φετινό τελευταίο παιχνίδι έφερε ένα Κύπελλο. Για πρώτη φορά τίτλο μετά από οκτώ χρόνια, υπογραμμίζοντας πανηγυρικά την επιστροφή στις διεθνείς διοργανώσεις ύστερα από πέντε. Η πρόοδος όμως, δεν αποτυπώνεται, δεν αντικατοπτρίζεται στο τρόπαιο. Δεν μετριέται ούτε καν με τη μεγαλύτερη συγκομιδή στο πρωτάθλημα στο τρέχον φορμάτ του.
Δεν εξαρτιέται από τη διεθνή επάνοδο, ούτε και από το πανήγυρι. Είναι η εικόνα. Είναι η εμπιστοσύνη. Είναι – όσο αφελώς μεταφυσικό και αν ακούγεται – η αύρα. Αυτά την καλλιεργούν, την εμπνέουν, την ενισχύουν.
Είναι αυτό που πρώτα οι αντίπαλοι ομολόγησαν αντιμετωπίζοντας τον φετινό Παναθηναϊκό. Είναι αυτό που ο κόσμος διαισθάνθηκε αγκαλιάζοντας και αποδεχόμενος μια ομάδα που άργησε να πάρει μπροστά και να βγάλει στο γήπεδο όλα εκείνα που την άλλαζαν, βήμα το βήμα, παιχνίδι το παιχνίδι, εβδομάδα την εβδομάδα.
Δεν είναι διαδικασία εύκολη. Δεν είναι διαδικασία γρήγορη. Ειδικά για έναν οργανισμό που παλεύει να ανακτήσει ιστορικό στάτους, ποτισμένο στο dna του, χωρίς όμως σε όλα αυτά τα προβληματικά χρόνια να δείχνει πως ξέρει, πως θυμάται τον τρόπο για να το πετύχει. Ποδόσφαιρο είναι. Και από δαυτό, σε πολλά, στα βασικά του ακόμη, το είχαν λησμονήσει.
Η επιστροφή του Παναθηναϊκού δεν οριοθετείται ούτε και ξεκινάει από την κατάκτηση του Κυπέλλου. Αν ήταν μόνο έτσι, δεν θα είχε μεσολαβήσει – μεταξύ των δύο τελευταίων του τίτλων - η πιθανώς πιο δύσκολη οκταετία στην ιστορία του.
Η νοοτροπία του Γιοβάνοβιτς
Η επιστροφή διασφαλίζεται πρώτα και κύρια από τη νοοτροπία που προσπαθεί να υπενθυμίσει ο πάγκος του. Η δήλωση του Ιβάν Γιοβάνοβιτς μετά την επικράτηση επί του Ολυμπιακού στα playoffs, πως δηλαδή δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος, ως προπονητής του Παναθηναϊκού, όταν η ομάδα του βρίσκεται τόσο μακριά από την κορυφή, συνιστά τη μεγαλύτερη εγγύηση πως ένα Κύπελλο, ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο δεν είναι – και δεν μπορεί να είναι – η κατάληξη, αλλά απλώς το μέσο.
Χρειάζεται αυτονόητα. Επιβάλλεται για την ακρίβεια. Ειδικά όταν ανταμείβει, όταν επιβραβεύει. Τονώνει. Ομάδα, αποδυτήρια, εξέδρα. Κερδίζει χρόνο, δεν "κλέβει" χρόνο, δεν δανείζεται χρόνο. Το μεγαλύτερο κέρδος του Παναθηναϊκού από τη φετινή σεζόν και την επάργυρη επιβράβευσή της είναι ότι αποδεικνύει πως, επιτέλους, κάτι δουλεύει. Και όχι μόνο δουλεύει για όσους το προκαλούν, αλλά δουλεύει και είναι αντιληπτό σε όλους.
Κρίνεται και αξιολογείται όχι μόνο τεχνοκρατικά, αλλά και απλουστευμένα: όσο δηλαδή η πρόοδος μιας ομάδας αποτιμάται σε νίκες και τίτλους. Ο Παναθηναϊκός ήταν πεσμένος, στα γόνατα, πριν δώδεκα μήνες. Πάλευε χρόνια, μα να σηκωθεί δεν μπορούσε. Απανωτά τα χτυπήματα, δεν το επέτρεπαν, δεν τον άφηναν. Μπουσούλαγε και αυτό με το ζόρι.
Ο Παναθηναϊκός της φετινής σεζόν συνέχισε να δέχεται χτυπήματα. Το πρώτο της μισό άλλωστε, ενδεικτικό. Η διαφορά όμως ήταν πως όσοι κλήθηκαν να τον διαχειριστούν μετέτρεψαν σε βασική διδαχή τους πως θα έπρεπε – με κάθε κόστος, με όποιο κόστος – να μπορέσει να μείνει όρθιος. Εμαθε πρώτα λοιπόν να στέκεται. Μετά θυμήθηκε πως είναι να περπατάει. Πως είναι να παίζει σύμφωνα με το βάρος της φανέλας του.
Και έτσι, πιο σημαντικό ακόμη, ένιωσε πως μπορεί να κερδίζει. Ξανά. Παίζοντας. Όπως πρέπει. Όπως του πρέπει. Και στο τέλος, να μην μένει μόνο στις νίκες, μα να ζητάει και να στοχεύει τίτλους. Και να αξίζει τίτλους.
Καύσιμο πολύτιμο ο σαββατιάτικος. Γιατί έτσι, με ανάλογη συνέπεια, επιμονή, πίστη και σοβαρότητα, τότε βάσιμα εκτιμάται πως η επόμενη σεζόν θα είναι ακόμη περισσότερο διαφορετική, ακόμη πιο εξελικτική. Και όχι μόνο γιατί θα βρει τον Παναθηναϊκό πάλι Ευρωπαίο και με τη λεζάντα μάλιστα του Κυπελλούχου. Αλλά γιατί μπορεί, όλα όσα κατέκτησε τούτη την χρονιά, από ποδοσφαιριστές όπως ο Αϊτόρ ως το τσεκάρισμα των διαβατηρίων και μια κούπα, να τον κάνουν να τρέξει ξανά.
Και να τρέξει ανταγωνιστικά μέχρι τον τερματισμό…