Ο καλύτερος προπονητής της Ασίας είναι Έλληνας
Γεννήθηκε στην Ελλάδα, μεγαλούργησε στην Αυστραλία, διακρίθηκε στην Ασία. Ο Άγγελος Ποστέκογλου είναι ο πιο επιτυχημένος Έλληνας προπονητής ποδοσφαίρου. Έστω κι αν δεν τον ξέρουμε.
Ο Άγγελος Ποστέκογλου είναι "ο καλύτερος προπονητής της Ασίας". Είναι και αυτός που οδήγησε την Αυστραλία στο πρώτο της τίτλο, δεκατέσσερις μήνες μετά την ανάληψη των Socerroos. Είναι ωστόσο, πολλά περισσότερα, όπως είχαμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε στη συζήτηση μας, στην οποία αναφέρθηκε στη ζωή του, την καριέρα του ως παίκτη και ως τεχνικού, στο ενδιαφέρον της Εθνικής Ελλάδος και αυτό της ΑΕΚ. Εξηγεί πως λατρεύει να δημιουργεί ομάδες και μιλά για τις βασικές προτεραιότητες της διαδικασίας.
Γεννήθηκε στις 27/8 του 1965 στην Αθήνα "στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί κοντά μέναμε". Δεν θυμάται το vibe του γηπέδου που έστεκε εκεί "γιατί ήμουν μικρός, όταν φύγαμε από την Ελλάδα". Θυμάται όμως, ξεκάθαρα τη λατρεία του πατέρα του για την ΑΕΚ "και όσα μου έλεγε εκείνος για την ομάδα και την περιοχή". Οι πρώτες εικόνες που έχει από τον ίδιο σε αυτή τη γη ξεκινούν από την Αυστραλία, όπου αποφάσισαν να μεταναστεύσουν ο Δημήτρης και η Βούλα Ποστέκογλου, όταν ο μικρός Άγγελος ήταν πέντε χρόνων. Αργότερα, προστέθηκε στην οικογένεια και η Ελισάβετ. "Ομολογώ πως από την Ελλάδα θυμάμαι κάποιες σκόρπιες εικόνες, ανθρώπους, την οικογένεια μας, φίλους. Όχι όμως, κάτι πιο συγκεκριμένο ή κάτι σημαντικό".
Το νέο σπίτι δημιουργήθηκε στη Μελβούρνη, που τότε ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη... ελληνική πόλη. "Παρ' όλο που δεν είχαμε κάποιον να μας περιμένει εκεί, οι γονείς μου αποφάσισαν να πάμε εκεί, για μια καλύτερη ζωή". Ο πατέρας του είχε χάσει τη δουλειά του, μετά το Πραξικόπημα και η ανάγκη να παρέχει στην οικογένεια του τον υποχρέωσε να αναζητήσει αλλού ευκαιρίες. Μπήκαν έτσι, όλοι σε ένα πλοίο το 1970 και πήγαν στη νέα πατρίδα. Όταν έφτασαν, ο Άγγελος ήταν ο μετανάστης Νο24.
"Το ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ έντονο και συν το γεγονός ότι ήμουν μικρός, δεν μπορώ να πω ότι αντιμετώπισα ιδιαίτερα προβλήματα προσαρμογής. Αργότερα κατάλαβα τις θυσίες των γονιών μου και γιατί τις έκαναν. Τότε όμως, δούλευαν σκληρά και πάρα πολλές ώρες την ημέρα και δεν τους έβλεπα και εγώ ήθελα να βρω έναν τρόπο να ταιριάξω. Ο καλύτερος ήταν τα σπορ". Πιο συγκεκριμένα, το ποδόσφαιρο που κάλυψε δυο ανάγκες.
Έτσι, όταν έγινε 8 χρόνων "ξεκίνησα να παίζω στις ακαδημίες. Έκτοτε, το ποδόσφαιρο είναι μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητας μου". Η θέση στην οποία απασχολείτο ήταν αυτή του αριστερού μπακ. Για ένα διάστημα, όταν ένιωσε μια μεγαλύτερη ανάγκη να "ταιριάξει", να νιώσει πως "ανήκει" -και ότι δεν είναι το παιδί με το τεράστιο επίθετο και την περίεργη προφορά- έπαιξε αυστραλιανό ποδόσφαιρο που... ουδεμία σχέση έχει με το ευρωπαϊκό "αλλά ο αθλητισμός έχει κοινό παρονομαστή". Αν έμαθε κάτι ήταν "να αντέχω και να έχω πραγματική αποφασιστικότητα, για ό,τι θέλω να κάνω". Αυτό εν τέλει, ήταν το ποδόσφαιρο σε μια χώρα που απλά δεν ασχολείτο με το σπορ, γιατί δεν ήταν εξ Αυστραλίας. Κάτι που σήμαινε πως όχι μόνο δεν το αποδέχονταν ως συνήθεια, αλλά αρνούνταν έστω να μιλήσω για αυτό. Όσο και αν δεν θέλει να μιλά για το ρόλο που έπαιξε στην εξέλιξη της ιστορίας (που ήθελε το soccer να γίνεται αποδεκτό, έως και αγαπητό), η πραγματικότητα είναι πως υπήρξε από τους πρωταγωνιστές. Θα φτάσουμε όμως, εκεί. Προς το παρόν, είμαστε στην εφηβική του ηλικία, τη συμμετοχή του στην ανδρική ομάδα στα 18.
Ο Ποστέκογλου είναι ο παίκτης... με το μουστάκι
Είχε πάει στον προπονητή του, Len McKendry και τον είχε ρωτήσει "αν πιστεύεις πως είμαι έτοιμος να παίξω με τα μεγάλα παιδιά". Εκείνος απάντησε "όταν θα είσαι αρκετά μεγάλος, για να αποκτήσεις κανονικό μουστάκι, τότε θα είσαι έτοιμος". Στις 15/4 του 1984 εμφανίστηκε στην NSL, μπροστά σε 7000 οπαδούς στο Middle Park, στο 15ο λεπτό οπότε αντικατέστησε τον τραυματία Alan Davidson, εναντίον της Sydney City. Έως το τέλος του χρόνου, είχε γίνει βασικός. Είχε και τέσσερις συμμετοχές στην εθνική U20. Της Αυστραλίας. "Ναι, ναι, είχα παίξει και τέσσερις φορές με την εθνική, το 1988 και το 1989. Κάπου εκεί μέρα" λέει... σαν να μιλά για κάποιον άλλον που στην τελική, δεν είχε καταφέρει και κάτι το σημαντικό. Επιμείναμε, για να μας πει πως "ναι, εντάξει, ήταν η επιβράβευση μιας πορείας. Έπαιξα με την ανδρική ομάδα στα 18 και... εντάξει ήταν μια καλή πορεία", με πρωτάθλημα (το 1991) υπό τις οδηγίες του Ferenc Puskas. Παρεμπιπτόντως, ήταν ο αρχηγός της ομάδας και αυτός που εκτέλεσε το τέταρτο πέναλτι (με το σκορ να είναι 1-2, για να το κάνει 2-2).
Δεν θέλησε να πει περισσότερα, γιατί δεν κρίνει πως υπάρχει λόγος. Για αυτό και... μας μετέφερε απευθείας στο 25ο έτος της ηλικίας του, οπότε υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο, που τελικά τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει. Την ενεργό δράση (έχοντας γίνει πρωταθλητής και τέσσερις φορές κυπελλούχος). Όχι το ποδόσφαιρο. "Έκανα μια εγχείρηση και από εκεί και πέρα άρχισε η αρχή του τέλους, γιατί έμεινα εκτός ένα χρόνο, μετά χρειάστηκα ακόμα μια επέμβαση. Γύρισα στα δυο χρόνια, προσπάθησα να επιστρέψω, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι δεν θα έφτανα ποτέ στο σημείο που ήμουν πριν τον τραυματισμό. Δεν μου άρεσε, οπότε είχε έλθει η στιγμή να σταματήσω, όσο δύσκολη και αν ήταν η απόφαση". Κυρίως γιατί "η αποχώρηση μου είχε έλθει πολύ νωρίτερα από όταν την περίμενα. Πίστευα πως θα παίζω έως τα 30-32 και αίφνης στα 26 έπρεπε να αποδεχθώ ότι η ιστορία αυτή είχε τελειώσει. Ομολογώ πως ήταν δύσκολες οι στιγμές, παρ' όλο που είχα αρχίσει να σκέφτομαι τον προπονητικό τομέα. Είχα ήδη κάνει σεμινάρια και ήταν κάτι που σκεφτόμουν, αλλά δεν το είχα αποφασίσει. Για δυο χρόνια, για την ακρίβεια για 18 μήνες ήταν δύσκολο. Μετά, επέστρεψα στην ομάδα μου, ως προπονητής".
Πριν εστιάσουμε στην... αλλαγή, θυμήθηκε κάτι ακόμα που είχε ενδιαφέρον και συνδεόταν με την πατρίδα. "Το 1988, ο κύριος Παναγούλιας μου είχε προτείνει μια θέση στον Άρη". Μάλιστα, οι "κίτρινοι" είχαν επικοινωνήσει με την South Melbourne, για να συζητήσουν τα πώς και τα πότε της μετακίνησης. "Δεν ήταν όμως, η στιγμή. Ήμουν μικρός, μόλις 22 χρόνων και δεν ήμουν 100% βέβαιος πως θέλω να φύγω από την Αυστραλία. Δεν πήγα, αλλά δεν το μετάνιωσα και μετά χτύπησα".
Ενόσω ήταν ενεργός ποδοσφαιριστής, πριν τραυματιστεί, είχε προνοήσει για το μέλλον του, γιατί είχε δει τη ζωή του να είναι συνδεδεμένη με το ποδόσφαιρο και μετά το τέλος της καριέρας του ακόμα και αν εκείνη ερχόταν φυσιολογικά και όχι αιφνίδια. "Είχα κάνει μαθήματα πολύ πιο νωρίς, απ' όταν χτύπησα. Από παιδί αγαπούσα το ποδόσφαιρο τόσο πολύ, που δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο. Πήγα στο Πανεπιστήμιο, παρακολουθούσα τα μαθήματα της λογιστικής, αλλά η καρδιά μου ήταν αλλού. Νιώθω πως το ποδόσφαιρο ήταν στη φύση μου. Δηλαδή, δεν κάθισα να σκεφτώ πως αυτό θέλω να κάνω. Ήταν κάτι που έγινε".
Η South Melbourne απέλυσε στις 12/4 του 1996 οπότε η ομάδα απέλυσε τον Frank Arok -προηγήθηκε ο αποκλεισμός από τους τελικούς και κάλεσε τον 30χρονο Ange να αναλάβει έως το τέλος της σεζόν. Λίγες ημέρες μετά, πανηγύρισε την πρώτη του νίκη. Την αγωνιστική περίοδο 1996-97 η ομάδα τερμάτισε στην τρίτη θέση της βαθμολογίας. Τη δεύτερη (1997-98) έδειξε το δρόμο για την κορυφή, πράγμα που συνέβη και ένα χρόνο αργότερα. "Η αλήθεια είναι πως όταν γίνεσαι προπονητής και παίρνεις την πρώτη σου δουλειά, είναι σημαντικό να 'χεις και αποτέλεσμα. Να πετύχεις κάτι. Να εκμεταλλευθείς την ευκαιρία που έχεις, διαφορετικά είναι δύσκολο να σου δώσουν άλλη. Ομολογώ ότι για εμένα τα πράγματα ήταν πολύ καλά. Ήμουν 30 χρόνων, όταν άρχισα την προπονητική και μέσα σε τρία χρόνια, πήραμε δυο τίτλους. Μοιραία, μου έδωσε την αισιοδοξία πως μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά, να γίνω καλός προπονητής. Παράλληλα, μου παρουσιάστηκαν και άλλες ευκαιρίες, μέσω των επιτυχιών". Υπό τις οδηγίες του, η South Melbourne έγινε η πιο επιτυχημένη ομάδα της χώρας και είχε κερδίσει μια θέση στο FIFA World Club Championship που διεξήχθη στο Estádio do Maracanã του Rio De Janeiro. Στο πρώτο ματς (6/1/2000), βρήκαν μπροστά τους τη Vasco Da Gama (των Edmundo, Romario, Juninho), μπροστά σε 66.000 φιλάθλους. Έχασαν (2-0), αλλά δεν ξεφτιλίστηκαν και αυτό το λέτε και επιτυχία. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, ήταν που συνειδητοποίησε πού βρίσκεται και τι του συμβαίνει. Όταν βρήκε απέναντι του και την Manchester United, του Sir Alex Ferguson "ένιωσα πως δεν είχα τίποτα να φοβηθώ".
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχε να αντιμετωπίσει, από το νέο του πόστο, τις πρώτες ημέρες; "Δεν ήταν η πίεση ή το άγχος. Το πιο μεγάλο εμπόδιο ήταν πως ήμουν μικρός και στην ομάδα είχα παίκτες, ανθρώπους με τους οποίους είχα υπάρξει συμπαίκτης, που ήταν πιο μεγάλοι από εμένα, πιο έμπειροι και από εκεί που παίζαμε μαζί, ξαφνικά ήμουν ο προπονητής τους. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Όχι η φιλοσοφία ή η νοοτροπία. Αυτά ήταν απλά στο μυαλό μου. Ήταν κάτι που μου άρεσε να κάνω και αισθανόμουν άνετα". Μίλησε με κάποιον που εμπιστευόταν, να ζητήσει μια χείρα βοηθείας; "Ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας φροντίζω κάθε θέμα που αντιμετωπίζω, να το σκέφτομαι μόνος μου και να βρίσκω τη λύση. Δεν έκρινα πως είχα μπροστά μου μεγάλα εμπόδια. Το κυριότερο για εμένα, ήταν να μου δοθεί μια ευκαιρία. Ήξερα πως άπαξ και την πάρω, θα μπορούσα να τα καταφέρω, να τη διαχειριστώ. Ίσως για αυτό δεν ένιωσα και άγχος. Όταν αποφάσισα πως θα γίνω προπονητής, ήξερα πολύ καλά τι με περιμένει".
Το 2000 εμφανίστηκε στο διάβα του μια άλλη ομάδα, στην οποία είχε παίξει, να του ζητήσει να κρατήσει τα ηνία: η εθνική Αυστραλίας U20. Γεγονός σαφώς τιμητικό, πολλώ δε από τη στιγμή που δεν είχε γεννηθεί στη χώρα. "Α, σίγουρα ήταν μεγάλη τιμή για εμένα, να μου παρουσιαστεί αυτή η ευκαιρία μετά τον τετραετή -επιτυχημένο- κύκλο μου, στην South Melbourne. Το είδα ως μια καλή εμπειρία, γιατί επρόκειτο να προπονήσω όχι μόνο στην Αυστραλία, αλλά και στο εξωτερικό, μέσω διοργανώσεων όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο όπου συναντήσαμε άλλες χώρες. Εκεί εστίασα: στο ότι θα κέρδιζα πολύ καλές εμπειρίες, ως τεχνικός. Πήγαμε σε έξι World Cups U20 και U17, παίξαμε εναντίον ομάδων όπως είναι η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Γερμανία. Ήταν μεγάλες εμπειρίες αυτές που αποκόμισα για επτά χρόνια". Όχι. Πάλι δεν ένιωσε άγχος, στρες ή αγωνία. "Δεν το είχα ποτέ αυτό. Ήταν ο χαρακτήρας μου έτσι. Τι να πω; Το πίστευα, δεν φοβόμουν. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να εκμεταλλευτώ όσο καλύτερα μπορώ τις ευκαιρίες που μου παρουσιάζονταν και να κάνω καλά τη δουλειά μου". Η αποτυχημένη απόπειρα πρόκρισης στο υπ αριθμόν 8 World Cup Νέων (ενώ ο Guus Hiddink είχε στείλει τη χώρα στο World Cup, για πρώτη φορά έπειτα από 32 χρόνια), έφερε το τέλος της συνεργασίας και τη "σταύρωση" από ανθρώπους που ομολόγησαν μια δεκαετία αργότερα ότι... θα προτιμούσαν να μην έχουν πει λέξη.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να αναζητήσει την επόμενη περιπέτεια, είχαμε φτάσει στο 2008 και αυτή τη φορά θα τον καλούσαν από κάπου μακριά: την Ελλάδα και την Παναχαϊκή, που ήταν τότε στην τρίτη κατηγορία. "Ήταν άλλη μια εμπειρία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχα κάνει ό,τι δουλειά είχα να κάνω στην Αυστραλία, σε επίπεδο συλλόγου και εθνικής. Για εμένα ήταν κάτι που ήθελα να κάνω: να προπονήσω στο εξωτερικό. Όταν λοιπόν, προέκυψε η πρόταση του Ελληνοαυστραλού επιχειρηματία που είχε την Παναχαϊκή εκείνη την περίοδο (Κώστας Μακρής), ουσιαστικά δεν είχα κάτι να σκεφτώ". Τώρα που υπάρχει και χρονική απόσταση, πώς αξιολογεί όσα έζησε στην Πάτρα;
"Ήταν κάτι το διαφορετικό από όσα είχα ζήσει στην Αυστραλία, σε επίπεδο καθημερινότητας, ποδοσφαίρου... Από όλες τις πλευρές. Ήταν κάτι που μου άρεσε, όμως. Όπως ξέρεις, στην Ελλάδα η θέση του προπονητή δεν είναι σταθερή. Τον καιρό που ήμουν εκεί, πέρασα πολύ καλά. Μου άρεσε το ποδόσφαιρο, το κλίμα. Εντάξει, υπήρχαν κάποια πράγματα που αφορούσαν την οργάνωση και θα μπορούσαν να 'χουν γίνει πολύ καλύτερα, αλλά και αυτά τα περίμενα. Δεν συνάντησα κάτι που δεν περίμενα". Όταν άλλαξε η διοίκηση και στη θέση του Μακρή εμφανίστηκε ο Αλέξης Κούγιας, ολοκληρώθηκε και η συνεργασία, αν και οι Αυστραλοί έχουν γράψει πως ο Ποστέκογλου παραιτήθηκε στις 21/12 του 2008, με το σφύριγμα της λήξης ενός αγώνα. Ευχαρίστησε τους φιλάθλους (πήγε μπροστά τους και τους χειροκρότησε) και έφυγε με ρεκόρ 9 νίκες, 5 ισοπαλίες και 2 ήττες.
Μάζεψε τα πράγματα του και επέστρεψε στην Αυστραλία "για μια νέα πρόκληση, την Brisbane Roar (2009-12). Αλλά θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Αυτό που με ενδιέφερε είναι να αφήσω το στίγμα μου. Να αλλάξω τον τρόπο που παιζόταν το παιχνίδι". Μια σημείωση εδώ: η Brisbane του έκανε πρόταση τον Οκτώβριο του 2009, μετά την κλήση που είχε "φάει" ο τότε προπονητής της, Frank Farina γιατί ξεπέρασε το όριο ταχύτητας, πρωί Κυριακής, καθ' οδόν για την προπόνηση.
Στην αρχή, "καθάρισε" το ρόστερ και έφτιαξε νέο από το μηδέν, με κύριο ζητούμενο να παίζει η ομάδα του επιθετικό ποδόσφαιρο που να στηρίζεται στις κατοχές. Ξεκίνησε με το να διδάσκει στους παίκτες του πώς να παίζουν σύγχρονο ποδόσφαιρο, με πάσες, κίνηση και πίεση. Εκείνοι χρειάστηκαν κάποιους΄μήνες, αλλά το πέτυχαν. Τι κατάφεραν; Να πάρουν back to back πρωταθλήματα και να φτάσουν στο -αχτύπητο ακόμα και σήμερα- ρεκόρ των 36 διαδοχικών νικών, με ένα μέσο όρο 16-17 χιλιάδων οπαδών να παρακολουθούν τις εξελίξεις. "Πάλι είδα αυτήν την πρόταση, ως μια ευκαιρία, γιατί τότε είχε αρχίσει στην Αυστραλία το νέο πρωτάθλημα που ήταν πια επαγγελματικό, είχε δέκα ομάδες, ήταν πιο ανταγωνιστικό, εξαιρετικά γήπεδα. Όλα είχαν αλλάξει πάρα πολύ. Τα πήγαμε καλά" λέει, για όσα σας είπαμε εμείς λίγο νωρίτερα. Προφανώς και για να φτάσει σε νέους τίτλους, κάτι έκανε καλά. Τι; "Είχαμε φτιάξει καλή ομάδα. Η δουλειά που έκανα ήταν η καλύτερη που είχα κάνει, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τι ήταν αυτό που ζήτησα από τους παίκτες του, πρωτίστως; Είχα στο μυαλό μου μια φιλοσοφία, για τον τρόπο που θα παίζαμε, για τον τρόπο που θα συμπεριφερόμασταν ως σύλλογος, εκτός των τεσσάρων γραμμών. Επί του παιχνιδιού, ήθελα να παίξουμε ένα πιο επιθετικό ποδόσφαιρο, ένα πιο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, ένα πιο τεχνικό ποδόσφαιρο, που τότε δεν έπαιζε κανείς στην Αυστραλία". Τώρα, αυτό έχει αλλάξει. "Νομίζω πως αυτός ήταν ο λόγος που ήμασταν επιτυχημένοι τότε: παίζαμε κάτι που δεν έπαιζε κανείς άλλος στη χώρα".
Ακολούθως, επέστρεψε στη Μελβούρνη και είχε αναλάβει να δημιουργήσει τα νέα δεδομένα για την Melbourne Victory, (της πιο μεγάλης και επιτυχημένης ομάδας της πόλης, που είχε περάσει μια διετία μακριά από την κορυφή και τον κάλεσαν να αναλάβει την επιστροφή "και να φτιάξουμε την πιο μεγάλη ομάδα της Αυστραλίας". Την πρώτη χρονιά (2012-13) την έφτασε στο Νο3 της κατάταξης, μετά την ήττα στα ημιτελικά. Μετά... συνέβη κάτι: ξύπνησε το ξημέρωμα της 8ης Σεπτεμβρίου του 2013, για να παρακολουθήσει τους Socceroos να παίζουν εναντίον της Βραζιλίας στους "Άγιους τόπους" του ποδοσφαίρου. Ενώ ήταν σε εξέλιξη το ματς, είχε ένα ακόμα όραμα: είδε τον εαυτό του να κάθεται στον πάγκο της εθνικής Αυστραλίας, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014. Λίγο αργότερα, ο Holger Osieck, ο προπονητής που είχε οδηγήσει τη χώρα στο Παγκόσμιο του 2014, παραιτήθηκε -πριν τον απολύσουν- και οι διοικούντες κάλεσαν στο τηλέφωνο τον Ποστέκογλου.
"Η Αυστραλία δεν περνούσε καλή περίοδο τότε και χρειάζονταν κάποιον, ικανό να δημιουργήσει τη νέα πραγματικότητα. Μου εξήγησαν πως είχαν παρακολουθήσει την πορεία μου σε όλες τις ομάδες που ήμουν και είχαν καταλήξει ότι μπορώ να τους κάνω τη δουλειά. Αυτό μου αρέσει να κάνω: να "χτίζω". Αρκεί βέβαια, να μου δίνουν την ευκαιρία και το εύλογο χρονικό διάστημα". Το βασικό θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομεί "είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι. Να έχεις δίπλα σου ανθρώπους με τα ίδια οράματα, την ίδια νοοτροπία, το ίδιο πλάνο. Να εννοούν ό,τι λένε, να μοιράζομαι μαζί τους την ίδια άποψη για το παιχνίδι, αλλά και το πώς πρέπει να είναι η ομάδα και εκτός γηπέδου".
Ο David Gallop της ομοσπονδίας, ενημέρωσε ότι "ξέραμε τον πονοκέφαλο που θα δημιουργήσουμε στη Victory, από τη στιγμή που ζητήσαμε τον προπονητή της μετά την τρίτη αγωνιστική της λίγκας και είμαστε ευγνώμονες που τελικά δέχθηκαν να τον αφήσουν, αλλά πρέπει να πούμε πως την ειδοποιό διαφορά την έκανε η τεράστια επιθυμία του Ange να αναλάβει την ομάδα" και για αυτή άφησε ένα μεγάλο ποσό στη Victory. Έτσι, στις 23/10 του 2013 ανακοινώθηκε από τους Socceroos, μαζί και ότι το συμβόλαιο που είχε υπογράψει ήταν πενταετούς διάρκειας.
"Δεν ήταν απλή υπόθεση η μεταφορά μου από τον πάγκο του σωματείου στην εθνική. Είχαμε προβλήματα, υπήρξε μεγάλη αντίδραση, γιατί είχε αρχίσει η σεζόν και υπήρχαν στόχοι. Απ' όταν προέκυψε η πληροφορία πως είμαι υποψήφιος για την εθνική, το κλίμα δεν ήταν καλό ούτε για την ομάδα, ούτε για την εθνική, ούτε για εμένα. Είχα καλή σχέση με τη διοίκηση και ήταν λογικό να μην θέλουν να φύγω, γιατί είχαν ξοδέψει πολλά χρήματα ώστε να καταφέρουμε να υλοποιήσουμε συγκεκριμένους στόχους, αλλά ύστερα από 2-3 εβδομάδες βρήκαμε μια λύση και με άφησαν -ενώ είχα συμβόλαιο για άλλα τρία χρόνια. Ήταν μια ευκαιρία που δεν έρχεται κάθε μέρα" και δεν γινόταν να την χάσει, όποιο και αν ήταν το κόστος. Ένα χρόνο αργότερα, έγινε πανό!
Όπως συνέβη και στην εκκίνηση της προπονητικής του καριέρας (γενικότερα), ως εθνικός κόουτς της ανδρών έδειξε αμέσως το δρόμο για τον τίτλο: στις 31/1 του 2015 η ομάδα του κατέκτησε το Asian Cup, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, γινόταν στην Αυστραλία και αυτός ο τίτλος ήταν ο μεγαλύτερος που είχαν κατακτήσει ποτέ οι Socceroos. Έγινε ο πρώτος που έζησε τη σχετική διάκριση, ως πρώτος προπονητής. Εκείνος αποθέωσε τους παίκτες του, μετά το 2-1 του τελικού επί της Κορέας, στην παράταση. "Όταν πήρα τη δουλειά, είχα δει πως 14 μήνες αργότερα έχουμε το Asian Cup. Έφτιαξα πλάνο, ώστε όταν φτάσουμε εκεί, να μπορούμε να κατακτήσουμε το τρόπαιο. Αυτή ήταν η δική μου απαίτηση, ευθύς εξ αρχής. Ο λόγος είχε να κάνει και με το γεγονός ότι αυτή η διοργάνωση, γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια. Πράγμα που σήμαινε ότι πέραν από πρώτη ευκαιρία να παράγω έργο, ενδεχομένως να ήταν και η τελευταία που θα είχα να φτάσω σε αυτήν τη διάκριση. Επιπροσθέτως, το τουρνουά γινόταν στην Αυστραλία, οπότε υπήρχε γενικότερα η απαίτηση. Δεν άλλαξε κάτι, μετά την επιτυχία, γιατί αυτός ήταν ο στόχος. Γενικά, δεν συμβιβάζομαι με τα λίγα. Έχω πάντα την επιδίωξη να φτάνουν οι ομάδες μου εκεί όπου μπορούν, βάσει των όσων βλέπω εγώ πως έχουν τη δυνατότητα να κάνουν".
Η προτεραιότητα πάντα, είναι η ίδια: "Το πρώτο πράγμα που φροντίζω να διασφαλίζω, είναι ότι όλοι αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη της ομαδικής προσπάθειας, ως μόνο μέσο που οδηγεί στην επιτυχία. Δεν υπάρχουν "εγώ". Υπάρχει "εμείς" και ο κοινός στόχος μας. Αυτό είναι κάτι που κάνω πια, είκοσι χρόνια. Δεν ξεχνώ ποτέ ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του προβλήματα και τα δικά του όνειρα και είναι δική μου δουλειά να τους κάνω να παίζουν όλοι, για το ίδιο πράγμα".
Αισθάνομαι πως δεν έχω δουλέψει καμία μέρα στη ζωή μου
Τον Νοέμβριο του 2015 ενημερώθηκε πως έχει επιλεγεί για κορυφαίος προπονητής, από την Asian Football Confederation. "Εντάξει, είναι μια διάκριση σημαντική για το συγκεκριμένο στάδιο της ζωής μου, αλλά ξέρεις, ως προπονητής είμαι υποχρεωμένος να μη στέκομαι στο παρελθόν. Ό,τι τελειώνει, είναι παρελθόν και εγώ πρέπει να προετοιμαστώ για τις επόμενες προκλήσεις. Και ως χαρακτήρας κοιτώ μόνο μπροστά. Όχι πίσω. Τη στιγμή εκείνη λες, είναι κάτι ωραίο, αλλά σκέφτεσαι όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Για τους γονείς μου, για την οικογένεια μου ήταν κάτι σημαντικό και από εκεί αντλώ και εγώ χαρά". Οι υποχρεώσεις που έχει ως ομοσπονδιακός, τον κρατούν για καιρό μακριά από την οικογένεια του. "Κάθε δυο εβδομάδες, έχω και ένα ταξίδι. Αν δεν έχεις στο πλευρό σου έναν άνθρωπο που να καταλαβαίνει τη δουλειά σου, σίγουρα γίνεται πιο δύσκολη. Εγώ ευτύχισα να έχω δίπλα μου την Γεωργία, η οποία δείχνει μεγάλη κατανόηση. Είμαι τυχερός και οι δικοί μου άνθρωποι αγαπούν το ποδόσφαιρο. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρουν και κάτι διαφορετικό, γιατί αυτή ήταν πάντα η πραγματικότητα, αλλά κάνουν τη ζωή μου πιο εύκολη". Πέραν της Γεωργίας, κατανόηση δείχνει και ο -16χρονος Δημήτρης με τον -2χρονο- Μάξιμο.
"Η μέρα μου ξεκινά με το ποδόσφαιρο και τελειώνει με το ποδόσφαιρο. Στη μέση υπάρχει η οικογένεια και οι φίλοι, αλλά τώρα που είμαι στην εθνική έχουμε πενήντα παίκτες που παίζουν στην Ευρώπη, στην Ασία. Μόνο για να τους παρακολουθήσω, να δω τα παιχνίδια τους, χρειάζομαι οκτώ ημέρες την εβδομάδα. Αλλά αυτή είναι η ζωή που ξέρω. Αγαπώ αυτό που κάνω τόσο που αισθάνομαι ότι δεν έχω δουλέψει καμία μέρα στη ζωή μου. Αισθάνομαι ευλογημένος και τυχερός. Ξέρω πως η ζωή δεν είναι εύκολη και για εμένα, να μπορώ να κάνω αυτό που κάνω, είναι ευλογία".
Αν σκεφτεί όσα του έχουν συμβεί, καταλήγει στο ότι "γεννήθηκα να κοουτσάρω, όχι για να παίζω. Παραδέχομαι πως νιώθω πιο "γεμάτος" ως προπονητής, από ό,τι ένιωσα ποτέ ως παίκτης. Για να είμαι ειλικρινής, δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα φτάσω στο σημείο που βρίσκομαι ως τεχνικός, στην καριέρα μου ως παίκτης. Όχι γιατί δεν είχα φιλοδοξίες. Να σκεφτείς, λέω στους παίκτες μου πάντα πως όταν έλθει η ώρα να κρεμάσετε τα παπούτσια σας, πιθανότατα θα έχετε δυο ερωτήσεις: αν κερδίσατε κάτι και αν γίνατε διεθνείς. Είναι όμορφο το συναίσθημα που νιώθω, όταν μπορώ να απαντήσω "ναι" και στις δυο ερωτήσεις". Φυσικά, τίποτα δεν τελειώνει εκεί. "Είμαι πάντα υποχρεωμένος να κοιτώ το αύριο, ό,τι και αν έχει προηγηθεί. Εστιάζω στις επόμενες υποχρεώσεις μου". Εν προκειμένω, το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας. "Έχουμε άλλους δυο αγώνες, για την πρώτη φάση του προκριματικού και είμαστε στην πρώτη θέση. Και οι δύο είναι στην Αυστραλία. Θα τερματίσουμε πρώτοι και μετά θα παίξουμε στην τελική φάση, για το επόμενο Παγκόσμιο. Δεν είναι εύκολη η πρόκριση. Είναι κάτι για το οποίο θα παλέψουμε. Πήγαμε στη Βραζιλία, το 2014 και παρ' όλο που είχαμε δύσκολο όμιλο και δεν κερδίσαμε αγώνα, το ποδόσφαιρο που παίξαμε ήταν κάτι που ξεχώριζε, λιγάκι. Τώρα, θέλουμε και τα αποτελέσματα".
Άπαξ και πάνε όλα καλά και με αυτό το project, για τη συνέχεια θα ήθελε να δουλέψει στην Ευρώπη, όπως έχει πει "αλλά αυτό δεν είναι κάτι που με απασχολεί τώρα. Σε ποιο πρωτάθλημα θα ήθελα να δουλέψω; Ποτέ δεν σκέφτομαι έτσι, για το μέλλον μου. Ξέρω πως όταν τελειώσει το συμβόλαιο με την εθνική, θέλω το επόμενο βήμα να είναι στο εξωτερικό. Τώρα, πού θα είναι αυτή η δουλειά δεν το ξέρω. Μπορεί να το κρίνει η πορεία που θα έχω με την Αυστραλία στο Παγκόσμιο".
Ισχύει ότι η Εθνική Ελλάδος του χτύπησε το 2015; "Από τη δική μου πλευρά, όχι. Δεν έγινε κάτι επίσημα. Είχα ακούσει το όνομα μου και από ό,τι είχα καταλάβει, είχα προταθεί. Δεν έγινε όμως, κάτι επίσημο λόγω και του συμβολαίου που είχα με την Αυστραλία". Αν τον ενδιέφερε η προοπτική να χτίσει κάτι νέο για την Ελλάδα; "Σίγουρα. Στην Ελλάδα γεννήθηκα, θα ήταν τιμή, αλλά το κυριότερο πάντα είναι κάνω σωστά τη δουλειά που έχω και από εκεί και πέρα κάποιες πόρτες ανοίγουν, άλλες κλείνουν. Είναι όμως, κάτι που δεν σκέφτομαι". Είχε γραφτεί πως τον ήθελε και η ΑΕΚ. "Πάλι δεν είχαμε επίσημες επαφές. Η ΑΕΚ είναι η ομάδα που παρακολουθώ, η ομάδα του πατέρα μου. Γεννήθηκα στη Νέα Φιλαδέλφεια, υπάρχει ένα "δέσιμο", αλλά δεν υπήρξε κάτι άλλο".
Ποιο είναι το πρωτάθλημα που κρίνει πως παίζεται το ωραιότερο ποδόσφαιρο; "Δεν είναι μόνο αυτό. Μεγάλη σημασία έχει και πού μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου σωστά. Δηλαδή, όταν βλέπεις το πρωτάθλημα στη Γερμανία αντιλαμβάνεσαι πως έχουν τις εγκαταστάσεις και τα χρήματα, για να κάνεις τη δουλειά σου έτσι όπως θέλεις". Ποια ομάδα παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο; "Παρ' όλο που η Barcelona έχει πάρει τα τρόπαια, για εμένα η Bayern παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο για εμένα. Και ναι, ο Guardiola έχει παρουσιάσει κάτι το διαφορετικό. Πάντα μου αρέσει όταν κάποιος κάνει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει, που σκέφτεται κάτι διαφορετικό. Όταν πιστεύει τόσο πολύ στον εαυτό του, πως μπορεί να κάνει μια πρωτότυπη ιδέα πράξη, είναι κάτι που με ενδιαφέρει. Από αυτή τη γενιά, ο Guardiola είναι που ξεχωρίζει. Κάνει πράγματα που άλλοι δεν κάνουν. Αν είναι ο πιο επιτυχημένος; Αυτό δεν το ξέρω. Σίγουρα είναι εκείνος που παρουσιάζει το πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα".