Οδυσσέας... στο κόκκινο!
Η ζωή του Οδυσσέα Κόκκινου ήταν... αντάξια του ονόματος που είχε επιλέξει για εκείνον ο πατέρας του, Γιάννης. Είχε περιπέτειες, μακρύ ταξίδι, μάχη με δαίμονες και επιβίωση. Εγκατέλειψε τον Παναθηναϊκό "γιατί ήμουν μικρός, ηλίθιος και πείσμων" και μεγαλούργησε στην Αυστραλία.
Τον ρώτησαν τι θα άλλαζε από τη ζωή του, αν είχε αυτήν τη δυνατότητα. Απάντησε " για να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Αν μου είχαν δοθεί τα ίδια πράγματα, το πιθανότερο είναι πως θα έκανα και τα ίδια. Θα έπαιζα, θα έτρωγα, θα έπινα, θα μιλούσα, θα έκανα σεξ. Ό,τι και αν έκανα, το έκανα με πάθος. Με ακραίο τρόπο. Ο Θεός μου έδωσε ένα πιάτο που είχε τα πάντα. Δεν μετανιώνω για κάτι. Ούτε για τα καλά, μηδέ για τα κακά". Ο Οδυσσέας Κόκκινος ήταν πολλά πράγματα, αλλά όχι ευθυνόφοβος. Και ας ξέρει πως το πείσμα του, του στέρησε τη δυνατότητα να κάνει καριέρα στον Παναθηναϊκό, τη χρυσή εποχή του Wembley. Στην πορεία, έμαθε και πολλά άλλα. Διαβάστε.
Kατά τον Σωκράτη, η δικαιοσύνη είναι αυτή που βοηθά τον άνθρωπο να επιτύχει την πραγματική ευτυχία και να έχει ισορροπία στην ψυχή του. Επίσης, πρέσβευε την ιδέα πως ένας τιμωρημένος παραβάτης νιώθει πολύ πιο ευτυχής, από έναν ατιμώρητο. Αυτή είναι και η άποψη του ασπάζεται ο Κόκκινος, αναγνωρίζοντας πως τα όσα έκανε στη ζωή του είχαν συνέπειες, με τις οποίες ήλθε αντιμέτωπος και ανέλαβε την ευθύνη. " Έμαθα πως αν κάνεις το έγκλημα, πρέπει να εκτίσεις και την ποινή. Δεν μπορείς να κατηγορείς οποιονδήποτε άλλο, πέρα από τον εαυτό σου" εξηγεί ο "George Best της Αυστραλίας" σε εκτενές αφιέρωμα που του ετοίμασε η Guardian.
Ο συντηρητικός -ξυλέμπορος- πατέρας του, Γιάννης προφανώς και δεν είχε ιδέα... τι τον περίμενε, όταν αποφάσισε να ονομάσει τον πρωτότοκο γιο του "Οδυσσέα". Εκ του "ὀδύσσομαι" (βλέπε: οργίζομαι, μισώ κάποιον). Ή του "ὀδυνάω", που σε πολύ ελεύθερη ερμηνεία σημαίνει "αυτός που προκαλεί και αισθάνεται πόνο". Σε κάθε περίπτωση, του έζησε μια ζωή παράλληλη με εκείνη του μυθικού βασιλιά της Ιθάκης (στο επικό ποίημα του Ομήρου -"Οδύσσεια"), ο οποίος ήταν γνωστός για την πονηριά και την εφευρετικότητα του, μαζί όμως και για το... μακρύ ταξίδι και τη λατρεία του προς τις γυναίκες, πριν επιστρέψει σπίτι. "Σπίτι" για τον Κόκκινο είναι πια, το Oakleigh, ένα προάστιο της Melbourne, όπου το 14% εκ των κατοίκων μιλούν μόνο ελληνικά, στο σπίτι. Εκεί διατηρεί ένα εστιατόριο και ζει στην ήσυχη παραλιακή πόλη του Mordialloc.
Το ταξίδι του συγκεκριμένου Οδυσσέα, ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε ο γιος του Γιάννη και της Βασιλικής. " Ουδείς με δίδαξε ποδόσφαιρο στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα, δεν θυμάμαι ποτέ να πήρα ως δώρο τρένα ή παιχνίδια. Μόνο μια μπάλα. Και αν δεν μου έπαιρναν μπάλα, την έφτιαχνα, με τσαλακωμένα χαρτιά. Γεννήθηκα με το ποδόσφαιρο". Σε συνέντευξη του στο SBS Greek και στην εκπομπή "Athletes we loved" του Stergos Kastelloriou είχε πει πως " αν γεννηθείς με ταλέντο, τότε όλα είναι καλά. Γεννιέσαι ποδοσφαιριστής. Δεν γίνεσαι. Αν δεν το έχεις μέσα σου, δεν θα το αποκτήσεις ποτέ. Γίνεσαι ποδοσφαιριστής, γιατί σου έχει δώσει κάτι ο Θεός, ένα χάρισμα. Αν το διαθέτεις αυτό το χάρισμα, είναι πολύ εύκολο να περπατήσεις". Εκείνος περπάτησε αρχικά στην Beyogluspor της Πόλης, στα 11 χρόνια. " Μετά φύγαμε από την Κωνσταντινούπολη. Μας έδιωξαν οι Τούρκοι", θυμάται.
Λίγο πριν τον εκδιωγμό, τον είχε δει εν δράσει ο Λευτέρης Αντωνιάδης, ο οποίος αργότερα έγινε Lefter Küçükandonyadis και ένας εκ των μεγαλύτερων παικτών που έχουν φορέσει ποτέ τη φανέλα της Fenerbahçe και της εθνικής Τουρκίας -διετέλεσε και αρχηγός. Ζήτησε να δει τον πατέρα του μικρού Οδυσσέα, για να τον ενημερώσει επί του ταλέντου που είχε διακρίνει στο γιο του. Αυτό που άκουσε ήταν πως δεν τον ενδιέφερε τι έκανε το παιδί του, με την ασπρόμαυρη μπάλα. Επέμενε πως " είναι παιδί" και ότι έπρεπε να τελειώσει το σχολείο (τελείωσε τη Μεγάλη Σχολή του Γένους, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο), να πάει στο πανεπιστήμιο και μετά να αναλάβει την επιχείρηση της οικογενείας " γιατί αυτές ήταν οι προτεραιότητες".
Όσο και αν έλεγε ο Αντωνιάδης πως ο μικρός ήταν "διαφορετικό παιδί", ο Γιάννης Κόκκινος παρέμενε αδιάφορος. Το μόνο που έκανε ήταν να του επιτρέψει να πάει στο Πέρα και να παίξει στο θρυλικό Mithatpasa Stadium. Ώσπου το 1964 όλα άλλαξαν. Η κλιμακούμενη ένταση μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων έφτασε στο αποκορύφωμα της και στα 15 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του -με ειδική πτήση που είχε ναυλώσει η Ολυμπιακή Αεροπορία. Ο πατέρας του έβαλε λουκέτο στο μαγαζί, η τράπεζα είχε "παγώσει" τους λογαριασμούς της οικογενείας και το μόνο που πήραν μαζί τους ήταν πέντε βαλίτσες με τα απολύτως απαραίτητα. Με αυτές, προσγειώθηκαν στην Αθήνα. "Τα μαλλιά του πατέρα μου άσπρισαν, σε μια νύχτα" θυμάται ο Κόκκινος, μαζί και ότι εγκαταστάθηκε στον Κορυδαλλό " που είχε πολλούς καλούς παίκτες. Τους Μπαλοπουλαίους (Φώτης και Βαγγέλης Μπαλόπουλος), τον Γκλέζο".
Με την Προοδευτική υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να νιώσει σαν στο σπίτι του, στην Αθήνα. Ενδεχομένως να έπαιξε και ρόλο το γεγονός ότι ο πατέρας του σκεφτόταν το ενδεχόμενο νέας μετακίνησης, αυτή τη φορά στον Καναδά ή την Αυστραλία. Ο Κόκκινος είχε ακούσει πως στην Αυστραλία οι ποδοσφαιριστές "έβγαζαν" καλά χρήματα και... έσπρωξε προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν είχε δημιουργήσει φίλους, δεν είχε κάτι να τον κρατά στην Ελλάδα και με την επιθυμία να " δω κάτι νέο" πήγε στον Πειραιά και επιβιβάστηκε στο "Πατρίς" -ένα από τα βασικά πλοία που μετέφεραν μετανάστες στην Αυστραλία.
Κρύφτηκε στο αμπάρι, κοντά στις καμπίνες των υπαλλήλων του πλοίου. Ήταν 16 χρόνων και δεν είχε μαζί του ούτε καν μια αλλαξιά ρούχα -πόσω μάλλον διαβατήριο. Έως ότου τον ανακαλύψουν, ήταν αργά. Όταν "έδεσε" το Πατρίς στο Fremantle, εκείνος εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού, αναζητώντας τη διεύθυνση που του είχαν δώσει κάτι ευγενικοί Έλληνες που τον είδαν μικρό και να 'χει ανάγκη από βοήθεια. Του έδωσαν και ένα εισιτήριο για το τρένο με προορισμό τη Melbourne, όπου έφτασε τρεις ημέρες αργότερα. Ήταν πεινασμένος, παράνομος και δεν είχε ιδέα τι επρόκειτο να κάνει. Και τότε συνάντησε τον φύλακα άγγελο του.
" Πάντα πίστευα στους φύλακες αγγέλους και γνώρισα το δικό μου εκείνη την ημέρα". Ήταν η Σούλα, κόρη παπά που λυπήθηκε το μικρό και του έδωσε χρήματα να ενοικιάσει ένα δωμάτιο, ενώ του έφτιαξε να φάει ένα πιάτο φαγητό και του αγόρασε ρούχα. "Είμαστε ακόμα φίλοι στο Facebook" ενημερώνει. Στους μήνες που ακολούθησαν, όσοι τον έβλεπαν στο Carlton θυμούνται " ένα ήσυχο παιδί, που πήγαινε στην εκκλησία και είχε εμμονή με το ποδόσφαιρο".
Η South Melbourne Hellas του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει μια προπόνηση και είκοσι λεπτά αργότερα, τον είχαν περιστοιχίσει φίλαθλοι, οι οποίοι τον παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι να κάνει κόλπα με την μπάλα. Λίγο μετά, ήλθε η συμφωνία με την εφηβική ομάδα. Το 1966 έκανε προπονήσεις και με την πρώτη και κάποιες φορές σηκωνόταν από τον πάγκο, για να παίξει δίπλα στα είδωλα του. Όπως για παράδειγμα, τον Κώστα Νεστορίδη, αρχηγό και προπονητή της αυστραλιανής ομάδας το 1966, οπότε σκόραρε 22 γκολ σε 18 παιχνίδια. Με το τέλος της σεζόν, επέστρεψε στην πατρίδα για να δει την οικογένεια του. Τη θέση του, στον πάγκο, πήρε ο John Anderson, ο οποίος έδωσε στον Κόκκινο τη δική του θέση στο ρόστερ. Ο 18χρονος τον ευχαρίστησε για την εμπιστοσύνη, σκοράροντας δυο γκολ στο Ampol Cup του 1967, μπροστά σε 23.000 φιλάθλους. Την ίδια ημέρα, η εφημερίδα "Torch" έγραψε "ένα νέο αστέρι γεννιέται στο ποδόσφαιρο της Victoria".
Όταν επέστρεψε ο Νεστορίδης στη Melbourne, έπιασε τον Κόκκινο και τον διέταξε να κόψει τα μαλλιά του. Εκείνος αρνήθηκε, εξηγώντας πως " πάντα ήθελα να 'χω μακριά μαλλιά, αλλά μου τα έκοβε ο πατέρας μου". Στο επόμενο παιχνίδι -με τη Melbourne Hungaria στο Middle Park- έμεινε εκτός αποστολής και είδε το ματς από τις εξέδρες. Δηλαδή, το πρώτο ημίχρονο, γιατί στην ανάπαυλα και ενώ η ομάδα του δεν είχε βρει το δρόμο προς το αντίπαλο τέρμα, άκουσε τον εκφωνητή του γηπέδου να τον καλεί στα αποδυτήρια. Εκεί τον περίμενε ένας μπαρμπέρης, με τα εργαλεία της δουλειάς. Στο δεύτερο ημίχρονο, μπήκε στο γήπεδο και... μολονότι το τριχωτό της κεφαλής του παρέπεμπε σε αρνί, σκόραρε δυο φορές και η ομάδα του νίκησε. Οι έφηβες νεαρές που ήταν στις εξέδρες όρμηξαν να τον αγκαλιάσουν, με το τέλος του ματς. Και αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει σε ματς της Hellas.
" Είμαι από τους τυχερούς, γιατί όταν πήγα στην South Melbourne Hellas, είχα δίπλα μου πολύ μεγάλα αστέρια: τους Ρούσση, Γιανέλο και Νεστορίδη, που ήταν και ο προπονητής μου. Μάλιστα, με είχε πάρει ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα για να δοκιμαστώ από τον Ολυμπιακό. Τελικά, κατέληξα στον Παναθηναϊκό (γελάει)". Όσοι έπαιξαν μαζί του, διαβεβαιώνουν πως εκείνοι ήταν τυχεροί που τον είχαν συμπαίκτη, γιατί μπορούσε να κάνει τα πάντα, ήταν αλτρουιστής και οι φίλαθλοι τον λάτρευαν. Σε κάθε γκολ αποθεωνόταν και για να... διευκολυνθεί η κατάσταση, απέκτησε το παρατσούκλι "Kokki". Για τους Έλληνες μετανάστες, οι οποίοι δούλευαν όλη την ημέρα στα εργοστάσια, είχε γίνει ο διασκεδαστής τους.
Όλα άλλαξαν εκείνο το βράδυ" ομολογεί. Αρνείτο να κατέβει από την πίστα, πριν το ξημέρωμα, άφησε και πάλι τα μαλλιά του να μακρύνουν και γενικότερα, απολάμβανε τη ζωή του. Ο Νεστορίδης (" ήταν ο μέντορας μου") είχε γυρίσει στην Ελλάδα, προς τα τέλη του 1967 και αντικαταστάθηκε από τον Lou Brodic -πρώην προπονητή της Juventus και της Barcelona. Όταν τον είχαν ρωτήσει για τον Κόκκινο, είχε απαντήσει "όταν ήμουν στη Juve, διαχειριζόμουν ένα... κακό παιδί του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, τον Omar Sivori. Ε, δεν μπορώ να διαχειριστώ τον Kokki. Δεν ακούει". Εκείνος τα θυμάται κάπως αλλιώς τα πράγματα. " Είτε με πιστεύετε, είτε όχι ο προπονητής μου είχε πει τι να κάνω, έπρεπε να προσέχω για συγκεκριμένους παίκτες. Ήμουν ελεύθερος"!
Ο Νεστορίδης τον κάλεσε στην Ελλάδα το 1969, οπότε υπέγραψε με τον Παναθηναϊκό -αφού μεσολάβησε μια απόπειρα της Προοδευτικής να τον πάρει πάλι κοντά της, "πατώντας" στο πρώτο του συμβόλαιο. Τότε οι "πράσινοι" ζούσαν μια χρυσή εποχή και ήταν μια από τις πιο δυνατές ομάδες της Ευρώπης, με θρυλικούς παίκτες όπως ο " Δομάζος και ο Καμάρας". Ο Κόκκινος θυμάται ότι "ήλθα με την ανανέωση του 1969.Για την ακρίβεια, το καλοκαίρι του 1968 είχαν αποκτηθεί ο Αντώνης Αντωνιάδης, από τη Ξάνθη, ο Γιώργος Γονιός από τον Άγιο Ιερόθεο, ο Γιάννης Φραντζής από την Προοδευτική, ο Άνθιμος Καψής από τον Αστέρα Κερατσινίου, ο Τάκης Παπαδημητρίου από τον ΑΟ Ζωγράφου, ο Γιώργος Βλάχος από την Αγία Παρασκευή, ο Γιώργος Δεληγιάννης από τον Ποσειδώνα Γλυφάδας και ο Γιάννης Τομαράς από τον Άτλαντα Θυμαρακίων, με τον Λάκη Πετρόπουλο επίσης να ανανεώνει για έναν ακόμα χρόνο (το 1969 και 1970 δυο πρωταθλήματα και ένα κύπελλο, μετά έγινε ομοσπονδιακός). " Είχα παίξει σε φιλικά προετοιμασίας, θυμάμαι είχα παίξει και με τη Ferencváros και όλα πήγαιναν καλά". Είχε παίξει και με την Inter Milan, σε τουρνουά στις ΗΠΑ "και είχα νιώσει αόρατος, στα τετ α τετ με τον Giacinto Facchetti".
Ζεις το όνειρο κάθε αγοριού στην Ελλάδα, μαλάκα
Οι Ελληνοαμερικάνες τον είχαν... εντοπίσει και εκείνος άρχισε να το "σκάει" από το δωμάτιο του ξενοδοχείου -μαζί με τον Βασίλη Κωνσταντίνου- για να ανταποκρίνεται στα καλέσματα. Μια ημέρα, όπως επέστρεφαν στις 05.30 τα ξημερώματα, είδαν τον προπονητή τους να τους περιμένει έξω από το δωμάτιο. "Η αλήθεια είναι πως ήμουν λίγο άτακτος. Όταν μας είδε, μας είπε "καλημέρα ομορφόπαιδα. Ελπίζω να απολαύσατε το βράδυ σας. Μην αλλάξετε ρούχα, επιστρέφετε στην Ελλάδα". Έκτοτε, δεν ξαναείδε προκοπή, με το ποτήρι να ξεχειλίζει σύντομα.
" Αποχώρησα λόγω διαφωνίας με τον προπονητή που ήθελε να με κάνει back στη δεξιά πλευρά, για να εξυπηρετήσω το σύστημα του, θυμάμαι ήταν 4-3-3, ενώ εγώ έπαιζα ως επιθετικός. Δεν δέχθηκα να αλλάξω θέση και ζήτησα τη λύση του συμβολαίου. Θυμάμαι με είχαν πιάσει ο Λάκης και μου είχε πει "μείνε εδώ και σε ένα μήνα θα είσαι στην Εθνική Ελλάδος". Ο Κωνσταντίνου μου είπε "ξέρεις που είσαι ηλίθιε Τούρκε; Έρχεσαι από το πουθενά, μαλάκα και ζεις το όνειρο κάθε αγοριού στην Ελλάδα". Αλλά δεν τους άκουσα. Αν μου ζητάτε τώρα, να κοιτάξω πίσω θα σας πω ότι έχω μετανιώσει για αυτήν την απόφαση. Ήμουν νέος, ηλίθιος και πείσμων. Και ναι, φαντάζομαι πώς μπορούσε να έχει εξελιχθεί η καριέρα μου με τον τελικό στο Wembley. Μόνο που η φαντασία έχει τεράστια απόσταση από την πραγματικότητα".
Η επιμονή του να κάνει τα πράγματα όπως εκείνος ήθελε και να μη σηκώνει μύγα στο σπαθί του, είχε και τις συνέπειες της και εκείνος τις ανέλαβε. Πάντα έτσι ήταν. Αρνείτο να συμβιβαστεί. Στο μυαλό του υπήρχε μόνο το "ή όλα ή τίποτα". Ο Δημήτρης Πυργολιός (" ένας άνθρωπος που θαυμάζω για τον τρόπο που παίζει") τον είχε περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο. " Ο Οδυσσέας ήταν το κάτι άλλο, μια μηχανή παραγωγής ενθουσιασμού. Ο Θεός του έδωσε όλα όσα θα ήθελε ένας ποδοσφαιριστής, ήταν ο αγαπημένος του κοινού, οι γυναίκες τον λάτρευαν. Ήταν ένας σταρ. Πιστεύω πως αν είχε μεγαλύτερη πειθαρχία στον τρόπο που ζούσε θα είχε κάνει πολύ μεγαλύτερη καριέρα. Αλλά δεν ήταν αυτός ο τρόπος του. Είναι καλός, πιστός φίλος με μεγάλη καρδιά και το παιχνίδι ήταν πάντα καλύτερο, όταν εκείνος αποτελούσε μέλος του". Ο Μιχάλης Μάνδαλης έχει πει ότι " ήταν ένα χαρισματικό φρικιό, που μπορούσε να ντριμπλάρει, δεν τον νικούσε κανείς όταν ήταν η μπάλα στον αέρα, ήταν ένας οπορτουνίστας που μπορούσε πάντα να προσθέσει κάτι το αυθεντικό, ένα κομμάτι του χαρακτήρα του στο παιχνίδι. Ήταν ένας από τους καλύτερους που είχαν έλθει στην Αυστραλία".
"Χωρίς τον κόσμο, δεν είσαι τίποτα"
Εκεί, στην Αυστραλία δεν χρειάστηκε να αναζητήσει ομάδα. Είχε: την South Melbourne Hellas. Μόνο που του πρότειναν δόσεις, εκείνος τους είπε πως δεν δέχεται διακανονισμούς, πήγε στον "αιώνιο" αντίπαλο, Fitzroy Alexander και επέστρεψε μετανιωμένος ένα χρόνο αργότερα. Όλοι τον είχαν συγχωρέσει. Γιατί τον λάτρευαν. Κάτι που ίσχυε και αντιστρόφως. Όπως είχε ξεκαθαρίσει "χ ωρίς τον κόσμο, δεν έχει λόγο ύπαρξης το ποδόσφαιρο. Πριν φύγω από τον Παναθηναϊκό, έλεγα σε όλους πως θα πάω στην Αυστραλία, όπου έχουμε 25.000 φιλάθλους στις εξέδρες. Τους έλεγα πως αν δουν τι γίνεται, θα τρελαθούν. Αυτή ήταν η Hellas και εγώ ήμουν παιδί της. Φαντάζεστε ένα παιχνίδι εναντίον ομάδων που έχουν παιχταράδες και στις εξέδρες δεν υπάρχει κόσμος;
Στο Sidney ομάδα μου είχε δώσει πάρα πολλά λεφτά, αλλά έφυγα όταν είδα πως δεν πηγαίνουν στα ματς περισσότερα από 300 άτομα. Στη Melbourne ήταν άλλο πράγμα! Το γήπεδο ήταν σαν εκκλησία, ένα μέρος όπου έπρεπε να πηγαίνουν οι άνθρωποι. Όταν σε ανεβάζουν οι φίλαθλοι, όταν έχεις σχέση μαζί τους, τους αγαπάς. Ακόμα και σήμερα με σταματούν στο δρόμο για να με αγκαλιάσουν. Χωρίς τον κόσμο, δεν είσαι τίποτα, δεν γίνεσαι τίποτα. Όταν έχει πάθος ο κόσμος, κάνεις αυτό που κάνεις με αγάπη. Το κάνεις για αυτόν. Κάθε ματς που έπαιξα για την Hellas ήταν από ένα highlight της ζωής μου. Κάθε λεπτό του κάθε ματς. Αντλώ τεράστια ικανοποίηση από το γεγονός ότι έκανα τόσο κόσμο ευτυχισμένο. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έδωσε το ποδόσφαιρο".
μου είχαν δώσει πολλά λεφτά από τηλεοπτικό κανάλι, για να το πω αυτό". Κάποια στιγμή, επέστρεψε στην Ελλάδα και φόρεσε τη φανέλα του Πανσερραϊκού, σκόραρε δυο γκολ στο παιχνίδι που κράτησε την ομάδα στην κατηγορία και μετά τράβηξε για αλλού (με τον Πανηλειακό να αναγράφεται στο βιογραφικό του). Το 1974 επέστρεψε στην πρώτη του ομάδα, για τέταρτη φορά και πήρε το πρωτάθλημα. Σε 75 παιχνίδια, είχε βάλει 33 γκολ. Συνολικά, σε 16 χρόνια καριέρας, είχε φορέσει 10 φανέλες και έλαβε 14 μισθούς μετακόμισης. Όπως είχε πει " δεν γίνεται να τρως το ίδιο φαγητό κάθε μέρα. Πρέπει να αλλάζεις". Το τηρούσε σε όλα τα επίπεδα.
Η φυλακή, τα ναρκωτικά και η κατάθλιψη
Το 1978, οπότε είχε φύγει η πρώτη νιότη, είδε τις προοπτικές του να μειώνονται στο ελάχιστο. Δεν ήθελε να ζητήσει βοήθεια από κανέναν και έκανε ακόμα μια λανθασμένη επιλογή: ενεπλάκη σε σκάνδαλο εκβιασμού γυναικών (για δημοσίευση φωτογραφιών), που του στοίχισε 19 μήνες στη φυλακή Pentridge. Όταν αποφυλακίστηκε, αποπειράθηκε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, στο Perth. Ως αρχηγός και προπονητής της Floreat Athena. Το κακό ήταν πως ζούσε μακριά από την οικογένεια του (είχε παντρευτεί -είχε προαναγγείλει αυτή τη διάθεση, σε συνέντευξη του τον Μάρτιο του 1976, εξηγώντας ότι "και είχε αποκτήσει ένα γιο) και κάπως έτσι άνοιξε ένας νέος κύκλος ασυδοσίας, με γυναίκες, ποτά, τζόγο και ναρκωτικά. Η κοκαΐνη έγινε αντικαταστάτης του συναισθήματος που του δημιουργούσε ο κόσμος στις εξέδρες. Σύντομα, θα υπέγραφε την αίτηση διαζυγίου που του είχε στείλει η γυναίκα του και θα "βυθιζόταν" σε κατάθλιψη.
Μετακόμισε στο Queensland, όπου συνελήφθη με ναρκωτικές ουσίες και μπήκε για άλλους δυο μήνες στη φυλακή. Αποφάσισε να κάνει κάτι για να ξανακερδίσει τη ζωή του, την ημέρα που είδε τον πατέρα του να ξεσπά σε λυγμούς, σε επισκεπτήριο στη φυλακή. " Δεν τον είχα ξαναδεί να κλαίει. Ούτε καν να δακρύζει. Ένιωσα σαν να δέχομαι μαχαιριά στην καρδιά. Είχα ατιμάσει το οικογενειακό όνομα. Η καριέρα που είχα κάνει δεν σήμαινε πια τίποτα". Όταν αποφυλακίστηκε, ζήτησε τη συγχώρεση του πατέρα του. Και την πήρε. Πάλεψε με τους δαίμονες του. Ακόμα παλεύει, αλλά εδώ και χρόνια ξέρει να απολαμβάνει τις πραγματικές αξίες της ζωής " με πρώτους τους δυο όμορφους γιους μου" και τα εγγόνια του.
Παραδέχεται ότι " η μετάβαση, μετά την αποχώρηση μου, ήταν δύσκολη. Νιώθεις πως σου φεύγει ένα κομμάτι από τη ζωή σου. Δεν έκανα κάτι, ώσπου μια ημέρα με πλησίασε ένας κύριος και μου είπε "δεν με ξέρεις, αλλά σε ξέρω εγώ. Είναι αμαρτία να φύγεις έτσι, να μην αφήσεις κάτι πίσω. Κάνε κάτι". Έκανε. Άρχισε να προπονεί παιδάκια, ενώ απέκτησε και τη δική του επιχείρηση. "Ο πατέρας μου, μου είχε πει "απλά να είσαι σε ένα μέρος". Εγώ ήθελα να είμαι παντού. Δεν τον άκουσα, αλλά τώρα έχω τακτοποιηθεί και κάθε μέρα είναι δώρο για εμένα. Δεν έχει σημασία ποιος με αγαπά ή όχι. Εγώ τους αγαπώ όλους" και ναι, είναι καλά.