The Dean of Basketball
Οι προπονητές συνήθως κρίνονται από τις νίκες, τους τίτλους και τα ρεκόρ. Yπάρχουν, όμως κι αυτοί, η υστεροφημία των οποίων μετράται με τον τρόπο που επηρέασαν τους ανθρώπους ακόμη και το ίδιο το παιχνίδι. Ο Ντιν Σμιθ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Και δεν τον έλεγαν χαριστικά The Dean of Basketball.
Το μεγαλείο του άλλοτε προπονητή του Νορθ Καρολάινα θα μπορούσε να αποτυπωθεί μέσα σε λίγες προτάσεις. Με λέξεις που λαμπυρίζουν από τους τίτλους και αριθμούς που βαραίνουν λόγω συνέπειας, διάρκειας και επιτυχίας: 879 νίκες, δύο κολεγιακά πρωταθλήματα (1982, 1993), 11 φάιναλ-φορ. Όχι, δεν αρκούν. Την περασμένη Κυριακή δεν άφησε την τελευταία του πνοή στο Τσάπελ Χιλ της Βόρειας Καρολίνας απλά ένας μεγάλος coach, αλλά έσβησε στα 83 του ένας θρύλος.
Η πολιτική του δράση παίζει man-to-man τις ατομικές του διακρίσεις, ο αγώνας του απέναντι στο ρατσισμό βάζει στα καλάθια τα ρεκόρ των Τάρχιλς, η επιρροή που είχε στους αποφοίτους και στους ίδιους τους παίκτες ταπώνουν πάνω από τη στεφάνη τους τίτλους που πανηγύρισε. Πόσοι άνθρωποι μπορούν να πουν ότι άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο μπάσκετ; Πόσοι προπονητές μπορούν να κάνουν ανθρώπους χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά να δακρύσουν;
Ο Ντιν Σμιθ μεγάλωσε στο Κάνσας. Ο πατέρας του, Άλφρεντ ήταν δάσκαλος και προπονητής της ομάδας του Eboria High που το 1934 είχε κατακτήσει τον πολιτειακό τίτλο. Ο μικρός Ντιν μοίραζε το χρόνο του πάνω από βιβλία και δίπλα σε μια μπάλα, όχι μόνο αυτή του μπάσκετ, καθώς ήταν αντίστοιχα καλός στο φούτμπολ και στο μπέιζμπολ. Ως φοιτητής πήγε στο θρυλικό κολέγιο του Κάνσας για να σπουδάσει μαθηματικά και να παίξει στην ομάδα του κολεγίου. Τέθηκε υπό τις οδηγίες του Φογκ Άλεν, ο οποίος κουβαλούσε μια βαριά κληρονομιά ως μαθητής του Δρ. Τζέιμς Νέισμιθ, του ιδρυτή του μπάσκετ.
Το 1952 οι Τζέιχοκς, με τον Σμιθ στο ρόστερ, πανηγύρισαν το πρωτάθλημα κάτι που σημαίνει πως μέχρι να αποσυρθεί από την ενεργό δράση το 1997 ήταν ο μοναδικός προπονητής -μαζί με τον Μπόμπι Νάιτ, που είχε κατακτήσει πρωτάθλημα και ως παίκτης. Επαγγελματική καριέρα, ωστόσο, ο Ντιν Σμιθ δεν έκανε ποτέ. Αντίθετα κατατάχθηκε στην Αεροπορία και έφτασε ως τη Γερμανία, παράδειγμα που είχε ακολουθήσει και ο άσπονδος φίλος του, Μάικ Σιζέφσκι (Στρατός). Το "δεν ήμουνα εγώ για αεροπλάνα" ακούστηκε μετά από λίγους μήνες, όταν δέχτηκε την πρόταση του Φρανκ ΜακΓκουάιρ και εντάχθηκε στο προπονητικό τιμ του Νορθ Καρολάινα.
Για να καθίσει, ωστόσο, στην άκρη του πάγκου των Τάρχιλς, χρειάστηκαν τρία χρόνια και μια νύχτα. Για την ακρίβεια πήρε "προαγωγή" εντελώς ξαφνικά και απρογραμμάτιστα, μέσα σε μια νύχτα, όταν εκδιώχθηκε ο head-coach που πλήρωσε το μάρμαρο για ένα σκάνδαλο που αφορούσε το recruiting, δηλαδή, την επιλογή των παικτών. Η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε η καριέρα ενός από τους πιο επιτυχημένους προπονητές στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ, ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς: το 1961 η διοίκηση του κολεγίου αποφάσισε να υποβαθμίσει το πρόγραμμα της ομάδας μπάσκετ, καθώς είχε ακολουθήσει το δεύτερο και πιο ηχηρό χτύπημα με το σκάνδαλο στημένων αγώνων με πρωταγωνιστή τον Λου Μπράουν.
Δεν θα ξέρατε τον Μάικλ Τζόρνταν, αν δεν υπήρχε ο Ντιν Σμιθ
Η εποχή Ντιν Σμιθ ξεκίνησε με μια κουτσουρεμένη σεζόν, η οποία τέλειωσε μες στην μετριότητα: 8 νίκες και 9 ήττες. Μια χρονιά με αρνητικό πρόσημο, η πρώτη και η τελευταία στην καριέρα του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πορεία του ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Το 1965, πριν ανατείλει η χρυσή εποχή των Τάρχιλς, ο Ντιν Σμιθ είχε μεταμφιεστεί σε αποδιοπομπαίο τράγο, που με τη σειρά του είχε μεταμφιεστεί σε ένα χάρτινο ομοίωμα το οποίο έκαψαν οι φοιτητές στο κάμπους του Τσάπελ Χιλ ύστερα από μια οδυνηρή ήττα από το Ουέικ Φόρεστ. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί...
Δεν λένε τυχαία ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την χαραυγή. Εκείνη τη χρονιά η ομάδα τέλειωσε νικώντας τα 9 από τα 11 παιχνίδια της και τα επόμενα χρόνια μεταμορφώθηκε σε μια από τις καλύτερες ομάδες της χώρας. Θα μπορούσε να είναι απλά "η καλύτερη" αν δεν είχε την ατυχία να πέσει πάνω στη δυναστεία εκείνη της εποχής, το UCLA του Τζον Γούντεν, το οποίο σάρωσε με 10 πρωταθλήματα σε 12 χρόνια.
Στα τρία πρώτα φάιναλ-φορ το χειροκρότημα πάγωσε πρόωρα λόγω των Μπρούινς και χρειάστηκαν άλλα τέσσερα ταξίδια στους "4" για να έρθει ο πρώτος τίτλος. Σιγά μην ερχόταν εύκολα. Το 1982 οι Τάρχιλς με αστέρια τους Τζέιμς Ουόρθι και Σαμ Πέρκινς αντιμετωπίζουν το μεγαθήριο της εποχής, το Τζόρτζταουν, που είχε στο κέντρο έναν θηριώδη σέντερ με βαριά τζαμαϊκανή προφορά και την συνήθεια να τρομοκρατεί τους αντιπάλους. Το όνομα αυτού; Πάτρικ Γιούιν. Οι "Χόγιας" βρίσκονται μπροστά στο σκορ με ένα πόντο, δευτερόλεπτα πριν το τέλος του τελικού. Η μπάλα κινείται περιφερειακά και τελικά καταλήγει στα χέρια του πρωτοετή με το Νο23 στην πλάτη. Άλμα, σουτ, μέσα. Οι Τάρχιλς πανηγύριζαν τον τίτλο και ο Μάικλ Τζόρνταν μάθαινε στον κόσμο τι σημαίνει... χμ.... Μάικλ Τζόρνταν.
"Είχε τρομερή αδυναμία στον Τζόρνταν" υπογραμμίζει ο πρώην προπονητής του Αμαρουσίου, του Πανιωνίου και της Εθνικής ομάδας, Νίκος Λινάρδος, ο οποίος φοίτησε στο Νορθ Καρολάινα και εισέπνευσε την αύρα ενός προπονητή που "σε έκανε να αισθάνεσαι διαφορετικά όταν είσαι δίπλα του". Ο Σμιθ είχε ένα μοναδικό χάρισμα να κρύβει μες στην εν γένει ταπεινοφροσύνη του, αγκάθια για τους αντιπάλους και διαμάντια αυτοπεποίθησης. Όπως αυτό που έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου για τον Τζόρνταν: "Είμαι ο μόνος που μπορώ να τον κρατήσω κάτω από τους 20 πόντους. Απλά δεν θα τον βάλω να παίξει". Ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, ωστόσο, δεν έκανε πλάκα όταν στάθηκε στο μικρόφωνο κατά την ένταξη του στο Hall-of-Fame ψιθυρίζοντας το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που θα μπορούσε να ακούσει προπονητής: "δεν θα ξέρατε τον Μάικλ Τζόρνταν, αν δεν υπήρχε ο Ντιν Σμιθ".
Ακολούθησαν κι άλλα φάιναλ-φορ κι ένας ακόμη τίτλος. Έντεκα χρόνια μετά το πρώτο "the shot" το Νορθ Καρολάινα τα βάζει με τους "Fab Five" του Μίσιγκαν (Κρις Ουέμπερ, Τζουάν Χάουαρντ, Τζέιλεν Ρόουζ). Ο Κρις Ουέμπερ δεν θυμάται, όμως, ότι η ομάδα του δεν έχει δικαίωμα για άλλο τάιμ-άουτ και μετά από μια τεχνική ποινή ο τίτλος βάφεται ξανά στο γαλάζιο των Τάρχιλς. Ο Έρικ Μόντρος, ο Τζορτζ Λιντς, ο Ντόναλντ Ουίλιαμς (έπαιξε στο Σπόρτιγκ), ο Ντέρικ Φέλπς (έπαιξε στην Άλμπα) ήταν πια πρωταθλητές.
Ο Ντιν Σμιθ αποσύρθηκε τον Οκτώβριο του 1997 επειδή θεώρησε ότι δεν μπορούσε να μεταδώσει στην ομάδα τον ίδιο ενθουσιασμό όπως στο παρελθόν. Πέρασαν 36 χρόνια από τότε που έγινε head coach μέσα σε μια νύχτα. Είπε "αντίο" ως ο προπονητής με τις περισσότερες νίκες (897), νούμερο που ξεπέρασαν στη συνέχεια ο Μάικ Σιζέφσκι, ο Μπόμπι Νάιτ και ο Τζιμ Μποχέιμ και κατέχοντας την 9η θέση σε ποσοστό νικών (77%) και την 4η θέση σε παιχνίδια (1.133). Αναδείχτηκε τέσσερις φορές "προπονητής της χρονιάς" 1977, 1979, 1982, 1993), ενώ άκουσε το ESPN να τον κατατάσσει στους "πέντε κορυφαίους προπονητές όλων των εποχών".
"Βρισκόμουν εκεί την εποχή που ανακοίνωσε την αποχώρηση του από τους πάγκους. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν για 1 1/2 μήνα επιβεβαιώθηκαν. Ένιωσα σοκ και δέος κατά τη διάρκεια της συνέντευξη Τύπου, βλέποντας τις αντιδράσεις των φοιτητών: έκλαιγαν, φώναζαν και έγραφαν με κιμωλίες "Dean stay for us" θυμάται ο Νίκος Λινάρδος.
Τον διαδέχτηκε ο επί σειρά ετών συνεργάτης του, Μπιλ Γκούρθιτζ, με τον ίδιο τον Σμιθ να αναλαμβάνει χρέη τεχνικού διευθυντή. Κράτησε το ίδιο γραφείο, έδινε παρών σε ορισμένα meeting, έλεγε τη γνώμη του, αλλά ουδέποτε παρενέβαινε στο κοουτσάρισμα. Αυτό μέχρι να εμφανιστεί ο Μπραντ Ντόχερτι, που έκανε το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσε να κάνει κάποιος που πατούσε το πόδι του στο Τσάπελ Χιλ: δεν σεβάστηκε τον coach.
Ο Μπραντ Ντόχερτι θέλοντας να απαλλαχτεί από το βάρος του ονόματος του προκατόχου του, αποφάσισε να διώξει τη γραμματέα του, να αλλάξει πρόσωπα στα γραφεία και να υποχρεώσει τον ίδιο τον Σμιθ να φύγει από το επί μια 40ετία γραφείο του, για να στριμωχτεί σε ένα ημιυπόγειο δίπλα από τα αποδυτήρια των παικτών. Ενοχλήθηκαν όλοι, εκτός από τον ίδιο τον παλαίμαχο προπονητή. "Από αυτό καταλαβαίνεις το μεγαλείο του" εξηγεί ο Νίκος Λινάρδος, που όταν είχε επιστρέψει το 2001 στη Βόρεια Καρολίνα για να τον επισκεφτεί αναρωτήθηκε πως ανέχεται μια τέτοια κατάσταση. "Νίκο, δεν πειράζει. Τώρα είμαι και πιο κοντά στα παιδιά".
Ο Ντόχερτι έφυγε κακήν κακώς και στη θέση του ήρθε ο Ρόι Ουίλιαμς, που πρόσθεσε νέες χρυσές σελίδες στο βιβλίο του κολεγίου, συνεχίζοντας το περίφημο "Carolina Family", το άτυπο coaching tree με βαθιές ρίζες κατά μήκος της διαδρομής του ίδιο του Σμιθ. Σε όλη του την καριέρα ήταν ταγμένος στους παίκτες και τους συνεργάτες του, τους οποίους προσπαθούσε να βοηθήσει εντός και εκτός γηπέδου. Για αυτό και πάντα προτιμούσε να συνεργάζεται με πρώην παίκτες του, βοηθώντας τους να κάνουν το επόμενο βήμα, όπως έγινε για παράδειγμα στις περιπτώσεις των Λάρι Μπράουν, Τζορτζ Καρλ και Νταγκ Μο.
Οι σχέσεις του με τους παίκτες παρέμειναν το ίδιο δυνατές ώστε και όταν μπροστά έμπαινε το επίθετο "πρώην". Ο Μάικλ Τζόρνταν, ως παίκτης των Μπουλς, έπαιξε τραυματίας σε φιλικό παιχνίδι στο Τσάπελ Χιλ απέναντι στους Σίξερς. Για χάρη του. Ρίσκαρε το ενδεχόμενο τραυματισμού στον αχίλλειο τένοντα για να γεμίσει το γήπεδο, που φέρει μάλιστα το όνομα του: "Dean E. Smith Arena". Το έχτισαν αποκλειστικά με δικές τους δωρεές οι alumni του κολεγίου. Το κολέγιο δεν δαπάνησε ούτε ένα δολάριο. Το ανέλαβαν αποκλειστικά οι απόφοιτοι, θέτοντας ως μοναδικό όρο να μην αναρτηθεί ποτέ διαφημιστική πινακίδα στην αρένα. Όπως κι έγινε.
Από τα χέρια του πέρασαν παίκτες όπως ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Τζέιμς Ουόρθι, ο Σαμ Πέρκινς, ο Φιλ Φορντ, ο Μπομπ ΜάκΑντου, ο Μπίλι Κάνιγχαμ, ο Κένι Σμιθ, ο Τζέρι Στάκχαους, ο Αντόν Τζέιμσον, ο Ρικ Φοξ, ο Ρασίντ Ουάλας, που αποχώρησαν από το κολέγιο με εφόδια για μια λαμπρή σταδιοδρομία στο ΝΒΑ, αλλά και μια υπόσχεση να κρέμεται στον ουρανό του Τσάπελ Χιλ: να επιστρέψουν για να πάρουν το πτυχίο τους. Ο Τζόρνταν, πρωταγωνιστής στο ΝΒΑ, επέστρεψε το καλοκαίρι για να δώσει τα τελευταία του μαθήματα, το ίδιο και ο Βινς Κάρτερ. Κάπως έτσι έφτασε το 96.6% των αθλητών του να καταλήγουν πτυχιούχοι, ένα ποσοστό αξιοζήλευτο και άκρως τιμητικό.
Πέρα από τις τακτικές καινοτομίες του ο Ντιν Σμιθ προχώρησε και σημειολογικές παρεμβάσεις. Επί εποχής του καθιερώθηκε ο σκόρερ να δείχνει με το χέρι του τον πασέρ, ενώ ήταν αυτός που θέσπισε τη "senior night", που πλέον θεωρείται παράδοση: στο τελευταίο παιχνίδι της κανονικής περιόδου ξεκινούν στη βασική πεντάδα οι τελειόφοιτη. Το έκανε μάλιστα τόσο ευλαβικά που μια σεζόν που είχε στην ομάδα του έξι seniors, τους ξεκίνησε και τους έξι στην πεντάδα (!) με αποτέλεσμα η ομάδα του να δεχτεί τεχνική ποινή.
Η συμβολή του στο παιχνίδι ήταν, όμως, ακόμη μεγαλύτερη. Οι ομάδες του βασιζόντουσαν στο γρήγορο παιχνίδι, στις πολλές πάσες και στις παγίδες στην άμυνα. "Ήταν σκληρός, αλλά βοηθούσε τον παίκτη να αναπτυχθεί, επέτρεπε την πρωτοβουλία" όπως τόνισε ο Θόδωρος Ροδόπουλος, ο γκουρού της προπονητικής στην Ελλάδα, ο οποίος μάλιστα αυτή την εποχή γράφει βιβλίο με τίτλο: "Η ανάπτυξη του μπάσκετμπολ επιθετικά από το 1930 ως σήμερα", το οποίο περιγράφει το πως ανακαλύφθηκαν, αναπτύχθηκαν και προσαρμόστηκαν επιθετικές τακτικές. Ο Σμιθ άφησε τη σφραγίδα του στην επίθεση "4 Corners" (μια επίθεση για το ροκάνισμα του χρόνου τόσο αποτελεσματική, που υποχρέωσε το NCAA να αλλάξει τους κανόνες και να εισάγει το χρονόμετρο των 35''), στο passing game (το ελεύθερο επιθετικό παιχνίδι που αναπτύσσεται σύμφωνα με την επιλογή της πάσας), στην point-zone άμυνα, στην άμυνα run-n-jump και στην παγίδα στο pickn-roll που "βλέπουμε ότι γίνεται και πάλι μόδα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ" όπως εξήγησε ένας ακόμη μαθητής του Ντιν Σμιθ, ο Θανάσης Παπαχατζής, αναφέροντας ως παράδειγμα τον Ολυμπιακό.
"Ο Ντιν Σμιθ δεν ανακάλυψε αυτές τις τακτικές, αλλά βοήθησε πολύ στην ανάπτυξη και την τελειοποίηση τους" υποστηρίζει ο Θόδωρος Ροδόπουλος, που γνώρισε για πρώτη φορά τον Σμιθ σε Διεθνές Σεμινάριο Προπονητών στην Ελβετία το 1975. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο Αΐτο Ρενέσες και ο ίδιος ο Σμιθ, που ήταν προπονητής εκείνη την εποχή και της εθνικής ομάδας των ΗΠΑ που αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ. Έκτοτε κράτησαν επαφή και πριν 7-8 χρόνια μάλιστα δίδαξαν μαζί σε Σεμινάριο στην Αγγλία. "Ήταν μια κολόνα του μπάσκετ, μια μεγάλη δύναμη του αθλήματος. Βοήθησε πολύ στην ανάπτυξη του κολεγιακού μπάσκετ τη δεκαετία του '70. Βοήθησε τους προπονητές να παραμείνουν στο πρωτάθλημα και δεν είναι τυχαίο ότι μετά τον Τζον Γούντεν ήταν ο προπονητής που έστειλε τους περισσότερους παίκτες στο ΝΒΑ". Θεωρήθηκε ακόμη εξπέρ στις καταστάσεις δευτερεύοντος αιφνιδιασμού και καθιέρωσε τα back-screen και τις alley-hoop πάσες απέναντι στη ζώνη, δίνοντας πάντα μια πινελιά θεάματος στις ομάδες του.
Ήταν κομπιούτερ. Ένα τετράγωνο μυαλό που είχε για όλα απάντηση
Ένας αληθινός δάσκαλος του μπάσκετ. Το βιβλίο του "Basketball: Multiple Offense and Defense", εξάλλου, παραμένει ως τώρα το βιβλίο-μπάσκετ που έχει κάνει τις περισσότερες πωλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Δίπλα του κάθισαν και αρκετοί Έλληνες προπονητές όπως ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο Θανάσης Παπαχατζής και ο Νίκος Λινάρδος, αλλά και ο Έτορε Μεσίνα που τον επισκεπτόταν συχνά στο Τσάπελ Χιλ.
"Λάτρευε να παίζει γκολφ και να μιλάει για μπάσκετ. Δεν υπήρχε περίπτωση να του κάνεις ερώτηση και να μην σου δώσει μια απλή απάντηση" γυρνάει το ρολόι πίσω ο Νίκος Λινάρδος, ο όποιος τον είχε ρωτήσει για τον φρέσκο τότε κανονικό των 24''. "Ζone-press και match-up άμυνα, αυτή είναι η λύση" είχε πει τότε προφητικά ο Σμιθ, περιγράφοντας μια τάση που εφαρμόστηκε κατά κόρον εκείνη την εποχή. "Ήταν κομπιούτερ. Ένα τετράγωνο μυαλό που είχε για όλα απάντηση. Θυμάμαι επί εποχής Βινς Κάρτερ, η ομάδα έπαιζε αρκετή ώρα ζώνη, κάτι που ήταν αντίθετο με τη φιλοσοφία του και ξέρεις τι απάντησε: το σημαντικό είναι να προσαρμόζεις το δόγμα σου πάνω στην ομάδα που έχεις". Εκείνη η ομάδα είχε 6 πρωτοετείς και έξι έμπειρους παίκτες, μεταξύ των οποίων ο Κάρτερ, ο Εντ Κότα και ο Βάσκο Εφθίμοφ, οπότε έπρεπε να προστατεύσει τους πρωτοκλασάτους παίκτες από τη φθορά, γεννώντας την "point-zone", μια σύνθετη άμυνα με στοιχεία man-to-man του παίκτη που μαρκάρει τη μπάλα και ζώνης για τους υπόλοιπους τέσσερις.
Το μυαλό του γέμιζε ερωτήματα και απαντήσεις, μια πορτοκαλί Οδύσσεια. Εκεί όπου έβαζε το μπαστούνι του γκολφ στη θέση του για να κατευθυνθεί στην επόμενη τρύπα, θα ρωτούσε: "ξέρεις ποια είναι η καλύτερη επίθεση" για να δώσει μόνος του την απάντηση: "αυτή που σου επιτρέπει να φτάσεις πιο γρήγορα στη γραμμή του φάουλ". Μετά θα άρπαζε πάλι το μπαστούνι και θα έριχνε τη μπάλα μακριά.
Στις αρχές του '90 το πρόγραμμα του Νορθ Καρολάινα ήταν ξακουστό. Το παρακολουθούσαν προπονητές από όλο τον κόσμο, αλλά και από την Αμερική. Ανάμεσα τους ο Θανάσης Παπαχατζής, που έχει εργαστεί μεταξύ άλλων στον Παναθηναϊκό, στον Ολυμπιακό, στην ΑΕΚ, στο Μαρούσι, στον Πανιώνιο, στον Άρη και στον ΠΑΟΚ. "Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Για μένα ήταν ένα μάθημα ζωής. Έβλεπες μια τεράστια διαφορά στη νοοτροπία και συγκεκριμένα στην οργάνωση, αυτή ήταν η βασική ιδιαιτερότητα" όπως τόνισε χαρακτηριστικά.
Η προπόνηση ήταν προγραμματισμένη στην εντέλεια. Στο γήπεδο υπήρχαν 10 μπασκέτες και δεκάδες μάνατζερ που έδιναν πάσες, κρατούσαν στατιστικά, παρέδιδαν πετσέτες ή σκούπιζαν το παρκέ. "Δεν χανόταν ούτε ένα δευτερόλεπτο και οι παίκτες δεν είχαν να σκεφτούν τίποτα, παρά μόνο πως θα βγάλουν ενέργεια στο παρκέ" σχολίασε ο Θανάσης Παπαχατζής, που εξήγησε "μια προπόνηση δύο ωρών στο Νορθ Καρολάινα, θα διαρκούσε τέσσερις ώρες στην Ευρώπη", υπογραμμίζοντας το προηγμένο σκάουτινγκ, αλλά και την λεπτομερή καταγραφή όλων των στοιχείων: "ανά πάσα στιγμή ο κόουτς γνώριζε τι έκανες στο παρκέ, ακόμη και το αν μπήκε ή όχι το τελευταίο σουτ που εκτέλεσες στην προπόνηση".
Και στο τέλος κάθε προπόνησης; "The thought of the day" όπως αποκαλύπτει ο Νίκος Λινάρδος, ένα φιλοσοφικό ερώτημα ένα τσιατάτο που διάβαζε στους παίκτες προκαλώντας την αλυσιδωτή αντίδραση της διερεύνησης και του διαλόγου. Κι ο ίδιος λάτρευε αυτές τις φράσεις αφήνοντας παρακαταθήκη ορισμένες που εκφράζοντας πλήρως τη φιλοσοφία του. Όπως το "Πάντα εννοώ αυτό που λέω, απλά δεν λέω πάντα αυτό που σκέφτομαι" ή το ξακουστό "αν μετατρέπεις κάθε αγώνα σε μια κατάσταση ζωής ή θανάτου, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πεθάνεις αρκετές φορές".
Ως άνθρωπος ο Ντιν Σμιθ ήταν "ευγενικός και εσωστρεφής, ίσως επειδή δεν μεγάλωσε σε μεγαλούπολη, αλλά έζησε όλη του τη ζωή στην επαρχία. Ήταν συγκεντρωμένος και απλός, ενώ γινόταν επιθετικός όπου χρειαζόταν". Ας μην μπερδεύουμε την πραότητα με την έλλειψη μαχητικότητας. " Ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν ανταγωνιστικός στο παρκέ; Άλλο τόσο ανταγωνιστικός ήταν ο Σμιθ στον πάγκο, απλά ο κόσμος δεν μπορούσε να το διακρίνει εύκολα".
Κι έτσι η φήμη του, απλώθηκε στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο. Ήταν ένας "δάσκαλος" για τους προπονητές και ένας θρύλος για τη Βόρεια Καρολίνα. "Κυκλοφορούσαμε στο Τσάπελ Χιλ και παντού υπήρχε η φωτογραφία του. Όχι αυτή του Τζόρνταν ή του Ουόρθι. Ούτε καν αυτή της ομάδας. Υπήρχε παντού μόνο η φωτογραφία του" θυμάται ο Θανάσης Παπαχατζής.
Ήταν ένας σπουδαίος προπονητής. Δεν ήταν Άγιος. Όσο τον λάτρευαν στο Τσάπελ Χιλ, άλλο τόσο στον μισούσαν στο Ντιουκ ή στις άλλες μητροπόλεις του κολεγιακού μπάσκετ. Κυρίως γιατί θεωρούσαν ότι μασκαρεύει την προβοκάτσια με ταπεινοφροσύνη. Οι αντίπαλοι μισούσαν το παιχνίδι καθυστέρησης γνωστό και ως "4 Corners offense" και τον κατηγορούσαν για τις αντιδράσεις του στους διαιτητές. Για αυτό και ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Μάικ Σιζέφσκι, την ημέρα της αποχώρησης του ξεφύσηξε με ανακούφιση: "Από σήμερα η δουλειά μας στο Ντιουκ γίνεται ευκολότερη".
Εν αντιθέσει με τον Μπόμπι Νάιτ ήταν λιγότερο οξύθυμος και εκδηλωτικός. Η μοναδική φορά που έχασε τον έλεγχο ήταν όταν ένας οπαδός του Σάουθ Καρολάινα αποκάλεσε τον Τσαρλς Σκοτ "μαύρο μπαμπουίνο". Ο Σμιθ σκαρφάλωσε στην εξέδρα πριν τον σταματήσει ένα μέλος του προπονητικού τιμ. Δεν θα επέτρεπε ποτέ να μιλήσει κάποιος έτσι σε παίκτη του. Πόσο μάλλον στον Τσαρλς Σκοτ, τον πρώτο Αφροαμερικανό που έπαιξε στο Νορθ Καρολάινα.
Σε κάθε μαγαζί είχαν τη φωτογραφία του. Όχι αυτή του Τζόρνταν ή της ομάδας. Τη δικιά του
Πολέμησε το ρατσισμό όσο κανείς και μάλιστα σε μια αρτηριοσκληρωτική περιοχή όπως η Βόρεια Καρολίνα. Έδειξε εμπράκτως τις πεποιθήσεις κατά του πολέμου του Βιετνάν, μίλησε δημόσια ενάντια στη θανατική ποινή και πολέμησε για τα ίσα δικαιώματα. Το 2013 τιμήθηκε μάλιστα από τον Μπαράκ Ομπάμα με το "παράσημο ελευθερίας". Δεν το παρέλαβε, όμως, ο ίδιος. Από το 2010 έπασχε από ανία. Τις "κακές" ημέρες δεν μπορούσε καν να φάει χωρίς βοήθεια. Δυσκολευόταν να θυμηθεί ονόματα και ξεχνούσε πρόσωπα. Το μόνο που αναγνώριζε πάντα ήταν η μουσική: τζαζ μοτίβα και τον ύμνο του Νορθ Καρολάινα. Μπορεί να μην ήξερε τι μέρα ήταν ή ποιον είχε μπροστά του, αλλά όταν άκουγε τις νότες από το εμβατήριο των Τάρχιλς, σηκωνόταν και τραγουδούσε δυνατά. Το μυαλό του είχε λυγίσει. Όχι, όμως κι η καρδιά του.
Για τον ίδιο μια καριέρα 36 ετών ήταν σκόρπιες εικόνες, ονόματα που έφευγαν και ξαναρχόντουσαν, ξεθωριασμένες κασέτες με στιγμιότυπα και συναισθήματα. Για τους άλλους όχι. Δεν ξεχνάς ποτέ τον άνθρωπο που σου άλλαξε τη ζωή. Δεν μπορείς να σβήσεις το σημάδι του ανθρώπου που άλλαξε το παιχνίδι.