Πώς έζησα τη Νάπολη το βράδυ που πέθανε ο Μαραντόνα
Το ημερολόγιο γράφει 25 Νοεμβρίου του 2020. Ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται σε lockdown για την αποφυγή μετάδοσης του κορονοϊού, ωστόσο, μια είδηση που φτάνει από το Μπουένος Άιρες σοκάρει τους πάντες. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο θεός της μπάλας, πέθανε στον ύπνο του, σε ηλικία μόλις 60 ετών.
Το δυσάρεστο νέο κάνει με μιας τον γύρο του κόσμου. Εκατομμύρια άνθρωποι γράφουν στα social media τις δικές τους αφιερώσεις σ’ έναν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν πατήσει το πόδι τους στη γη.
Όλα τα βλέμματα, όμως, είναι στραμμένα στην πόλη που αγάπησε τον Ντιέγκο όσο τίποτα άλλο, στη Νάπολη. Η πόλη του ιταλικού νότου, όπως και η υπόλοιπη χώρα, μαστίζεται από τον κορονοϊό, με εκατοντάδες ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους καθημερινά. Η καραντίνα που ισχύει πολύ αυστηρή, καθώς κανείς δεν μπορεί να βγει από το σπίτι του, εκτός κι αν συντρέχει πολύ σοβαρός λόγος. Εκείνο το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου, όμως, όλα ήταν διαφορετικά.
Ένας από τους ανθρώπους που έζησε από πρώτο χέρι τις σκηνές λατρείας των Ναπολιτάνων στον Ντιέγκο Μαραντόνα, είναι ο Μάριος Χατζηνικολάου. Ο ίδιος ήρθε πριν από περίπου δέκα χρόνια στην Νάπολη για διακοπές, του άρεσε τόσο πολύ η πόλη, όμως, που αποφάσισε να αφήσει τη ζωή του και να έρθει να μείνει μόνιμα στην Ιταλία.
Τον συναντώ στο ελληνικό εστιατόριο που δουλεύει στο Centro Storico της πόλης. Η ανακάλυψη αυτού του χώρου έγινε, μάλλον, τυχαία, καθώς κατά τη διάρκεια της περιήγησής μου στην πόλη, έπεσα πάνω σε μερικές ελληνικές σημαίες και σ’ ένα ηχείο που έπαιζε δυνατά Νίκο Βέρτη. Μπήκα εντός του χώρου και εκεί με υποδέχτηκε ο Μάριος.
Ο ίδιος λατρεύει την μπάλα και πάνω από το ταμείο έχει καρφιτσωμένα διάφορα κασκόλ από ελληνικές ομάδες, μεταξύ των οποίων του Ολυμπιακού και του Εργοτέλη. Το μαγαζί, το βράδυ της ανακοίνωσης του θανάτου του Μαραντόνα ήταν κλειστό, ελέω της καραντίνας, γι’ αυτό και εκείνος είχε όλο το χρόνο να περπατήσει στην πόλη και να δει με τα μάτια του τον θρήνο των Ναπολιτάνων για τον χαμό του δικού τους θεού.
Την είδηση του θανάτου του Μαραντόνα την έμαθε, μάλιστα, λίγα λεπτά πριν βγουν οι πρώτες ειδήσεις. "Εγώ είχα έναν φίλο, ο οποίος νοσηλεύονταν σε νοσοκομείο της πόλης εξαιτίας του κορονοϊού και ήταν στο διπλανό κρεβάτι μ’ εκείνο του Ντιέγκο Τζούνιορ, του γιο του Μαραντόνα. Κάποια στιγμή τον πήραν τηλέφωνο και του είπαν πως πέθανε. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση όταν το έμαθε" σημειώνει ο Μάριος Χατζηνικολάου.
Σε λίγη ώρα το νέο έκανε το γύρο της πόλης και όλοι οι ντόπιοι έβαλαν τις μάσκες τους και βγήκαν ευλαβικά στο δρόμο για να τιμήσουν τον μεγάλο αυτό ποδοσφαιριστή. "Η καραντίνα εκείνη την περίοδο στην πόλη ήταν πολύ σκληρή. Βγήκαν όλοι έξω, όμως, δεν τους ένοιαξε. Ακόμη και η αστυνομία είχε εκείνο το βράδυ εντολή να μην ελέγχει κανένα" θυμάται.
Οι πιο πολλοί από τους Ναπολιτάνους κατευθύνθηκαν στο γήπεδο της ομάδας της πόλης που σήμερα έχει πάρει το όνομα του Ντιέγκο Μαραντόνα. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Μάριος Χατζηνικολάου. Η εικόνα που αντίκρισε εκεί τον άφησε έκπληκτο.
"Όλο το γήπεδο ήταν περικυκλωμένο από κόσμο που έφτανε στο σημείο για να αφήσει ένα κασκόλ, ένα λουλούδι, ένα κεράκι". Όπως εξηγεί, ήταν τόσες πολλές οι αφιερώσεις των ντόπιων στον Μαραντόνα που έπρεπε να περπατήσει τέσσερα λεπτά για να καταγράψει σε βίντεο όλα τα κασκόλ και τις φανέλες που είχαν τοποθετηθεί στα κάγκελα. Μερικές, μάλιστα, από αυτές υπάρχουν ακόμη μέχρι σήμερα κρεμασμένες στο σημείο, δίπλα από μια μεταλλική επιγραφή που σημειώνει πως σ’ αυτό το γήπεδο έπαιξε μπάλα ο θεός της μπάλας.
"Απ’ ότι μάθαμε αργότερα στο σημείο πήγανε και αρκετοί ποδοσφαιριστές της Νάπολι. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Μέρτενς, ο οποίος έχει αγαπηθεί πολύ στην πόλη, ωστόσο, ήταν ντυμένος βαριά για να μην τον αναγνωρίσει κανείς".
Στη συνέχεια, ο ίδιος κατευθύνθηκε και στο σπίτι που έμενε ο Ντιέγκο Μαραντόνα τα οκτώ χρόνια παρουσίας του στη Νάπολι. Η κατοικία του βρίσκεται στο Ποζίλιπο, μία από τις πιο όμορφες και εντυπωσιακές περιοχές της πόλης που είναι χτισμένο πάνω στο λόφο και από εκεί έχεις θέα όλο τον αστικό ιστό, το λιμάνι και φυσικά τον Βεζούβιο που τις περισσότερες φορές, ωστόσο, είναι κρυμμένος μέσα στα σύννεφα.
Εκεί δεν ήταν μόνος του, όμως, καθώς δεκάδες Ναπολιτάνοι είχαν φτάσει στο σημείο πριν από αυτόν και είχαν κολλήσει γράμματα και λουλούδια πάνω στην αυλόπορτα. Ο Μαραντόνα έμενε στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας, ενώ το διαμέρισμα, παρά τις απαιτήσεις των ντόπιων να μετατραπεί σε μουσείο, κατοικείται κανονικά μέχρι σήμερα.
Τα λόγια του Μάριου Χατζηνικολάου τα επιβεβαιώνουν και οι φωτογραφίες από τα διεθνή πρακτορεία που συνέτρεξαν στην περιοχή για να καταγράψουν τις πρωτοφανείς εικόνες λατρείας του αργεντινού από έναν λαό που τον αγάπησε σαν θεό του.
Άνθρωποι να κλαίνε πάνω από φωτογραφίες του, οπαδοί να ανάβουν χιλιάδες καπνογόνα στη μνήμη του, πατεράδες και γιοι να αγκαλιάζονται έξω από το γήπεδο. Τι ήταν αυτό, όμως, που έκανε τους Ναπολιτάνους να θρηνήσουν με τέτοιο τρόπο τον χαμό του Μαραντόνα;
Ο Μάριος Χατζηνικολάου, μπορεί να ζει λίγα χρόνια στη Νάπολη, ωστόσο, έχει καταλάβει τη συμπεριφορά τους. "Πάντοτε τους αντιμετώπιζαν ως το φτωχό νότο, ως την ουρά της Ιταλίας. Ακόμη μέχρι σήμερα υπάρχουν πολλοί στο βορρά της Ιταλίας που τους κατηγορούν πως δε δουλεύουν, δεν προσφέρουν τίποτα στη χώρα και το μόνο που κάνουν είναι να ξοδεύουν χρήματα" εξηγεί.
Η έλευση του Μαραντόνα και τα δύο πρωταθλήματα που κατέκτησε η ομάδα της πόλης μ’ εκείνο στο τιμόνι, γέμισε με αυτοπεποίθηση του ντόπιους. Το ποδόσφαιρο ήταν ο τρόπος να δείξουν στην υπόλοιπη Ιταλία πως είναι εδώ.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν ο άνθρωπος που μιλούσε στην καρδιά τους. Ήταν το παιδί που ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες, ήταν ο ποδοσφαιριστής που αποφάσισε να ρίξει άκυρο στις μεγάλες ομάδες του βορρά και να ‘ρθει να παίξει σε μια ομάδα που πριν από μερικά χρόνια πάλευε για να μην υποβιβαστεί στη Serie B. Κι αυτό οι Ναπολιτάνοι δεν πρόκειται να το ξεχάσουν ποτέ. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.