Ο Γιάννης Ταμουρίδης στο SPORT24: "Το υψηλό επίπεδο του ΔΕΗ Ποδηλατικού Γύρου Ελλάδας, με έχει εντυπωσιάσει"
Ο Γιάννης Ταμουρίδης, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της ελληνικής ποδηλασίας, μιλάει στο SPORT24, χορηγό επικοινωνίας του ΔΕΗ Γύρου Ελλάδας 2023, για τη σημαντικότερη ελληνική ποδηλατική διοργάνωση, αλλά και για την πλούσια σε διακρίσεις και ρεκόρ καριέρα του. Από το ξεκίνημα στον Αυτόδρομο και τη διεθνή καταξίωση με την Euskaltel Euskadi, μέχρι την Intermarché και τις νίκες των αθλητών του στην ανώτατη κατηγορία της UCI.
Ο Γιάννης Ταμουρίδης τιμά όσο ελάχιστοι την ελληνική ποδηλασία - τις δυνατότητες και την προοπτική της - στο εξωτερικό. Επί 28 συναπτά έτη υπηρετεί το άθλημα, πρώτα με την ιδιότητα του αθλητή και πλέον με αυτή του προπονητή, πάντα με την ίδια επιτυχία και αφοσίωση. Σίγουρα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες ποδηλάτες όλων των εποχών, έχοντας στην κατοχή του μερικά από τα πιο ζηλευτά επιτεύγματα-ρεκόρ.
Καταρχάς, πρόκειται για τον μοναδικό Έλληνα αθλητή που έχει αγωνιστεί σε επαγγελματική ομάδα της πρώτης κατηγορίας της UCI (Pro Team τότε, World Team πλέον), την ισπανική Euskaltel Euskadi από τη Χώρα των Βάσκων (2013). Είναι ο μοναδικός Έλληνας που έχει τρέξει (και έχει τερματίσει) έναν μεγάλο Γύρο (Giro d'Italia 2013) και επίσης ο μοναδικός που έχει βρεθεί στην εκκίνηση "μνημείων" της ποδηλασίας: στο Παρί-Ρουμπέ, όπου έζησε τη μαγεία της εισόδου στο θρυλικό ποδηλατοδρόμιο, στο Μιλάνο-Σαν Ρέμο (όπου επίσης τερμάτισε) και στον Γύρο της Φλάνδρας (όπου εγκατέλειψε).
Πριν περάσουμε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ας δούμε μια σύντομη "ταυτότητα" από την καριέρα του, τόσο ως αθλητή όσο και ως προπονητή.
- Ηλικία: 42 (3/6/1980)
- Σύλλογοι: Αυτόδρομος Θεσσαλονίκης (1995-2006), ΠΑΟΚ (2007-2016)
- Επαγγελματικές ομάδες: SP Tableware (2009-2012 & 2014), Euskaltel Euskadi (2013), Synergy Baku (2015-2016)
- Διακρίσεις ως αθλητής: Ασημένιο και Χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Πίστας / Κυπελλούχος Κόσμου με 7 μετάλλια στο Παγκόσμιο Κύπελλο Πίστας / Ασημένιο μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Πίστας / 42 φορές Πρωταθλητής Ελλάδας (21 δρόμος, 20 πίστα, 1 MTB) / 3 φορές στο τελικό βάθρο του Γύρου Ελλάδας, 3ος το 2003, 2ος το 2011, 3ος το 2012 / 2 νίκες σε ετάπ του Γύρου Ελλάδας (2002 & 2011).
- Προπονητής: Εθνική ομάδα Κύπρου (2017-2020), SEG Racing Academy (2020-2021), Intermarché Circus Wanty (2022-σήμερα)
Αυτά λοιπόν, συνοπτικά, είναι τα σημαντικότερα στοιχεία της σχεδόν τριαντάχρονης καριέρας του Γιάννη Ταμουρίδη στην ποδηλασία. Ήρθε η ώρα να του δώσουμε το λόγο, για να δούμε όλα τα ενδιαφέροντα που μας είπε για τον ίδιο, τη διαδρομή του στο άθλημα και την πρόκληση της προπονητικής, μαζί με την άποψή του για τον ΔΕΗ Ποδηλατικό Γύρο Ελλάδας και τον ρόλο που μπορεί να παίξει η συγκεκριμένη διοργάνωση στην ανάπτυξη της ελληνικής ποδηλασίας.
Γ.Α.: Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω για να πάμε στο ξεκίνημα. Ποιο ήταν το ερέθισμα που σε ώθησε στην ποδηλασία;
Γ.Τ.: Ο πατέρας μου ήταν αθλητής στίβου, άρα υπήρχε η προδιάθεση από τις αθλητικές καταβολές μέσα στην οικογένεια. Ποδήλατο ξεκίνησα το 1995, στα 15 μου, μαζί με έναν φίλο μου στη γειτονιά, mountain bike. Ακολούθησε η συμμετοχή σε αγώνες, οι προπονητές διέκριναν ταλέντο και έναν χρόνο μετά μπήκα ενεργά σε όλα τα αγωνίσματα, πρώτα στον δρόμο και μετά στην πίστα, αφού τότε τρέχαμε σε όλα. Σημαντικό ρόλο για να παραμείνω στην ποδηλασία, έπαιξε και το οικογενειακό κλίμα που υπήρχε στην ομάδα μου, τον Αυτόδρομο Θεσσαλονίκης. Ήμασταν όλοι μια παρέα εκεί.
Γ.Α.: Πότε συνειδητοποίησες ότι θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά με την ποδηλασία;
Γ.Τ.: Τις δυο πρώτες χρονιές ως έφηβος κατέκτησα οκτώ χρυσά μετάλλια στα Πανελλήνια Πρωταθλήματα (σε δρόμο, πίστα και ορεινή ποδηλασία) και πέντε χρυσά στους Βαλκανικούς Αγώνες, κάτι που δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο τότε. Καθοριστικό αποδείχτηκε το καλοκαίρι του 1998, όταν με ομοσπονδιακό προπονητή τον Γιώργο Λεβεντάκη, πήγαμε στην Ιταλία για προετοιμασία ενόψει του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος.
Εκεί κέρδισα κάποιους σημαντικούς αγώνες, με αποτέλεσμα να έρθει η πρόταση από την Colpack, μια από τις μεγαλύτερες αναπτυξιακές ομάδες παγκοσμίως. Υπέγραψα λοιπόν συμβόλαιο με τους Ιταλούς και έτσι ξεκίνησε το "ταξίδι" μου. Μεγάλο κεφάλαιο η τετραετία μου εκεί (1999-2002), θα μπορούσα να γράψω άνετα βιβλίο! Δυστυχώς όμως κάποιοι σοβαροί τραυματισμοί και η απόσταση από τους δικούς μου ανθρώπους δε βοήθησαν την εξέλιξή μου.
Γ.Α.: Επιστρέφοντας από την Ιταλία, ακολουθούν οι πρώτες συμμετοχές σου στον Γύρο Ελλάδας, με σημαντικές επιτυχίες.
Γ.Τ.: Ναι, η επιστροφή μου στην Ελλάδα συνέπεσε με την επανένταξη του Γύρου στο αγωνιστικό καλεντάρι. Τότε ο δρόμος δεν ήταν προτεραιότητα για εμένα, ο βασικός στόχος ήταν τα αγωνίσματα πίστας ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Παρόλα αυτά, το 2002 έζησα μια συγκινητική στιγμή, καθώς κέρδισα τον πρόλογο στην πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας και τη γαλάζια φανέλα.
Στη συνέχεια εκείνης της διοργάνωσης, είχα αρκετά καλή παρουσία, αλλά χωρίς να μπορώ να διεκδικήσω τη νίκη. Το ίδιο και το 2003, τη χρονιά που ο Βασίλης Αναστόπουλος βρέθηκε σε εκπληκτική κατάσταση, παίρνοντας τελικά πανάξια την πρώτη θέση στη γενική, αφού εκείνη τη σεζόν είχε πραγματοποιήσει φοβερές εμφανίσεις.
Γ.Α.: Το 2011 έφτασες μία ανάσα από τη νίκη στη γενική κατάταξη.
Γ.Τ.: Το 2011 η ιστορία θα ήταν διαφορετική, αν δεν με έκλεινε εσκεμμένα ο Νικίας Αρντ λίγο πριν τον ανηφορικό τερματισμό στους Δελφούς, για να μην κερδίσω τον συναθλητή του, Στέφαν Σέφερ, στο σπριντ. Μέχρι εκείνο το σημείο ήμουν πρωτοπόρος στη γενική, οι διαδρομές μού ταίριαζαν απόλυτα, είχα δημιουργήσει μια καλή διαφορά μετά τη νίκη μου στο χρονόμετρο και πίστευα ότι δύσκολα θα μου ξέφευγε η πρωτιά. Μετά την πτώση όμως, έχασα πολύτιμα χρόνο και τη γαλάζια φανέλα.
Την επόμενη χρονιά, το 2012, βρήκα απέναντί μου δυο πολύ δυνατούς αντιπάλους, τον Ιταλό Ντάβιντε Ρεμπελίν και τον Σλοβένο Ρόμπερτ Βρέτσερ, η παρουσία τους είχε ανεβάσει τον βαθμό δυσκολίας. Τελικά κατάφερα να κατακτήσω την τρίτη θέση στη γενική και την κόκκινη φανέλα των βουνών για την Sp Tableware, ο Περικλής Ηλίας νίκησε σε ετάπ και κλείσαμε με θετικό πρόσημο τον Γύρο.
Γ.Α.: Το κεφάλαιο Γύρος Ελλάδας έκλεισε το 2012 με την 3η θέση στη γενική και ακολούθησε το "μαγικό" 2013. Μεταγραφή στην Euskaltel Euskadi και συμμετοχή στον Γύρο Ιταλίας και σε αγώνες Μνημεία της ποδηλασίας.
Γ.Τ.: Καταρχάς να τονίσω ότι η στροφή εξ ολοκλήρου στον δρόμο ήρθε το 2010, επειδή καταργήθηκε το αγώνισμα των πόντων σπό το Ολυμπιακό πρόγραμμα πίστας και το όμνιουμ δεν ταίριαζε στα χαρακτηριστικά μου. Στάθηκα όμως και τυχερός, γιατί είχα ολοκληρώσει το 2011 με αρκετούς βαθμούς στο Europe ranking (25η θέση). Τότε, οι ομάδες του Pro Tour (σημερινό World Tour), για να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στην πρώτη κατηγορία, πρόσφεραν συμβόλαια σε αθλητές με υψηλό ranking και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία.
Πρώτα στο τέλος του 2011, όταν υπέγραψα στην ισπανική Geox TMC, όπου τελικά δεν είχα την ευκαιρία να αγωνιστώ, γιατί η ομάδα διαλύθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα. Έναν χρόνο μετά όμως, ήρθε η πρόταση από την Euskaltel Euskadi. Όσα έζησα εκεί το 2013 ήταν πρωτόγνωρα. Απόλαυσα κάθε στιγμή, κάθε χιλιόμετρο εκείνης της σεζόν, όσο επίπονη και αν ήταν. Η εμπειρία αυτή ήταν μοναδική, δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα άλλο στην καριέρα μου.
Γ.Α.: Στην Euskaltel Euskadi συνάντησες ένα εντυπωσιακό ρόστερ, από τη μια με τους "παλιούς", όπως ο Σάμου Σάντσεθ, ο Μίκελ Ασταρλόθα, ο Ιγκόρ Αντόν και ο Μίκελ Νιέβε που πλέον έχουν αποσυρθεί και από την άλλη με τους νεώτερους, κάποιοι εκ των οποίων συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν, όπως ο Μίκελ Λάντα, τα αδέρφια Ιθαγκίρε και ο Πέγιο Μπιλμπάο. Ποια ήταν η σχέση σου μαζί τους και ποιος σου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση ως αθλητής;
Γ.Τ.: Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση μόλις πήγα στην ομάδα, ήταν το φιλικό κλίμα και η θερμή υποδοχή που μου επιφύλαξαν όλοι οι αθλητές. Γιατί δεν το κρύβω ότι είχα μια ανησυχία, επειδή η Euskaltel είχε μόνο Βάσκους στο ρόστερ της και ακουγόταν ότι δεν ήθελαν άλλες εθνικότητες. Τελικά εκείνο που συνέβη ήταν τελείως διαφορετικό, κυρίως δε από τους πιο βετεράνους, όπως ο Ιγκόρ Αντόν ή ο Μίκελ Νιέβε, πολλοί καλοί αθλητές, χαμηλών τόνων, οι οποίοι αμέσως με βοήθησαν να προσαρμοστώ στο καινούργιο περιβάλλον. Εκείνον όμως που βάζω πιο ψηλά από όλους, ήταν ο Σάμουελ Σάντσεθ.
Από την αρχή αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας και ήταν τέτοια η εκτίμησή του προς το πρόσωπό μου, ώστε ήθελε να με έχει μαζί του σε όλους τους αγώνες που έπαιρνε μέρος. Η εμπιστοσύνη που μου έδειξε, ήταν φυσικά μεγάλη τιμή για μένα, αλλά και ευθύνη. Η φιλία μας συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σχετικά με τους νεώτερους, που συνεχίζουν να αγωνίζονται, όπως ο Λάντα, ο Γκόρκα και ο Γιόν Ιθαγκίρε, ο Πέγιο, και με αυτούς διατηρώ πολύ καλές σχέσεις, τους συναντώ στα καμπ προετοιμασίας και σε αγώνες, με κάθε ευκαιρία θα πούμε τα νέα μας και θα θυμηθούμε όμορφες στιγμές από το παρελθόν.
Γ.Α.: Πώς ένιωσες όταν βρέθηκες στην εκκίνηση του Giro d'Italia στη Νάπολη, δίπλα σε όλα τα αστέρια της παγκόσμιας ποδηλασίας και τί θυμάσαι από τον τερματισμό σου στην Μπρέσια με την ολοκλήρωση του Γύρου;
Γ.Τ.: Και μόνο η συμμετοχή, το να βρεθώ στην εκκίνηση ενός Grand Tour, για μένα ήταν ένα παιδικό όνειρο. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι τελικά το όνειρο θα γινόταν πραγματικότητα. Για να είμαι ειλικρινής πάντως, δεν κοιτούσα τα μεγάλα ονόματα του πελοτόν, ήμουν ολοκληρωτικά απορροφημένος από τη "μεγάλη εικόνα" του Γύρου, από εκείνη την ποδηλατική γιορτή που ήταν ακόμα πιο σημαντική για εμένα, αφού ουσιαστικά είχα ξεκινήσει την καριέρα μου εκεί με την Colpack, δεκατέσσερα χρόνια πριν.
Όσο για τον τερματισμό, ήταν επίσης συγκινητικός, θυμάμαι ακόμα τις τελευταίες στροφές στο σιρκουί στην Μπρέσια, εκεί όπου με περίμενε η Μαρία, η μέλλουσα σύζυγός μου. Παρόλο που ήθελα να απολαύσω κάθε στιγμή από εκείνο το τελευταίο ετάπ, ήθελα και να σπριντάρω με στόχο να μπω στην πρώτη δεκάδα, Τελικά τερμάτισα 13ος, αλλά αυτό δεν αφαίρεσε το παραμικρό από την ικανοποίηση, από τα μοναδικά συναισθήματα που ένιωσα ολοκληρώνοντας το Giro.
Γ.Α.: Τι σημαίνει για έναν αθλητή να ολοκληρώνει το Παρί-Ρουμπέ, κάνοντας την είσοδό του στο θρυλικό ποδηλατοδρόμιο;
Γ.Τ.: Ο Γύρος Ιταλίας και το Παρί-Ρουμπέ ήταν οι δυο σημαντικότεροι αγώνες που έτρεξα εκείνη τη χρονιά (2013). Τρεις ήταν οι στιγμές στο Ρουμπέ που θα μου μείνουν αξέχαστες. Η πρώτη, όταν μπήκαμε στο πρώτο παβέ, ένιωσα αδρεναλίνη, τρέλα, αγωνιστική έκσταση! Η δεύτερη, όταν φτάσαμε στο Άρενμπεργκ, ήταν κυριολεκτικά σαν σκηνή από θρίλερ. Μπήκαμε με 70 χλμ/ώρα στο λιθόστρωτο, όπου η μοναδική μου σκέψη ήταν να αντέξει το ποδήλατο και να μην σπάσει για να επιζήσω!
Και η τρίτη, όταν είδα τον αδερφό μου και τη Μαρία, που με περίμεναν στο παβέ αμέσως μετά το "Καρφούρ ντε λ'Άρμπρ" (σ.σ. στο Γκρουσόν, 3ο πριν το τέλος, 14 χλμ από τον τερματισμό). Ήμουν πλέον πολύ κοντά στο ποδηλατοδρόμιο, ήξερα ότι θα τερματίσω τον αγώνα και ήταν το αποκορύφωμα σε μια ημέρα με έντονες συγκινήσεις και αξέχαστες αναμνήσεις.
Γ.Α.: Πες μου τους τρεις αγαπημένους σου ποδηλάτες από τότε που παρακολουθείς ποδηλασία μέχρι και σήμερα.
Γ.Τ.: Επειδή είμαι της παλιάς σχολής, δε θα σου πω νέους ποδηλάτες, παρόλο που υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι, αφού είμαστε σε μια εποχή γεμάτη από "εξωφρενικά" ταλέντα, όπως ο Πογκάτσαρ, ο Φαν ντερ Πουλ, ο Έβενπουλ κλπ. Εγώ θα επιλέξω τρεις της δικής μου εποχής, ξεκινώντας από τον Μικέλε Μπάρτολι, αγαπημένο μου αθλητή στους μονοήμερους και κλασικούς αγώνες. Μετά ο Γιάν Ούλριχ, αγαπημένος κι αυτός, λόγω στιλ, δύναμης και φινέτσας πάνω στο ποδήλατο. Και τέλος, ο Πάολο Μπετίνι, ένας αθλητής που πρόσφερε πάντα απίστευτο θέαμα. Έτυχε να τον γνωρίσω από κοντά όταν είχαμε τρέξει μαζί σε κάποιους αγώνες, εξαιρετικός χαρακτήρας, ταπεινός, απλός, προσιτός, αθληταράς!
Γ.Α.: Τελικά, ως ποδηλάτης προτιμούσες τον δρόμο ή την πίστα;
Γ.Τ.: Κάθε ένα έχει τη δική του ταυτότητα, τα στοιχεία που το καθιστούν ξεχωριστό. Και στα δυο είχα κορυφαίες συμμετοχές, μετάλλια, νίκες, διακρίσεις, όμορφες εικόνες και αναμνήσεις. Αν θα έπρεπε όμως να τα βάλω σε μια σειρά, θα διάλεγα πρώτα την πίστα και μετά τον δρόμο. Κάθε φορά που μπαίνω στην πίστα, ανατριχιάζω και επειδή σταμάτησα "αναγκαστικά", μου έμεινε ένα μικρό απωθημένο.
Γ.Α.: Πλέον ζεις την επαγγελματική ποδηλασία από διαφορετικό πόστο, αυτό του προπονητή. Τι είναι πιο εύκολο;
Γ.Τ.: Κάθε κεφάλαιο είναι ξεχωριστό. Θα προτιμούσα να είμαι αθλητής, η προπονητική είναι πολύ πιο σύνθετη. Αυτό δε σημαίνει πως δε μου αρέσει. Να τονίσω ότι σαν ποδηλάτης ουδέποτε έκλαψα μετά από μία επιτυχία μου. Σαν προπονητής όμως, ήδη "λύγισα" δυο φορές στη διάρκεια της περσινής σεζόν. Με τον Χιρτ και τη νίκη του στο 16o ετάπ του Γύρου Ιταλίας και με τον Γκιρμάι στο Gent-Wevelgem.
Γ.Α.: Πώς προέκυψε η συνεργασία με την Intermarché Circus Wanty;
Γ.Τ.: Προτού ολοκληρώσω την καριέρα μου ως ποδηλάτης, έκανα τα πρώτα προπονητικά βήματα, σε τοπικά σωματεία και με αθλητές μεμονωμένα. Το 2017 ανέλαβα την Εθνική ομάδα Κύπρου, όπου έμεινα μέχρι το 2020. Ακολούθησε η SEG Racing Academy (2020-2021). Σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσω τον Βασίλη Αναστόπουλο, που μου έδωσε την ευκαιρία να πάρω την θέση του εκεί, κάτι που άνοιξε τις πόρτες για το υψηλότερο επίπεδο. Στην ολλανδική ομάδα γνώρισα τον Άικε Φίσμπεκ, που είχε ξεκινήσει ήδη τις επαφές με την Intermarché. Συνεργαστήκαμε έναν χρόνο στη SEG, έμεινε ικανοποιημένος και μετά ήρθε η πρόταση για το Βέλγιο.
Γ.Α.: Τι θα συμβούλευες τα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με την επαγγελματική ποδηλασία;
Γ.Τ.: Αγάπη, συνέπεια, πάθος, αυτό είναι το βασικό τρίπτυχο. Πρέπει να αγαπήσουν το ποδήλατο, διότι οι δύσκολες στιγμές είναι περισσότερες από τις χαρούμενες. Πρέπει να έχουν συνέπεια, γιατί η εξέλιξή τους θα έρθει μέσα από την προπόνηση και την καλή ζωή. Και τέλος, πάθος, καθώς είναι το χαρακτηριστικό που μπορεί να κρατήσει σε υψηλό επίπεδο τα δύο προηγούμενα.
Γ.Α.: Θα μας πεις και δυο λόγια για το μεγάλο ποδηλατικό γεγονός της χώρας μας; Πιστεύεις ότι η αναβίωση του αναβαθμισμένου ΔΕΗ Ποδηλατικού Γύρου Ελλάδας θα βοηθήσει την εγχώρια ποδηλασία;
Γ.Τ.: Το υψηλό επίπεδο του Γύρου Ελλάδας με εντυπωσίασε πέρυσι. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αγώνες εφάμιλλης δυναμικής στο εξωτερικό. Στόχος θα πρέπει να είναι η συνέπεια στη διοργάνωσή του, κάτι που έχει γίνει αντιληπτό τόσο από το υφυπουργείο Αθλητισμού που έκανε το όνειρο της αναβίωσης πραγματικότητα, όσο και από τη συνδιοργανώτρια Ομοσπονδία. Είδαμε το ποδήλατο να μπαίνει στα σπίτια, νέα παιδιά να θέλουν να ασχοληθούν με το άθλημα, εθελοντές να κινητοποιούνται, αθλητές να αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο για να εξελιχθούν.
Όλα αυτά μαζί βοηθούν την ανάπτυξη της ποδηλασίας στη χώρα μας, όμως πέρα από τον ΔΕΗ Ποδηλατικό Γύρο Ελλάδας, που είναι ένα μεγάλο αθλητικό γεγονός με πολλαπλά οφέλη σε διάφορα επίπεδα, χρειάζονται και άλλες συντονισμένες, παράλληλες ενέργειες από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ώστε να υπάρξει συνολική αναβάθμιση και προώθηση του αθλήματος. Κλείνοντας, να ευχηθώ καλή επιτυχία σε όλους τους αθλητές που θα συμμετάσχουν στον ΔΕΗ Ποδηλατικό Γύρο Ελλάδας. Ελπίζω αυτή η διοργάνωση να αποτελέσει την αφετηρία για να δημιουργηθεί κάτι καλό στην εγχώρια ποδηλασία.