Μπάτζιο: Ο αντισυμβατικός μικρός Βούδας
Σαν σήμερα το 1988 ο Ρομπέρτο Μπάτζιο έκανε ντεμπούτο με την Εθνική Ιταλίας. Ένας προφήτης του σπορ, που ξεκίνησε από τη Φλωρεντία, την πόλη του Michelangelo, για να μαγέψει τον κόσμο. Αυτός που δεν τον λύγισαν δύο σοβαροί τραυματισμοί, αλλά ένα χαμένο πέναλτι. Ο Zastro διηγείται την ιστορία και υποκλίνεται σ'αυτόν που μικρός έμοιαζε βετεράνος, βετεράνος έμοιαζε με παιδί, πάντοτε όμως ήταν ο Roberto.
Ήταν ένα συννεφιασμένο μεσημέρι στο Olimpico, το ματς φιλικό αλλά στο γήπεδο 50.000 Ρωμαίοι πρώτα για το «δικό τους» Πρίγκιπα, το Giuseppe Giannini, το επόμενο μεγάλο δεκάρι του ιταλικού ποδοσφαίρου κι έπειτα για την ατραξιόν της πρωταθλήτριας Ευρώπης, την Ολλανδίας του ιπτάμενου Φαν Μπάστεν, του Γκούλιτ, του Ράικαρντ.
Είναι 16 Νοεμβρίου του 1988, ο εκλέκτορας των Ιταλών, ο Azeglio Vicini έχει αναλάβει το project της ομάδας που καλείται να πρωταγωνιστήσει στο επερχόμενο μουντιάλ που θα διεξαχθεί εντός έδρας, στα γήπεδα του campionato, του καλύτερου και πιο φανταχτερού τότε πρωταθλήματος στον κόσμο. Στα τρία τέταρτα του γηπέδου ξεχωρίζει μια φιγούρα που παραπέμπει σε βετεράνο: χέρια στη μέση, φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, κάλτσες κατεβασμένες.
Το ημίχρονο οδεύει προς τη λήξη του, τίποτε το σημαντικό, Ιταλία και Ολλανδία ισόπαλες χωρίς σκορ, χωρίς αξιοσημείωτη φάση, ένα κατ’ εξοχήν «ιταλικό» ματς. Η μπάλα μετά από μια προβολή του Ριτσιτέλι καταλήγει στο #11, εκείνον το ράθυμο βετεράνο με τα χέρια στη μέση. Βλέμμα δεξιά – αριστερά, χάδι στη μπάλα, ένα καταπληκτικό ξεπέταγμα, μία, δύο, τρεις προσποιήσεις και πάσα στον κενό χώρο. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Τζιανλούκα Βιάλι ήταν να πλασάρει σωστά. Και το έκανε. Ιταλία – Ολλανδία 1-0. Ο ράθυμος «βετεράνος» είναι ο πρωτοεμφανιζόμενος 21χρονος Ρομπέρτο Μπάτζιο από το μεσαιωνικό Caldogno λίγο έξω απ’ τη Vicenza και εκείνο το μεσημέρι στο Olimpico έκανε το ντεμπούτο του με τη φανέλα των azzurri.
O Bruno Pizzul τον εκθειάζει με όλα τα πιθανά επίθετα που προλαβαίνει να σκεφτεί, ολόκληρη η Ιταλία τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα όταν μετά τη λήξη του νικηφόρου αγώνα, ο Roby με το βλέμμα χαμηλά και τα μάτια μισάνοιχτα αρνείται να κάνει δηλώσεις. Είναι μελαγχολικός, ακόμη και το χαμόγελό του αποπνέει μια αδιόρατη πίκρα που εν ολίγοις περιγράφει τη ζωή και την καριέρα του ολόκληρη. Έτσι τον θυμάμαι κι εγώ όταν τον πρωτοείδα στο Franchi με την ασπρόμαυρη της Juve κόντρα στη μεγάλη του αγάπη, τη Fiorentina, στην πόλη και στην ατμόσφαιρα που ουσιαστικά του ταίριαξε πιο πολύ απ’ όλες.
Είχε αρνηθεί με ένα νεύμα να εκτελέσει το πέναλτι που κέρδισε η Vecchia Signora, είχε δεχθεί αδιαμαρτύρητα τις κλωτσιές των πρώην συμπαικτών του, το χτικιό των πρώην πιστών του στην κερκίδα, είχε πνίξει την πίκρα μέσα του μέχρι το εβδομηκοστό περίπου λεπτό που ο Maifredi αποφάσισε να τον απαλλάξει από το μαρτύριο. Πήγε στον πάγκο, φόρεσε το μπουφάν και κατευθύνθηκε στην καταπακτή που εκείνη την εποχή ήταν μπροστά στην curva Fiesole. Αποδοκιμασίες, βρισιές, κραυγές για τον «προδότη». Ένας οπαδός των viola πέταξε ένα κασκόλ. O Roby σταμάτησε, έσκυψε, το πήρε στο χέρι του και το έσφιξε δυνατά. Το γήπεδο νέκρωσε κι από κει που τον αποδοκίμαζε, ξεκίνησε να χειροκροτά, να τον αποθεώνει.
Βάδιζε με αργά βήματα στην καταπακτή και έσφιγγε το κασκόλ στο χέρι του, δεν το φόρεσε από σεβασμό στη νέα του ομάδα και λίγο πριν χαθεί στα αποδυτήρια ύψωσε το μελαγχολικό του βλέμμα στον ουρανό της Τοσκάνης και χαιρέτισε τον κόσμο. Αποθέωση.
Ο καλλιτέχνης της πόλης του Michelangelo
Αυτός είναι ο Roberto Baggio, μια από τις μεγαλύτερες και πιο αντιφατικές προσωπικότητες που έπαιξαν ποδόσφαιρο, ένας προφήτης του σπορ, ο χαρισματικός και μελαγχολικός πρεσβευτής του, ένας καλλιτέχνης που δεν μπορούσε να ξεκινήσει πουθενά αλλού εκτός από τη Φλωρεντία, την πόλη του Michelangelo. Η σχέση του με τη Φιορεντίνα ήταν ιδιαίτερη από την αρχή, από τον καιρό που στα 16 του μάγευε το κοινό της Vicenza στη τρίτη κατηγορία. Ο γιατρός των Viola έκανε την αρθροσκόπηση στο μηνίσκο του και του έσωσε την καριέρα, όταν όλοι πίστευαν ότι εκείνο το παιδί με τα μαύρα σγουρά μαλλιά και ένα σχεδόν παγανιστικό νοητό φωτοστέφανο γύρω από το πρόσωπό του, θα χαθεί για πάντα στη λήθη των ταλέντων που χάθηκαν εξ αιτίας μιας ατυχίας.
Ο μικρός δεκαεξάρης είχε σκοράρει ήδη 15 φορές στη σκληρή τρίτη κατηγορία, ξεχώριζε όπως ο χρυσός ανάμεσα στα κάρβουνα απέναντι στα σκληροτράχηλα και δοκιμασμένα κορμιά της C1, κόντρα σε αντιπάλους που είχαν δυο φορές τα χρόνια του, που δεν δίσταζαν ακόμη και να υψώσουν τις τάπες πάνω από τον αστράγαλο στα τάκλιν. Υπάρχει ένα παλιό βίντεο, τραβηγμένο με μια φιλμομηχανή απ’ εκείνες που παραπέμπουν στη δεκαετία του ’50, με το Roby να συνθέτει τα αραβουργήματά του στα ξερά γήπεδα της Τοσκάνης, να κολλάει τη μπάλα στο πόδι, να αλλάζει τροχιά εν κινήσει τριπλάροντας, να πλασάρει με αντίθετη φορά στο σώμα στο πλαϊνό δίχτυ, να ιερουργεί από την εφηβική του ηλικία.
Ο Roberto έπαιζε ένα αφοπλιστικό ποδόσφαιρο, κινείτο όπως ένας πύργος στη σκακιέρα, μόνο κάθετα.
Σε μερικά μαγικά δευτερόλεπτα, ξεδιπλώνεται μια ολόκληρη ζωή, αμυντικοί σωριάζονται με το χέρι τεταμένο για να πιάσουν τη φανέλα του, προπονητές με την απόγνωση ζωγραφισμένη στην έκφραση, τερματοφύλακες τρομαγμένοι, ο ίδιος ο Roby αυθάδης, με άγνοια κινδύνου να σκοράρει με όλους τους πιθανούς τρόπους, ακόμη και να χάνει το πιο εύκολο γκολ της ζωής του επειδή τους είχε τριπλάρει όλους και περίμενε στη γραμμή τον τερματοφύλακα για να τον ξανατριπλάρει πριν τη σπρώξει με το κεφάλι μέσα.
Ο Roberto έπαιζε ένα αφοπλιστικό ποδόσφαιρο, κινείτο όπως ένας πύργος στη σκακιέρα, μόνο κάθετα. Με τη διαφορά ότι ισοπέδωνε κάθε εμπόδιο στο διάβα του. Ταλέντο πηγαίο, μια σπάνια ομορφιά στην κίνηση, μια απίστευτη απλότητα στα πιο σύνθετα πράγματα. Η ομάδα ήταν τόσο ανώτερη από τις υπόλοιπες που όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Baggio στην αυτοβιογραφία του, πολλές φορές πήγαινε να ρωτήσει το διαιτητή εάν κέρδισαν 8 ή 9 μηδέν, μαζί του ήταν παιδιά που δίπλα του γίνονταν γίγαντες.
Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥΡΓΟΥ ΠΟΥ ΔΟΥΛΕΥΕ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
Ο Roby από παιδί ήταν star. Η φήμη του δεν ήταν δυνατόν να εγκλωβιστεί στα στενά σύνορα του Caldogno των σκάρτων δέκα χιλιάδων ψυχών, όλοι στις γύρω περιοχές ήξερα για το έκτο από τα οκτώ παιδιά του Florindo και της Matilda, για το γιο του ξυλουργού που «θα ξεπεράσει το Gigi Riva» όπως έλεγαν οι χωριανοί του. Ο πατέρας του ήταν αυταρχικός, παλαιάς κοπής, όλη του τη ζωή την περνούσε δουλεύοντας και ήθελε τα παιδιά του να σπουδάσουν, να μάθουν γράμματα, να διεκδικήσουν μια ζωή καλύτερη από τη δική του. Ποτέ του δεν αποδέχθηκε ότι ο Roberto ήθελε να κλωτσάει μια μπάλα, όσα καλά λόγια κι αν άκουγε από φίλους και ειδικούς, ο Florindo το γιο του τον ήθελε στο πανεπιστήμιο και πείστηκε μόνο όταν ο μικρός βραβεύτηκε με το Guerin d’ Oro, το βραβείο του καλύτερου παίκτη της κατηγορίας.
Τότε του χτύπησαν την πόρτα κι από τη Φιορεντίνα, τότε ο άκαμπτος ξυλουργός το πήρε απόφαση ότι ο δεκαοκτάχρονος γιος του θα γίνει ποδοσφαιριστής, το μακρινό 1985. Οι viola προσέγγισαν τον πατέρα του και του εξήγησαν ότι το παιδί είναι φλέβα χρυσού και έχουν αποφασίσει να του προσφέρουν το πιο ακριβό συμβόλαιο νεαρού σε ολόκληρη την Ιταλία. Ο Roby ήταν στην κουζίνα και κρυφάκουγε την κουβέντα στο σαλόνι, εκείνη την εποχή επειδή στο σχολείο δεν τα πήγαινε ακριβώς καλά, ο πατέρας του τον υποχρέωνε να δουλεύει καθημερινά στο εργαστήριο, του είχε ξεκαθαρίσει ότι αφού δεν παίρνει τα γράμματα, τουλάχιστον έπρεπε να μάθει μια τέχνη.
Αυτή την τετράγωνη έως και παλαιολιθική λογική του πατέρα του, ο Roby την κουβαλά ακόμα μαζί του, είναι βιώματα που η μεγαλειώδης καριέρα του δεν τα έκανε να ξεθωριάσουν. Μια καριέρα που δίχως το ρίσκο της Φιορεντίνα, δεν θα είχαμε ζήσει ποτέ και πιθανόν σήμερα ο Roberto Baggio να ήταν ξυλουργός ή να είχε ανοίξει μπαρ όπως η πλειονότητα των (τότε) συμπαικτών του. Σμπαράλιασε το γόνατό του σε ένα αδιάφορο παιχνίδι με τη Ρίμινι, σε μια κόντρα από εκείνες τις αχρείαστες, ειδικά για νεαρό ποδοσφαιριστή που ήταν έτοιμος να υπογράψει αντί 3 δισεκατομμυρίων λιρετών τότε στη μεγάλη Φιόρε.
ΟΤΑΝ ΔΙΑΛΥΘΗΚΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ ΤΟΥ
Οι viola δεν έκαναν πίσω, δεν παράτησαν τον παίκτη, πλήρωσαν τα συμφωνηθέντα χρήματα στη Vicenza, τον παρέδωσαν στους ειδικούς, πίστεψαν στο ταλέντο του και επένδυσαν στο άστρο του. Ο τραυματισμός ήταν καταστροφικός, μιλάμε για πολλαπλή ρήξη πρόσθιου χιαστού, συνδέσμων και μηνίσκου. Ένας τραυματισμός που και σήμερα με την επιστήμη έτη φωτός μπροστά, θα σήμαινε αυτόματα λήξη καριέρας. Η Φιορεντίνα όμως ανέλαβε εξ ολοκλήρου και τη φροντίδα και την αποκατάσταση, έστειλε το μικρό σε ειδική κλινική στη Γαλλία, είχε μονίμως από πάνω του δυο και τρεις ειδικούς. Φυσιοθεραπείες, αποθεραπεία, ειδικές ασκήσεις, εργοφυσιολόγοι, αργότερα ατομικές προπονήσεις.
Η τραγωδία ωστόσο δεν είχε ολοκληρωθεί. Το γόνατο ξαναλύγισε, το «κρακ» θα έσπαγε και τον πιο σκληρό απ’ όλους. Βυθίστηκε σε έναν φαύλο κύκλο αυτό-οίκτου, σχεδόν αποφάσισε να τα παρατήσει όταν οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι ακόμη μια σεζόν πάει χαμένη. Είναι τρομερό, ο Roby είχε επιστρέψει σαν διάττων αστέρας για ένα και μοναδικό παιχνίδι και ξαναχάθηκε, αυτή τη φορά μπορεί και για πάντα. Ήταν η πιο σκοτεινή περίοδος της ζωής του, σκεπτόταν μόνο την κακοτυχία του, οι πόνοι δεν τον άφηναν να αισιοδοξεί ούτε για ένα λεπτό. Δεν έβγαινε από το σπίτι, δεν σήκωνε τα τηλέφωνα των φίλων του, κλείστηκε τόσο πολύ στον εαυτό του που παραλίγο να αποκοπεί εντελώς από τον έξω κόσμο.
Ο ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ ΩΣ ΣΑΝΙΔΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Ο μοναδικός που τον έβλεπε τότε, ήταν φίλος του Maurizio Boldrini, καταλυτικός παράγοντας στην ολική επαναφορά. Ο Boldrini ήταν μέλος της Soka Gakkai, στην ιταλική σχολή λατρείας του ιαπωνικού βουδισμού. Μιλάει στο Baggio για τη θρησκεία του, την εσωτερικότητά της, του συστήνει να δοκιμάσει να ακούσει, χωρίς απαραίτητα να ασπαστεί. Μετά από μια σύντομη μαθητεία, ο Roby προσκολλάται στη νέα φιλοσοφία όπως ο ναυαγός στην ξύλινη σανίδα μεσοπέλαγα και επαναπροσδιορίζεται πνευματικά.
Έκτοτε αφιερώνει ένα δίωρο από την ημέρα του για μια ιδιότυπη προσευχή, που πιο πολύ μοιάζει με απομόνωση, είχε συγκλονιστεί από τη διδαχή «καθένας είναι υπεύθυνος για ό,τι του συμβαίνει, διότι αυτό είναι και το ελάττωμα και η αξία του». Το 19χρονο παιδί συγκλονίστηκε από ένα τόσο μπανάλ ρητό, στην πραγματικότητα αυτοπροσδιορίστηκε από τη δυτική ερμηνεία του πολύπλοκου κάρματος. Ο Baggio εκείνο τον καιρό δεν μπορούσε να περπατήσει, οποιαδήποτε δύναμη κι αν τον έσπρωχνε στην ίαση, αυτομάτως θα γινόταν στάση ζωής και δόγμα του. Παρότι οι θρησκείες της Άπω Ανατολής εν έτει 1988 - ειδικά στις ΗΠΑ - ήταν κάτι σαν το νέο trend, ο Roby στην καθολική και άκρως πουριτανική Ιταλία δεν διαφήμισε ποτέ ότι ασπάστηκε το βουδισμό, άλλωστε είχε ήδη αρχίσει να χτίζει ένα προφίλ «εκκεντρικού» και ειδικού χαρακτήρα.
Προτελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος, ο «εκκεντρικός» Roby επιστρέφει με τη στάμπα του «τραυματία» στο παλκοσένικο του San Paolo, απέναντι στο πιο μεγάλο δεκάρι του παγκόσμιου ποδοσφαίρου που έχει κάνει το απίστευτο και οδηγεί τη Νάπολι στο πρώτο της scudetto. Οι partenopei έχουν προηγηθεί με το γκολ του Αντρέα Καρνεβάλε, αλλά η Fiore κερδίζει το φάουλ πέντε λεπτά πριν τη λήξη του ημιχρόνου.
Ο Μαραντόνα περνάει για να καθίσει στο τείχος και κοιτάζει με νόημα το #11 της Φιορεντίνα. Είναι κάτι σαν ευλογία, σαν παράδοση-παραλαβή. Ο Roby στήνει τη μπάλα και με μια εκτέλεση στα πρότυπα Ντιέγκο στέλνει τη μπάλα στο παράθυρο ισοφαρίζοντας. Η γιορτή της Νάπολι δεν χάλασε, εκείνο το απόγευμα όμως έμελλε να γίνει το βάπτισμα του πυρός. Πρώτο γκολ στη serie A, στη φιέστα του Ντιέγκο, με το τελικό 1-1 να περιποιεί τιμή στο επόμενο μεγάλο δεκάρι της Ιταλίας. Ο Roby είχε αποτινάξει από πάνω του τη σκοτεινή περίοδο κατά την οποία σκέφτηκε ακόμη και να τα παρατήσει, πλέον θα έκανε κανονική προετοιμασία, δεν θα ήταν πλέον βάρος στον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν είναι ασφαλώς Μαραντόνα, δεν είναι Πλατινί, είναι κάτι άλλο, κάτι καινούριο, κάτι εξωτικό
Στη Φλωρεντία καταφθάνει ο Sven Goran Eriksson που τον λάτρεψε αμέσως και αποφάσισε να χτίσει την επιθετική λειτουργία της ομάδας πάνω στο ταλέντο του. Το πρωτάθλημα το κατακτά η στρατοσφαιρική πρώτη Milan του Sacchi, εκείνη των Ιπτάμενων Ολλανδών, αλλά στο μεταξύ τους παιχνίδι το άστρο που λάμπει είναι εκείνο του Roberto Baggio. Το γκολ του στο San Siro είναι σήμα κατατεθέν της καριέρας του: σλάλομ από το κέντρο του γηπέδου με τρομερό ξεπέταγμα, αλλεπάλληλες τρίπλες, προσποίηση και στον τερματοφύλακα και πλασέ στην κενή εστία. Η Φιόρε κέρδισε 2-0 μέσα στο Μιλάνο, με το Sacchi να ομολογεί μετά το παιχνίδι ότι ο Baggio έμοιαζε με καταμαράν που έσκιζε τη θάλασσα.
Η επόμενη σεζόν, είναι εκείνη της καταξίωσης. Ο Baggio γίνεται ο πρώτος ποδοσφαιριστής που μετατρέπεται από φορ σε δεκάρι και τανάπαλιν. Δεν είναι ασφαλώς Μαραντόνα, δεν είναι Πλατινί, είναι κάτι άλλο, κάτι καινούριο, κάτι εξωτικό. Μαζί με το Borgonovo συνθέτει την ιστορική δυάδα επιθετικών της Φιορεντίνα που μνημονεύεται μέχρι σήμερα στη Φλωρεντία, σαν το εκρηκτικό Β2, ο ίδιος ο Μισέλ Πλατινί δηλώνει στην κάμερα της RAI ότι ο μικρός είναι το πρώτο «εννιάμισι» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο πρώτος παίκτης που συνδυάζει τις αρετές και του δημιουργού και του εκτελεστή με την ίδια επιτυχία.
Αυτή η μοναδικότητα των προσόντων του θα τον συνοδεύει μέχρι το πέρας της καριέρας του, θα γίνει αιτία μιας πολύ μεγάλης συζήτησης στην Ιταλία, αντικείμενο διαφωνίας προπονητών, casus belli για τους οπαδούς και αιτιατό του «περιττού» που στέλνει το ίδιο το ποδόσφαιρο στην κορυφή των σπορ. Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του ’80 που έχει απαράμιλλη τεχνική, αλλά ταυτόχρονα είναι γρήγορος, έχει ξεπέταγμα και δεν διστάζει να τσαλακωθεί σε μάχες σώμα με σώμα. Είναι ο μοναδικός ντελικάτος πολεμιστής και ο Μέσσι πριν το Μέσσι. Στην τελευταία του σεζόν με τα μωβ, θα σκοράρει και το ομορφότερο γκολ της καριέρας του, με εκείνο το sombrero σαν να βλέπεις τον Αρντίλες στην «Απόδραση των Έντεκα».
Την ίδια σεζόν, πάλι στο San Paolo, στο ναό του Ντιέγκο, θα (ξανα)ντυθεί Μαραντόνα και θα βάλει σχεδόν το ίδιο γκολ με «εκείνο» το γκολ του Θεού εναντίον της Αγγλίας στο Μεξικό. Είναι το πιο διάσημο γκολ της καριέρας του, εκείνο που του έδωσε και φήμη εκτός συνόρων, ο καταλυτικός παράγων που ανάγκασε τον Avvocato Agnelli να δώσει εντολή για την απόκτησή του με κάθε κόστος το επόμενο καλοκαίρι. Στην τελευταία του σεζόν στο Franchi σκόραρε είκοσι φορές, οδήγησε την ομάδα στον τελικό του ΟΥΕΦΑ, έκανε τον κόσμο να παραμιλά και να τον αγαπήσει πιο πολύ κι απ’ τον Αντονιόνι, πράγμα αδιανόητο μερικά χρόνια πριν.
Ο έρωτας των φιορεντίνων για το αγαπημένο τους παιδί ήταν παράφορος και όπως όλοι οι έντονοι έρωτες, κατέληξε σε μίσος όταν στις 18 Μαΐου ο Antonio Caliendo, ο πρώτος ατζέντης στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου και “Mino Raiola” της εποχής, ανακοινώνει σε συνέντευξη Τύπου, ότι ο Roberto Baggio «είναι ποδοσφαιριστής της Juventus αντί 18 δισεκατομμυρίων λιρετών καθώς και του Renato Buso πληρωμένου». Στη Φλωρεντία οι αντιδράσεις είναι πρωτόγνωρες, οι οπαδοί βγαίνουν στους δρόμους, σπάνε, καταστρέφουν, τρομοκρατούν, αναχαιτίζονται μόνον κατόπιν δριμείας παρέμβασης των carabinieri με δακρυγόνα (!) και ατέλειωτο ξύλο.
Ο Baggio παραμένει σιωπηλός, δεν εμφανίζεται πουθενά, στην παρουσίασή του από τη Juventus αρνείται – όχι ευγενικά – να φορέσει το κασκόλ της, κρατάει τρομερές αποστάσεις και κάνει τυπικές δηλώσεις παρότι ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών τότε. Πολύ αργότερα θα πει σε μια συνέντευξή του ότι ήθελε να μείνει μόνος και η συμπεριφορά του ήταν απόρροια του σεβασμού που έτρεφε για εκείνους που τον θεωρούσαν προδότη και έβαψαν τον τοίχο του σπιτιού του με το ανατριχιαστικό «νεκρός για πάντα». Μέσα του κράτησε τον πιο καθαρό εαυτό του, σε καμία ομάδα δεν ξαναήταν ο Baggio της Φιόρε, ποτέ δεν έδωσε το 100% της ψυχής του, ποτέ δεν ένιωσε υποχρεωμένος και ευλογημένος όπως στο Franchi.
Ίσως ήταν το γεγονός ότι ουσιαστικά η Φιορεντίνα του έσωσε την καριέρα, ίσως ότι λατρεύτηκε γι’ αυτό ακριβώς που ήταν και όχι για όσα περίμεναν από εκείνον, ίσως επειδή στη Φλωρεντία βρήκε την εσωτερική γαλήνη του και ωρίμασε ως άνθρωπος. Η μεταγραφή στη Juve σήμανε και το τέλος της αθωότητας, οι ευθύνες ήταν πια δυσβάστακτες, οι υποχρεώσεις τρομακτικές για έναν άνθρωπο που είχε μάθει να λειτουργεί πειθαρχημένα μεν, αυτόνομα δε. Και μπροστά του υπήρχε η μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του: το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Γεννήθηκε η ιδιοφυΐα που θα κάνει την Ιταλία ευτυχισμένη
Το Μουντιάλ διεξάγεται εντός συνόρων, ο Roby φτάνει στο Coverciano που βρίσκεται μια ανάσα από τη Φλωρεντία με επιχειρησιακό σχέδιο, δεν είναι καλά ψυχολογικά και είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ξεκινήσει στην ενδεκάδα απλούστατα διότι το φεγγάρι δεν είναι καλό και η ατμόσφαιρα βαραίνει όχι τόσο τα πόδια του όσο το μυαλό του. Εναντίον της Αυστρίας και των ΗΠΑ, ο Roby δεν σηκώνεται καν από τον πάγκο, δεν βγάζει ούτε τη φόρμα για προθέρμανση. Ο Vicini επιμένει στο δίδυμο Βιάλι-Καρνεβάλε και όταν το ματς στραβώνει επιλέγει τον Τοτό Σκιλάτσι που σε εκείνο το Μουντιάλ θα ζήσει το δικό του παραμύθι.
Με την πρόκριση εξασφαλισμένη, στο τρίτο παιχνίδι εναντίον της Τσεχοσλοβακίας, ο Vicini αποφασίζει να ξεκουράσει τους βασικούς και το ταξίδι με τη maglia azzurra που ξεκίνησε δειλά εκείνη τη 16 Νοεμβρίου του 1988, γίνεται τσουνάμι. Στο ίδιο γήπεδο, το Olimpico, με το Beppe Giannini, τον «Πρίγκιπα» των Ρωμαίων, να σερβίρει και το Roby να ξεκινά τη συγγραφή της χρυσής βίβλου με το εθνόσημο. Περνάει έναν, δύο, τρεις, αποφεύγει το δολοφονικό τάκλιν του Χάσεκ απευθείας στον αστράγαλο κι πλασάρει χειρουργικά. Γκολ. Η φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, οι κάλτσες κατεβασμένες, το μαλλί σγουρό, η μελαγχολία αδιόρατη. Roberto ο κόσμος, κόσμε ο Roberto Baggio.
H Repubblica την επομένη βγαίνει με οκτάστηλο «Γεννήθηκε η ιδιοφυΐα που θα κάνει την Ιταλία ευτυχισμένη», το γκολ, ο τρόπος που επιτεύχθηκε είναι από εκείνα που αλλάζουν καριέρες. Ο Roby χάρη σε εκείνο το γκολ απελευθερώθηκε, αφοσιώθηκε στην εθνική, βρήκε το επόμενο λιμάνι μετά τον αποχαιρετισμό της Φλωρεντίας «του». Η καριέρα του άλλαξε για πάντα, όλοι πια τον θυμούνται με τη φανέλα της εθνικής και όχι με κάποιον σύλλογο, επίτευγμα σχεδόν αδιανόητο για παίκτη εκείνης της εποχής. Η φήμη του εξαπλώνεται παγκοσμίως με τον Τύπο να αναζητά τον επόμενο μεγάλο αστέρα, ο Baggio είναι αλήτικα γοητευτικός, είναι η εικόνα που απεγνωσμένα ζητούν οι Αμερικανοί για το επόμενο Μουντιάλ, η ιστορία του είναι μοναδική, γκελάρει στα media, στις γυναίκες, παντού.
«Αυτός με το κοτσιδάκι και το λάγνο βλέμμα», «αυτός με το μουσάκι» η μόνιμη επωδός των starlets της εποχής, γίνεται αναφορά ακόμα και στα βραδινά talks shows στις ΗΠΑ. Ο Vicini τον διατηρεί στο σχήμα και στο πρώτο νοκ άουτ εναντίον της Ουρουγουάης και στον προημιτελικό με την Ιρλανδία. «Άστρα λαμπρά μας οδηγούν» το τραγούδι των Ιταλών για το αναπάντεχο δίδυμο Σκιλάτσι-Μπάτζο που κάνει έναν ολόκληρο λαό να (ξανα)ονειρευτεί το “siamo campioni del mondo” του 1982.
Η επιλογή του Vicini να μην τον ξεκινήσει στον ημιτελικό με την Αργεντινή δεν συγχωρέθηκε ποτέ από την Ιταλία. Ακόμα και σήμερα η ακατανόητη εκείνη επιλογή, θεωρείται ο κύριος λόγος της ήττας, μαζί με την απόφαση της Ομοσπονδίας να ορίσει το παιχνίδι στη Νάπολι. Διότι το 1990 η Νάπολι ζούσε και ανέπνεε για το Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα και πολλοί στο γκολ του Κανίγια ασυναίθητα πετάχτηκαν από τη θέση τους και φώναξαν γκολ. Όχι πνιχτό, από την ψυχή τους. Η Ιταλία αποκλείστηκε στα πέναλτι, ο Μπάτζιο που μπήε ως αλλαγή ένα τέταρτο πριν το τέλος το έβαλε το πέναλτι αλλά το δικό του κρύο αίμα δεν ήταν αρκετό. Στο μικρό τελικό με την Αγγλία, το βλέμμα του και πάλι ήταν σκοτεινό, στο μυαλό του ήταν μόνο η μεγάλη χαμένη ευκαιρία ενός τελικού μπροστά στο κοινό του, μια ευκαιρία που ελάχιστοι ποδοσφαιριστές είχαν και έχουν στην καριέρα τους.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΒΕΝΤΟΥΣ
Φτάνει στο Τορίνο έχοντας στο νου μόνο το επόμενο Μουντιάλ, στη Γιουβέντους άλλωστε πήγε ως Μεσσίας και τέτοιος δεν αισθάνθηκε ποτέ. Πιο πολύ μοναχικός καβαλάρης αισθανόταν, παρά ηγέτης, άλλωστε και εκείνη η Γιουβέντους ελάχιστη σχέση είχε με τη μετέπειτα. Προπονητής ο μέτριος Maifredi, η ομάδα να ψάχνεται μετά την εποχή Πλατινί, μονίμως στη σκιά της Μίλαν των Ολλανδών και της Νάπολι του Μαραντόνα.
Παρότι κάνει πολύ καλή πρώτη σεζόν, η ομάδα τερματίζει στη ντροπιαστική έβδομη θέση, ο Ανιέλι «αναγκάζεται» να υπαναχωρήσει και να ξανακαλέσει πίσω τον προπονητή του τελευταίου σκουντέτο, το Giovanni Trapattoni. Η «αλεπού» σχεδιάζει την ομάδα επάνω του, όλα λειτουργούν για να εξυπηρετήσουν το ταλέντο του και η Juventus βελτιώνεται αισθητά την επόμενη σεζόν: δεύτερη πίσω από την ανεπανάληπτη Μίλαν του Σάκι, με το Roby να σκοράρει 18 φορές και να πασάρει όσο ποτέ άλλοτε. Οι παραστάσεις του είναι μοναδικές, το ρεπερτόριο ατέλειωτο.
Η Ιταλία ζει την εποχή Μπάτζο, τον αντιμετωπίζει – διότι είναι – σαν φαινόμενο, τον βάζει δίπλα στα ιερά τέρατα του παρελθόντος, το «είδα το Μπάτζο να παίζει μπάλα» γίνεται συνώνυμο του «είδα το Ριβέρα» των πατεράδων και του «είδα τον Πιόλα» των παππούδων. Αρέσουν πολύ στους Ιταλούς αυτές οι μεγαλοστομίες, οι υπερβολές που αποτυπώνουν συλλογικές εμπειρίες και καθορίζουν γενιές ολόκληρες. Ο Μπάτζο είναι η ατραξιόν των early 90s, μπορεί να μην έχει κερδίσει τίποτα, αλλά ακόμα κι αυτό τον καθιστά γοητευτικό, είναι ο «καταραμένος χαμένος», ο 25χρονος «Μαραντόνα» των Ιταλών. Για τον ίδιο όμως, η στάμπα του ατομιστή μεγαλοφυούς μπαλαδόρου δεν είναι αρκετή.
Του απονέμεται η Χρυσή Μπάλα, επικρατεί μπροστά από ποδοσφαιριστές του διαμετρήματος ενός Καντονά και ενός Μπέργκαμπ, που είχαν κάνει καταπληκτικές σεζόν αλλάζοντας χαρακτήρα στους συλλόγους τους. Το «όσκαρ» του ποδοσφαίρου όμως πήγε εκεί που όφειλε να πάει κι είναι η πρώτη φορά που απονέμεται σε έναν Ιταλό που δεν έχει γευτεί τη χαρά της κατάκτησης του Scudetto.
ΤΟ ΜΟΥΝΤΙΑΛ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Με την Pasadena στο βάθος, ο Roby εξακολουθεί να κάνει μη εμπορικές δηλώσεις για το κακομαθημένο ιταλικό κοινό: «η ζωή του ποδοσφαιριστή έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα και ένα ακόμα πιο μεγάλο μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι πως όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, πάντα υπάρχει τρόπος να τα διορθώσεις, το μειονέκτημα όμως είναι πως όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, δεν έχεις χρόνο να το απολαύσεις. Το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι διασκέδαση, χαροποιεί μόνον εκείνους που πληρώνουν».
Αυτές οι φράσεις στην υπερφίαλη Ιταλία είναι κατακριτέες, ο μοναδικός άνθρωπος που μοιάζει να μοιράζεται τους ίδιους προβληματισμούς μαζί του είναι ο Αρίγκο Σάκι που βρίσκεται πια στον πάγκο της εθνικής, μακριά από τη φρενίτιδα ενός Μπερλουσκόνι που δεν άντεχε να αποκαλείται η Μίλαν «του», Μίλαν «του Σάκι». Ο Αρίγκο κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι ο Μπάτζιο χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης, τον κάλεσε στο Κοβερτσάνο και του ξεκαθάρισε από την αρχή ότι τον λογίζει ως επιθετικό στο ιδότυπο 4-4-2 που σχεδίαζε για το Παγκόσμιο της Αμερικής. Ο Roby έγνεψε καταφατικά, ήξερε όμως ότι πολύ δύσκολα θα έβρισκε κοινό παρανομαστή με τον άνθρωπο που είναι συνώνυμο της ποδοσφαιρικής ιδεοληψίας.
Η σχέση τους πέρασε από μυριάδες κύματα, όπως και η πρόκριση της – αντιτουριστικής στο τουρνουά – Ιταλίας. Το ματς με τη Νιγηρία ήταν το u-turn μιας ομάδας που τακτικά ήταν υπέροχη, αλλά κακοποιούσε το θέαμα. Η ισοφάριση στο 88ο λεπτό είναι το σημάδι της μοίρας, το πέναλτι για το 2-1 η επιβεβαίωση ότι ο δρόμος είναι μακρύς. Η Ιταλία περνάει δια πυρός και σιδήρου και στον επόμενο γύρο είναι το αουτσάιντερ κατά της Ισπανίας. Το ματς στραβώνει από την αρχή, η Ιταλία μένει με δέκα, ο Roby είναι καλά κλεισμένος. Χρειάζεται μια μαγεία.
Και η μαγεία έρχεται πάλι στο τέλος, μετά από μια κάθετη του Νίκολα Μπέρτι και έναν χορό του Roberto πάνω από τον Θουμπιθαρέτα που καταλήγει σε ένα απίθανο διαγώνιο πλασέ με αντίθετη φορά σώματος. Χάνει την ισορροπία του αλλά ως δια μαγείας στέκεται όρθιος κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα. Η μπάλα ήδη αναπαύεται στα δίχτυα, η Βοστόνη είναι η Μέκκα των Ιταλών, ο ημιτελικός με τους καταπληκτικούς Βούλγαρους αδύνατον να τους προβληματίσει. Με ακόμη δύο γκολ «του #10 με το κοτσιδάκι» όπως αρέσκονταν να τον αποκαλούν οι Αμερικανοί, η Ιταλία προκρίνεται στον τελικό. Και τι τελικό...
Η επανάληψη του καλύτερου τελικού όλων των εποχών, εκείνου του 1970 στο Αζτέκα: Βραζιλία-Ιταλία. Ο ήρωάς μας όμως πονάει, ο αστράγαλός του έχει πρηστεί, οι γιατροί της ομάδας συστήνουν να μην αγωνιστεί. Ο Roby δεν ακούει κανέναν, θέτει σε κίνδυνο την καριέρα του και λέει ευθαρσώς στο Σάκι πως αν δεν τον βάλει να παίξει θα αποχωρήσει για πάντα από την εθνική. Πίσω στη μπότα, είναι αδιανόητο να μην παίξει ο Μπάτζιο, ακόμη και με ένα πόδι έπρεπε να παίξει. Η συνέχεια είναι γνωστή, πρόκειται για έναν από τους χειρότερους τελικούς στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αλλά και ενός από τους πιο χαρακτηριστικούς συνάμα.
Το ματς σταθμός της Padadena, στοιχειώνει ακόμη και σήμερα το ιταλικό ποδόσφαιρο, είναι το παιχνίδι με το πιο διάσημο πέναλτι στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου. Έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για εκείνο το πέναλτι, χιλιάδες παρομοιώσεις, καρμικές αναλύσεις, παραβολές, αντιδιαστολές. Η μπάλα πήγε έξω, τα what if αν κατέληγε μέσα είναι αμέτρητα, με ατέλειωτες προεκτάσεις που δεν άπτονται μόνο του αμιγώς αθλητικού επιπέδου. Οι Ιταλοί το έφεραν τόσο βαρέως που γύρισαν μέχρι και διαφήμιση (κακόγουστη είναι η αλήθεια) με τη μπάλα να καταλήγει μέσα.
Όπως ήταν φυσιολογικό, το χαμένο πέναλτι της Pasadena επηρέασε το Roby, ο μικρός Βούδας ξανακλείστηκε στο καβούκι του και ξεκίνησε πια ένα εντελώς μοναχικό ταξίδι στον ποδοσφαιρικό χωροχρόνο. Σε μια παράλληλη πραγματικότητα, είχε ευστοχήσει στο πέναλτι, η Ιταλία είχε κατακτήσει με ακόμα πιο παραμυθένιο τρόπο σε σχέση με το ’82 το Παγκόσμιο Κύπελλο, το όνομά του είχε μπει δίπλα σε εκείνο του Πελέ και του Μαραντόνα, η γραμμικότητα της πορείας του 27χρονου τότε Roby θα ήταν μονίμως ανοδική. Αντ’ αυτού, ο Roby μπήκε στο λαβύρινθο των Great Expectations του Charles Dickens ξεκινώντας από τον επίλογο προς την αρχή.
Το πεπρωμένο του Roberto Baggio ήταν η περιπλάνηση, η διάδοση της τέχνης του χωρίς αντίκρυσμα, τουλάχιστον χειροπιαστό. Χάθηκε στη δίνη του ταλέντου του, δε λύγισε σε τρομακτικούς τραυματισμούς, αλλά τον κατακερμάτισε ένα πέναλτι. Η προσγείωση πίσω στην Ιταλία ήταν επώδυνη. Ο κόσμος θυμήθηκε ακόμη κι ότι δεν είναι καθολικός, οι φωνές ότι δεν είναι αναντικατάστατος ολοένα και πλήθαιναν, η Γιουβέντους του Μαρσέλο Λίπι του έδειξε αμέσως την πόρτα της εξόδου. Ο μικρός Βούδας δεν έχει θέση στο μοντέρνο 4-3-3 του Λίπι, ο Ανιέλι έχει ερωτευτεί μια καινούρια μεγαλοφυΐα, τον «Πιντουρίκιο» Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, ο Μπάτζιο είναι το παλιό, ο Άλεξ το καινούριο.
Είναι απίστευτο, αλλά ο προδιαγραφόμενος βασιλιάς του κόσμου το 1994, είναι εκτός εθνικής μόλις μια διετία μετά.
Με τους πόνους στο γόνατο να εμφανίζονται όλο και συχνότερα, ο Roby παύει να είναι η μοναδική σταθερά της ενδεκάδας, η μελαγχολία από αδιόρατη, έχει γίνει πλέον πασιφανής. Ο μόνος που τον πιστεύει είναι ο Φάμπιο Καπέλο και τον ζητά επίμονα από το Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η Μίλαν τελικά θα τον αποκτήσει, είναι 29 και μοιάζει 39, όλοι θεωρούν ότι τον βλέπουν μια ζωή στο χορτάρι και αυτόματα έρχεται η εικόνα του πέναλτι της Pasadena στο νου τους. Η κλάση είναι δεδομένη, αλλά στη Μίλαν εξελίσσεται σε πολυτέλεια, είναι το κερασάκι σε μια τούρτα τόσο καλά φτιαγμένη που το τελείωμα μοιάζει αδιάφορο.
Είναι τόση η απαξία σύσσωμου του ιταλικού ποδοσφαίρου που στις κλήσεις για το Euro της Αγγλίας, το όνομά του απουσιάζει. Ακούγονται ακραίες και γεμάτες χολή απόψεις «η εθνική δεν έχει ανάγκη την αλλαγή του γερο-Σαβίτσεβιτς», «ένας Μπάτζιο θα διαταράξει τις ισορροπίες της ομάδας», «δεν χρειαζόμαστε Ελ Σιντ». Είναι απίστευτο, αλλά ο προδιαγραφόμενος βασιλιάς του κόσμου το 1994, είναι εκτός εθνικής μόλις μια διετία μετά. Στη Μίλαν προσφέρει ελάχιστα ποιοτικά λεπτά, δεν δένει ποτέ, δεν υποτάσσει το εγώ στο εμείς. Είναι άκαμπτος και περήφανος, αρνείται να αποδεχθεί ρόλο κομπάρσου.
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΣΤΗΝ ΜΠΟΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ
Η Μίλαν του κάνει σαφές ότι δεν τον έχει ανάγκη, ο εγωισμός του δεν το αποδέχεται και αναζητά τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Συμφωνεί με την Πάρμα, τα βρίσκει με τον Τάντσι χωρίς καν να ειπωθούν ποσά. Τον «κόβει» ο Κάρλο Αντσελότι, στη μοναδική απόφαση της καριέρας του που όπως ομολογεί σήμερα, τον κυνηγάει τα βράδια στον ύπνο του. Μικρή σημασία έχουν τα λόγια, γεγονός είναι ότι ο Roby έμεινε άστεγος, συζητά με την Ντόρτμουντ, αλλά οι Γερμανοί διστάζουν εξ αιτίας του ιατρικού παρελθόντος, φτάνει στο σημείο να εξετάσει σοβαρά ακόμα και την πρόταση της Ντέρμπι Κάουντι όπου πιθανότητα θα κατέληγε, εάν μια εσωτερική φωνή μέσα του δεν τον παρακινούσε να βρει το τρίτο του λιμάνι στη Μπολόνια. Η είδηση σκάει σαν βόμβα, ο ίδιος αντικρούει τις επικρίσεις λέγοντας και πάλι με το στυλ του ότι «οι αλαζόνες φοβούνται το μέλλον, οι ταπεινοί το επιδιώκουν».
Ο Baggio απομονώθηκε για πολλοστή φορά, αφοσιώθηκε στην εσωτερικότητά του, παραδόθηκε στη sui generis μεγαλοφυΐα του. Στη Μπολόνια παραλίγο να στεφθεί πρώτος σκόρερ, έβαλε 22 γκολ, κανένα όμως δεν ήταν μοναδικό και εξεζητημένο. Ξύρισε το κεφάλι του, αποχωρίστηκε το «κοτσιδάκι», ξαναβαπτίστηκε στα 30 του. Ήταν η πιο περίεργη σεζόν της καριέρας του, αργότερα αποδείχτηκε ότι όλα έγιναν βάσει σχεδίου, αφού στην άκρη του μυαλού του είχε το μουντιάλ της Γαλλίας, όσο κι αν φάνταζε απίθανο εκείνη την εποχή. Κι όμως τα κατάφερε, απλούστατα διότι η ποιότητα είναι δυσεύρετη και η πρόκληση τεράστια.
Ο Τσέζαρε Μαλντίνι δεν του μίλησε όπως ο Σάκι, δεν τον γέμισε κομπλιμέντα, απλώς τον κάλεσε στην αποστολή και περίμενε απ’ αυτόν όσα μπορούσε να δώσει. Και έδωσε περισσότερα απ’ όσα περίμενε κι ο μεγαλύτερος θαυμαστής του. Οι εμφανίσεις του στα γήπεδα της Γαλλίας παραμένουν η πιο μεγάλη κατάθεση της ψυχής του με τη φανέλα της εθνικής, τα μαγικά του με τη Χιλή, η ασίστ στο Τζίτζι Ντι Μπιάτζο με το Καμερούν, το γκολ εναντίον της Αυστρίας έχοντας αντικαταστήσει τον –αρνητικό- Άλεξ Ντελ Πιέρο, πάνω απ’ όλα το πιο ωραίο παραλίγο γκολ στην ιστορία της squadra azzurra σε εκείνο το μαγικό πλασέ με τον Μπαρτέζ και ολόκληρη τη Γαλλία στα πρόθυρα εμφράγματος. Έκανε ένα μαγικό τουρνουά, τόσο μαγικό που ο Μοράτι τον ερωτεύτηκε και τον κάλεσε στο ποδόσφαιρο που «μετράει».
Στην Ίντερ βρήκε το Μαρσέλο Λίπι που τον είχε ακυρώσει όσο πιο άκομψα γινόταν, ο Roby αμέσως του χάρισε το εισιτήριο για τους ομίλους του Champions League και ένα χαμόγελο με νόημα. Ο μήνας του μέλιτος ωστόσο κράτησε ελάχιστα, ο Λίπι ποτέ δεν κατόρθωσε να τον ενσωματώσει στο σχήμα, ο ίδιος ο Roby θυμάται με πίκρα ότι ήταν εμπαθής μαζί του. Η κόντρα τους απασχόλησε για μήνες τα media, ο κόσμος χωρίστηκε στα δυο, είναι βέβαιο μετά από τόσα χρόνια ότι το μοναδικό συναίσθημα μεταξύ τους είναι η απέχθεια.
Ο Λίπι παραλίγο να του τερματίσει την καριέρα, ο Roby γύρισε στο χωριό του και έκανε ένα μήνα προπονήσεις στο γήπεδο που πρωτόπαιξε πιτσιρικάς, ο Μαρσέλο ουσιαστικά μετά την Ίντερ «τελείωσε» σε συλλογικό επίπεδο κι αν δεν υπήρχε το θαύμα του Βερολίνου το 2006, ο Λίπι μακριά από το θερμοκήπιο του Τορίνο και της Γιουβέντους, δεν θα είχε να επιδείξει έργο πουθενά αλλού. Συχνά τονίζει ο Roby ότι ο Λίπι τα κατάφερε όσο ήταν δίπλα του ο Λουτσάνο Μότζι, το λέει και χαμογελάει με νόημα, προσθέτοντας αμέσως μετά πως θα τον ευγνωμονεί εφ’ όρου ζωής, διότι χωρίς εκείνον δεν θα κατέληγε ποτέ στη Μπρέσια. Διότι η Μπρέσια τελικά ήταν η Ιθάκη του.
Η ΜΠΡΕΣΙΑ ΗΤΑΝ Η ΙΘΑΚΗ ΤΟΥ
Έφτασε στη Μπρέσια με τους κροτάφους σταχτί, με το γαλάζιο στη χάντρα του ματιού ξεθωριασμένο, με ρυτίδες πάνω από τα ζυγωματικά και με αμέτρητα προβλήματα τραυματισμών. Η υποδοχή του από το κοινό συνοψίζεται περίπου στο δικό μας «ου γαρ έρχεται μόνον» σχετικά με το γήρας. Στη Μπρέσια όμως θα βρει τον Κάρλο Ματσόνε, έναν παλαιάς κοπής προπονητή που το Roberto τον λάτρευε σαν Θεό και θεωρούσε ευλογία να τον προπονεί και να τον έχει στο ρόστερ, ακόμα κι αν ήταν 40 χρονών. Μετά το πρώτο μονοετές συμβόλαιο, ο Roby υπέγραψε και δεύτερο με ειδική ρήτρα αποδέσμευσής του σε περίπτωση απόλυσης του Ματσόνε, η σχέση του με τον ιδιόρρυθμο “cafone de Roma” προσομοίαζε σε σχέση πατέρα-γιου.
Κι όταν ο Roby ήταν ευτυχισμένος και με αδιατάρακτο ψυχισμό, τα αποτελέσματα ήταν απίστευτα στο χορτάρι. Το γκολ του στον Φαν ντερ Σααρ μέσα στο Τορίνο μετά τη σαραντάρα μπαλιά του Αντρέα Πίρλο, με εκείνο το απίθανο κοντρόλ-τρίπλα, ήταν, είναι και θα είναι το εμβληματικότερο γκολ της καριέρας του. Πρόκειται για ένα γκολ ρομαντικό, για ένα γκολ κομψοτέχνημα που θα μείνει στο διηνεκές.
Ο Roby είναι τόσο καλά στη Μπρέσια που ξαναμπαίνει στη λίστα των υποψηφίων για τη Χρυσή Μπάλα στα 34, ξαναπασχολεί μεγάλες ομάδες του ξαναχτυπούν την πόρτα μεγάλοι σύλλογοι προσφέροντας εκατομμύρια, ανοίγει ακόμη και συζήτηση για κλήση στην εθνική ομάδα. Θα διασκεδάζει παίζοντας ποδόσφαιρο μέχρι το 2004 στη Μπρέσια, θα σκοράρει 45 φορές, θα τραυματιστεί – και θα επιστρέψει – τρεις φορές σε μια ηλικία που άλλοι θα τα είχαν παρατήσει. 28 Απριλίου του 2004, ο Τραπατόνι κάνει το αυτονόητο και τον καλεί μετά από μια πενταετία στην Εθνική, χαρίζοντάς του ένα τελευταίο standing ovation στο Marassi της Γένοβας.
Όλο το γήπεδο χειροκροτά όρθιο, για το Roby όμως το πραγματικό αντίο και η αληθινή αποθέωση θα έλθει λίγες μέρες μετά στο εμβληματικότερο ιταλικό γήπεδο, στο San Siro. Μίλαν Μπρέσια, το ματς αμφίρροπο αν και αδιάφορο. Πριν το ματς, ο Roby έχει πιάσει έναν cameraman του Sky Sports και του δείχνει το σμπαραλιασμένο γόνατό του. Πιέζει με τα δάχτυλα το γόνατο, του δείχνει το υγρό, τα εξογκώματα, το δέρμα που μοιάζει με κινούμενη άμμο. Ήθελε στο τελευταίο ματς να φωνάξει στον έξω κόσμο σε τι κατάσταση αγωνίζεται, πόσο κακοποιημένος είναι, πόσο καταπονημένος, πόσο αγαπούσε αυτό που έκανε σε βαθμό να μην λογαριάζει τραυματισμούς που θα ταίριαζαν σε άφθαρτο.
Στην εξέδρα η γυναίκα του και η κόρη του η Βαλεντίνα, συγκινημένες και πιο στενοχωρημένες από εκείνον. Ο Roby απλώς δεν μπορούσε άλλο, δεν άντεχε πια τον πόνο στα 37 παρόλο που αγαπούσε όσο ποτέ αυτό που έκανε. Το γήπεδο σηκώθηκε στο πόδι, μια επίσης τεράστια προσωπικότητα, ο Πάολο Μαλντίνι τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, τον φίλησε σα από ευγνωμοσύνη για όσα περάσαν μαζί δεκαετίες στα γήπεδα. Ο Roby ήταν αμήχανος, δεν περίμενε τόσο καθολική αναγνώριση, το ποδόσφαιρο όμως είναι δίκαιο και έστω και στα στερνά αποδίδει το δικό του κλάδο ελιάς στους άριστους.
Εν μέσω πρωτοφανούς συγκινησιακής φόρτισης, ο Roberto Baggio αποχώρησε από την ενεργό δράση, ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό της Λομβαρδίας και με αργά, ράθυμα βήματα αποχώρησε. Η φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, οι κάλτσες κατεβασμένες, το βλέμμα μελαγχολικό. Τελείωσε ακριβώς όπως ξεκίνησε, αγκαλιάζοντας τις αντιφάσεις και την αντισυμβατικότητά του, μη τιθασεύοντας τον ατομισμό και τη δύναμή του, στρεβλώνοντας την εικόνα του που ήταν πάντοτε πολύ μακριά από τα τετριμμένα. Μικρός έμοιαζε βετεράνος, βετεράνος έμοιαζε με παιδί, πάντοτε όμως ήταν ο Roberto.