Όλεγκ Προτάσοφ: "Στη Ριζούπολη θέλαμε το έβδομο και το πήραμε, τόσο απλά"
Τα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση και ο μεγάλος Φαν Μπάστεν. Η Ελλάδα που δεν ήθελε να επισκεφτεί ποτέ ξανά, αλλά έγινε η δεύτερη πατρίδα του. Τα "πέτρινα" χρόνια και τα διαμάντια του Σαλιαρέλη. Το πρωτάθλημα που δεν πήρε ως παίκτης, αλλά ως προπονητής, η Ριζούπολη και ο Ολυμπιακός που είναι οργανισμός, φιλοσοφία, κράτος. Ο Όλεγκ Προτάσοφ σε μια UNIQUE συνέντευξη στον Σταύρο Γεωργακόπουλο.
Αν ένας ποδοσφαιριστής του επιπέδου του, ερχόταν σήμερα στην Ελλάδα, η ουρά των οπαδών στην υποδοχή θα ξεκινούσε από το αεροδρόμιο και θα έφτανε στο γήπεδο. Μοιάζει υπερβολική αυτή η προσέγγιση, αλλά όταν ο Όλεγκ Προτάσοφ έπαιζε ποδόσφαιρο ήταν ένας από τους κορυφαίους στράικερ ανά την υφήλιο. Ένας επιθετικός παγκόσμιας κλάσης, γνήσιο τέκνο του Βαλερί Λομπανόφσκι. Της μεγάλης σχολής της Σοβιετικής Ένωσης.
Ήταν ένας από 350.000.000 ανθρώπους από την τότε ΕΣΣΔ που έφτασε στην κορυφή του κόσμου. Κατέκτησε ασημένιο και χάλκινο παπούτσι. Εκείνος και ο τεράστιος Μάρκο Φαν Μπάστεν ήταν τα πιο hot ονόματα της εποχής.
Το "μινγκ", όπως τον βάπτισαν τα ΜΜΕ, ο "υπερηχητικός" Προτάσοφ, πέρασε ένα μεγάλο "κομμάτι" της ζωής του στην Ελλάδα. Έπαιξε στον Ολυμπιακό κι ως ποδοσφαιριστής δεν κατάφερε να κατακτήσει έναν τίτλο πρωταθλητή. Το έκανε αργότερα, όταν ως προπονητής οδήγησε τους “ερυθρόλευκους” στο πιο γλυκό πρωτάθλημα της ιστορίας τους. Το 7ο σερί επί Σωκράτη Κόκκαλη...
Ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής του στο Sport24.gr. Και μίλησε για όλα... Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια στην Ουκρανία, με τους γονείς να δουλεύουν σε πολεμικό εργοστάσιο. Όταν κλήθηκε για πρώτη φορά στην Εθνική έγινε σύσκεψη στο ανώτατο Σοβιέτ για να πάρει ειδική άδεια, καθώς θεωρήθηκε επικίνδυνος να εξελιχθεί σε κατάσκοπο! Θυμάται τις ατελείωτες ώρες δουλειάς με τον Λομπανόφσκι στην εκπληκτική Εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, το πως ήρθε -λόγω Μπλαχίν- στην Ελλάδα, τον Σαλιαρέλη που ακόμη “κόβει” διαμάντια για να τον πληρώσει.
Εξιστορεί πως η πρώτη του επαφή με τη χώρα μας και το “δεν ξανάρχομαι” μετά από ένα φιλικό ματς, άλλαξε στην πορεία της ζωής του και πλέον νιώθει Έλληνας, φέρνει στη μνήμη τις κόντρες του με τον Φρανκ Ράικαρντ και τις κουβέντες του Ολλανδού παικταρά. Αποκαλύπτει τη θέληση του Ρανιέρι να τον πάρει στην Ιταλία, το ενδιαφέρον της Γιουβέντους, ποιος τον έφερε στην Ελλάδα, μιλά μέχρι και για τις κλίκες που συνάντησε στα αποδυτήρια.
Δεν ξεχνά το πέναλτι σε βάρος του Παναθηναϊκού σε νεκρό χρόνο, όταν κυνηγούσαν τον διαιτητή στο ΟΑΚΑ, δηλώνει Ολυμπιακός και εξηγεί το γιατί, διαλέγει τους κορυφαίους συμπαίκτες και... παίκτες, αναφέρεται στο ματς της Ριζούπολης και παραδέχεται ότι ο τεράστιος Αντρέι Σεφτσένκο είναι ο διάδοχός του. Μέχρι και για το τι ψήφισε στις τελευταίες εκλογές μας μίλησε στις γραμμές που ακολουθούν. Χωρίς άλλο πρόλογο, ο λόγος στον Όλεγκ, που αναλύει το προφίλ του Προτάσοφ. Στη συνέντευξη της ζωής του...
-Το πρώτο που ήθελα να σε ρωτήσω είναι εάν θα άλλαζες κάτι απ’ όλα όσα έχεις πετύχει...
«Ζω απ’ το ποδόσφαιρο, έτσι κι αλλιώς, και ήθελα να είμαι ποδοσφαιριστής. Στα όνειρά μου, παιδί, έβλεπα ότι θα γίνω ποδοσφαιριστής. Ότι έμπαινα απ’ το τούνελ στο γήπεδο, κάτι που έγινε τελικά πραγματικότητα. Θα μπορούσαμε να συζητάμε για πολλή ώρα εάν θα πήγαινα κάπου αλλού, σε άλλη χώρα ή να δοκιμάσω και σε άλλο πρωτάθλημα, αλλά ό,τι έκανα και δεν έκανα, ήταν όλα δική μου απόφαση και τα λάθη και οι επιτυχίες. Γι αυτό και δεν είμαι άνθρωπος που θα πω ότι μετάνιωσα επειδή δεν έκανα κάτι διαφορετικό. Για κάποιο λόγο έκανα όλα αυτά που επέλεξα να κάνω στην καριέρα μου».
-Τα νέα παιδιά μπορεί να μην γνωρίζουν το μέγεθος του τι επιπέδου ποδοσφαιριστής υπήρξες…
«Εντάξει, λίγα πράγματα. Μην τα φουσκώνουμε. Θα μπορούσα να έχω κάνει περισσότερα. Στην Ελλάδα πρωταθλήματα δεν πήρα, στο Ευρωπαϊκό πάλι δεύτεροι ήμασταν, στο Μουντιάλ δεν μας βγήκε, αν και πήγαμε δύο φορές… Εντάξει, καλή καριέρα ήταν, αλλά όχι και κάτι για να τρελαθούμε».
-Εάν έπαιζες τώρα ποδόσφαιρο σε ποια ομάδα θα έπαιζες; Με βάσει το επίπεδο και την ποιότητα του ποδοσφαιριστή Προτάσοφ.
«Δεν μπορώ να σκεφτώ, θέλει μελέτη…».
-Να πω εγώ; Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Γιουβέντους, Μπάγερν…
«Κοίταξε εγώ έπαιξα μπάλα μαζί με Μπελάνοφ, τον Βιάλι εάν θυμάσαι, τον άλλο τον Αργεντινό, τον Κανίγια… Εντάξει, υπήρχαν πολλά, καλά φορ εκείνη την εποχή».
-Ε όχι και πολλά φορ. Εκείνη την εποχή εσύ και ο Φαν Μπάστεν, ήσασταν τα κορυφαία φορ της Ευρώπης, τουλάχιστον...
«Και ο Τσολάκ ο Τούρκος ήταν και ο Πόλστερ ο Αυστριακός, ο Ρούντι Φέλερ, μετά ο Κλίνσμαν... ».
-Λίγο καλοί ήταν κι αυτοί...
«Εντάξει, οι απ' έξω τα λένε αυτά, εγώ δεν μπορώ να πω...».
-Ποιός ήταν καλύτερος; Εσύ ή ο Φαν Μπάστεν;
-Έχεις μιλήσει μαζί του;
«Σε κάποιες εκδηλώσεις όπου εκείνος πήρε Χρυσό Παπούτσι τρεις φορές κι εγώ το Ασημένιο».
-Δεν πιστεύω να σου είπε ότι θέλει να σου μοιάσει;
«Όχι, αποκλείεται... (γέλια). Μόνο ο Ράικαρντ που ήταν σ’ εκείνη την ομάδα της Ολλανδίας και στο πρώτο ματς παίζαμε man to man, εκείνος πρόσεχε εμένα κι εγώ εκείνον, στο πιο δύσκολο ματς της ζωής μου απ’ όσα έχω παίξει από πλευράς κούρασης. Ένιωσα τόση κούραση που δεν μπορούσα να περπατήσω, να κοιμηθώ, να σηκωθώ... Σ’ εκείνο το παιχνίδι με κατάλαβε κι αυτός και μου είπε κάποια στιγμή ότι είμαι ο καλύτερος επιθετικός που έχει αντιμετωπίσει».
Μου άρεσε να παίζω και να σκοράρω στο τέλος. Αυτό ήταν το παιχνίδι μου. Όχι να κάνω ντρίμπλες σαν τα άλλα τα παιδιά ή σαν τα δεκάρια που σου αρέσουν
-Ήρθες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Θέλω να μου μιλήσεις για τα παιδικά σου χρόνια, πως μεγάλωσες, πως άρχισες να κάνεις αυτά τα όνειρα ως παιδί για το ποδόσφαιρο, σε τι συνθήκες ζούσατε...
«Οι γονείς μου δούλευαν ως μηχανικοί σε ένα πολεμικό εργοστάσιο στη Ντνιπροπετρόφσκα και είχαν γνωριστεί στο Χάρκοβο, στο Πολυτεχνείο. Όταν τελείωσαν τις σπουδές τους, τους έδωσαν αμέσως ένα διαμέρισμα στο Ντνίπρο, όπως λέγεται πλέον, από το εργοστάσιο στο οποίο φτιάχνονταν πύραυλοι! Εκεί γεννήθηκα, εκεί πήγα σχολείο...».
-Πως μεγάλωνε ένα παιδί τότε σε μία κομμουνιστική χώρα;
«Ήμουν τυχερός γιατί το σπίτι στο οποίο μέναμε είχε μεγάλη αυλή, ενώ είχαμε κοντά γήπεδο μπάσκετ και ποδοσφαίρου. Το δύσκολο ήταν κάθε οικογένεια να έχει από μία μπάλα, αλλά κάποιοι είχαμε κι έτσι παίζαμε κάθε μέρα».
-Λόγω χρημάτων ήταν δύσκολο να έχει κάποιος μπάλα; Υπήρχε φτώχεια;
«Ναι, λόγω χρημάτων, αλλά δεν θα έλεγα και φτώχειας. Απλά υπήρχαν χαμηλοί μισθοί τότε και δεν ήταν εύκολο. Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς. Το εργοστάσιο στο οποίο δούλευαν οι γονείς μου ήταν μεγάλο και παρότι δεν ήμασταν πλούσιοι, δεν αισθάνθηκα ποτέ ως παιδί ότι μου λείπει κάτι. Μετά από κάποια χρόνια πήρανε και ένα εξοχικό, αγόρασαν και ένα αυτοκίνητο και ήταν νεαρά παιδιά οι γονείς μου. Φτώχεια, όμως, δεν υπήρχε. Φτώχεια υπάρχει στη Βραζιλία, για παράδειγμα, όπου μία οικογένεια έχει 7-8 παιδιά και δεν έχουν να φάνε. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε σε μας».
-Ποδόσφαιρο ξεκίνησες να παίζεις λοιπόν στην αυλή του σπιτιού σου. Έτσι μπήκε το μικρόβιο;
«Ακριβώς. Ήμουν έξω, στην αυλή συνέχεια και ήταν δύσκολο για τους γονείς μου ακόμα και να με βάλουν μέσα για να διαβάσω. Κοντά στο σπίτι μας ήταν το γήπεδο της Ντνίπρο, γιατί από αυτό το εργοστάσιο κυρίως παιδιά που ήθελαν να ασχοληθούν και σε ηλικία επτά ετών περίπου, με πήγε ο πατέρας μου σε έναν αγώνα. Μου άρεσε η ατμόσφαιρα, από εκεί αγάπησα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε που μεγάλοι άντρες καθόντουσαν γύρω γύρω, φώναζαν στο γκολ, έβριζαν και κάπως έτσι προέκυψε η πρώτη επαφή με το γήπεδο».
-Δεν είχατε τηλεοράσεις απ’ όπου μπορούσατε να βλέπετε αγώνες;
«Στην τηλεόραση τότε υπήρχαν μόνο δύο προγράμματα νομίζω. Είχαμε τηλεοράσεις αρκετά χρόνια πριν, νωρίτερα κι από εσάς εδώ, αλλά αγώνες δεν έδειχναν. Μόνο τα νέα, καμιά ταινία...».
-Τα παιδιά τότε θέλατε να ασχολείστε πιο πολύ με τη μπάλα ή είχατε κι άλλες ασχολίες;
«Ήμασταν πιο ελεύθεροι και κερδισμένοι σε σχέση με τα σημερινά παιδιά που έχουν τόσα πολλά πράγματα να διαλέξουν μέσα στο σπίτι τους. Εμείς ήμασταν συνέχεια έξω με τη μπάλα και όσο περισσότερη επαφή έχεις με τη μπάλα, τόσο καλύτερος ποδοσφαιριστής θα γίνεις. Όταν το παιδί σήμερα περιμένει την Τρίτη, την Πέμπτη και την Κυριακή για να κάνει προπονήσεις, πως θα γίνει ποδοσφαιριστής; Εμείς δεν υπήρχε μέρα που να μην παίζαμε δύο και τρεις ώρα μπάλα».
-Πόσα αδέρφια ήσασταν;
«Δύο. Έχω και μία αδερφή που είναι μικρότερη».
-Σε παίρνει λοιπόν, ο μπαμπάς και 7 ετών σε πηγαίνει στο γήπεδο και ξεκινάς...
«Σ’ εκείνη την ηλικία με πήγε και στην ομάδα γιατί είχε πάει ένας φίλος με τον οποίο παίζαμε μαζί. Με είδαν, τους άρεσα και αμέσως με πήραν στους μεγάλους. Με ξεχώρισαν από τότε».
-Είχες ταλέντο δηλαδή.
«Όχι πολύ τεχνική, αλλά έπαιζα ομαδικά και με τις πασούλες μου. Μου άρεσε να παίζω και να σκοράρω στο τέλος. Αυτό ήταν το παιχνίδι μου. Όχι να κάνω ντρίμπλες σαν τα άλλα τα παιδιά, τα 10άρια που σου αρέσουν. Άργησα να μάθω να κάνω και τον ζογκλέρ... Η μπάλα κάτω, πάσα, σουτ γκολ. Έτσι το έμαθα το ποδόσφαιρο...».
-Οι πρώτοι προπονητές τι σου έλεγαν;
«Τι έλεγαν δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά είχα πολλούς και τα ονόματά τους τα έχω στο μυαλό μου. Ιδιαίτερα έναν, ο οποίος στη συνέχεια άνοιξε και δική του σχολή, τη Ντνίπρο ’75 και τότε ξεκινήσαμε να παίζουμε και σε τουρνουά. Θυμάμαι ακόμη, τη βραδιά που χτύπησε το τηλέφωνο του πατέρα μου για να με καλέσουν στην Εθνική».
Στις επτά το πρωί κάναμε προπόνηση, μετά πηγαίναμε σχολείο, μετά ξανά στο γήπεδο για προπόνηση, μετά σπίτι
-Πόσο χρονών ήσουν τότε;
«Δώδεκα στα δεκατρία... Εκεί κάπου. Μπορεί και δεκατέσσερα, γιατί μετά έπαιξα και Μουντιάλ στο Μεξικό με τους μικρούς και βέβαια είχαμε παίξει και ευρωπαϊκό με την ίδια ομάδα».
-Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, τι έγινε;
«Ήταν πολύ ευχάριστο να σε καλούν πρώτη φορά στην Εθνική».
-Το περίμενες; Πως αντέδρασες;
«Πήρα τα πράγματα που είχα για το σχολείο, το σακάκι, το παντελόνι, την τσάντα και πήγα. Μάλιστα, τα υπόλοιπα παιδιά με κορόιδευαν γιατί πήγαιναν στο εξωτερικό και αγόραζαν κάποια καλύτερα πράγματα, που εγώ δεν είχα».
-Που μαζευτήκατε;
«Στη Μόσχα. Σε μία περιοχή που λέγεται Νόβογκορσκ κι εκεί μαζεύονται όλες οι Εθνικές ομάδες. Μάλιστα, το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα φιλικό με τους Γερμανούς στο Σότσι, μια άλλη πόλη».
-Κι έπαιζες πάντα επιθετικός;
«Ναι, από μικρός. Ακόμη και στις μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες που με καλούσαν».
-Πως ήταν η ζωή για έναν μικρό ποδοσφαιριστή τότε;
«Θα σου πω κάτι που ίσως δεν το γνωρίζουν πολλοί. Όταν πήγα στην πρώτη μου ομάδα στη Ντνίπρο, μας μάζευαν όλους τους παίκτες και παράλληλα με τις προπονήσεις κάναμε και μαθήματα για το σχολείο. Στις επτά το πρωί κάναμε προπόνηση, μετά πηγαίναμε σχολείο, μετά ξανά στο γήπεδο για προπόνηση, μετά σπίτι, πτώματα για ύπνο για να είμαστε την επόμενη μέρα στις πέντε το πρωί στο... πόδι! Ο Λίτο (σ.σ. Λιτόφτσενκο) έπαιζε στη Ντνιπροπετρόφσκ και έμενε σε μια διπλανή πόλη, μία ώρα απόσταση με το τρένο. Φαντάζεσαι τι έκανε αυτό το παιδί κάθε πρωί για να γίνει ποδοσφαιριστής;».
-Με τον Λιτόφτσενκο γνωριζόσασταν δηλαδή από τότε;
«Ναι, ήμασταν μαζί στην ίδια ομάδα και τα καλοκαίρια πηγαίναμε μαζί στα καμπ, στις προπονήσεις. Μέσα στα γήπεδα περάσαμε πολλές ώρες ως παιδιά για να μάθουμε τακτική και διάφορα άλλα. Κι από αυτήν την ομάδα (σ.σ. της Ουκρανίας) βγήκαν δύο παίκτες, ο Λίτο κι εγώ, για την Εθνική της ΕΣΣΔ. Αυτό σημαίνει ότι έγινε σωστή δουλειά. Δύσκολα θα βρεις από μία ομάδα, δύο παίκτες που θα φτάσουν σε επίπεδο Εθνικής».
-Στα μαθήματα σας... κυνηγούσαν;
«Ε, τώρα καταλαβαίνεις ότι ήταν δύσκολο αυτά τα παιδιά να πάνε πάρα πολύ καλά στο σχολείο. Εγώ πήγα σ’ αυτό το σχολείο από την 5η τάξη. Πριν, ήμουν ένας καλούτσικος μαθητής, αλλά μετά απ’ αυτό, οι βαθμοί άρχισαν να πέφτουν. Είχαμε τότε ένα σύστημα βαθμολογίας όπου το 5 ήταν το πολύ καλά, το 4 το καλά, το 3 “έτσι κι έτσι”. Εμένα εκείνη την εποχή εμφανίστηκε και το 3, ενώ προηγουμένως οι βαθμοί μου ήταν μόνο 5 και 4 (σ.σ. χαμογελάει)».
Φοβήθηκαν μήπως μαρτυρήσω κρατικά μυστικά
-Σε ρωτάω επειδή ο περισσότερος κόσμος όταν μιλάει για πρώην Σοβιετική Ένωση και κομμουνισμό, δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα και πιστεύει διάφορα, ίσως και με δόση υπερβολής...
«Αυτό δεν ισχύει. Είναι παραπληροφόρηση. Η ζωή μας ήταν μία χαρά και τη θυμόμαστε ευχάριστα. Απλά, δεν ήμασταν τόσο ελεύθεροι όσο άλλοι λαοί. Δεν μπορούσαμε για παράδειγμα να ταξιδέψουμε εύκολα στο εξωτερικό... Για να καταλάβεις, επειδή οι γονείς μου δούλευαν στο εργοστάσιο που σου ανέφερα, το στρατιωτικό, όταν έμαθαν ότι με κάλεσαν στην Εθνική ομάδα χρειάστηκε να συζητηθεί από πολύ ψηλά, εάν πρέπει να πάει το παιδί των μηχανικών του συγκεκριμένου εργοστασίου στο εξωτερικό!».
-Γιατί έγινε αυτό;
«Γιατί φοβόντουσαν μήπως το παιδί των μηχανικών βγει στο εξωτερικό και πει κάπου πράγματα για το εργοστάσιο που δεν έπρεπε. Μήπως μαρτυρήσω ή μου αποσπάσουν κρατικά μυστικά! Σιγά τώρα, μη γνωρίζει κάθε παιδί αυτά που ξέρουν οι γονείς για τη δουλειά τους... Κι όμως. Έπρεπε να το συζητήσουν και να δώσουν ειδική άδεια για να πάω στην Εθνική. Υπήρχε κίνδυνος. Θα μπορούσαν να πουν όχι. Θα μπορούσαν να πουν γιατί να πάρετε αυτό το παιδί στην Εθνική, βρείτε άλλο. Τελικά, με άφησαν...».
-Πως εξελίχθηκε η πορεία σου;
«Τελείωσα το σχολείο και πλέον ασχολήθηκα αποκλειστικά με το ποδόσφαιρο. Παράλληλα, συνέχιζα να παίζω στην Εθνική ομάδα Νέων. Πήγαμε Μουντιάλ στο Μεξικό, το 1983 και το 1982 στη Φινλανδία για το Ευρωπαϊκό...».
-Τι κάνατε εκεί;
«Στο Μεξικό δεν καταφέραμε κάτι. Δεν προκριθήκαμε από το γκρουπ, γιατί ο Φαν Μπάστεν που τον βρήκαμε αντίπαλο, μας έβαλε γκολ (σ.σ. Ολλανδία – Σοβιετική Ένωση 3-2 με τελευταίο γκολ στο ’49 του Φαν Μπάστεν)».
-Πάλι εκεί ο Φαν Μπάστεν; Παντού σε κυνηγούσε;
«Ναι, ναι (γέλια). Στη Φινλανδία, προκριθήκαμε στους ημιτελικούς, χάσαμε και κερδίσαμε μετά τον αγώνα για την 3η θέση. Εκείνη η Εθνική ήταν πολύ καλή ομάδα. Μετά από κει, ξεκίνησα σιγά σιγά να παίζω στη Ντνίπρο. Υπήρχαν δύο ομάδες, η πρώτη και η δεύτερη που έπαιζαν σε διαφορετικά πρωταθλήματα, αλλά με ίδιους αντιπάλους και άρχισαν λίγο-λίγο να μου δίνουν χρόνο συμμετοχής μέχρι που καθιερώθηκα».
-Πως προέκυψε το 10 στη φανέλα; Είχες κάποιον παλαιότερο παίκτη που σου άρεσε ή σήμαινε κάτι για ‘σένα αυτός ο αριθμός;
«Όχι, ήταν τυχαίο. Στην Εθνική είχα παίξει και με το 10 και με το 9 και το 11. Στη Ντνίπρο πήρα το 10 και το κράτησα, αλλά χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος».
Μας έσβησαν τα φώτα στο ξενοδοχείο κι είπα, εντάξει, πρώτη και τελευταία φορά που ήρθα να παίξω εδώ
-Υπήρχε κάποιος ποδοσφαιριστής που να θαυμάζεις; Ο Μπλαχίν ήταν πρώτος σκόρερ της Σοβιετικής Ένωσης και δεύτερος εσύ...
«Ναι. Ο Μπλαχίν ήταν λίγο μεγαλύτερος και το ίνδαλμά μου. Τον πρόλαβα και παίξαμε μαζί για λίγο στη Ντιναμό Κιέβου και στην Εθνική ομάδα. Θυμάμαι σε ένα φιλικό με την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ, ο Μπλαχίν έπαιζε βασικός κι εγώ, μικρότερος, μπήκα ως αλλαγή. Ο Μπλαχίν σουτάρει, ο Σίλτον αποκρούει κι εγώ βάζω γκολ και κάνω το 2-0. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ».
-Δεν ξέρω μήπως εάν δεν είχε περάσει από την Ελλάδα ο Μπλαχίν δεν το αποφάσιζες ούτε εσύ.
«Όχι, με τίποτα! Αυτός μας έφερε. Όχι, όχι. Να σου πω και περισσότερα για την Ελλάδα. Εμείς παίξαμε φιλικό εδώ και κερδίσαμε για πλάκα 4-0. Δεν μου άρεσε καθόλου η Ελλάδα. Ο Ντέταρι είχε έρθει ήδη στο ελληνικό πρωτάθλημα και το ήξερα, αλλά μετά από εκείνο το ματς σκέφτηκα ότι δεν θα ήθελα να παίξω ποτέ στην Ελλάδα».
-Γιατί δεν σου άρεσε; Συνήθως αρέσει η Ελλάδα...
«Εγώ τότε πέρασα ουσιαστικά μία νύχτα, έπαιξα και μετά μας έσβησαν και τα φώτα στο ξενοδοχείο γιατί είχαν κάτι απεργίες. Κι εκεί λέω, εντάξει, “πρώτη και τελευταία φορά που ήρθα να παίξω εδώ”, αλλά δες πως τα φέρνει η ζωή...».
-Και πως έγινε τελικά;
«Ήταν ιδέα του Μπλαχίν. Όταν του έδωσαν το τιμόνι του Ολυμπιακού, εκείνος βλέποντας το παράδειγμα τη Μίλαν με Φαν Μπάστεν, Ράικαρτ και Γκούλιτ, μας λέει “ελάτε στην Ελλάδα, να παίξουμε, να φτιάξουμε μία καλή ομάδα” αλλά και να φύγουμε καταρχάς από τη Σοβιετική Ένωση, την περίοδο που μόλις είχαν ανοίξει οι πόρτες. Ο αρχικός προορισμός μας ήταν ένα καλύτερο πρωτάθλημα. Τι να πω; Ψέματα; Αλλά. εξελίχθηκαν αλλιώς τα πράγματα και ήρθα εδώ λόγω Μπλαχίν».
-Σε εκείνο το φιλικό με την Ελλάδα έπαιζες στην ΕΣΣΔ με Ντασάεφ, Κουζνέτσοφ, Χιντιατούλιν, Ρατς, Γιακοβένκο, Λιτόφτσενκο, Ζαβάροφ, Μπελάνοφ. «Κλαίω» με αυτήν την ομάδα, με αυτούς τους παίκτες. Ήμουν από τους τυχερούς που σας πρόλαβα. Τελικά πως κατάφερε η Σοβιετική Ένωση να βγάλει αυτήν την «υπερηχητική» ομάδα;
«Δεν έχω απάντηση σ’ αυτό. Τι να πω; Ήταν μία χώρα με 350 εκατομμύρια κατοίκους, οπότε διάλεγαν τους καλύτερους. Οι περισσότεροι ήταν από Ρωσία και Ουκρανία. Λίγοι ήταν οι υπόλοιποι, όπως ο Σουκρίτσοφ που είπες ήταν από τη Λιθουανία ή ο Σoυλακβελίτσε από τη Γεωργία».
-Εντάξει, σίγουρα είχαν να διαλέξουν τους καλύτερους μεταξύ πολλών, αλλά δεν υπήρχε και κάποια μέθοδος;
«Μέθοδος σίγουρα υπήρχε. Δεν σου φτάνει η πληροφορία που σου έδωσα ότι εγώ ασχολιόμουν με το ποδόσφαιρο από μικρό παιδί; Ξεκίνησα να δουλεύω σωστά στο ποδόσφαιρο από επτά ετών».
-Κι αυτό γινόταν σε όλες τις ομάδες, σε όλες τις κατηγορίες και όλα τα επίπεδα;
«Σκέψου ότι σαν εμένα υπήρχαν χιλιάδες ακόμη και μέσα απ’ αυτούς διάλεγαν έναν. Είχαν πολύ υλικό για να επιλέξουν».
-Το είχες σκεφτεί τότε, προχωρώντας την πορεία σου στο ποδόσφαιρο ότι “εγώ είμαι ένας από τα 350 εκατομμύρια”;
«Τώρα που μεγάλωσα καταλαβαίνω ότι έτσι είναι, αλλά όταν είσαι πιο μικρός το μόνο που θέλεις είναι να παίζεις μπάλα και να ευχαριστιέσαι. Σιγά μην σκεφτόμουν κάτι τέτοιο...».
Έτσι δουλεύαμε με τον Λομπανόφσκι
-Μέχρι πότε έβλεπες το ποδόσφαιρο ως διασκέδαση; Από ποια ηλικία άρχισες να το βλέπεις πιο σοβαρά, πιο επαγγελματικά;
«Δεν μπορώ να σου απαντήσω γιατί αυτή είναι η ζωή μου. Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου. Έχω κάνει πολλή προπόνηση με τον Λομπανόφσκι (γέλια)».
-Τον Λομπανόφσκι, τον έβλεπες στον πάγκο ακίνητο σαν μεθυσμένο κι έλεγες τώρα θα τον πάρει ο ύπνος...
«Έτσι ήταν πάντα. Δεν ήταν όμως, κοιμισμένος κι ας έμοιαζε. Κι εκείνου το ποδόσφαιρο ήταν όλη του η ζωή. Τον θυμάσαι όταν είχε πάρει τα κιλά».
-Πες μου για Λομπανόφσκι. Σκιαγράφισέ μου το χαρακτήρα του, πως δούλευε...
«Ήταν πολύ δυνατός. Φέτος βγήκε και μία ταινία για εκείνον, η οποία λένε ότι είναι πολύ καλή. Ήταν αρκετά σκληρός άνθρωπος, αρκετά σοβαρός, επαγγελματίας. Αυτός εμπνεύστηκε το στιλ που παίζαμε. Επειδή εμείς, οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι δεν έχουμε τεχνική κατάρτιση όπως οι Ισπανοί και οι Βραζιλιάνοι, έβγαλαν συμπέρασμα ότι στη φυσική κατάσταση πρέπει να τους πιέζουμε, αλλά να τους αφήνουμε να έχουν τη μπάλα. Κάπως έτσι ξεκινά να χτίζεται το πρόγραμμα του μέλλοντος, με πολύ πρέσινγκ. Αυτό σήμαινε ότι ο παίκτης έπρεπε να τρέχει για 90 λεπτά, να αλλάζει θέσεις, να μαρκάρει διαρκώς και να παίζει γρήγορα...».
-Άλλαξε το ποδόσφαιρο, δηλαδή, η φιλοσοφία του Λομπανόφσκι.
«Ε, ουσιαστικά προσπάθησαν να πάρουν κάποια καλά στοιχεία και να κάνουν κάτι δικό τους. Και πληρώναμε γι' αυτό με πολύ προπόνηση και πολλά χιλιόμετρα».
-Η φυσική κατάσταση γινόταν με τρέξιμο;
«Όχι μόνο. Περιελάμβανε και τρέξιμο και δουλειά στο γυμναστήριο. Μας έβαζαν να κουβαλάμε στην πλάτη ο ένας τον άλλο και παίζουμε μπάλα για να δυναμώνουν τα πόδια, μ’ αυτόν τον τρόπο. Φαντάσου τι γινόταν με τη μέση... (γέλια). Γι αυτό λέμε, τρέχοντας γίνεται καλύτερα ο κόσμος. Δεν αντέχει ο Προτάσοφ; Θα έρθει ο Μπελάνοφ. Δεν αντέχει ο Μπελάνοφ; Θα έρθει κάποιος άλλος».
-Όποιος αντέξει με λίγα λόγια. Από πλευράς συστήματος, διάταξης, άλλαξε κάτι τότε επί Λομπανόφσκι;
«Κοίτα τώρα το ποδόσφαιρο είναι όλο τακτική. Λέμε τακτικούλα, τακτικούλα, χάνουμε τη μπάλα, μένουμε πίσω. Τότε, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Δεν μας έστηναν στο γήπεδο για να μας πουν όταν χάνουμε τη μπάλα πάμε εδώ και μετά πιο πέρα, όπως γίνεται σήμερα με τους ποδοσφαιριστές. Τότε υπήρχε το man to man. Από τη στιγμή που αναλάμβανες έναν παίκτη είχες την υποχρέωση να τον ακολουθείς παντού. Εάν σου έλεγαν για παράδειγμα, θα προσέχεις τον Μέσι, εσύ είχες ολόκληρη την ευθύνη. Εάν έφευγε εκείνος από το γήπεδο, έφευγες κι εσύ, εάν πήγαινε να δέσει τα παπούτσια του, έδενες και τα δικά σου. Τώρα δεν υπάρχει αυτό γιατί έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο. Δεν λέω ότι τότε ήταν καλύτερα και τώρα όχι. Είχε όμως μία άλλη ομορφιά».
-Πως σας μιλούσε; Ποια ήταν η προσέγγισή του; Ήταν σκληρός όταν σας μιλούσε;
«Εντάξει, όταν πήγαινες στο γραφείο του ήταν μια χαρά, μιλούσε για όλα και ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους παίκτες του. Στο γήπεδο, όμως, είχε το ύφος του... Θεού. Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Είχε και την πλάκα του, κάποιες φορές».
-Ε, πες μου κάτι ξεχωριστό που θυμάσαι από Λομπανόφσκι;
«Γενικά, εάν γινόντουσαν όλα καλά, όπως τα ήθελε, ήταν καλός. Μόνο όταν γινόταν κάτι... τρελό, μπορεί να φώναζε. Μπορεί να μας έπιανε μετά από κανένα ματς να πίνουμε μια μπυρίτσα σε κάποιο μπαρ κι εκεί να άρχιζε τις φωνές, αλλά ακόμα κι αυτό δεν ήταν τόσο φοβερό γιατί κάτι ανάλογο γίνεται και σήμερα, όταν είσαι βασικός παίκτης σε μία ομάδα».
-Έριχνε καμπάνες όταν κάνατε κάτι που δεν έπρεπε;
«Θυμάμαι μια φορά, ήταν ένας μικρός που μόλις είχε έρθει στην ομάδα, ο Σαλένκο, και μετά το ματς, στο αεροδρόμιο όπου ήμασταν καθίσαμε εμείς που παίξαμε, να πιούμε μια μπυρίτσα και ήρθε κι εκείνος μαζί μας και άκουγε τα παραμύθια που λέγαμε. Μας έπιασε, λοιπόν, ο Λομπανόφσκι όλους, αλλά ποιος την πλήρωσε; Ο μικρός! Τα άκουσε περισσότερο απ’ όλους. Του φώναζε, “εντάξει οι μεγάλοι, εσύ πως βρέθηκες εδώ;” (γέλια)».
-Μετά τη Ντνίπρο πήγες Ντιναμό Κιέβου.
«Με τη Ντνίπρο κερδίσαμε το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία του συλλόγου το 1983».
-Όπου είχες 145 συμμετοχές και 95 γκολ!
«Δεν τα μετράω (γέλια)».
-Εσύ δεν τα μετράς, αλλά εγώ ζαλίστηκα που τα είδα. Συνολικά έχεις πάνω από 200 γκολ στην καριέρα σου.
«Και σκέψου ότι τότε το πρωτάθλημα ήταν πολύ δύσκολο γιατί για παράδειγμα, η Ντιναμό Τιφλίδας ήταν ουσιαστικά η Εθνική Γεωργίας. Μάζευε τους καλύτερους παίκτες της χώρας. Η Αραράτ Γερεβάν τους καλύτερους παίκτες της Αρμενίας, η Ντιναμό Μινσκ τους καλύτερους της Λευκορωσίας και πάει λέγοντας. Έτσι ήταν ολόκληρο το πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης. Σαν να παίζουν Εθνικές ομάδες μεταξύ τους κάθε εβδομάδα. Ήταν πολύ δύσκολο και καλό πρωτάθλημα κι είναι κρίμα που χάθηκε».
-Πως πήγες λοιπόν, στη Ντιναμό Κιέβου;
«Την περίοδο 1987-1988, μας έπιασε ο Λομπανόφσκι εμένα και τον Λίτο (σ.σ. Λιτοφτσένκο) και μας είπε ότι εάν δεν πάτε στη Ντιναμό θα είναι δύσκολο να μείνετε στην Εθνική γιατί ήθελε να κάνουμε κι εκεί μαζί του προπόνηση».
-Εκεί φαντάζομαι ότι ήταν ακόμα πιο υψηλό το επίπεδο.
«Από τη Ντνίπρο, ήταν υψηλότερο γιατί η Ντιναμό μάζευε εκείνη την περίοδο τους καλύτερους παίκτες της Ουκρανίας. Επίσης, υπήρχε ένα άλλο θέμα. Έπρεπε να υπηρετήσω και τη θητεία μου. Η Ντιναμό είναι ομάδα της αστυνομίας και η ΤΣΣΚΑ του στρατού. Οπότε, δεν γινόταν να πάω κάπου αλλού κι έτσι πήγα στη Ντιναμό Κιέβου».
-Εκεί στη Ντιναμό με ποιους ήσουν;
«Με όλους αυτούς που ανέφερες προηγουμένως. Μπεσόνοφ, Μπάλτασα, Κουζνέτσοφ, Μιχαϊλιτσένκο, Ζαβάροφ, Μπελάνοφ, Λιτόφτσενκο, Σαλένκο και άλλους. Πολύ καλή ομάδα».
-Ο Μπλαχίν, εκείνη την εποχή είναι ήδη εδώ στην Ελλάδα;
«Ο Μπλαχίν τελείωνε τότε την καριέρα του στην Κύπρο κι εκεί τον βρήκε ο Σαλιαρέλης και τον έφερε στον Ολυμπιακό».
-Ο Μπλαχίν για ‘σας ήταν Θεός;
«Κάπως έτσι. Ήταν αστέρι μεγάλο».
-Δηλαδή με ποιον θα μπορούσαμε να τον συγκρίνουμε από Ελλάδα; Δομάζο, Σιδέρη ίσως;
«Με όποιον θέλεις από αυτούς. Ο Μπλαχίν είχε πάρει Χρυσή μπάλα, όπως και ο Μπελάνοφ, οπότε καταλαβαίνεις το μέγεθός του».
-Εσένα πως σου... ξέφυγε η Χρυσή μπάλα;
«Ήμουν για κάποια χρόνια στη λίστα, αλλά 4ος ή 5ος. Ήμουν λίγο μακριά από την πρώτη θέση».
-Εσείς τον Σαλιαρέλη δεν τον ξέρατε.
«Όχι, εδώ τον γνώρισα».
Με ήθελε ο Ρανιέρι στη Φιορεντίνα
-Ο Μπλαχίν δηλαδή σας έψησε να έρθετε στον Ολυμπιακό;
«Ναι. Εγώ ήθελα να πάω στην Ιταλία, αλλά...».
-Καταρχάς ενδιαφέρον από άλλες ομάδες υπήρχαν εκείνη την περίοδο;
«Εμείς παίξαμε πολύ καλά στο ευρωπαϊκό του ’88. Η ίδια ομάδα μεγάλωσε, ωρίμασε και το ’90 ήταν έτοιμη για μεγάλα πράγματα στο Μουντιάλ. Το γκρουπ μας ήταν Ρουμανία, Αργεντινή και Καμερούν. Αυτό που αισθάνθηκα εγώ ήταν ότι στο πρώτο ματς με τη Ρουμανία ήμασταν κουρασμένοι. Ήξερα ότι είχαμε κάνει πολύ καλή προετοιμασία, αλλά ήμασταν πτώματα. Ήταν ιδέα του Λομπανόφσκι να περάσουμε έστω και με το ζόρι από το γκρουπ, κουρασμένοι παραπάνω απ’ όσο έπρεπε και μετά στα επόμενα παιχνίδια να ανοίξουμε και να τρέξουμε λίγο παραπάνω. Για να τα κάνεις αυτά όμως, έπρεπε να περάσεις πρώτα τον όμιλο και οι Ρουμάνοι μας έβαλαν δύο γκολ με τον Λάκατους, με τον οποίο ήμασταν υποψήφιοι για την Φιορεντίνα. Θα πήγαινε ένας από τους δύο. Όπως μου είπε μετά ο προπονητής, ο Ρανιέρι ήταν, εκείνος ήθελε εμένα, αλλά ο πρόεδρος της ομάδας αποφάσισε να πάρει τον Λάκατους επειδή είχε βάλει εκείνα τα δύο γκολ».
-Εάν σε είχαν επιλέξει αντί του Λάκατους θα μπορούσες να φύγεις από τη χώρα σου για να πας εκεί;
«Μα εγώ μετά από αυτό το Μουντιάλ, ήρθα στον Ολυμπιακό. Μόλις είχαν ανοίξει οι πόρτες επί Γκορμπατσόφ και από τους πρώτους παίκτες που έφυγαν ήμουν κι εγώ. Το 1989, νομίζω, πήγε ο Ζαβάροφ στη Γιουβέντους».
-Μετά τα 28 μπορούσατε να φύγετε;
«Μετά τα 30 έτη, αλλά εγώ κατάφερα να βγω νωρίτερα. Ήμουν 26 όταν ήρθα στον Ολυμπιακό».
-Άλλη ομάδα που να είχε ενδιαφερθεί εκτός από τη Φιορεντίνα υπήρχε;
«Εντάξει, άκουγα διάφορα παραμύθια κατά καιρούς, όπως ότι με ήθελε η Γιουβέντους».
-Γιατί τα λες παραμύθια;
«Γιατί δεν υπήρχε ένας άνθρωπος που να μου πει ότι ισχύει σίγουρα. Μας έλεγαν μόνο ότι ο Ανιέλι θέλει Προτάσοφ, Μιχαϊλιτσένκο και Ζαβάροφ, τότε που ήμασταν στο τοπ και πρότεινε σε αντάλλαγμα να ανοίξει εργοστάσιο της Fiat, αλλά η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε. Μετά από μερικά χρόνια πήγε ο Ζαβάροφ στη Γιουβέντους. Από κει και πέρα, υπήρχαν και άλλες ομάδες που μας ήθελαν αλλά δεν γινόταν να φύγουμε τότε από τη χώρα».
- Λεφτά βγάζατε τότε; Πως ήταν η ζωή ενός τοπ ποδοσφαιριστή στη Σοβιετική Ένωση.
«Για τη χώρα είχαμε πολύ καλούς μισθούς και μας έδιναν και κάποια αυτοκίνητα ή διαμερίσματα. Πολλές φορές αυτά τα προσέφεραν και οι ίδιες οι ομάδες για να φύγεις από τη δική σου και να πας σ’ εκείνη. Μετά πουλούσες το αυτοκίνητο σε μία καλύτερη τιμή και έτσι έβγαιναν κάποια καλά χρήματα. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής του επαγγελματία ποδοσφαιριστή, αν και δεν λεγόμασταν επαγγελματίες, αλλά δάσκαλοι φυσικής κατάστασης».
-Σαν να λέμε γυμναστές.
«Ναι, ακριβώς! Τα πρώτα λεφτά που πήραμε ήταν για τη 2η θέση στο Ευρωπαϊκό του ’88, γύρω στα 30.000 μάρκα. Ίσως να ήταν και λιγότερα, αλλά εμάς μας είχαν φανεί πολύ καλά λεφτά εκείνη την εποχή».
Ο Σαλιαρέλης όλο έκοβε τα διαμάντια στα δυο, στα τέσσερα και περιμέναμε να τα πουλήσει...
-Όταν σας είπε ο Μπλαχίν να έρθετε στην Ελλάδα, μέτρησε και το οικονομικό ή το γεγονός ότι σας ήθελε εκείνος ήταν από μόνο του αρκετό;
«Δεν μέτρησε το οικονομικό, γιατί νομίζω πως η Ελλάδα δεν ήταν για πολλά λεφτά. Άλλωστε, που ήταν τα λεφτά; Μόνο ψέματα ακούγαμε. Ο Σαλιαρέλης όλο έκοβε τα διαμάντια στα δυο, στα τέσσερα και περιμέναμε να τα πουλήσει... (γέλια)».
- Μόνο με τον Μπλαχίν είχατε μιλήσει για να έρθετε στον Ολυμπιακό ή και με τον Σαλιαρέλη;
«Απ’ όσο ξέρω, πρόπερσι τελείωσαν τα δικαστήρια με Ολυμπιακό και τη Ντιναμό Κιέβου. Εμείς δεν ξέραμε ποιοι είχαν μιλήσει. Όλα γίνονταν πίσω από την πλάτη μας. Φαντάσου ακόμα και σήμερα δεν έχω μάθει για πόσα χρήματα μας πούλησαν! Τι πήρε η ομάδα, τι χρωστάει ο Σαλιαρέλης, τι χρωστάει ο Ολυμπιακός, τι χρωστάει η Ντιναμό... Άκουσα μόνο ότι τα δικαστήρια τελείωσαν πρόσφατα. Θυμάμαι ότι τη δεύτερη χρονιά μου, σε ένα ματς με την ΑΕΚ που είχα βάλει τρία γκολ ήταν να μην κατέβω. Τους είχα πει πως αφού μας λέτε όλο ψέματα, δεν θα παίξω».
- Η επαφή με Σαλιαρέλη γινόταν πάντα μέσω τρίτων;
«Είχα πάει κάποιες φορές στο γραφείο του, αλλά όλο για διαμάντια μου μιλούσε. Ότι περιμένει να τα κόψει για να τα πουλήσει και να με πληρώσει! Με είχε φιλοξενήσει και στο νησί του, την Αίγινα, πριν γίνουν όλα αυτά».
- Δεν είχατε κάτι από χρήματα μέχρι τότε;
«Τώρα δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν πλήρωναν».
- Δηλαδή ο Σαλιαρέλης έγινε... μάγκας επειδή ο Μπλαχίν είχε αυτή τη σχέση μαζί σας.
«Ναι, σίγουρα. Γιατί ο Μπλαχίν με παρακαλούσε να παίζω. Του είχα πει κάποια στιγμή ότι εάν συνεχίσω να παίζω χωρίς να πληρώνουν, θα συνεχίσουν κι εκείνοι να χρωστούν. Γι αυτό και τρελάθηκα... Όλη η ομάδα ξεκουραζόταν πριν το ματς στα δωμάτια κι εγώ καθόμουν με τον Τσαχειλίδη και τον Μπλαχίν και τους έλεγα ότι δεν θα παίξω εάν δεν με πληρώσουν κι εκείνοι μου έλεγαν “παίξε, παίξε” και τελικά πήγα στο δωμάτιο 40 λεπτά πριν φύγουμε από το ξενοδοχείο. Είχα τέτοια αδρεναλίνη που μετά μπήκα στο γήπεδο και έβαλα τρία γκολ (γέλια)».
-Με τον Λιτόφτσενκο είπες γνωριζόσασταν από παιδιά. Φαντάζομαι ήσασταν και φίλοι και ήρθατε μαζί στον Ολυμπιακό. Πως το ζήσατε το κομμάτι της Ελλάδας;
«Με τον Λίτο, μια ζωή στο ίδιο δωμάτιο. Εντάξει, τρελάθηκα η αλήθεια είναι με τόσο κόσμο που είδα στο γήπεδο ή στο αεροδρόμιο που ήρθε για να με υποδεχθεί. Κατάλαβα ότι η ατμόσφαιρα είναι τελείως διαφορετική από τις δικές μας χώρες, όπως και το ποδόσφαιρο. Εδώ έπαιζαν πιο εγωιστικά οι παίκτες, ενώ εμείς ήμασταν πάντα πάρα πολύ ομαδικοί. Μεγαλώσαμε με τη νοοτροπία ότι σημασία έχει να κερδίζει η ομάδα και όχι ποιος θα βάλει γκολ για να γίνει καλύτερος από τον άλλον. Μας ενδιέφερε πως θα στρώσουμε τη μπάλα για να σκοράρει κάποιος, όποιος κι αν ήταν αυτός. Έτσι μεγαλώσαμε. Ήρθα, λοιπόν, εδώ και είδα ότι κάποιοι παίκτες δεν έδιναν σε άλλους τη μπάλα ή ότι μέσα στην ομάδα υπήρχαν κλίκες, μία λέξη που την έμαθα εδώ. Για εμάς που είχαμε μεγαλώσει διαφορετικά, ήταν όλα αυτά καινούρια».
-Και πως το αντιμετώπισες αυτό;
«Απλά ήμουν καλός με όλους τους υπόλοιπους. Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε ποιος ανήκει σε ποιο... κόμμα. Για μένα ήταν όλοι ίδιοι. Μας πήρε καιρό μέχρι να το καταλάβουμε. Μάλλον έτσι ήταν το επαγγελματικό περιβάλλον».
-Τώρα μιλάμε για Αναστόπουλο, Μητρόπουλο και λοιπούς;
«Τώρα δεν αξίζει να αναφέρουμε ονόματα. Ήταν τότε στην ομάδα και οι δύο αλλά τι;».
-Εντάξει γιατί όλοι ξέρουμε ότι ο “Αναστό” είχε και λίγο την τρέλα του, ήταν λίγο παραπάνω εγωιστής.
«Απλά, έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια που είναι λογικό να μην θυμόμαστε πολλά πράγματα. Γι αυτό και μπορώ να μιλήσω μόνο γενικά...».
- Μου έλεγε ο Καραταΐδης ότι ζήσατε και κάποια χρόνια δύσκολα. Με τους φιλάθλους να κυνηγούν τους παίκτες, να έχουν παράπονα. Ο Ολυμπιακός δεν είχε ισχυρή διοίκηση για να είναι και σταθερή η ομάδα.
«Έτσι είναι και τα έχουμε ξαναπεί αυτά εκατό φορές».
-Πως τα έζησες εσύ όλα αυτά; Θυμάσαι κάποια περιστατικά;
«Εντάξει, θυμάμαι εκείνο το ματς στο Καραϊσκάκη που μας κυνηγούσαν μετά από μια ήττα, αλλά νομίζω πως κάποιοι από εμάς, δεν έπαιζαν καλά τότε. Δεν γνωρίζω, όμως, να σου πω εάν είχαν οικονομικά προβλήματα ή προσωπικά και γι αυτό το λόγο δεν έπαιζαν καλά. Σίγουρα, ήταν κι εκείνοι όπως όλοι μας, απλήρωτοι. Δεν ήταν όμως, μόνο αυτό. Έπαιζε και κάποιο ρόλο η διαιτησία που ευνοούσε κάποιες άλλες, πιο δυνατές ομάδες».
Αξίζαμε να είμαστε πρωταθλητές, αλλά...
-Ένιωθες αδικία εκείνα τα χρόνια; Θεωρείς ότι αξίζατε περισσότερα ως ομάδα εκείνα τα χρόνια παρά τα οικονομικά προβλήματα που είχατε;
«Τώρα που μιλάμε και το σκέφτομαι νομίζω πως η ομάδα που ήμασταν τότε μπορούσαμε να γίνουμε πρωταθλητές. Ήταν εφικτό. Δεν ήμασταν χειρότεροι από τον Παναθηναϊκό αλλά ούτε από την ΑΕΚ, αλλά κάτι μας έλειπε. Εγώ, τότε, ήμουν ακόμη στον κόσμο μου. Για να καταλάβεις, τα πρώτα δύο χρόνια μου φαινόντουσαν όλα πολύ διαφορετικά από αυτά που είχα συνηθίσει στη χώρα μου, το πρωτάθλημα που παίζαμε και το επίπεδο».
-Διαφορετικά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο;
«Απλά διαφορετικά! Και η ζωή και η ομάδα και ο τρόπος παιχνιδιού... Δεν αισθανόμουν άσχημα, αλλά κάποια πράγματα ήταν περίεργα για μένα. Καινούργια».
-Ο κόσμος συνέχισε να είναι απέναντί σου όπως όταν ήρθες;
«Ναι, πάντα με αγαπούσαν. Εντάξει, μπορεί να έβριζαν όλη την ομάδα όταν δεν παίζαμε καλά, αλλά σε προσωπικό επίπεδο δεν θυμάμαι να έχω δεχθεί κάποια επίθεση. Ακόμα και όταν ήρθα ως αντίπαλος με τη Βέροια, σε ματς μάλιστα που ήταν γιορτή για τον Ολυμπιακό, γιατί ήταν η χρονιά που πήρε με τον Μπάγεβιτς το πρωτάθλημα, παρά το γεγονός ότι έβαλα γκολ, δεν άκουσα άσχημα λόγια. Κερδίσαμε 0-2, αλλά ούτε τότε με έβρισαν».
-Μου έλεγε ο Καραταΐδης, “είναι δυνατόν να μην έχει πάρει πρωτάθλημα ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού ο Προτάσοφ;”. Τελικά, το πήρες ως προπονητής.
«Ήταν μια τρέλα του Σωκράτη Κόκκαλη. Έμεναν 12 παιχνίδια μέχρι το τέλος του πρωταθλήματος και είχε τρέλα με το 7ο σερί πρωτάθλημα. Για όλους στον Ολυμπιακό ήταν πολύ σημαντικό να το κατακτήσουν. Όταν με ρώτησε λοιπόν, ο Κόκκαλης εάν θα ήθελα να αναλάβω, εγώ πήρα την ευθύνη και χαίρομαι που το κερδίσαμε γιατί υπήρχε πολύ άγχος».
-Θύμισέ μας τι είχε γίνει εκείνη την περίοδο.
«Εγώ τότε είχα δικές μου Ακαδημίες στη Βάρη και ήταν μόλις είχε φύγει ο Κάτανετς. Με έφερε ο Τάκης Λεμονής που ήταν στον πάγκο πριν τον Κάτανετς. Ήρθε ο Τάκης και μου λέει πάμε να βοηθήσεις από πλευράς σκάουτινγκ. Από κει με πήρε ο Κόκκαλης και κάποια στιγμή μου είπε να αναλάβω προπονητής».
-Ξαφνικά, μέσα σε μία νύχτα; Είχες ολοκληρώσει τις σπουδές προπονητικής τότε...
«Τότε δεν χρειαζόταν. Μετά ξεκίνησε να ισχύει ότι για να γίνεις προπονητής πρέπει να πάρεις τα σχετικά διπλώματα. Δεν είχαμε θέμα, όμως, τότε...».
-Καλά και τώρα υπάρχουν προπονητές που δεν έχουν δίπλωμα...
«Ναι, αλλά τώρα δεν μπορούν να κάτσουν στον πάγκο».
Δεν θα ξεχάσω το πέναλτι στον Παναθηναϊκό
-Ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού υπάρχει κάτι που δεν θα ξεχάσεις; Κάποια παιχνίδια, κάποιες εμπειρίες;
«Δεν θα ξεχάσω, γιατί μου άρεσε εκείνο το ματς, με το πέναλτι στο ’93, σ’ εκείνον τον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό, που μπήκαν μέσα και κυνηγούσαν τον διαιτητή, στο ΟΑΚΑ. Είχε κερδίσει το πέναλτι ο Τσαλουχίδης κι έπρεπε να πάρω την απόφαση εάν θα το χτυπήσω. Κάποιοι συμπαίκτες μου δεν ήθελαν να το εκτελέσουν, γιατί ήταν σημαντικό να μπει αυτό το γκολ. Εγώ, όμως, δέχθηκα γιατί σκέφτηκα τότε ότι και να το χάσω, είμαι ξένος και απλά δεν θα ζήσω σε αυτήν την χώρα (γέλια)».
-Και τι έγινε εκεί;
«Ο διαιτητής δίνει το πέναλτι και σφυρίζει λήξη του αγώνα. Υπάρχει κανονισμός που λέει ότι εάν το παιχνίδι έχει ξεπεράσει τη διάρκειά του και τις καθυστερήσεις, ο διαιτητής σφυρίζει λήξη, φεύγουν όλοι και μένει μόνο ένα σουτ για να εκτελεστεί το πέναλτι. Από τη στιγμή που δίνει πέναλτι δεν μπορεί να το ακυρώσει, αλλά δεν μπορείς κι εσύ να κάνεις δεύτερο σουτ και να βάλεις γκολ. Έχεις μόνο μία ευκαιρία. Έτσι, έφυγαν όλοι κι έμεινα εγώ απέναντι στον Βάντσικ. Τη συνέχεια τη γνωρίζετε...».
-Έβαλες το γκολ κι έγινε χαμός...
«Κάπως έτσι...».
-Τελικά, ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής χρήματα από πού έβγαλες; Από την Ιαπωνία που έπαιξες μετά τον Ολυμπιακό, από την Ελλάδα;
«Ναι, από την Ιαπωνία. Όταν ήρθε ο Κόκκαλης στον Ολυμπιακό, πλήρωσε όσα χρήματα μας χρωστούσε ο Σαλιαρέλης, αλλά μας τα έκλεψε ένας Γερμανός ατζέντης! Όταν πήραμε αυτά τα λεφτά, φοβηθήκαμε και τα βγάλαμε γρήγορα έξω κι εκεί σταθήκαμε άτυχοι και μας τα έκλεψαν».
-Τα χάσατε όλα;
«Τώρα δεν αξίζει να αναφέρω νούμερα. Κάτι έμεινε, αλλά αρκετά έκαναν φτερά. Ε, μετά την Ιαπωνία γύρισα πάλι εδώ».
-Δέχθηκες να γυρίσεις κάτι που δείχνει ότι την αγάπησες τελικά την Ελλάδα...
«Ναι. Κάποια στιγμή βαρέθηκα από όλα αυτά τα προβλήματα και κάποια άλλα γύρω γύρω και ζήτησα από τον κ. Κόκκαλη να με αφήσει να φύγω. Είχε έρθει τότε ο Πέτροβιτς προπονητής και δεν μας ήθελε στην ομάδα εμένα και τον Λίτο. Μας έβαζε και τρέχαμε γύρω γύρω μόνοι μας και όλο αυτό γινόταν γιατί ήθελαν να βγάλουν κάποια χρήματα από εμάς για να μη φύγουμε ως ελεύθεροι. Εμείς, όμως, δεν είχαμε ομάδες για να φέρουμε κάποια λεφτά που ζητούσαν και τα πήραμε στο... κρανίο και λέμε "αφού δεν θέλετε να παίζουμε κι εμείς θα καθόμαστε". Τέλος πάντων, με φωνάζει ο Κόκκαλης και μου λέει “ό,τι έχει γίνει περασμένα, ξεχασμένα. Έλα να υπογράψουμε καινούριο συμβόλαιο”. Μου έκανε δώρο και ένα αυτοκίνητο της ομάδας κι έτσι έμεινα. Μετά όμως, επί Κώστα Πολυχρονίου που ήταν ο τελευταίος μου προπονητής στον Ολυμπιακό, ήρθε ένας ατζέντης με πρόταση από την Ιαπωνία, με καλά λεφτά. Πήγα στον πρόεδρο, μιλήσαμε, μου λέει φέρε 100 χιλιάρικα, η Γκάμπα (σ.σ. ομάδα της Οσάκα) έδωσε τα λεφτά και κάπως έτσι έφυγα».
-Και μετά πως γύρισες;
«Έμεινα δύο χρόνια στην Ιαπωνία, αλλά καταλάβαμε με τη γυναίκα μου ότι μας έλειπε η Ελλάδα. Και η Ιαπωνία καλή χώρα, αλλά τελείως διαφορετική κι εκεί το ποδόσφαιρο δεν το καταλαβαίνει τόσο πολύ ο κόσμος. Στην Ελλάδα μας άρεσε το κλίμα και οι άνθρωποι σε γενικές γραμμές και με το χρόνο ξεχνάς τα άσχημα και θυμάσαι μόνο τα καλά. Οπότε αποφασίσαμε να επιστρέψουμε. Βρήκαμε ένα σπίτι στη Βούλα και πήγα στη Βέροια όπου με ήθελε πάρα πολύ ο τότε πρόεδρος. Δεν ήθελα να πάω Βέροια και έψαχνα μια μεγάλη ομάδα στην Αθήνα. Δεν βρήκα κι έτσι πήγα εκεί όπου έπαιξα δύο χρόνια. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα, μέχρι και την Προοδευτική».
-Προοδευτική με Τάσο Πάντο;
«Ναι, με τον Τάσο...».
-Μου έλεγε κάποια στιγμή πόσο εντύπωση του είχε κάνει το γεγονός ότι ένας τεράστιος παίκτης σαν εσένα ήταν τόσο καλό παιδί και καθόλου βεντέτα...
«Εντάξει, μεγαλώσαμε και από ένα σημείο και μετά το έβλεπα αλλιώς. Βεντέτες υπάρχουν παντού. Και στη χώρα μου, αλλά σε γενικές γραμμές οι περισσότεροι λειτουργούσαμε έτσι όπως σου είπε. Ήμασταν εντάξει παιδιά».
-Ο Πανελευσινιακός τελευταία ομάδα;
«Μετά την Προοδευτική ξεκίνησε η ιστορία με την Ελευσίνα, αλλά ήταν τελείως ψεύτικο το πρότζεκτ. Ήρθε προπονητής μας ο Νίκος Αναστόπουλος, αλλά ο πρόεδρος της ομάδας –δεν θυμάμαι το όνομά του– κορόιδευε και διαλύθηκαν. Άσε που από Βούλα μέχρι Ελευσίνα έκανα μιάμιση ώρα να πάω κάθε μέρα (γέλια)».
-Όλα αυτά που είχαν γραφτεί για σας, όταν ήρθατε στον Ολυμπιακό, τα «Μινγκ», τα «υπερηχητικά», σου άρεσαν;
«Τα αντιμετώπιζα με χαμόγελα, γιατί ήταν όλα υπερβολικά. Κατάλαβα όμως, ότι έτσι γίνεται εδώ, οπότε εντάξει... Έτσι είναι στην Ελλάδα. Γι αυτό την αγαπάμε και τη δεχόμαστε όπως είναι».
-Τελικά εάν ρωτούσε κάποιος τώρα τον Όλεγκ Προτάσοφ, τι ομάδα είναι, τι θα απαντούσε;
«Ολυμπιακός. Αυτό το ρωτούν μόνο εδώ στην Ελλάδα συνέχεια και πρέπει να είσαι κάτι. Στην Ουκρανία δεν σου κάνουν ποτέ αυτήν την ερώτηση. Όταν όμως με ρωτούν τους λέω “Ολυμπιακός”, γιατί δεν μπορώ να ξεχάσω πως ήταν η πρώτη μου ομάδα στην Ελλάδα και δούλεψα σ’ αυτήν ως παίκτης, αλλά και ως προπονητής».
Ο Ολυμπιακός είναι οργανισμός, φιλοσοφία, κράτος
-Τι σημαίνει για ‘σένα “Ολυμπιακός”, έτσι όπως το έζησες, με τα καλά και τα άσχημα;
«Είναι ένας οργανισμός. Κόσμος και διοίκηση μαζί. Πάντα πρέπει να είναι κάποιος δυνατός στη διοίκηση. Πλέον, έχει γίνει μία επιχείρηση, ευτυχώς ή δυστυχώς, κάτι που δεν μπορούσαμε να πούμε παλαιότερα. Είναι μία φιλοσοφία. Είναι ένα κράτος, γιατί ο κόσμος του Ολυμπιακού αγαπάει τρελά την ομάδα του και τα τελευταία χρόνια στη διοίκηση έχουν καταφέρει να είναι ηγέτες. Εκείνο που μου φαίνεται περίεργο, επειδή είμαι ξένος, είναι το γεγονός ότι έχει λίγους Έλληνες η ομάδα. Είναι όπως βλέπεις στην Αγγλία όπου οι αγγλικές ομάδες δεν έχουν Άγγλους. Έτσι, όμως, τα φέρνει η ζωή και η εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Δεν είναι ότι φταίει κάποιος γι αυτό».
-Θα ήθελες τώρα να παίζεις σ’ αυτόν τον Ολυμπιακό ή θα προτιμούσες την ομάδα που έπαιξες πιο παλιά, με όλα αυτά τα προβλήματα;
«Θα ήθελα να παίζω στην ομάδα που είχαμε τότε, αλλά με την οργάνωση που υπάρχει σήμερα στον Ολυμπιακό».
-Το διάστημα που ήσουν προπονητής στον Ολυμπιακό τι θυμάσαι πιο έντονα;
«Είχαμε στόχο το πρωτάθλημα και ήμασταν όλοι τρελοί γι αυτό. Εκείνο που θυμάμαι, είναι πόσο με βοήθησαν τα παιδιά, οι ποδοσφαιριστές, με τα αποδυτήρια. Γιατί εντάξει, μπορεί να ήμουν ένα μεγάλο όνομα ως παίκτης, αλλά ως προπονητής, δεν ήμουν κι έτσι χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια απ’ τα παιδιά για να το καταφέρω. Είχα τότε και Καρεμπέ στην ομάδα και Ζιοβάνι και Τζόρτζεβιτς. Όλοι μαζί δουλέψαμε καλά και πετύχαμε τελικά το στόχο μας. Σίγουρα υπήρχαν και παράπονα από ορισμένους, όπως ο Αλεξανδρής που δεν τον έβαζα τότε, όχι επειδή δεν ήταν καλός ποδοσφαιριστής ή σκόρερ, αλλά γιατί εκείνη την περίοδο έκρινα ως προπονητής ότι έπρεπε να παίζουν άλλοι».
Στη Ριζούπολη θέλαμε το 7ο και το πήραμε, τόσο απλά
-Τι θα έλεγες για εκείνο το περίφημο 3-0 της Ριζούπολης;
«Εντάξει, ήταν ένα παιχνίδι που συζητήθηκε πολύ πριν από το ματς. Εμένα ως προπονητή με ενδιέφερε να κερδίσουμε. Δεν γνωρίζαμε τι γινόταν έξω απ'το γήπεδο, γιατί ήμασταν κλεισμένοι στα αποδυτήρια και βγήκαμε με στόχο τι θα κάνουμε στον αγωνιστικό χώρο. Δεν ξέραμε ότι τρόμαξαν οι Παναθηναϊκοί όταν ήρθαν στο γήπεδο. Μετά το μάθαμε. Το μόνο που είχαμε στο μυαλό μας ήταν να κερδίσουμε με ένα σκορ πάνω από δύο γκολ, εάν θυμάμαι καλά».
-Τι είπες στους παίκτες σου πριν βγείτε στο γήπεδο;
«Δεν θυμάμαι ακριβώς τι είχα πει τότε. Στο ξενοδοχείο είχαμε συζητήσει για τον τρόπο που θα παίξουμε. Όλα τα παιδιά ήξεραν όμως, τι έπρεπε να κάνουν, δεν χρειάζονταν πολλά λόγια. Άλλωστε, μία μέρα πριν τον αγώνα είχαμε ανοικτή προπόνηση στη Ριζούπολη, όπου είχε έρθει ο κόσμος του Ολυμπιακού να μας υποστηρίξει. Βέβαια, και ο πρόεδρος είχε μιλήσει σε όλους τους παίκτες πριν τον αγώνα και έβαλε κι εκείνος λίγο το χεράκι του».
-Περίμενες ότι θα κυλήσει έτσι αυτό το ματς; Γιατί το 3-0 φαντάζει εύκολο.
«Εγώ έμαθα μετά τον αγώνα τι είχε συμβεί έξω και ότι ίσως οι παίκτες του Παναθηναϊκού να ήταν τρομαγμένοι. Όμως, ακόμα κι έτσι, όταν είσαι επαγγελματίας και αυτό το άθλημα με το οποίο ασχολείσαι είναι όλη σου η ζωή, ό,τι κι αν γίνει γύρω σου, οφείλεις να κάνεις το παιχνίδι σου. Το ποδόσφαιρο δεν είναι τένις, όπου παίζουν δύο αθλητές και επειδή φωνάζει ένα παιδάκι σταματάει ο τενίστας το παιχνίδι, γιατί τον ενοχλεί. Στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου να παίζεις θα σε βρίζουν χιλιάδες άτομα, αλλά εσύ δεν πρέπει να τους ακούς και να επηρεαστείς από αυτούς. Έτσι και στη Ριζούπολη. Εγώ τουλάχιστον έτσι το βλέπω. Ό,τι κι αν γίνει έξω από το γήπεδο, σημασία έχει το αποτέλεσμα και σ’ αυτό το ματς όλοι έπαιξαν ρόλο. Και οι φίλαθλοι και ο πρόεδρος και οι ποδοσφαιριστές και ο προπονητής. Σημασία έχει ότι θέλαμε το 7ο και το πήραμε».
- Εάν δεν ήσουν Ουκρανός, δεν είχες δηλαδή αυτήν την πειθαρχία και τις αρχές από μικρό παιδί, θα μπορούσες να το διαχειριστείς όλο αυτό;
«Μα και για μένα ήταν πολύ δύσκολο. Είχα πολύ άγχος, αλλά δεν έπρεπε να το δείξω γιατί οι παίκτες δεν πρέπει να το εισπράττουν αυτό από τον προπονητή τους».
Ο ΜΙΛΕΡ, Ο ΜΕΣΙ, Ο ΡΟΝΑΛΝΤΟ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΤΖΟΛΕ
-Είχες κάποιον να μοιραστείς αυτά τα συναισθήματα; Τη γυναίκα σου για παράδειγμα;
«Όχι. Εγώ σε αντίθεση με άλλους, όταν κέρδιζα ήμουν ήρεμος. Γενικά, εμείς δεν κάναμε τρέλες, γιατί όποιος από εμάς έκανε κάτι τρελό, τον κοροϊδεύαμε. Σήμερα, η ομάδα της Γερμανίας με τον Μίλερ ηγέτη κάνουν το ίδιο. Δεν αφήνουν κανέναν να κάνει ό,τι θέλει, παίζουν ο ένας για τον άλλο και μου θυμίζουν πολύ τη δική μας φιλοσοφία. Είναι πολύ οργανωμένοι, σκέφτονται μόνο τη μπάλα που θα παίξουν και την ομάδα τους. Γι αυτό και συμπαθώ πάρα πολύ τον Τόμας Μίλερ».
-Εγώ αντίθετα, με τη λίγη μπάλα που ξέρω, θεωρώ ότι είναι προσωπικότητα, αλλά ως ποδοσφαιριστής δεν έχει χάρη, δεν έχει αυτό το... κάτι.
«Αυτό που αρέσει εμένα, δεν αρέσει σε ‘σένα».
-Ναι, εσύ βλέπεις την ουσία. Αντίθετα, έβλεπες τον Προτάσοφ, για παράδειγμα, να τρέχει με τη μπάλα και νόμιζες ότι έβλεπες ένα άλογο. Ο Μίλερ δεν το έχει αυτό.
«Εγώ βλέπω στον Μίλερ πολλά πράγματα. Έχει πολλά καλά στοιχεία. Αλλά δεν γίνεται να αρέσει σε όλους».
-Δεν προσπαθώ να σε πείσω. Εσύ είσαι ο ειδικός, εσύ έχεις παίξει μπάλα και έχεις σίγουρα καλύτερο κριτήριο.
«Μα ούτε εγώ προσπαθώ να σε πείσω ότι είναι καλύτερος απ’ όλους ο Μίλερ. Ο καθένας έχει την άποψή του. Είναι όπως ρωτάς έναν άνθρωπο εάν του αρέσει ο Μέσι ή ο Ρονάλντο και σου λέει ο Μέσι γιατί ο Ρονάλντο είναι έτσι κι έτσι... Είναι καθαρά θέμα γούστου».
-Εσύ ποιον προτιμάς; Μέσι ή Ρονάλντο;
«Μέσι, χωρίς να λέω ότι είναι κακός ο Ρονάλντο».
-Πάμε πίσω στη Ριζούπολη. Τελειώνει το ματς, κερδίζετε 3-0 και παίρνετε το πρωτάθλημα. Πως αντιδράς;
«Κερδίσαμε, αλλά τυπικά δεν είχε τελειώσει το πρωτάθλημα, καθώς είχαμε άλλο ένα ματς, εκτός έδρας με την Ξάνθη. Κάποιες αγκαλίτσες είχαμε στα αποδυτήρια μετά τη νίκη επί του Παναθηναϊκού, αλλά το πρωτάθλημα δεν είχε τελειώσει κι εγώ έπρεπε να πάω να μιλήσω στη συνέντευξη Τύπου. Μάλιστα, σε κάποιους έκανε εντύπωση το πόσο ήρεμος παρουσιάστηκα μπροστά στους δημοσιογράφους. Μέσα μου όμως, έβραζα από χαρά».
-Μίλησέ μου για Ζιοβάνι με τον οποίο ο κόσμος τρελαίνεται. Εσύ πως τον έζησες; Ποια είναι η γνώμη σου;
«Καλό παιδί ήταν. Εμείς εκείνο που σκεφτόμασταν ήταν ποιος θα μαρκάρει όταν έχανε τη μπάλα, αλλά μπροστά δημιουργούσε, οπότε...».
-Όλοι μιλούσαν για την τεχνική του. Εσένα πως σου φαινόταν;
«Απλά αυτό το στυλ δεν ταίριαζε σε μας τους Σοβιετικούς. Εκείνος ήταν Βραζιλιάνος κι εμείς τέτοιους παίκτες δεν είχαμε. Ακόμα και ο Ζαβάροφ που ήταν ο καλύτερος πασαδόρος μας, έπαιζε πιο ομαδικά και πιο δυναμικά. Ο Ζιοβάνι ήθελε να έχει τη μπαλίτσα στα πόδια και να δημιουργεί. Ήταν όμως δυνατό παιδί και μπορούσε και τις ντριμπλίτσες του να κάνει».
-Υπήρξες κορυφαίος επιθετικός. Πιστεύεις ότι ο Ζιοβάνι ήταν του ίδιου τοπ επιπέδου από πλευράς τεχνικής;
«Δεν έπαιξε στη Μπαρτσελόνα; Αυτό δείχνει ότι ήταν καλός παίκτης. Δεν έφτασε να παίζει στην Εθνική Βραζιλίας; Άρα ήταν σίγουρα τοπ επιπέδου επιθετικός. Δεν έβαλε και 100 γκολ, αλλά έκανε αυτά τα κόλπα με τη μπάλα που άρεσαν στον κόσμο και από κέρδιζε πολύ».
-Από τα παιδιά που δούλεψες μαζί τους σ’ εκείνη την ομάδα ως προπονητής, ποιους ξεχώριζες και γιατί;
«Τον Τζόρτζεβιτς που έμεινε τόσα χρόνια στην ομάδα και προσέφερε τόσα πολλά. Νομίζω ότι ήταν ιδανικός και ως παίκτης αλλά και ως αρχηγός».
-Υπήρχε κάποιος που να τον ξεχώριζες για τη ψυχή του;
«Ποια ψυχή; Εγώ μπάλα ήθελα να παίζει όχι να έχει ψυχή. Το ότι ξεχώρισα τον Τζόρτζεβιτς δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα παιδιά δεν ήταν καλοί παίκτες ή ότι δεν είχαν χαρίσματα».
-Ο πιο πειθαρχημένος, ο πιο πολύ παίκτης του προπονητή απ’ όσους συνεργάστηκες, ποιος ήταν;
«Δεν υπήρχε κάποιος που να με κέρδισε μόνο με την προσπάθειά του. Στον Ολυμπιακό όταν είσαι δεν γίνεται να μην κάνεις αυτό που σου ζητάει ο προπονητής. Ξέρεις, πολλές φορές, μπορεί να τύχει κάποιος να κάνει υπερπροσπάθεια στην προπόνηση, αλλά να μην τον γουστάρεις γιατί δεν ξέρει πώς να σταματήσει τη μπάλα, οπότε δεν σημαίνει κάτι το να είναι ένας παίκτης σου περισσότερο υπάκουος».
-Τέτοια κατηγορία στον Ολυμπιακό ήταν ο Κωστούλας, για παράδειγμα. Πολύ φιλότιμο παιδί, πολύ εργατικό.
«Εντάξει, ήταν πολύ καλό παιδί και δουλευταράς και μάλιστα εγώ τον έβαζα να παίζει και με είχαν κράξει γι αυτό. Ένα άλλο παράδειγμα ήταν και ο Στολτίδης. Ακόμα και να πονούσε και να μην ήταν καλά θα έδινε το 100%».
-Ποιον θεωρούσες καλύτερο συμπαίκτη απ’ όσους είχες στην καριέρα σου, σε επίπεδο συλλόγων, όχι Εθνικής.
«Τον Λίτο. Τόσα χρόνια μαζί, είχαμε δέσει. Λογικό όμως, γιατί παίζαμε από μικρά παιδιά μαζί».
-Τώρα;
«Τώρα, μόνο στο τένις! Τι εννοείς;»
-Έχετε ακόμα την ίδια αδερφική σχέση;
«Ναι, όταν βρισκόμαστε μιλάμε».
-Που είναι ο Λίτο τώρα;
«Βοηθός στη Διναμό Μόσχας».
Ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τόσους φόρους δεν έχουμε πληρώσει σε ολόκληρη τη ζωή μας
-Τώρα η βάση σου είναι εδώ στην Ελλάδα;
«Εδώ, σε αυτό το σπίτι. Και τα τρία παιδιά πήγαν εδώ σχολείο και όταν βρίσκω κάποια ομάδα και δουλεύω, έρχομαι κάποιες μέρες ή πετάγεται η γυναίκα μου...».
-Έχετε γίνει Έλληνες δηλαδή, κύριε Προτάσοφ.
«Γιατί το λες έτσι;»
-Γιατί δεν πήγες να μείνεις στο Κίεβο μόλις σταμάτησες τη μπάλα.
«Α, έτσι ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είμαι Έλληνας (γέλια). Έχω και ελληνική υπηκοότητα. Είμαι Ουκρανός, αλλά την αγαπάω την Ελλάδα και την αισθάνομαι σαν δεύτερη πατρίδα μου».
-Ψηφίζεις κιόλας;
«Φυσικά».
-Πας ή δεν είναι υποχρεωτικό;
«Να σου πω την αλήθεια πάντα έλειπα στις εκλογές για κάποιο λόγο, αλλά στις τελευταίες πήγα και ψήφισα κανονικά. Ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ, γιατί σκέφτηκα ότι αφού ξεκίνησε κάτι μήπως και τελειώσει το έργο, αλλά δεν βλέπω να τελειώνει. Τόσους φόρους δεν έχουμε πληρώσει σε ολόκληρη τη ζωή μας».
-Την κατάσταση στην Ελλάδα πως τη βλέπεις τώρα με την κρίση;
«Περνάμε πολύ δύσκολα. Αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο είναι ότι υπάρχει κόσμος που θέλει να ξεκινήσει κάτι, αλλά όλοι λένε ότι δεν είναι η κατάλληλη εποχή. Με στεναχωρεί που το κράτος δεν βοηθάει αυτούς τους ανθρώπους που θέλουν να ξεκινήσουν μια δική τους δουλειά. Εδώ κλείνουν τα μαγαζιά το ένα μετά το άλλο. Γι αυτό και δεν μπορώ να καταλάβω τελικά, τι πρόγραμμα έχουν...».
Ο Σεφτσένκο ήταν ο διάδοχός μου, κατάφερε περισσότερα από μένα, πήρε και Χρυσή Μπάλα
-Για να αλλάξουμε κλίμα, ο Σεβτσένκο είναι ο διάδοχός σου;
«Ναι, αλλά εκείνος κατάφερε περισσότερα από εμένα. Έπαιξε και σε τοπ ομάδα, πήρε και Χρυσή Μπάλα...».
- Στην Ουκρανία θεωρείται ο επόμενος Προτάσοφ;
«Κάποτε ο Σεβτσένκο είχε πει ότι μεγάλωσε βλέποντας τον Προτάσοφ και ότι ήθελε κι εκείνος να παίζει σαν εμένα και τον Μπλαχίν, αλλά μέχρι εκεί... Ο καθένας έχει τη δική του πορεία και ο Σεβτσένκο που έπαιξε και στη Μίλαν έκανε πολύ καλή καριέρα».
- Αλήθεια, γιατί έπαιξες μόνο ένα παιχνίδι στην Εθνική Ουκρανίας;
«Ήμουν στην Ιαπωνία τότε και ήμουν μακριά. Μόλις ξεκινούσε η Εθνική στην Ουκρανία και δεν χρειαζόταν να πάω».
-Για Αρσάβιν τι γνώμη έχεις;
«Καλός παίκτης με καλή ντρίπλα, όπως σου αρέσει, αλλά δεν τον ξεχωρίζω ιδιαίτερα (γελάει)».
-Υπάρχει κάποιος που ξεχωρίζεις;
«Ευχαριστιέμαι να βλέπω Μέσι, Σουάρες, Μίλερ που λέγαμε πιο πριν. Ποιον άλλον; Και τον Ντρογκμπά».
-Ως προπονητής είχες δουλέψει και στην Αστάνα.
«Ναι, πήγα και τους είδα και στο ξενοδοχείο πριν από το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό».
-Από την προπονητική σου καριέρα πόσο ευχαριστημένος είσαι; Πόσο γεμάτος;
«Εκτός από το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, δεν κατάφερα να κερδίσω κάτι άλλο. Συνήθως πάω σε ομάδες που έχουν διάφορα προβλήματα, εκτός από τη Ντνίπρο όπου ήταν όλα πολύ οργανωμένα και έκατσα εκεί τρία χρόνια. Οι περισσότερες ομάδες που έχω δουλέψει ήταν ήδη στημένες διαφορετικά απ’ την αρχή. Είμαι εύκολος στις επιλογές μου, γιατί θέλω πολύ να δουλέψω και δεν περιμένω μόνο κάτι καλό. Δεν φοβάμαι να πάρω ρίσκο γι' αυτό και πολλές φορές πάω σε ομάδες που δεν θα έπρεπε να πάω. Παρόλα αυτά ακόμα κι όταν δεν πετυχαίνω εκεί που πάω, δεν παύει να είναι μία ακόμα εμπειρία. Εάν με ρωτούσες σε ποια ομάδα ευχαριστήθηκα πιο πολύ ως προπονητής, θα σου απαντούσα στη Στεάουα γιατί παίξαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο, βγήκαμε πρώτοι στο γκρουπ μας στο Γιουρόπα Λιγκ και από εκεί ήρθε και με πήρε η Ντνίπρο. Δεν ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόταση της Ντνίπρο. Είχαμε πολύ καλή ομάδα στη Στεάουα».
-Η Ντνίπρο καμία σχέση με εκείνη την ομάδα που έζησες ως παίκτης.
«Ναι. Τώρα διαλύθηκε, γιατί ο πρόεδρος είχε σταμάτησε να πληρώνει και άφησε όλους τους παίκτες να φύγουν. Πρόπερσι έπαιζαν με τη Σεβίλη τελικό στο Γιουρόπα. Τώρα στο ρόστερ της έχει μικρά παιδιά. Υπάρχει πρόβλημα στην Ουκρανία και με τον πόλεμο, το πρωτάθλημα δεν είναι σε καλό επίπεδο».
-Στον Ηρακλή το 2009 πως ήταν αυτή η εμπειρία;
«Ήταν πρόεδρος ο Αντώνης Ρέμος, συζητήσαμε, είπαμε να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι...».
-Τον ήξερες; Άκουγες Ρέμο;
«Ναι, ως τραγουδιστής είναι ο αγαπημένος μου στην Ελλάδα, αλλά άλλο πρόεδρος και άλλο τραγουδιστής. Προσπαθήσαμε όμως, αλλά είχαμε αρκετά προβλήματα τότε με τον κόσμο και άστο τώρα...».
-Ως ποδοσφαιριστής είχες κάνει ποτέ κάτι που δεν έπρεπε; Να πας στα μπουζούκια για παράδειγμα ένα βράδυ;
«Να κάνω καμιά βλακεία; Ε, ναι κάτι κάναμε, αλλά συγκεκριμένα δεν θυμάμαι να σου πω. Τα μπουζούκια δεν μου αρέσουν και πολύ και γενικά δεν ήμασταν πολύ του ξενυχτιού».
-Ήσουν πάντα δηλαδή πειθαρχημένος;
«Όχι. Λογικός ήμουν. Λογικός, αλλά μπορούσα να χαθώ κάποια στιγμή».
-Αλλά δεν χάθηκες.
«Όχι, εντάξει, μπορείς να κάνεις κάποια στιγμή κάτι που δεν πρέπει, αλλά να μην το παρακάνεις κι εγώ δεν το παράκανα».
-Κάπνιζες ποτέ;
«Ως παίκτης έκανα μέχρι πέντε τσιγάρα, αλλά πακέτο όχι. Τώρα πάνε επτά, οκτώ χρόνια που δεν το ακουμπάω».
-Σ’ ευχαριστώ πολύ.
«Κι εγώ σ’ ευχαριστώ».
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου - Watkinson, Eurokinisi