Έλληνας προπονητής: Επάγγελμα σε σύγχυση
Η κραυγή αγωνίας, αλλά και υπεράσπισης των Ελλήνων προπονητών ποδοσφαίρου δια στόματος Παύλου Δερμιτζάκη στο Sport24.gr. Ο 47χρονος τεχνικός μιλά για το μέσο όρο δουλειάς 2,5 μηνών ετησίως, χαρακτηρίζει αποτυχία το γεγονός ότι στην Εθνική δεν υπάρχει Έλληνας προπονητής και τονίζει: "Δεν δέχομαι ότι οι ξένοι δουλεύουν καλύτερα από εμάς". Διαβάστε τη unique συνέντευξη του.
Είναι νέος-μόλις 47 ετών-και έχει όλο το (προπονητικό) μέλλον μπροστά του. Είναι όμως και έμπειρος αφού δουλεύει εδώ και 15 χρόνια και έχει περάσει από τον πάγκο εννιά ομάδων: Εργοτέλης (δύο φορές), Ατσαλένιος, Διαγόρας, Πανθρακικός (δύο φορές), Αστέρας, ΟΦΗ, Λαμία, Ερμής Αραδίππου και πριν την ομάδα της Τρίπολης, στον ΠΑΟΚ στην απόπειρα για το μεγάλο άλμα στην καριέρα του που συνοδεύτηκε με τη σπουδαία πρόκριση επί της Φενέρμπαχτσε. Ο Παύλος Δερμιτζάκης αποτελεί ιδανική περίπτωση για να μιλήσει κανείς για το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων προπονητών ποδοσφαίρου. Τους υπερασπίζεται με μεγάλο πάθος, παρότι δεν κρύβει ότι οι ανασφάλειες και οι λυκοφιλίες, τούς έχουν καταστήσει το εξιλαστήριο θύμα σε κάθε αποτυχία.
Το Sport24.gr του δίνει το βήμα για να αναλύσει μία ακόμη πτυχή της κρίσης που μαστίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και τα όσα λέει, σίγουρα αναδεικνύουν το πρόβλημα και βάζουν όσους αγαπάνε τη μπάλα να δούνε κάτω από διαφορετικό πρίσμα τους ανθρώπους που πολύ εύκολα βρίζουμε κάθε Κυριακή...
Δεν είναι βιοποριστικό πλέον, αλλά έχει γοητεία¨
Η κουβέντα μας άρχισε με το δικό του πέρασμα στην προπονητική και τον ένα περίπου χρόνο που χρειάστηκε για να αποτινάξει τελείως από πάνω του τον ρόλο του ποδοσφαιριστή, στην πρώτη δουλειά του ως κόουτς. Ο Παύλος Δερμιτζάκης άρχισε να μιλά για τη φιλοσοφία που οφείλει να έχει κάθε προπονητής και που όταν ταυτίζεται μ' αυτή ομάδων που δουλεύει για χρόνια μπορεί να παράξει έργο, όπως έκανε ο ίδιος σε Ατσαλένιο, Διαγόρα. Γρήγορα, όμως, η πραγματικότητα οδήγησε σε μία πιο ρεαλιστική συζήτηση.
Έχει νόημα να συζητάμε για προπονητική φιλοσοφία στην Ελλάδα όταν υπάρχουν τόσο συχνές αλλαγές στους πάγκους των ομάδων;
"Είμαστε μία χώρα σε κρίση και το ποδόσφαιρο είναι καθρέφτης της κοινωνίας. Αυτό αγγίζει και εμάς τους προπονητές που έχουμε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ο προπονητής είναι το εξιλαστήριο θύμα για πολλούς και διάφορους λόγους .
Ξέρετε τι συζητάμε μεταξύ μας; Φέτος, στις δύο επαγγελματικές κατηγορίες στη χώρα μας, η διάρκεια δουλειάς ενός προπονητή είναι, κατά μέσο όρο, 2,5 μήνες τον χρόνο. Συνολικά, στη διάρκεια της σεζόν που διανύουμε, έχουν περάσει από τους πάγκους των ομάδων περίπου 70 προπονητές. Άρα εύκολα αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα και γιατί το επάγγελμά μας είναι σε σύγχυση".
Έτσι όπως το περιγράφεις δεν μπορεί να είναι βιοποριστικό για τους πολλούς...
"Η προπονητική γενικά-όχι για συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά γενικά-σήμερα δεν είναι ένα επάγγελμα από το οποίο μπορεί να λύσει κανείς το βιοποριστικό πρόβλημά του. Παρόλα αυτά, επειδή αγαπώ πολύ την προπονητική θα συμβούλευα κάθε νέο που το σκέφτεται να το δοκιμάσει. Είναι επάγγελμα που κάθε μέρα εξελίσσεται, μεταβάλλεται και σε γεμίζει. Είναι μαγικό. Αν παίρνεις σοβαρά την προπονητική σε απασχολεί 24 ώρες το 24ωρο".
Προσωπικά, έφτασες κάποια στιγμή να σκέφτεσαι να τα βροντήξεις;
"Δεν θέλω να μιλήσω προσωπικά. Όλοι οι προπονητές καθημερινά βιώνουν μία κατάσταση: Χάνεται γρήγορα η εμπιστοσύνη. Για μένα ο προπονητής είναι ηγέτης. Όταν ήμουν ποδοσφαιριστής αισθανόμουν τον προπονητή ως την κορυφή της πυραμίδας. Ότι όλοι μπορεί να φύγουμε, αλλά θα μείνει ο προπονητής. Και στεναχωριόμουν όταν έφευγε ένας προπονητής γιατί αισθανόμουν ότι και εγώ δεν είχα κάνει κάτι σωστά. Σήμερα η πυραμίδα έχει αντιστραφεί. Ξέρουμε ότι ο πρώτος που θα πληρώσει το μάρμαρο είναι ο προπονητής. Και το κακό δεν είναι ότι το ξέρουμε εμείς οι προπονητές, είναι καλό να έχεις γνώθι σαυτόν. Το κακό είναι ότι το γνωρίζουν όλοι. Οι ίδιοι οι παίκτες και ο κόσμος γνωρίζουν ότι ο προπονητής είναι αδύναμος. Γι' αυτό η κριτική είναι τέτοια που δημιουργεί πρόβλημα πρώτα στον προπονητή και μετά σ' όλους τους άλλους".
Το πρόβλημα, τελικά, αρχίζει από το σκεπτικό των παραγόντων;
"Αν ήμουν παράγοντας θα επέλεγα έναν προπονητή, όχι γιατί “μου κάνει” σήμερα, αλλά γιατί στο πρόσωπό του θα έβλεπα το μέλλον της ομάδας. Και για να το δω σημαίνει ότι εξέτασα ποιον παίρνω, τα υπέρ και τα κατά, τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά, την τακτική προσέγγιση, την φιλοσοφία του. Θα τον επέλεγα για να ηγηθεί στην προσπάθεια να πετύχουμε τους στόχους που βάλαμε όλοι μαζί: Ομάδα, διοίκηση, κόσμος. Όταν επιλέγω κάποιον συνειδητά, δύσκολα μετά τον απομακρύνω. Όσοι πέτυχαν, άλλωστε, ήταν αυτοί που στηρίχθηκαν στα δύσκολα".
Υπάρχει στο ελληνικό ποδόσφαιρο αυτός ο παράγοντας που περιγράφεις;
"Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν τέτοιοι παράγοντες. Η ιστορία δείχνει ότι δεν λειτουργούν έτσι. Οι παράγοντες δεν έχουν φιλοσοφία να γνωρίζουν τι θέλουν. Η φιλοσοφία τους είναι μόνο το αποτέλεσμα. Έχω ζήσει περιπτώσεις που εγώ ως προπονητής δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος παρότι πήραμε ένα αποτέλεσμα, οι παράγοντες όμως ήταν χαρούμενοι και το αντίθετο. Στην καριέρα μου, βέβαια, σε δύσκολες στιγμές, υπήρχαν άνθρωποι που στήριξαν την προσπάθεια που κάναμε όλοι και το αποτέλεσμα ήταν θετικό".
Μήπως αυτό συνέβη γιατί ήσουν σε ομάδες μικρών κατηγοριών και δεν υπήρχε πίεση;
"Η διαφορά στις κατηγορίες είναι μόνο στην οργάνωση. Φυσικά όσο ανεβαίνεις επίπεδο, ανεβαίνουν και οι υποχρεώσεις. Αλλά η νοοτροπία που έχεις, το πώς δουλεύεις και τι ζητάς από τους παίκτες και την ομάδα σου είναι ίδια. Μόνο έτσι μπορείς να σταδιοδρομήσεις. Δεν αλλάζεις τις απαιτήσεις που έχεις από τον εαυτό σου και τη φιλοσοφία που κουβαλάς από την αρχή της καριέρας σου".
Συμβιβασμούς δεν κάνει ένας προπονητής στην καριέρα του; Εσύ τους απέφυγες;
"Συμβιβασμούς βεβαίως και χρειάζεται να κάνεις. Ο προπονητής πρέπει να είναι και διπλωμάτης. Υπάρχουν περιπτώσεις που θα μπορούσες να τιμωρήσεις έναν ποδοσφαιριστή για πειθαρχικό παράπτωμα και δεν το έκανες γιατί ήξερες ότι είναι ιδιόρρυθμος έχει όμως σημαντικό ρόλο στην ομάδα. Το έκανα και εγώ αυτό. Και το κάνεις γιατί πιστεύεις ότι η τιμωρία δεν κάνει καλό τελικά ούτε στην ομάδα, ούτε στον παίκτη, ούτε σε σένα τον ίδιο".
Θέλουν μόνο νίκες, αλλά ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί
Μήπως τελικά οι παράγοντες δεν ξέρουν από ποδόσφαιρο;
"Εγώ δεν ρίχνω μομφή κατά των παραγόντων. Ευτυχώς υπάρχουν κι αυτοί και το ποδόσφαιρο παραμένει στη ζωή. Όλοι μας σε οτιδήποτε κάνουμε πρέπει να έχουμε φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του παράγοντα είναι “θέλω η ομάδα να κερδίζει, δεν κερδίζει υπάρχει πρόβλημα” και ο προπονητής πρέπει να τη δέχεται. Αλλά δεν είναι σωστή νοοτροπία αυτή. Έτσι, βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Και, για να απαντήσω και στο ερώτημά σου, δεν χρειάζεται να ξέρουν από ποδόσφαιρο οι παράγοντες. Το ιδανικό είναι αν ένας παράγοντας συνδυάζει το ρομαντικό με το επαγγελματικό στοιχείο".
Η αλήθεια είναι ότι και ποδοσφαιριστές που ανέλαβαν ρόλο παράγοντα, όπως ο Νικολαΐδης και ο Ζαγοράκης, εισέπραξαν μεγάλη φθορά...
"Όλα τα παιδιά που πρόσφεραν τα μέγιστα στο ποδόσφαιρο και ενεπλάκησαν σε συλλόγους σε δύσκολες στιγμές, έδειξαν θάρρος και ότι αγαπάνε το άθλημα και τις ομάδες τους. Κάποιοι πέτυχαν και κάποιοι όχι. Γενικά, όμως, δεν είναι όμως το ίδιο να είσαι ποδοσφαιριστής με το να διαχειρίζεσαι μία ανώνυμη εταιρία. Ίσως, αυτοί που δεν πέτυχαν δεν είχαν δίπλα τους κατάλληλους ανθρώπους να τους προφυλάξουν".
Τελικά, μήπως το πρόβλημα είναι λίγο βαθύτερο;
"Ξαναλέω ότι το ποδόσφαιρο είναι καθρέφτης της κοινωνίας. Αυτή τη στιγμή γενικά σαν χώρα έχουμε έλλειψη παιδείας. Πιστεύω ότι οι γενιές που έρχονται θα αλλάξουν την κατάσταση γιατί μεγαλώνουν σε άλλες συνθήκες".
Ο Βαλβέρδε με επηρέασε και προσωπικά
Έχεις διαπιστώσει ξενομανία στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Κι αν ναι, θεωρείς ότι δημιουργεί πρόβλημα;
"Υπήρχε στο μέγιστο βαθμό. Εν μέρει ήταν δικαιολογημένη. Ήρθαν ορισμένοι ποδοσφαιριστές από χώρες με υψηλότερο επίπεδο και πρόσφεραν πολλά. Και με προπονητές συνέβη το ίδιο. Ο Μπάγεβιτς, για παράδειγμα, έβαλε σφραγίδα στις ομάδες που πέρασε. Ή ο Βαλβέρδε πιο πρόσφατα, που εμένα με επηρέασε και προσωπικά. Υπήρχαν όμως ξένοι παίκτες και προπονητές που ήρθαν απλά για να έρθουν. Όχι μόνο δεν πρόσφεραν, αλλά “έκοψαν” και το δρόμο κάποιων Ελλήνων, δεν άφησαν κάτι στη χώρα μας".
Αν ο Δερμιτζάκης ήταν ξένος θα μπορούσε να είχε καλύτερη πορεία; Να “πουλούσε”, ας πούμε, καλύτερα την επιτυχία του ΠΑΟΚ με τη Φενέρμπαχτσε. Και το λέω, γιατί ως Έλληνας αντιμετωπίστηκε πιο “γήινα”...
"Ο ξένος προπονητής, όλοι το γνωρίζουμε, έχει πίστωση χρόνου, μεγαλύτερη περίοδο χάριτος κι αυτό είναι ευεργετικό. Αντίθετα, ο Έλληνας κρίνεται γρήγορα και εύκολα..."
Μήπως, όμως, ο Έλληνας προπονητής βγάζει μεγαλύτερη ανασφάλεια; Επηρεάζεται υπερβολικά από τα μηνύματα που εισπράττει από το περιβάλλον γύρω του;
"Δεν θέλω να πω ότι δεν φταίμε και εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες προπονητές. Επιτρέπουμε να βάλλουν σε βάρος μας εύκολα, γιατί ακούμε, κατανοούμε κάποια πράγματα και δίνουμε μεγαλύτερη σημασία από αυτή που πρέπει".
Κάτω από το πρίσμα που κάνουμε την κουβέντα μας, τελικά είναι αποτυχία για το ελληνικό ποδόσφαιρο που στην Εθνική δεν υπάρχει Έλληνας προπονητής;
"Βεβαίως. Και το λέω αυτό ανεξάρτητα αν το στάτους της Εθνικής μας ομάδας το άλλαξαν ξένοι προπονητές. Κατά κύριο λόγο ο Ρεχάγκελ και στη συνέχεια ο Σάντος. Έφεραν μεγάλες επιτυχίες και η Εθνική μας απέκτησε σεβασμό σε όλο τον κόσμο. Δίπλα τους θα μπορούσαν να καθίσουν παιδιά που θα είχαν λόγο στην επόμενη μέρα. Και στη φάση που βρισκόμαστε θα ήταν ιδανικό να είχε αναλάβει την ομάδα Έλληνας προπονητής".
Δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα, πώς να πάρουν προπονητή από εδώ;
Ο Παύλος Δερμιτζάκης βάζει στην συζήτηση και μία άλλη παράμετρο: “Θέλω να πω όμως ότι το θέμα που συζητάμε ακουμπά και τους μεγάλους συλλόγους της χώρας μας. Κάποια στιγμή πρέπει να δώσουν τη δυνατότητα σε έναν Έλληνα προπονητή να δουλέψει, εξασφαλίζοντας τα στεγανά και τον χρόνο που απαιτείται. Βλέπουμε τι γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Πορτογαλία έχει σχολή προπονητών. Εξάγουν προπονητές και φροντίζουν να προστατεύουν όλη αυτή τη διαδικασία. Και στην Ισπανία συμβαίνει το ίδιο”.
Στη χώρα μας υπάρχουν Έλληνες προπονητές, όπως ο Αναστασίου ή ο Δώνης, που δεν είχαν μεγάλη διάθεση να δουλέψουν πλέον εδώ αποχωρώντας από μεγάλες ομάδες...
"Μιλάμε για προπονητές που έχουν βιώματα από το εξωτερικό και σαν παίκτες. Ο Αναστασίου είναι στην Ολλανδία, ο Δώνης έχει ζήσει στην Αγγλία. Όταν αποκτάς τη νοοτροπία αυτών των χωρών δεν μπορείς να δεχθείς κάποια πράγματα που γίνονται στη χώρα σου. Εδώ ξεχνάμε ότι το ποδόσφαιρο εκτός από ανώνυμες εταιρίες είναι διασκέδαση".
Η Ελλάδα γιατί δεν μπορεί να εξάγει προπονητές;
“Όταν δεν εμπιστεύονται ποδοσφαιρικά τη χώρα σου πώς να εμπιστευτούν προπονητή από την Ελλάδα; Βέβαια, δεν έχει γίνει και η αρχή από κάποιον. Αλλά όταν Έλληνες προπονητές δεν δουλεύουν ούτε σε κορυφαίο συλλογικό επίπεδο, ούτε στην Εθνική, όταν στη βιτρίνα δεν υπάρχουν Έλληνες, πώς να εμπιστευτούν; Πρέπει να σημειώσω, πάντως, ότι αυτό που γίνεται τελευταία στην Εθνική με τον Τσάνα δίπλα σε έναν έμπειρο προπονητή είναι μία θετική εξέλιξη".
Πολλοί λένε, όμως, ότι αλλιώς δουλεύουν οι ομάδες στην Ισπανία και την Πορτογαλία και αλλιώς στην Ελλάδα που οι παίκτες δεν αντέχουν να παίζουν τρία ματς την εβδομάδα...
"Έχω παρακολουθήσει ομάδες στο εξωτερικό. Στην Ισπανία, στην Ολλανδία και το Βέλγιο (σ.σ. έκανε την πρακτική που απαιτεί το UEFA Pro σε Άντερλεχτ και Μουσκρόν). Έχω αντιμετωπίσει ξένες ομάδες και προπονητές. Δεν δέχομαι ότι κάνουν καλύτερη δουλειά. Η εκπαίδευση που έχει ο Έλληνας είναι η ίδια που έχει κάθε προπονητής κάτω από την αιγίδα της UEFA. Μη σας πω ότι στην Ελλάδα κάνουμε και περισσότερη ύλη και αυτό είναι δουλειά των εκπαιδευτών και τους τιμά. Απλά έχουν περισσότερα από εμάς σε ό,τι έχει να κάνει με την κουλτούρα τους στο ποδόσφαιρο, την οργάνωση, τις γηπεδικές εγκαταστάσεις και το επιτελείο τους.
Και εγώ θέλω να χωρίζω σε γκρουπ τους παίκτες για να δουλεύω ταυτόχρονα κάποιους στόχους στην προπόνηση, αλλά δεν έχω τη δυνατότητα γιατί υστερώ σε αριθμό συνεργατών και εγκαταστάσεις. Αμέσως-αμέσως λέω ένα πρόβλημα. Και μιλάμε για το επαγγελματικό επίπεδο. Που να πάμε και στις υποδομές. Η Μουσκρόν, στην οποία είχα πάει επί εποχής Σίφο, έχει 15 γήπεδα για τα τμήματα υποδομής. Που το βρίσκεις αυτό στην Ελλάδα; Υπάρχουν όμως δικαιολογίες. Η Ελλάδα δεν είναι μία χώρα επίπεδη και η γη της, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, πουλιόταν ακριβά. Δεν είναι εύκολο επομένως να δημιουργήσεις γήπεδα και υποδομές. Σ’ αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει η Πολιτεία, παραχωρώντας χώρους σε ομάδες, κάτι που γίνεται παντού στην Ευρώπη.
Όσο γιατί την αντοχή των παικτών είναι θέμα μεθοδολογίας προπόνησης και τρόπου ζωής. Ο Άγγλος, ο Ολλανδός ή ο Γερμανός παίκτης, στις 10 το βράδυ θα κοιμηθεί. Η Ελλάδα έχει θάλασσα, ήλιο. Οι καιρικές συνθήκες φέρνουν άλλο τρόπο ζωής. Μετά παίζει ρόλο και η διατροφή. Πόσο πολύ προσέχει ένας αθλητής. Δυστυχώς είναι δύσκολο να το ελέγξει αυτό η ομάδα. Αν υπήρχαν εγκαταστάσεις θα μπορούσε να εφαρμοστεί και εδώ το οκτάωρο καθημερινά στις προπονήσεις και να ελέγχει η ομάδα το τι τρώνε οι παίκτες, κάτι που είναι καθιερωμένο στο εξωτερικό".
Όλα αυτά που συζητάμε γιατί δεν απασχολούν το μπάσκετ; Εκεί γιατί εξάγουμε και προπονητές και έχουμε πολύ υψηλό επίπεδο αθλητών;
"Από πότε συμβαίνει αυτό; Από το 1987, μετά την πρωτιά στο Ευρωμπάσκετ. Το ελληνικό μπάσκετ είχε ανθρώπους που το οργάνωσαν στο μέγιστο βαθμό. Φτάσαμε σε πολύ υψηλό επίπεδο και έχουμε δύο ομάδες, όπως είναι ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός που είναι σαν τη Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ στο ποδόσφαιρο. Βέβαια, είναι πιο εύκολο στο μπάσκετ να κάνεις ένα γήπεδο. Όλη η Ελλάδα είχε γεμίσει γήπεδα μετά το 1987.
Αντίθετα στο ποδόσφαιρο, μετά το 2004, όχι μόνο μπροστά δεν πήγαμε, αλλά κάναμε και βήματα πίσω. Είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Δεν οργανωθήκαμε σε εγκαταστάσεις, παραμένουμε με απαρχαιωμένα γήπεδα που είναι και βασική αιτία του χουλιγκανισμού και δεν αναπτύξαμε όσο έπρεπε το κομμάτι των υποδομών. Ταλέντο έχουμε, η νοοτροπία μας λείπει".
Το ταλέντο βγαίνει σε αφθονία όπως παλιότερα;
"Σίγουρα όχι, παρότι ασχολούνται περισσότερα παιδιά μέσα από Ακαδημίες και όχι σαν εμάς που μαθαίναμε πράγματα εμπειρικά στις αλάνες. Δεν υπάρχουν ομάδες να απορροφήσουν τα παιδιά και δεν βοηθά και το εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν ένα παιδί μέχρι τις 14.000 είναι στο σχολείο και μετά αρχίζει τα φροντιστήρια, δεν γίνεται παράλληλα να κάνει και μία αθλητική δραστηριότητα. Και ειδικά στις ηλικίες 17-18 που είναι σημαντικές για κάποιον που φιλοδοξεί να γίνει επαγγελματίας, υπάρχουν και οι Πανελλήνιες. Το ζω καθημερινά, παιδιά με όλα τα φόντα να σταματάνε".
Γιατί οι μεγάλες ομάδες δεν εμπιστεύονται Έλληνες προπονητές;
"Ακόμη κι όταν το έκαναν δεν τους στήριξαν. Ίσως γιατί δεν έχουν ξεκάθαρη φιλοσοφία. Παίρνουν προπονητές χωρίς να ξέρουν γιατί τους επέλεξαν. Πρέπει, όμως, να δίνουν χρόνο σε ένα προπονητή να κρίνεται όταν ολοκληρώνει το έργο του. Και η Θεσσαλονίκη με το Σάντος δίνει ένα τέτοιο παράδειγμα. Θυμηθείτε τι είχε τραβήξει στην αρχή της παρουσίας του στον ΠΑΟΚ (ή τι είχε συμβεί παλιότερα με τον Παναθηναϊκό). Και τελικά στην τρίτη και τελευταία χρονιά του καταξιώθηκε και δημιούργησε ένα όνομα που του έδωσε τη δυνατότητα να πάει στην Εθνική".
Γιατί, όμως, ο Ζαγοράκης στήριξε τον Σάντος και όχι τον Δερμιτζάκη ή τον Χάβο;
"Γιατί τον Σάντος τον ήξερε ως ποδοσφαιριστής, είχε δουλέψει μαζί του. Έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ο Σάντος είχε περάσει από ομάδες όπως η Πόρτο και η Μπενφίκα. Είχε όνομα και είχε δείξει δείγματα δουλειάς. Γι' αυτό λέω: Αν μία ομάδα μεγάλη θέλει έναν προπονητή με βιογραφικό πάει και τον παίρνει. Υπάρχει και το μοντέλο του να δημιουργήσουν ένα προπονητή. Το κάνουν ομάδες στην εποχή μας. Τον πλάθουν και με τα δικά τους “θέλω”. Αλλά είναι δύσκολο να γίνει σε συλλόγους όπως ο ΠΑΟΚ ή ο Ολυμπιακός που έχουν την πίεση του άμεσου αποτελέσματος. Γι' αυτό και-χωρίς να είναι αυτό το πιστεύω μου-λέω ότι στις μεγάλες ομάδες στην Ελλάδα πρέπει να έρχονται ξένοι προπονητές με βαρύ βιογραφικό. Ρεαλιστικά, αυτοί εξασφαλίζουν μεγαλύτερη στήριξη από οποιονδήποτε άλλο".
Γκέραρντ μπορεί να ξαναβγεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
"Πάρα πολύ δύσκολα. Έτυχε να είναι ο Θόδωρος Βαρδινογιαννης τότε στον ΟΦΗ που προστάτευε όσο κανείς την ομάδα. Ο Γκέραρντ ήταν πολύ καλός προπονητής και είχε την άνεση να δουλέψει όπως ήθελε".
Το κοουτσάρισμα του Αναστασιάδη και η ηρεμία του Παράσχου
Το παράδειγμα Ρανιέρι-Λέστερ-εθνική Ελλάδας πώς το σχολιάζεις;
"Είναι ακριβώς το παράδειγμα της ζωής ενός προπονητή. Αυτό που έκανε στη Λέστερ είναι ένα μικρό θαύμα που πιστεύω ότι μόνο στην Αγγλία, που υπάρχει άλλη κουλτούρα, μπορεί να συμβεί. Να αφήσουν τα μεγαθήρια να πάρει τον τίτλο μία ομάδα σαν τη Λέστερ. Μας δείχνει πως χτίζεται μία ομάδα από την αρχή.
Φυσικά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ένας προπονητής που πέρασε από πολλές μεγάλες ομάδες και το ότι δεν πέτυχε στην Εθνική προέκυψε από έναν συνδυασμό πραγμάτων που επηρέασαν αρνητικά. Έφυγαν δύο προπονητές με τεράστιες επιτυχίες, έγινε μία πολύ μεγάλη ανανέωση, ίσως και ο ίδιος πήγε να περάσει διαφορετικά πράγματα από αυτά που είχε συνηθίσει η Εθνική και παράλληλα παρενέβησαν και άνθρωποι που δεν πρέπει, μέσα από την ίδια την Ομοσπονδία".
Προηγουμένως είπες ότι σε έχει επηρεάσει ο Βαλβέρδε. Γιατί ειδικά αυτός;
"Τον έζησα ως αντίπαλο σε κάποια παιχνίδια και με προβλημάτισε πάρα πολύ με το στυλ παιχνιδιού της ομάδας του, τον τρόπο συμπεριφοράς του, τη νοοτροπία και τον χαρακτήρα του. Το πώς μίλαγε, πώς συμπεριφερόταν, ότι ήταν χαμηλών τόνων. Αυτός είναι παράδειγμα για εμάς τους Έλληνες προπονητές. Παίρνεις πράγματα από αυτόν".
Από Έλληνες έχεις πάρει στοιχεία;
"Παρακολουθούσα την τακτική προσέγγιση του Αναστασιάδη, το κοουτσάρισμά του. Έβλεπα έναν προπονητή που ψαχνόταν συνέχεια. Το “διάβαζε” το ματς και επενέβαινε στη διάρκεια του. Μ' αρέσει η ηρεμία του Παράσχου. Μιλάω για ανθρώπους που έχουν χρόνια στον χώρο. Ο Μπάγεβιτς επίσης, είναι μία μεγάλη προσωπικότητα,. Μόνο που τον έβλεπες το καταλάβαινες. Και στο οργανωτικό κομμάτι ήταν κορυφαίος. Από τα άτομα στο τιμ του μέχρι τους υπάλληλους στα γραφεία. Και, ξέρεις, το τιμ είναι τα μάτια του προπονητή, που είναι ο μαέστρος μίας ορχήστρας. Βγαίνουν και τώρα καλοί Έλληνες προπονητές. Πολλά αξιόλογα παιδιά που μπορούν να σταδιοδρομήσουν όχι μόνο σε επαγγελματικές ομάδες, αλλά και στις Ακαδημίες που είναι και η τάση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο".
Οι παίκτες είναι σαν τα μικρά παιδιά
Η σχέση του προπονητή με τους παίκτες πώς πρέπει να είναι;
"Και κοντά και μακριά. Καρότο και μαστίγιο. Ο ποδοσφαιριστής-και το λέω εγώ που έπαιξα μπάλα-είναι μία ιδιαίτερη κατηγορία. Είναι παιδιά με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Όπως σε ένα παιδάκι δέκα πράγματα να του πάρεις, αν πεις ένα όχι αντιδρά, έτσι και ο ποδοσφαιριστής, δέκα καλά να του κάνεις, σε ένα να αισθανθεί ότι εισέπραξε κακό, στο βγάζει αρνητικά".
Πρέπει να δέχεται κουβέντες από τους ποδοσφαιριστές;
"Φυσικά. Καλό είναι να συζητάς και να διαφοροποιήσεις πράγματα αν θεωρείς ότι κάτι δεν πάει καλά στην ομάδα. Οι ποδοσφαιριστές είναι οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύεις κάθε μέρα, μαζί τους περνάς περισσότερες ώρες απ’ ότι με την οικογένειά σου και το θέμα δεν είναι μόνο να επισημαίνεις εσύ κάτι στραβό. Το ζητούμενο είναι να το καταλαβαίνουν οι ίδιοι. Οι παίκτες πλέον είναι μορφωμένοι, ενημερώνονται, έχουν παραστάσεις, δεν μπορείς να τους κοροϊδέψεις. Άρα μέσα από την προπόνηση ψάχνεις άλλη εναλλακτική λύση σε ένα πρόβλημα, δεν μιλάς για λάθη".
Ο Ίβιτς έχει προδιαγραφές για καριέρα προπονητή
Έχεις δουλέψει με πολλούς παίκτες. Ποιος σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;
"Ο Μπαστία της Τρίπολης. Επαγγελματίας 100%. Δεν ξεχώριζε την προπόνηση από το παιχνίδι και είχε σωστή νοοτροπία. Ήταν νικητής και τους παρέσυρε όλους".
Πλακατζήδες παίκτες, που πάντα χρειάζονται στις ομάδες, συνάντησες;
"Φυσικά. Ο πιο πλακατζής, με τρομερό χιούμορ, ήταν ο Λίνο. Μεγάλο πειραχτήρι. Ή ο Βιτόλο και ο Γκαρσία που δεν τους φαινόταν. Είχε τρομερό χιούμορ ο Πάμπλο".
Σου αρέσει να έχεις έναν δεύτερο προπονητή μέσα στο γήπεδο;
"Όταν βλέπω ότι υπάρχει παίκτης που μπορεί να λειτουργεί σαν προπονητής μέσα στον αγωνιστικό χώρο, ειδικά αν είναι κεντρώος, το επιδιώκω. Είναι το ιδανικό".
Ο Ίβιτς ήταν τέτοιος ως ποδοσφαιριστής;
"Αντιλαμβανόταν γρήγορα όποια εντολή κι αν του έδινες. Έχει προδιαγραφές να γίνει καλός προπονητής. Και χαίρομαι που αυτά τα παιδιά με τις παραστάσεις που έχουν και την προσωπικότητα που διαθέτουν μπαίνουν στην προπονητική γιατί αναβαθμίζουν και τον ίδιο τον ρόλο του προπονητή".
Χρειάζονται τεράστια ψυχικά αποθέματα για να αντέξεις
-Ακούγονται τόσα για τη διαφθορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, για τη διαιτησία, για ομάδες που “σπρώχνονται”. Εσύ έχεις νιώσει να σου “κλέβει το ψωμί σου κάποιος”;
“Βεβαίως το αισθάνθηκα, πάρα πολλές φορές. Δουλεύεις για κάτι και νιώθεις ότι δεν εισπράττεις αυτό που σου αναλογεί. Το ποδόσφαιρο είναι κομμάτι της κοινωνίας, ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία το βιώνουμε και στο ποδόσφαιρο. Γι' αυτό πρέπει να έχεις τεράστια ψυχικά αποθέματα για να αντέξεις".
Αυτά που συμβαίνουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο με το θεσμό του Κυπέλλου πώς τα αντιμετωπίζεις;
"Το να αμφισβητούνται τα πάντα, το να έχουμε έναν κορυφαίο θεσμό όπως το Κύπελλο στον αέρα, ο τελικός να προγραμματίζεται χωρίς κόσμο, αυτά είναι σημεία των καιρών. Εφόσον μιλάμε για ποδόσφαιρο, αυτοί που μπορούν να το αλλάξουν και να το προστατεύσουν, εκτός από την Πολιτεία, είναι οι μεγάλες ομάδες, Αν καθίσουν κάτω μπορούν να φτιάξουν το ποδόσφαιρο, αλλά δεν βλέπω διάθεση από κανένα. Είμαι αισιόδοξος για το μέλλον όχι για το παρόν".
-Πιάσαμε πάτο δηλαδή; Δεν έχει παρακάτω;
"Έχει, πως δεν έχει... Αν θρηνήσουμε ζωές, έχει και παρακάτω. Εύχομαι να μη γίνει ποτέ..."
Ο ιδανικός προπονητής
Τελικά, για σένα ποιος είναι ο ορισμός του προπονητή;
"Ο προπονητής είναι ηγέτης, είναι δάσκαλος, ψυχολόγος, μεσολαβητής, διπλωμάτης. Ο προπονητής είναι και παράδειγμα προς μίμηση. Ό,τι προσπαθεί να περάσει στην ομάδα του με τη συμπεριφορά στον πάγκο, το ίδιο πρέπει να κάνει και έξω από αυτό. Και να το κάνει γιατί το θέλει και όχι γιατί επιβάλλεται. Σαν άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα μέσα φυσιολογικά πλαίσια".
Η επιμόρφωση τι ρόλο παίζει; Το να παρακολουθείς την τεχνολογία;
"Η γνώση της τεχνολογίας χρειάζεται, αλλά πρέπει να της δίνεις τη σωστή διάσταση. Να μην ξεπερνάς το μέτρο και αφιερώνεις περισσότερες ώρες απ' όσες πρέπει χάνοντας άλλα πράγματα πιο σημαντικά. Ακόμη, επιβάλλεται ένα προπονητής να διαβάζει και να ενημερώνεται για όλα, να πηγαίνει σε σεμινάρια.
Προσωπικά μ' αρέσουν γερμανικά και ολλανδικά συγγράμματα. Οι Ολλανδοί ειδικά, είναι για μένα το τοπ πάνω στην προσέγγιση του ποδοσφαίρου και τη μεθοδολογία της προπόνησης. Γι' αυτό και τους επιλέγουν σε τμήματα υποδομής ξένων ομάδων. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, έχει γίνει μετάλλαξη τα τελευταία χρόνια και ένα σημαντικό ρόλο έχουν παίξει Ολλανδοί προπονητές".
Κλείνοντας, θα 'θελα να ρωτήσω: Φιλίες μεταξύ προπονητών υπάρχουν;
"Φιλίες υπάρχουν στην προπονητική, υπάρχουν όμως και λυκοφιλίες. Αυτός είναι και ένας λόγος που δεν προστατεύουμε όσο πρέπει τη δουλειά μας και γινόμαστε εύκολος στόχος. Θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά σαν κλάδος".
Όπως και οι παίκτες μήπως και οι προπονητές είναι ιδιαίτερη κατηγορία;
"Ναι, είμαστε".
Επί προσωπικού...
Το προφίλ του προπονητή Δερμιτζάκη: “Είμαι άνθρωπος των ισορροπιών. Μ' αρέσει το επιθετικό ποδόσφαιρο, χωρίς να χαλώ τις ισορροπίες στις γραμμές και στο αμυντικό κομμάτι. Μ' αρέσει η πειθαρχία μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Να γίνεται κάτι, όχι γιατί το επιβάλλω, αλλά γιατί το κατανοεί και ο ποδοσφαιριστής”.
Το πέρασμα από τον ΠΑΟΚ: “Σίγουρα ήταν βιαστικό όταν πήγα το 2010 γιατί δεν είχα τoν χρόνο που χρειαζόταν για να δημιουργήσω τα στεγανά που απαιτούνταν σε μία μεγάλη ομάδα όπως ο ΠΑΟΚ, γιατί θυμάστε ότι οι απαιτήσεις ήταν πολύ υψηλές τότε. Το πρόβλημα δεν είναι το πως θα προπονείς και κοουτσάρεις, αλλά η διαχείριση.
Όποιος το λέει (σ.σ. σε ερώτηση πως πολλοί υποστηρίζουν ότι η επιτυχία με τη Φενέρ ήταν συγκυρία και ο ίδιος βρήκε ομάδα έτοιμη από τον Σάντος) εύχομαι να το κάνει και ο ίδιος, εφόσον είναι κάτι εύκολο.
Το καλύτερο κοουτσάρισμα που έχω κάνει ήταν με τον Άγιαξ (σ.σ. στα προκριματικά του Champions League το 2010, από 1-3 ο ΠΑΟΚ έκανε 3-3 στην Τούμπα, είχε και χαμένο πέναλτι και παραλίγο να προκριθεί)” .
Γιατί τις συχνές αλλαγές σε πάγκους μετά τον ΠΑΟΚ: “Έκανα λάθη και μέσα σ’ αυτά ήταν και οι επιλογές κάποιων ομάδων. Το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι λαθών και μαθαίνεις μέσα από αυτά. Προσπαθώ να μην τα επαναλαμβάνω, γιατί έγινε κι αυτό ορισμένες φορές”.
Η πιο δύσκολη μέρα στην καριέρα του: “Κάθε φορά που φεύγεις από ομάδα που νιώθεις ότι έδωσες το μέγιστο. Έχω φύγει από ομάδες και το έχω μετανιώσει. Ο προπονητής δεν πρέπει να παραιτείται ποτέ. Και προσπαθώ να το καθιερώσω, όσο γίνεται, γιατί υπάρχουν και φορές που δεν μπορείς να μείνεις. Αν γίνεται αλλαγή πρέπει να είναι από τη διοίκηση. Αν παραιτείσαι, παίρνεις όλα τα λάθη πάνω σου. Και η προπονητική είναι αγώνας. Δουλεύεις πράγματα και πρέπει να εξαντλήσεις όλα τα περιθώρια να σου βγουν. Εμείς οι προπονητές τα λάθη μας δουλεύουμε κάθε μέρα. Θα το ξανασκεφτόμουν να παραιτηθώ, όχι μόνο στον ΠΑΟΚ, αλλά και απ' όσες ομάδες έφυγα”.
Για τον στόχο του από εδώ και πέρα: “Θέλω να βρω το λιμάνι μου. Να πάω σε μία ομάδα που θα την αισθανθώ ως οικογένεια μου και θα μου προσφέρει την δυνατότητα να δώσω αυτά που μπορώ ως προπονητής. Να έχω την ηρεμία, να υπάρχει κοινή φιλοσοφία και στόχος. Όσοι προπονητές το πετυχαίνουν είναι τυχεροί. Υπάρχουν τέτοιες ομάδες. Όχι πολλές, αλλά υπάρχουν.
Η ζωή του είναι το προπονητιλίκι: “Είχα πάει στη Λάρισα, οι οργανωμένοι δεν με ήθελαν γιατί προερχόμουν από τον ΠΑΟΚ και υπήρχε μία κόντρα. Το σεβάστηκα, αν και για μένα ήταν λάθος το σκεπτικό. Είμαι επαγγελματίας προπονητής και θέλω το καλό κάθε ομάδας στην οποία δουλεύω. Και, να ξέρετε, όταν αντιμετωπίζω τον ΠΑΟΚ προσπαθώ ακόμη περισσότερο να κερδίσω γιατί δεν θέλω να μου πει κανένας το παραμικρό. Φυσικά, έχω αισθήματα για όλες τις ομάδες από τις οποίες πέρασα. Πόσω μάλλον για μία ομάδα στην οποία αγωνίστηκα και ως ποδοσφαιριστής. Ως εκεί όμως. Είμαι προπονητής και αυτό για μένα είναι τρόπος ζωής. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να λαγοκοιμάται και να αναλύει ματς που πέρασε. Ξύπνησα και συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα ματς που είχαμε χάσει…».
Φωτογραφίες: Βασίλης Βερβερίδης