Όταν η Εθνική σταμάτησε τη "σελεσάο"!
Πέρασαν 37 ολόκληρα χρόνια από τον άθλο στο "Μαρακανά", με την Εθνική Ελλάδας να παίρνει λευκή ισοπαλία σε φιλικό με την κάτοχο του παγκόσμιου τίτλου Βραζιλία μπροστά σε 100.000 φίλους της "σελεσάο". Το Sport24.gr γυρίζει το χρόνο πίσω...
Στην Ελλάδα του 2011 η οποία έχει γιορτάσει με την ψυχή της πριν από επτά χρόνια μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του παγκόσμου αθλητισμού με την κατάκτηση του Euro 2004, το παραπάνω αποτέλεσμα και δη σε φιλικό ματς ίσως να μην ακούγεται τόσο εντυπωσιακό, όμως αν δούμε το δάσος και όχι μόνο το δένδρο ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι πρόκειται για μία από τις ιστορικότερες στιγμές στην ιστορία της "γαλανόλευκης".
Και πως μπορεί να μην είναι, από τη στιγμή που μία μικρή χώρα χωρίς καμία παρουσία μέχρι το 1974 σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος αλλά και Παγκοσμίου Κυπέλλου καταφέρνει να κρατήσει το "μηδέν" στην εστία της απέναντι στην τότε τρις παγκόσμια πρωταθλήτρια Βραζιλία;
Ο αγώνας της 28ης Απριλίου 1974 έγινε ουσιαστικά λίγους μήνες πριν την έναρξη του Μουντιάλ της Γερμανίας, με την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Βραζιλίας να "κλείνει" φιλικά με ευρωπαϊκές εθνικές ομάδες προκειμένου να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα η ομάδα του Μάριο Ζαγκάλο και την ελληνική ομοσπονδία να αποδέχεται τελικά την πρόσκληση κατόπιν έντονων πιέσεων του τότε εκλέκτορα Αλκέτα Παναγούλια.
Η ευκαιρία να αντιμετωπίσεις την θρυλική Βραζιλία των αμέτρητων άσων, μεταξύ των οποίων οι Ριβελίνο, Εντου, Ζαϊρζίνιο, δεν σου δίνεται άλλωστε κάθε ημέρα, και με το σκεπτικό αυτό ο Παναγούλιας έπεισε την ομοσπονδία ότι η ομάδα θα πρέπει να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι (κράτησε πάνω από 22 ώρες) για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη "χώρα της σάμπα".
Η πρώτη "γνωριμία" με το γήπεδο-θρύλο
Έτσι και έγινε: η ελληνική αποστολή έφτασε στις 25 Απριλίου στο Ρίο Ντε Ζανέιρο και έτυχε θερμότατης υποδοχής, ενώ την παραμονή του φιλικού οι Έλληνες διεθνείς πάτησαν για πρώτη φορά το χορτάρι του "Μαρακανά" αισθανόμενοι δέος και ανατριχίλα μέσα σε ένα γήπεδο χωρητικότητας 200.000 θέσεων.
Περιττό να πούμε ότι το νούμερο αυτό φάνταζε εκείνη την εποχή ακόμα πιο εξωπραγματικό για τα ελληνικά δεδομένα, σε μία εποχή που το Ολυμπιακό Στάδιο δεν υπήρχε (το 1982 έγιναν τα εγκαίνια του ΟΑΚΑ) και τα μεγαλύτερα γήπεδα της χώρας ήταν τότε το Καυτανζόγλειο Στάδιο, το γήπεδο Τούμπας και το "Καραϊσκάκης", τα οποία δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν περισσότερους από 50.000 θεατές το καθένα.
"Την παραμονή του αγώνα κάναμε μια πρώτη επίσκεψη στο Μαρακανά. Δέος! Ενα μεγαθήριο, μπήκαμε μέσα χαζεύαμε το γήπεδο, το χόρτο ήταν πολύ μεγάλο και κουραστικό για μας, που είχαμε συνηθίσει αλλιώς", είχε δηλώσει πριν μερικά χρόνια σε συνέντευξή του στην "Ελευθεροτυπία" ο Χρήστος Τερζανίδης, μέλος εκείνης της ομάδας, έχοντας προφανώς στο μυαλό του τα "ξερά" γήπεδα που αποτελούσαν τον κανόνα εκείνη την περίοδο στην "δική μας" Α' Εθνική.
Παρά το "σοκ και δέος" την παραμονή, οι Έλληνες παίκτες έδειξαν την ώρα του αγώνα, στις 28 Απριλίου, ότι δεν είχαν περάσει όλη εκείνη την ταλαιπωρία του ταξιδιού για να μαζέψουν αυτόγραφα από τους διαδόχους του... Πελέ (είχε αποσυρθεί πρόσφατα από τη διεθνή ενεργό δράση) αλλά για να δείξουν στον υπόλοιπο κόσμο ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν ήταν και του... πεταματού.
"Κατέβασμα ρολών" αλλά και άμυνα για σεμινάριο
Και έτσι έγινε... Μπορεί οι πάνω από 100.000 φίλοι των "καριόκας" που βρέθηκαν στο γήπεδο να λαχταρούσαν γκολ και θέαμα από την ομάδα τους κόντρα σε έναν θεωρητικά υποδεέστερο αντίπαλο, όμως οι Έλληνες διεθνείς είχαν άλλη άποψη.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, ο Τάκης Οικονομόπουλος είχε δικαιολογήσει απόλυτα τον τίτλο "πουλί" που του είχαν κολλήσει στην Ελλάδα κιαθώς "κατέβασε τα ρολά" σε ουκ ολίγες προσπάθειες των αντιπάλων (το Reuters έκανε λόγο για τον γκολκίπερ που είχε χέρια από... μαγνήτη) ενώ σύμφωνα με την "Αθλητική Ηχώ" της εποχής ο Συνετόπουλος ήταν ο MVP του αγώνα, με τους Δομάζο και Ελευθεράκη να μαγεύουν και αυτοί τους Βραζιλιάνους.
"Δεινοπάθησα διότι ήταν άριστα οργανωμένη στην άμυνα η Ελλάδα", είχε δηλώσει μετά το ματς ο Ριβελίνο, ενώ ο μοναδικός παίκτης που έχει σκοράρει σε όλα τα ματς μίας τελικής φάσης Μουντιάλ (1970), Ζαϊρζίνιο, στάθηκε στην παρουσία του "στρατηγού" Μίμη Δομάζου.
"Τον Δομάζο τον γνωρίζω και διαπίστωσα ότι εξακολουθεί να είναι πάντα ένας τόσο καλός παίκτης".
Η Εθνική Ελλάδας αντιστάθηκε και στα ball boys...
Όσο για το πως κύλησε το παιχνίδι, ο Χρήστος Τερζανίδης έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: "Στο παιχνίδι φανήκαμε λίγο τυχεροί, οι Βραζιλιάνοι μάς πίεσαν, ειδικά στην αρχή αλλά και προς το τέλος. Τους κοιτάξαμε όμως στα μάτια, δεν φοβηθήκαμε".
Για πρώτη φορά σε αγώνα βλέπαμε γύρω από τον αγωνιστικό χώρο δέκα πιτσιρίκια να μαζεύουν αμέσως την μπάλα και να την πετάνε μέσα για να μη χάνεται χρόνος.
Οπως γίνεται σήμερα. Εμείς θέλαμε σ' αυτές τις διακοπές να πάρουμε μια ανάσα και αυτοί πετούσαν την μπάλα μέσα να συνεχίσουμε!"
Όσο για τους δύο προπονητές; Ο πανευτυχής Αλκέτας Παναγούλιας υποστήριξε ότι το αποτέλεσμα αυτό ήταν απλά η αρχή και ότι στόχος της Εθνικής Ελλάδας δεν ήταν άλλος από την πρόκριση στο Μουντιάλ της Αργεντινής το 1978, με τον Μάριο Ζαγκάλο να βγάζει ιπποτικά το καπέλο στους Έλληνες.
"Η ελληνική ομάδα δεν ήταν αυτή που μας είπαν… Oι παίκτες της είχαν δύναμη και τεχνική.
Ποδοσφαιριστές σαν τον Δομάζο, τον Συνετόπουλο και τον Ελευθεράκη μπορούν θαυμάσια να παίξουν στη Βραζιλία".
Για την ιστορία, οι δύο ομάδες αγωνίστηκαν με τους:
Βραζιλία: Λεάο, Ζε Μαρία, Λουίς Περέιρα, Πιάτσα, Νελίνιο, Πάουλο Σέζαρ, Λεβίνια, Σέζαρ, Ριβελίνο, Έντου και Ζαϊρζίνιο
Ελλάδα: Οικονομόπουλος (Παναθηναϊκός), Πάλλας (Αρης Θ.), Καμπάς (Παναθηναϊκός), Συνετόπουλος (Ολυμπιακός), Ιωσηφίδης (ΠΑΟΚ), Ελευθεράκης (Παναθηναϊκός), Δομάζος (Παναθηναϊκός), Σαράφης (ΠΑΟΚ), Τερζανίδης (ΠΑΟΚ), Αντωνιάδης (Παναθηναϊκός) και Δεληκάρης (Ολυμπιακός).
* Στο 65ο λεπτό του αγώνα ο Γιώργος Δεληκάρης αντικαταστάθηκε από τον "βενιαμίν" της ομάδας, Θωμά Μαύρο (Πανιώνιος), που ήταν τότε μόλις 20 ετών.