Πόσο μας λείπει μια Λεβάντε
Τα βαλιτσάκια που κάθε χρόνο έχουν την τιμητική τους, αυτή την εποχή στο ισπανικό ποδόσφαιρο Α-ΠΑ-ΓΟ-ΡΕΥΟ-ΝΤΑΙ. Ο Αλέξανδρος Λοθάνο αναλύει το πόσο πολύ μας λείπει μια Λεβάντε, με αφορμή τη νίκη της απέναντι στην Ατλέτικο Μαδρίτης.
Καταρχήν, να ξεκαθαρίσουμε μια παρεξήγηση, την οποία έχουν προκαλέσει με τις (εσφαλμένες) τοποθετήσεις τους και αρκετοί «ειδικοί» που έχουμε στην Ελλάδα: Τα βαλιτσάκια, ήτοι τα πριμ νίκης από τρίτους που κάθε χρόνο έχουν την τιμητική τους, αυτή την εποχή στο ισπανικό ποδόσφαιρο Α-ΠΑ-ΓΟ-ΡΕΥΟ-ΝΤΑΙ!
Παρ' ότι η Ένωση Ποδοσφαιριστών είχε εισηγηθεί προ διετίας να νομιμοποιηθούν, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Από τον Δεκέμβριο του 2010, ο ισπανικός ποινικός κώδικας αναφέρει ρητά ότι τιμωρούνται, όπως άλλωστε και ο πειθαρχικός κώδικας της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. Αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, πάμε παρακάτω.
Βαλιτσάκια, λοιπόν, είναι πιθανό να «ταξιδέψουν» αυτό το Σαββατοκύριακο στην Ισπανία. Αν και τίποτα δεν έχει αποδειχθεί, πιθανόν να το είχαν κάνει στην τριετία όπου η Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ κατέκτησε τον τίτλο στο νήμα, δύο φορές χάρη στην Τενερίφη (εις βάρος της Ρεάλ Μαδρίτης) και μια χάρη στην Βαλένθια (εις βάρος της Λα Κορούνια).
Σε αυτή την «τρελή» τριετία, μόνο στην δεύτερη κατά σειρά, η Τενερίφη είχε βαθμολογικό ενδιαφέρον, αφού με τη νίκη που πέτυχε επί της Ρεάλ, εξασφάλισε την έξοδό της στο Κύπελλο UEFA. Στην πρώτη ήταν αδιάφορη, αλλά γύρισε ματς από 0-2 και νίκησε 3-2 μέσα σε παροξυσμό παικτών και φιλάθλων, ενώ η Βαλένθια πανηγύρισε σαν νίκη την ισοπαλία στο «Ριαθόρ», όπου ο (αναπληρωματικός) τερματοφύλακας Χοσέ Λουίς Γονθάλεθ απέκρουσε πέναλτι του Μίροσλαβ Τζούκιτς στο φινάλε.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2008, ο Φερνάντο Χινέρ, στόπερ εκείνης της Βαλένθια και μετέπειτα αντιπρόεδρος του συλλόγου, αποκάλυπτε ότι εκείνος και οι συμπαίκτες του πήραν πριμ από την Μπαρτσελόνα, με τρεις εξ' αυτών να το επιβεβαιώνουν, αλλά διατηρώντας την ανωνυμία τους.
«Μια εβδομάδα πριν, ξέραμε τι θα παίρναμε. Τα χρήματα (περί τις 300 χιλιάδες ευρώ σε τωρινά ποσά) τα εισπράξαμε μια εβδομάδα μετά. Τα πήραμε στην εθνική οδό, μεταξύ Βαλένθια και Βαρκελώνης. Συναντήθηκαν ένας δικός μας παίκτης και ένας δικός τους» εξήγησε ο Χινέρ, το 2008, στην εφημερίδα «El Confidencial».
«Τα φυλάξαμε στο σπίτι ενός της ομάδας και τα μοιράζαμε σιγά σιγά. Βγήκε περί τα τρία εκατομμύρια πεσέτες (σ.σ. 18 χιλιάδες ευρώ) στον καθένα. Τα παιδιά που είχαν λιγότερο χρόνο συμμετοχής, πήραν λιγότερα. Ο Χίντινκ (σ.σ. τότε προπονητής της Βαλένθια) δεν πήρα τίποτα. Είπε ότι ήταν καλυμμένος», πρόσθεσε ο Χινέρ, για μια συνήθης τακτική, η οποία αποτελεί βεβαίως κοινό μυστικό αλλά όσοι εμπλέκονται, φροντίζουν να μην εκτίθενται.
Όπως, λοιπόν, ταξίδεψαν τότε βαλιτσάκια από την Βαρκελώνη στην Βαλένθια, ενδεχομένως να το κάνουν και αυτό το Σαββατοκύριακο στην ισπανική επικράτεια. Από την Μαδρίτη στην Γρανάδα (για το Γρανάδα - Μπαρτσελόνα), από την Βαρκελώνη στην Κορούνια (για το Λα Κορούνια - Ρεάλ Μαδρίτης), από το Χιχόν στην Σεβίλλη (για το Μπέτις - Χετάφε, στην μάχη της παραμονής). Σε τελική ανάλυση, το να πριμοδοτείς μια ομάδα για να κάνει αυτό που ούτως ή άλλως (θα έπρεπε να) αναζητά σε κάθε παιχνίδι, να νικάει δηλαδή, δεν φαντάζει (τουλάχιστον) και τόσο λάθος.
Εκεί που σίγουρα δεν ταξίδεψε βαλιτσάκι ήταν στο «Θιουδάδ ντε Βαλένθια», όπου το απόγευμα της Κυριακής (08/05), η ουραγός, υποβιβασμένη και απογοητευμένη Λεβάντε, πέταξε εκτός μάχης τίτλου την ομάδα της μόδας στην Ευρώπη, την «ατσάλινη» Ατλέτικο του Ντιέγκο Σιμεόνε. Μια αλύγιστη (;) ομάδα που μάλιστα κατάφερε να προηγηθεί, πριν καν συμπληρωθεί το δεύτερο λεπτό, με τον Φερνάντο Τόρες.
Η Λεβάντε του (σχεδόν) παλαίμαχου και πρώην άσου της ΑΕΚ, Χουάνφραν, του άλλοτε απροσπέλαστου (;) στόπερ του Ολυμπιακού, Καρλ Μετζανί, του παραλίγο «ερυθρόλευκου» Τζουάν Βερδού και με τον άλλοτε «πράσινο» Σιμάο να μπαίνει ως αλλαγή, έριξε στο καναβάτσο τους πολυδιαφημισμένους (και όχι άδικα) Αντουάν Γκριεζμάν, Κόκε, Σαούλ και πάει λέγοντας.
Και για τι το έκαναν; Για την επαγγελματική και προσωπική τους αξιοπρέπεια, γι' αυτό. Γιατί ο εγωισμός τους ήταν πληγωμένος με τον υποβιβασμό. Γιατί τους πόνεσε που έβλεπαν τις άδειες εξέδρες στο γήπεδο, όπου ακούγονταν περισσότερο οι εκδρομείς φίλοι της Ατλέτικο. Γιατί ένιωθαν ότι θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι παραπάνω για να αποφύγουν την «κηλίδα» του υποβιβασμού στο βιογραφικό τους. Χωρίς να παρεμβάλλονται βαλιτσάκια, βαλίτσες, σακούλες ή οτιδήποτε άλλο «περίεργο».
Πόσο, αλήθεια, λείπει μια τέτοια Λεβάντε από την ποδοσφαιρική (και όχι μόνο) καθημερινότητά μας; Μια ομάδα που παίζει απλά για την αξιοπρέπειά της, όχι γιατί τα έχει τσεπώσει, γιατί έχει έννομο συμφέρον, γιατί είναι «στημένη», γιατί είναι «πουλημένη», γιατί, γιατί, γιατί.
Το μέσα μας έχει γίνει σαθρό (ή μας το έχουν κάνει έτσι, διαλέγετε και παίρνετε), η καχυποψία έχει καλύψει τα πάντα και οτιδήποτε γίνεται, «πρέπει» να κρύβει κάτι για να έχει «λογική» εξήγηση. Σύμφωνοι, δεν προέκυψε από παρθενογένεση, έχουν προηγηθεί πολλά για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.
Αλλά βοηθάμε και εμείς σε αυτό. Γιατί είμαστε απίστευτα καχύποπτοι, γιατί θεωρούμε ότι όλα, μα όλα είναι στημένα, γιατί η καφρίλα σε κάθε μορφή της έχει την τιμητική της και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι κάτι αξιοσημείωτο, όπως η νίκη της υποβιβασμένης Λεβάντε επί μιας Ατλέτικο που «καίγονταν», απλά συνέβη. Χωρίς τίποτα «περίεργο» να έχει προηγηθεί.
Δεν βάζω στην ίδια κατηγορία την ισοπαλία της Ντε Γκράασφτσαπ με τον Άγιαξ, η οποία χάρισε το πρωτάθλημα στην Αϊντχόφεν, γιατί εκεί είναι πιθανό να υπήρξε «δωράκι» από την PSV. Δώρο που εγώ προσωπικά δεν θεωρώ αθέμιτο ή ανήθικο.
Κάποτε, ο διευθυντής μου στην εφημερίδα που εργαζόμουν, πάντα ως ρεπόρτερ διεθνών, με ρώτησε γιατί δεν ασχολιόμουν περισσότερο με τα του ελληνικού ποδοσφαίρου. «Γιατί δεν μου αρέσει, δεν με ενδιαφέρει, με απωθεί», του είχα πει. «Ναι, αλλά στην Ελλάδα ζεις, όχι στο εξωτερικό», ήταν η αποστομωτική του απάντηση. Δυστυχώς Γιώργο μου, δυστυχώς.
Υ.Γ.: Το αποθεωτικό «αντίο» του Άλβαρο Αρμπελόα από την διοίκηση και τον κόσμο της Ρεάλ Μαδρίτης, την ώρα που Ίκερ Κασίγιας και Ραούλ βίωσαν κάτι παρόμοιο, αλλά μόνο ύστερα από «διορθωτικές» κινήσεις του συλλόγου, επιβεβαιώνει απλά ότι και στο ποδόσφαιρο του εξωτερικού δεν είναι όλα καλώς καμωμένα. Κάθε άλλο μάλιστα.