The making of Γιάννης Κωνσταντέλιας
Η χαρά του Γιάννη Κωνσταντελια παίζοντας ποδόσφαιρο, ανόθευτη, αγνή. Το ταλέντο του, επιβεβαιωμένο πια σε κάθε επαφή του, σε κάθε χνάρι του στο χορτάρι. Η δυναμική του αστείρευτη. Πριν λίγους μήνες, όταν βιάζονταν να κάνει αυτό το τελευταίο βήμα που τον χώριζε από την πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ, άκουσε "θα μπεις και δεν θα ξαναβγείς". Ευτυχώς…
Ήταν τέλη άνοιξης; Ήταν αρχές φθινοπώρου; Ου γαρ έρχεται μόνον και ας είναι μόνο περίπου πέντε χρόνια πίσω. Η μνήμη, έτσι κι αλλιώς, διαλέγει τι θα κρατήσει. Το σημαντικό. Αυτό που συνδυάζεται με την εικόνα, την αίσθηση. Απομεσήμερο πάντως ήταν σίγουρο, στο προπονητικό κέντρο του Αγίου Κοσμά.
Είχαν προπόνηση οι τότε επίλεκτοι από όλη τη χώρα κάτω των 15 ετών. Δεν επιτρέπονταν η είσοδος στη μικρή, πρόχειρη κερκιδούλα και έτσι, οι λογιών λογιών επαγγελματίες, φαμίλιες, εκπρόσωποι, φίλοι και γνωστοί, scouts, αλλά και κάποιοι θεριακλήδες σαν την αφεντιά μου, έπρεπε να κάνουν τον γύρο της περίφραξης, ψάχνοντας μέσα στα πουρνάρια και στις σίτες την καλύτερη δυνατή θέα του αγωνιστικού χώρου.
Κάπου εκεί, αγκομαχώντας και σιχτιρίζοντας για τον διαφαινόμενο χαμένο χρόνο και την πάλη στα ξερόχορτα για μια απλώς υποφερτή ματιά στα παιδιά που ήταν στο γήπεδο, ήταν που προέκυψε το σημαντικό. Αυτό που κράτησε η μνήμη. Όχι για τότε, αλλά για μια ζωή. Στην πρώτη πρώτη λοιπόν ματιά μέσα από τα σύρματα, (μου) συνέβη η τέλεια καταιγίδα των αισθήσεων.
Ένας από τους πιτσιρικάδες, παιδάκι όνομα και πράγμα στη διάπλαση, με τίποτα δεν τον έκανες ούτε καν για δεκαπεντάχρονο, με πλάτη γυρισμένη στην εστία, περίμενε να υποδεχτεί μια μπαλιά που έρχονταν από ψηλά. Η αντανακλαστική σκέψη ήταν "αδύνατο". Η αντανακλαστική κίνησή μου, υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν να στρέψω το κεφάλι αλλού, κάπου που θα μπορούσε να δει κάτι… δυνατό.
Έμεινε εκεί όμως. Να κοιτάει το αναμενόμενα αδύνατο, μα να δει το αδιανόητα μοναδικό. Ο μικρός σήκωσε το δεξί του πόδι ίσαμε τον ώμο του, κόλλησε, δεν κοντρόλαρε απλώς, την μπάλα στο κουντεπιέ του και την κατέβασε έτσι, κολλημένη, μαζί με το πόδι του.
Αμέσως με το που άγγιξε το τακούνι στο χορτάρι, την πέρασε, με μια κίνηση, συνεχόμενη, πίσω από το αριστερό πόδι του, έκανε ολάκερος περιστροφή στο κορμί του, ρολάροντας ουσιαστικά στον δύσμοιρο αντίπαλό του, και έτσι, την ξαναβρήκε μπροστά από αυτόν, αλλά και πάλι στρωμένη στο δεξί του πόδι, σουτάροντας αμέσως.
Ούτε που θυμάμαι που πήγε η μπάλα. Μπορεί στο παραθυράκι, μπορεί στα πουλιά, μπορεί και στη θάλασσα. Δεν έφτασαν οι αισθήσεις μου ως εκεί. Δεν υπήρχε λόγος πια. Ζήτημα όλη η ενέργεια να κράτησε δύο δευτερόλεπτα. Ήταν όμως τόσο αψεγάδιαστη, ήταν τόσο τέλειος ο χρονισμός, τόσο απόκοσμα εστιασμένα τα… πάντα μου σε αυτό το παντελώς άγνωστό μου παιδί και τόσο, μα τόσο αδιανόητο αυτό που σκαρφίστηκε και αυτό που πέτυχε, που αποσβολώθηκα. Για μια ζωή.
Κάπως έτσι, (μου) συστήθηκε ο 15χρονος Γιάννης Κωνσταντέλιας.
Βόλος, Θεσσαλονίκη, Βαρκελώνη και πάλι Θεσσαλονίκη
Χωρίς υπερβολή, οι μισοί (μπορεί και περισσότεροι) που είχαν στριμωχτεί, ζουλώντας χέρια και πρόσωπα στα σύρματα, για πάρτη του ήταν εκεί. Ήδη ονομαστός, ήδη φημισμένος στα ποδοσφαιρικά, επαγγελματικά, στέκια. Με την πρόσθετη λεζάντα πως ό,τι κάνει με την μπάλα είναι εξωπραγματικό για παιδί της ηλικίας του και ανεπανάληπτο για ό,τι έχει γεννήσει (άντε, έστω τα τελευταία χρόνια) ο τόπος. Πλέον, δεν ήταν δύσκολο να το πιστέψω.
Είχε συμπληρώσει ήδη μια τετραετία στον ΠΑΟΚ. Όπως ο ίδιος μοιράστηκε πρόσφατα, είχε ανέβει Θεσσαλονίκη από τον Βόλο όπου ζούσε με την οικογένειά του, μετά από ένα τουρνουά φυτωριακών ομάδων, στα 11 του, παίζοντας τότε στην ακαδημία της Αγίας Παρασκευής, οπότε και είχε… πετσοκόψει τους συνομήλικούς του στον Δικέφαλο.
Για έναν χρόνο, από τον Σεπτέμβριο του 2013 ως και τον επόμενο (όταν και ο ΠΑΟΚ φρόντισε για την εγκατάσταση της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη), κάθε Παρασκευή μεσημέρι, ο μικρός με τον μπαμπά Βασίλη στο τιμόνι, έκανε τα 200 και κάτι χιλιόμετρα από τον Βόλο, διανυκτέρευε μένοντας ως αργά το απόγευμα του Σαββάτου, ίσα ίσα για να προλάβει μια προπόνηση και παίξει με την u11 του ΠΑΟΚ. Και μετά, ξανά μανά πίσω στα 200 χιλιόμετρα της επιστροφής.
Μισοριξιά, δεν γέμιζε το μάτι, αλλά κόλαζε όποιον τον έβλεπε. Γι’ αυτό και φλέρταρε με τα όρια του θρύλου ξεκινώντας την εφηβεία του. Διάολε, δεν γίνεται κάθε μέρα η Μπαρτσελόνα να αναγνωρίζει πως ένας 15χρονος, όχι Ισπανός, Πορτογάλος, Αργεντινός ή Βραζιλιάνος, αλλά Ελληνας, της κάνει και πως τον θέλει στα "μπλαουγκράνα". Από μόνο του ISO ποιότητας, δυναμικής και ταλέντου, αναγνώριση.
Εκεί, λοιπόν, φθινόπωρο του ’18, οι Καταλανοί κατόπιν πρόσκλησης των αφεντικών των ακαδημιών, του (γνωστού μας από τις θητείες του σε διάφορα πόστα στον Ολυμπιακό), Πεπ Σεγκούρα και του Ραμόν Πλάνες, φιλοξένησαν για μια εβδομάδα τον "Ντέλια". Και διαπίστωσαν ακριβώς αυτό που περίμεναν: έναν… Ισπανό μέσο, επιπέδου Μπαρτσελόνα.
Τσεκαρίστηκε μάλιστα σε ηλικιακό γκρουπ μεγαλύτερών του, έχοντας τότε πάρει (πρώτος απ’ όλους) γεύση από το ταλέντο του Άνσου Φάτι, ο οποίος ξεχώριζε από τους αντιπάλους που αντιμετώπισε στα διπλά της Μασία.
Κοντολογίς έγιναν τα προβλεπόμενα για την αγορά του: οι Καταλανοί έφτασαν στο οικονομικό ταβάνι τους για ποδοσφαιριστή της συγκεκριμένης ηλικίας (και προερχόμενο μάλιστα από την Ελλάδα), χωρίς τα ποσά που έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει ν’ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (300.000 ευρώ συν σημαντικό ποσοστό μεταπώλησης ήταν η προσφορά στον ΠΑΟΚ, 60.000 μεικτά μεσοσταθμικά στον ποδοσφαιριστή και φυσικά – αλλιώς δεν επιτρέπεται – εξασφάλιση εργασίας στους γονείς του που θα τον συνόδευαν στη Βαρκελώνη).
Οι επιτελείς του ΠΑΟΚ, αντιλαμβανόμενοι - και πως αλλιώς δηλαδή με τόσο… θόρυβο - τον αντίκτυπο που είχε ο Κωνσταντέλιας στις ακαδημίες κορυφαίων ευρωπαϊκών συλλόγων, είχαν φροντίσει να τον "δέσουν" με εντυπωσιακό για τα ελληνικά δεδομένα αλλά και για την ηλικία του συμβόλαιο (που υπέγραψε όταν προβλέπονταν ηλικιακά, αλλά έγκαιρα για να αποθαρρύνει τους τότε μνηστήρες).
Από την άλλη, ο λογικός βάσει ηλικίας και παραστάσεων δισταγμός του ίδιου του "Ντέλια" να κάνει ένα τόσο μεγάλο άλμα ζωής - ζήτησε ο ίδιος από τον πατέρα του να επιστρέψουν στη Θεσσαλονίκη, την ώρα που έβλεπαν ένα παιχνίδι της πρώτης ομάδας της Μπαρτσελόνα -, ήταν παράγοντες που τελικά δεν συνέβαλλαν στο να προχωρήσει η μεταγραφή του.
Τουλάχιστον, οι μπλαουγκράνα κέρδισαν από όλο αυτό έναν υποστηρικτή, μιας και μαζί με τη Σίτι (τι άλλο για έναν ποδοσφαιριστή των χαρακτηριστικών του 20χρονου), είναι οι ομάδες που εφεξής υποστηρίζει και γουστάρει να βλέπει (όταν δεν μοιράζει πόνο με το αγαπημένο του πινγκ-πονγκ), ενίοτε και να παίρνει στο FIFA.
Πάνω κάτω την ίδια εποχή εμφανίστηκε και η Φούλαμ, τότε συμμετέχοντας στην Premier League, με καλύτερο μάλιστα οικονομικά πακέτο προς τον ΠΑΟΚ.
Τότε όμως, ήταν αργά για οποιονδήποτε επίδοξο μνηστήρα (εμφανίστηκαν κατά καιρούς άλλοι, ποτέ όμως κανείς με τόσο προχωρημένη, πλήρη και επίσημη προσέγγιση όσο αυτή των Μπαρτσελόνα και Φούλαμ), μιας και το όνομα του μικρού είχε φτάσει στα ανώτατα ιδιοκτησιακά κλιμάκια και οποιαδήποτε υπόνοια παραχώρησής του και αν υπήρχε, σταμάτησε μαχαίρι.
Οι σημαδιακοί Γενάρηδες
Η μετάβαση σε πλαίσιο επαγγελματισμού ήρθε – εκ των πραγμάτων – πολύ νωρίς. Πολύ νωρίτερα για την ακρίβεια κρίθηκε σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους. Άδικο ενδεχομένως, γιατί τα μέτρα της κρίσης και της προσδοκίας (ακόμη και εντός club σε συγκεκριμένες περιπτώσεις), δεν έδωσαν ποτέ πίστωση που ένα 15χρονο, 16χρονο και 17χρονο παιδί θα τη δικαιούνταν απανταχού.
Οι σταθμοί της εξέλιξής του, ενδεικτικοί των όσων αντιμετώπισε και συνάμα σημαδιακοί. Κυριολεκτικά, πάντα τέτοιες μέρες την τελευταία διετία. Στις 17 Ιανουαρίου 2021 συστήθηκε επαγγελματικά μπαίνοντας ως αλλαγή κόντρα στον ΟΦΗ στο Ηράκλειο.
Πέρυσι, στις 20 Ιανουαρίου, έχοντας στο μεσοδιάστημα παίξει μόλις 108 λεπτά ακόμη σε μισή ντουζίνα επιπλέον παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις, συμφώνησε σε επέκταση συμβολαίου ώστε (το κυριότερο) να παραχωρηθεί δανεικός ως το τέλος της σεζόν στην Οϊπεν, προοπτική που παρουσίασε ο ατζέντης του, Λεωνίδας Αθανασούλας. Με στόχο να παίξει. Όχι περισσότερο, αλλά απλώς να παίξει.
Όσο πάντως περίμενε, ήθελε, έλπιζε, τελικά δεν έπαιξε στη Jupiler League. Ουδέν κακόν όμως μιας και καλύτερη εισαγωγή στον αδυσώπητο κόσμο του επαγγελματισμού, όντας για πρώτη φορά στη ζωή του εκτός της προστατευτικής "φούσκας" του ΠΑΟΚ και της οικογένειάς του, δεν μπορούσε να του συμβεί σε αυτό το κοντά πεντάμηνο που πέρασε στο Βέλγιο.
Άντρεψε. Στο μυαλό πρώτα και μετά στο κορμί (και συνεχίζει να το κάνει με συνεχή, εντατική και πολύ προσεκτική σχετική δουλειά). Αλλιώς να… επιβιώσει ακόμη και στις προπονήσεις της Οϊπεν με τα ντούκια που συνάντησε εκεί, δεν γίνονταν. Την… ευεργεσία που βίωσε απ’ αυτήν την εμπειρία και τη διαφορά στο κάθε τι (του), πρώτοι απ’ όλους, οι συμπαίκτες του στον ΠΑΟΚ, στη διάρκεια της καλοκαιρινής προετοιμασίας την κατάλαβαν.
Δεν έβλεπε κανέναν στις προπονήσεις. Ατάκα καθολικά αποδεκτή, όχι μεμονωμένη εκτίμηση. Όχι κλισέ, όχι υπερβολή. Γεγονός. Ο Ντάντας, που δεν τον γνώριζε ούτε ως φήμη, μόνο ταυτότητα που δεν του ζήτησε για να πειστεί πως τα γονίδια του είναι ελληνικά και πως είναι τόσο μικρός. Όμοιος ομοίω άλλωστε…
Ακόμη και οι όποιες ενστάσεις περί καλαμιών, περί ποδοσφαίρου για τσίρκο που κατά καιρούς ψιθυρίζονταν στα πέριξ και καταλογίζονταν ως δικαιολογίες στασιμότητας (στασιμότητας, κι όμως…), διαψεύστηκαν εμπράκτως. Πως και ποιος, γνωρίζοντας τη μεθοδολογία του Ράζβαν Λουτσέσκου, θα μπορούσε να επιβιώσει στην αξιολόγηση του Ρουμάνου αν έδειχνε έστω και ψήγματα ανάλογης συμπεριφοράς;
Ειδικά εφόσον ο "Ντέλιας" ήταν, σε όλα, υποδειγματικός. Συνέχισε να μένει μόνος του και με την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη, επιπρόσθετο δείγμα ωριμότητας, με την εμφανή αλλαγή και στη νοοτροπία του να φαίνεται στη συνέπεια, στην προθυμία και στη συνειδητοποίηση για τον δρόμο και κυρίως τον τρόπο που χρειάζονταν να εφαρμόσει ώστε να κάνει και αυτό το τελευταίο βήμα ως την καθιέρωση.
Και αυτό το τελευταίο πάντα είναι το πιο δύσκολο. Μπορεί να είναι το πιο σύντομο, μα είναι το πιο ανυπόμονο. Συναισθηματικά, ό,τι χειρότερο, επικίνδυνο στη διαχείρισή του. Μέχρι το τέλος της καλοκαιρινής μεταγραφικής περιόδου, όλα κι όλα είχε παίξει 24 λεπτά. Μόλις. Δεν ήθελε πολύ για να γραφτεί αλλιώς η ιστορία.
Πλέον όμως, ήταν απλώς θέμα χρόνου, μέρος της διαδικασίας. Η καθημερινή προσοχή του Ρουμάνου προπονητή και του επιτελείου του, η αταλάντευτη και αποδεδειγμένη πίστη του Ζοζέ Μπότο στο ταλέντο του, πυλώνες αρραγείς.
"Θα μπεις. Και όταν μπεις, δεν θα ξαναβγείς". Μπήκε. Και δεν θα ξαναβγει. Αλλάζοντας την εικόνα, την ισορροπία, τη δυναμική, την αύρα της ομάδας του. Και σιγά σιγά – γιατί όχι; - την αύρα ολάκερου του ελληνικού ποδοσφαίρου που στο πρόσωπο του, στην ανεμελιά της ηλικίας του, στο κέφι του και στο ταλέντο του, ξαναζει, ανανεώνεται.
Με τις εμπνεύσεις του, με τη χαρά του, με το παιχνίδι του. Πιο ολοκληρωμένο απ’ όσο περίμενε κανείς. Αφήστε στην άκρη τις ποιοτικές επαφές, τα αέρινα πατήματα και περάσματα στο γήπεδο, το τι κατεβάζει το μυαλό του και (μπορούν να) υλοποιούν τα ποδάρια του. Δεν έχει περισσότερες (από τις 4 ως τώρα) ασίστ για παράδειγμα γιατί ακόμη οι συμπαίκτες του δεν μπορούν να δουν αυτά που ο ίδιος βλέπει στο γήπεδο και να ακολουθήσουν.
Δείγμα ολοκλήρωσης είναι πως αυτό το (κάποτε) καχεκτικό παιδάκι, με τις σοβαρές ενστάσεις που δημιουργούσε για το physicality που (δεν) είχε, είναι πάντα το πρώτο ανάχωμα στο press και στο repress του ΠΑΟΚ. Αυτός, όχι ο φορ ή οι εξτρέμ ή τα «σκυλιά» στο κέντρο. Αυτός θα πάει, σα το μαμούνι, και θα κυνηγήσει, θα τζαρτζάρει, τους αντίπαλους αμυντικούς, αυτός θα κυνηγήσει, οπουδήποτε την πρώτη μπάλα. Το ίδιο παθιασμένα και το ίδιο σημαντικά για τον ομάδα του όπως και όταν έχει την μπάλα στα πόδια του.
Ένας από τους πολλούς συλλόγους που τον έχουν πια προτεραιότητα στο scouting, αναλύοντας πρόσφατα τα αγωνιστικά δεδομένα του σε αυτό ακριβώς το κομμάτι εστίασε. Στο ότι είναι (μακράν του δεύτερου) ο κορυφαίος μεσοεπιθετικός στην Ελλάδα με τις περισσότερες, λογιών λογιών, αμυντικές ενέργειες και τρέξιμο, με συνέπεια που απαντάται μόνο σε ολίγους, μετρημένους στην Ευρώπη.
Και κάπως έτσι φτάσαμε και στον φετινό Ιανουάριο. Με τον ίδιο πια κορυφαίο του ΠΑΟΚ, με ντουζίνες σοβαρά ενδιαφερόμενων clubs, με τον Δικέφαλο να αναγνωρίζει τη μοναδικότητά του εκκινώντας διαδικασίες αναπροσαρμογής συμβολαίου, ανάλογης του στάτους και της δυναμικής του, τον Γκουστάβο Πογέτ να τον περιμένει στα επόμενα παιχνίδια της Εθνικής, σηκώνοντας γήπεδα – ακόμη κι αντιπάλων, όπως στη Νεάπολη - στο πόδι και δίνοντας, εβδομάδα την εβδομάδα, ολοένα και πιο χορταστικές παραστάσεις, ακόμη και σε ντέρμπι καθοριστικά, όπως το χτεσινό της Λεωφόρου, οπότε και έσπασε το ρόδι, πετυχαίνοντας το πρώτο του γκολ ως επαγγελματίας.
Ας τον χαρούμε. Όσο χαίρεται και αυτός παίζοντας.
Δείτε τη Game Night για το ντέρμπι της Λεωφόρου: