Το σκάνδαλο του Μπέλο Οριζόντε
Η ιστορία ενός ποδοσφαιριστή από την Αϊτή, που αγωνίστηκε σε δύο Εθνικές ομάδες, σημάδεψε με ένα γκολ ένα Παγκόσμιο Κύπελλο και το πλήρωσε με την ελευθερία του.
Ήταν 8 Ιουλίου του 1964 όταν ο Ζο Γκαετζόν έβγαινε από το καθαριστήριο που είχε, και οδηγούνταν στην φυλακή "Φορτ Ντιμόνς", στα προάστια της πρωτεύουσας της Αϊτής, Πορτ ω Πρενς, μαζί με άλλους 3.000 πολιτικούς κρατουμένους κατόπιν εντολής του δικτάτορα της χώρας Πάπα Ντοκ Ντιβαλιέ. Από τότε έχουν χαθεί τα ίχνη του...
Ποιος είναι όμως ο Ζο Γκαετζόν και τι τον οδήγησε πραγματικά πίσω από τα κάγκελα; Μπορεί η ιστορία της ζωής του να αρχίζει και να τελειώνει στο Πόρτ ω Πρενς αλλά υπήρξε η "πέτρα" ενός από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Το Μπέλο Οριζόντε, η πρωτεύουσα της πολιτείας Μίνας Ζεράις στην κεντρική Βραζιλία και πόλη όπου η Εθνική Ελλάδας θα δώσει το εναρκτήριο παιχνίδι του ομίλου της απέναντι στην αντίστοιχη της Κολομβίας ήταν η πόλη που σημάδεψε κυριολεκτικά την ζωή του.
14 χρόνια νωρίτερα στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, η κεφαλιά του θα νικήσει τον Άγγλο τερματοφύλακα, Μπερτ Γουίλιαμς προκαλώντας ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ήταν το 52ο λεπτό για το εναρκτήριο ματς του ομίλου ανάμεσα στις Η.Π.Α και την Αγγλία. Η Αγγλία ήταν η κορυφαία Εθνική της Ευρώπης, μία από τις καλύτερες του κόσμου και ένα από τα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, αντίθετα οι Η.Π.Α μια ομάδα αποτελούμενη από ερασιτέχνες και ημιεπαγγελματίες , οι περισσότεροι διαφορετικών εθνικοτήτων. Εδώ κολλάει και ο Γκαετζόν. Αυτός βάζει το γκολ και δίνει μια από τις πιο απίθανες νίκες όχι μόνο στην ιστορία των Μουντιάλ αλλά και στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, δεδομένων των συνθηκών.
Τα τηλεοπτικά μέσα και η τεχνολογία της εποχής ήταν ανεπαρκή, οι απεσταλμένοι δημοσιογράφοι στο Μπέλο Οριζόντε λίγοι και το ωράριο εκ των πραγμάτων δύσκολο. Η ήττα δύσκολο να γίνει αποδεκτή η αλλοίωση, τηρουμένων των παραπάνω αντίξοων παραγόντων η μόνη λύση.
Μπροστά από το 0 του κεντρικού πίνακα, θα προστεθεί το 1 και οι Βρετανοί στο breakfast του επομένου πρωινού, θα ενημερωθούν από το παγκόσμιας εγκυρότητας πρακτορείο ειδήσεων Reuters ότι το τελικό αποτέλεσμα ήταν 10-1. Δεν ήταν και απίστευτο, όχι μόνο για τους Βρετανούς αλλά και οποιοδήποτε φίλαθλο στον κόσμο. Οι Η.Π.Α είχαν χάσει 9-0 από την Ιταλία, 11-0 από την Νορβηγία, 5-0 από Βόρεια Ιρλανδία , 6-0 και 6-2 από το Μεξικό.
Αυτή η τερατώδης διαφορά είχε αναγκάσει και την ποδοσφαιρική ομοσπονδία των Η.Π.Α να καλέσει τρεις ποδοσφαιριστές, τον Σκωτσέζο Εντ Μακλέβενι, τον Βέλγο Ζοσέφ Μάκα και τον Αιτιανό Ζο Γκαετζόν. Με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Κάτι που ασφαλώς δεν έγινε ποτέ.
Με την ανοχή πάντα της FIFA που δεν είχε καθορίσει με σαφήνεια του κανόνες, το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν μια υπογεγραμμένη δήλωση πρόθεσης από τους παίκτες, την λεγόμενη "First Papers".
Και μπορεί οι δύο πρώτοι να συνέβαλλαν τα μέγιστα στις αξιοπρεπείς ήττες από Ισπανία και Χιλή αλλά ήταν το γκολ του τελευταίου στο στάδιο Ιντεπεντένσια που έκλεψε την παράσταση και δεν υπάρχει λόγω έλλειψης φιλμ σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας.
Υπάρχουν ελάχιστα γραφικά που δείχνουν τον Γκαετζόν στους ώμους Βραζιλιάνων οπαδών με τιμές εθνικού ήρωα αλλά φάση από το γκολ δυστυχώς δεν έχει αποτυπωθεί σε φιλμ.
Το βιογραφικό του σκόρερ
Γεννήθηκε το 1924 από μια πλούσια οικογένεια, γερμανικής καταγωγής και από τα 14 του ήξερε ότι ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Μεταγράφεται στην Ετουάλ Αϊτιένε (το αστέρι της Αϊτής) και κατακτά δύο πρωταθλήματα. Το ποδόσφαιρο όμως στην Αϊτή ούτε είχε ούτε έχει λεφτά και δεν είναι το κύριο επάγγελμα. Εκμεταλλεύεται το 1947 την υποτροφία της κυβέρνησης και ακολουθεί τον αδερφό του Ζεράρ στην Νέα Υόρκη προκειμένου να σπουδάσει Λογιστική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Είναι part-time ποδοσφαιριστής στην Μπρουκχάταν (ομάδα του Μπρουκλιν και του Μανχάταν) και είναι σερβιτόρος στο εστιατόριο του Χάρλεμ και στην καφετέρια του Ρούντι. Ο πρόεδρος της ομάδας που έπαιζε, και υψηλά ιστάμενος στην αμερικανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία τον πείθει να αγωνιστεί με την Εθνική. Αντάλλαγμα 100 δολάρια την εβδομάδα, 5 ακόμη δολάρια καθημερινά και ένα εισιτήριο στην αμερικανική υπηκοότητα.
Του λέει ότι μια καλή εμφάνιση στα γήπεδα της Βραζιλίας θα του άνοιγε τους δρόμους για μια χώρα όπου το ποδόσφαιρο δεν λέγεται soccer και δεν είναι απλά μια ενασχόληση για τους μετανάστες.
Και τα πράγματα δεν πήραν διαφορετική τροπή. Η Ρασίνγκ Παρί του κάνει την πρόταση και αυτός αφήνει τις σπουδές στην Νέα Υόρκη. Πηγαίνει στο κοσμοπολίτικο Παρίσι, αλλά c'est la vie. Δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του επαγγελματισμού. Μένει πίσω σε φυσική κατάσταση και πραγματοποιεί μόνον τέσσερις εμφανίσεις. Δανείζεται στην μέτρια Τρουά και στην ακόμη πιο μέτρια Αλέ.
Το 1953 τα παρατάει κουρασμένος από το κυνήγι του χαμένου ονείρου και από τους πολλούς τραυματισμούς στο γόνατο που υποφέρει. Εκμεταλλεύεται την καταγωγή από την Αϊτή και γυρίζει πίσω στην όπου αποφασίζει να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις.
Παρά το ότι έχει κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, πείθεται από τον κόσμο να τα ξαναφορέσει σε αγώνα προκριματικών για το Μουντιάλ, εκπροσωπώντας αυτή την φορά την Εθνική της χώρας του απέναντι στο Μεξικό. Ήττα με 4-0 και αυτή την φορά η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη.
Στην εξουσία της νησιωτικής χώρας της Κεντρικής Αμερικής έρχεται ο Πάπα Ντοκ Ντιβαλιέ ένας στυγνός δικτάτορας που σπέρνει τον φόβο και τον τρόμο.
Η οικογένεια του Γκαετζόν είναι προσκείμενη στην αντιπολίτευση και τα δύο αδέρφια του εξορίζονται. Από την εξορία οργανώνουν κίνημα ανατροπής της δικτατορίας. Ο Πάπα Ντοκ στις 7 Ιουλίου του 1964 αυτοανακηρύσσεται σε ισόβιος πρόεδρος με πάσα δικαιοδοσία. Οι οικογένεια Γκαετζόν εγκαταλείπει την χώρα το ίδιο βράδυ, ακούγοντας τις συμβουλές ενός φίλου στρατιωτικού.
H οικογένεια του φεύγει, αλλά ο ίδιος δεν έχει αναμειχθεί ποτέ με την πολιτική ζωή στην χώρα του και δεν έχει λόγο, όπως τουλάχιστον πιστεύει. Αναμείχθηκε όμως σε κάτι άλλο. Εκείνο το γκολ, που δεν έπρεπε να βάλει στο Μουντιάλ, έμελλε να του στερήσει την ελευθερία και κατ' επέκταση την ζωή. Χρόνια μετά αποκαλύφθηκε ότι, το δικτατορικό καθεστώς του Πάπα Ντιβαλιέ, είχε ντιρεκτίβα με τον φάκελο του Γκαετζόν. Μια μέρα ρουτίνας που έφευγε από το καθαριστήριο που είχε δυο αστυνομικοί τον συνέλαβαν. Ήταν 8 Ιουλίου του 1964...