Οι βασικές αρχές του Παναθηναϊκού κι αυτό που δεν καταγράφεται στην στατιστική
Ο Παναθηναϊκός παρουσίασε τα πρώτα αγωνιστικά αποτυπώματά του, στα φιλικά με Αναντολού Εφές και Αρμάνι Μιλάνο, δείχνοντας έτοιμος να κριθεί με πιο αυστηρά κριτήρια σε σχέση με την περασμένη διετία. Το μη μετρήσιμο μέγεθος που ήταν εμφανές στο ΟΑΚΑ κι η ταμπέλα του "underdog" που έχει μια μικρή υποσημείωση. Γράφει ο Αλέξανδρος Τρίγκας.
Το φινάλε του "Παύλος Γιαννακόπουλος" βρήκε τον Παναθηναϊκό να γνωρίζει την ήττα από την Αρμάνι Μιλάνο, αν και το αποτέλεσμα του φιλικού είναι το έλασσον για τον Ντέγιαν Ράντονιτς. Ουδείς θα διαμόρφωνε διαφορετική άποψη για την πορεία της προετοιμασίας αν, για παράδειγμα, ο Παναθηναϊκός έπαιρνε τη νίκη.
Εν προκειμένω, η μεγάλη εικόνα για το διήμερο που προηγήθηκε στο ΟΑΚΑ είναι -αν μη τι άλλο- ευχάριστη. Τουλάχιστον λαμβάνοντας υπόψιν όσα προηγήθηκαν την τελευταία διετία, αλλά και το γεγονός πως μιλάμε για μια ομάδα που άλλαξε ριζικά δέρμα σε επίπεδο προσώπων και προπονητικού επιτελείου.
Αυτό που έχει αξία δεν είναι μετρήσιμο
Το "87" στο παιχνίδι με την Αναντολού Εφές και το "64" σε αυτό με την Αρμάνι Μιλάνο (σε ό,τι αφορά στην παραγωγικότητα), μικρή σημασία έχουν για τον Παναθηναϊκό. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, δίχως ακόμη να έχουν μπει στο προπονητικό πρόγραμμα ο Μάριους Γκριγκόνις και ο Ματέους Πονίτκα (αμφότεροι λογίζονται ως βασικοί πυλώνες της περιφέρειας, τόσο δημιουργικά όσο και εκτελεστικά) είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος για την επιθετική λειτουργία των πρασίνων με ασφάλεια.
Την στιγμή που αμφότεροι θα μπουν στο rotation άλλωστε, θα επωμιστούν μεγάλο βάρος των κατοχών, με την μπάλα στα χέρια. Αντίστοιχα, θα μειωθούν οι κατοχές που θα πρέπει να τελειώνουν οι υπόλοιποι.
Ποιο είναι το πραγματικά σημαντικό στοιχείο του διημέρου; Κάτι που δεν είναι... μετρήσιμο. Όχι οι αριθμοί που καταγράφηκαν ως παθητικό στους δύο αγώνες του "Παύλος Γιαννακόπουλος" (71 πόντοι με Αναντολού Εφές, 77 με Αρμάνι Μιλάνο), αλλά η ενέργεια, η διάθεση και η προσπάθεια που κατέβαλαν όλοι, στο διάστημα που αγωνίστηκαν.
Με κορυφαίο όλων τον Γιώργο Καλαϊτζάκη, ο οποίος έκανε δύο βουτιές σε διαδοχικές κατοχές μέσα σε 23'' στην εκκίνηση του αγώνα.
Ο τρίτος εαυτός του Γιώργου Καλαϊτζάκη
Στην τρίτη θητεία του, ως παίκτης του Παναθηναϊκού, ο Γιώργος Καλαϊτζάκης δείχνει να έχει αλλάξει επί της ουσίας το status του. Όχι μόνο γιατί δεν είναι τόσο "ψαρωμένος" στο μπροστινό μέρος του παρκέ (είχε περισσότερη αυτοπεποίθηση και εγωισμό στις κατοχές που πήρε), αλλά πολύ περισσότερο γιατί στην άμυνα έπαψε να αποτελεί προφανή στόχο της αντίπαλης επίθεσης. Τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο.
Η επιστροφή του 23χρονου γκαρντ στο ΟΑΚΑ αποτέλεσε έναν συνδυασμό της ανάγκης του Παναθηναϊκού για ενίσχυση του ελληνικού κορμού και της επιθυμίας του ιδίου να παίξει το τελευταίο χαρτί της καθιέρωσης στον σύλλογο. Κι αν η σεζόν δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, το πρώτο δείγμα γραφής του ιδίου είναι πέρα ως πέρα θετικό και προσφέρει απλόχερα χαμόγελα. Όχι μόνο στον Ντέγιαν Ράντονιτς και τον Αργύρη Πεδουλάκη.
Η λύση στο πρόβλημα και τα μαθηματικά της περιφέρειας
Η φυσιογνωμία του Παναθηναϊκού στο "1" με την ταυτόχρονη παρουσία του Νέιτ Γουόλτερς και του Πάρις Λι ήταν δεδομένο πως θα αλλάξει, εν συγκρίσει με τα προηγούμενα χρόνια. Δεν χρειαζόταν να δει κάποιος τα δύο φιλικά του ΟΑΚΑ για να το διαπιστώσει. Μοιάζει προφανές ακόμη και για τους πιο αδαείς του αθλήματος. Οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να το συζητάμε περισσότερο...
Από την άλλη όμως, αν το "Παύλος Γιαννακόπουλος" δημιούργησε κάποια ερωτηματικά, αυτά αφορούν στον ρόλο που θα έχει ο Άντριου Άντριους και στο χρονικό σημείο που θα αποκτηθεί το alter ego του Ντέρικ Γουίλιαμς στη θέση του πάουερ φόργουορντ.
Ο πρώην παίκτης της Μπούρσασπορ έδειξε αρκετά διστακτικός στο εκτελεστικό κομμάτι, δεν ήταν τόσο επιθετικός όσο την περσινή σεζόν. Λογικό κι επόμενο, αν κρίνουμε το άλμα που έκανε στην καριέρα του και το βάρος που επωμίζεται ως εκ των "βασικών" παικτών του Παναθηναϊκού. Το θέμα είναι αν η ένταξη του Μάριους Γκριγκόνις στο rotation και η προσθήκη του Ματέους Πονίτκα θα τον βοηθήσουν να κοντρολάρει τα συναισθήματά του και να απελευθερωθεί από το τρακ (sic) που έδειχνε να κουβαλάει με Αναντολού Εφές και Αρμάνι Μιλάνο, ή αν όλο αυτό θα τον περιορίσει ακόμη περισσότερο.
Ο ίδιος θα "αποφασίσει".
Μην παραβλέπουμε άλλωστε πως πλέον ο Παναθηναϊκός έχει επτά (7) ξένους, όπερ και σημαίνει πως ένας εξ αυτών θα παρακολουθήσει με πολιτικά ρούχα το Super Cup της επόμενης εβδομάδας. Κι αν είναι κρίνουμε από την επένδυση που έγινε για τον Μάριους Γκριγκόνις και τον Ματέους Πονίτκα, όσο κι από την αναγκαιότητα της συνύπαρξης του Νέιτ Γουόλτερς και του Πάρις Λι στη δωδεκάδα, τότε ενδεχομένως ο κλήρος -για τους προσεχείς αγώνες- να πέφτει στον Άντριου Άντριους.
Εκτός κι αν ο Ντέγιαν Ράντονιτς προτιμήσει το παρελθόν του Άντριου Άντριους στην προετοιμασία του Παναθηναϊκού έναντι ενός εκ των παικτών που θα μπουν σε αυτή, μερικές μόλις ημέρες πριν από τα παιχνίδια της Ρόδου.
Η ταμπέλα του "underdog" και τα νέα κριτήρια
Καλώς ή κακώς, σε περίπτωση που ο Παναθηναϊκός βρεθεί να αντιμετωπίζει τον Ολυμπιακό στον τελικό του Super Cup σε μια βδομάδα (αφού ξεμπερδέψει πρώτα με τον Κολοσσό), είναι ξεκάθαρο πως θα μπει στο παρκέ με την ταμπέλα του "underdog" να τον συνοδεύει. Όχι γιατί έχασε με -13 από την Αρμάνι Μιλάνο, λίγη ώρα μετά από την επιβλητική νίκη του Ολυμπιακού επί του Ερυθρού Αστέρα με +39 στην Κύπρο.
Αλλά επειδή ο βαθμός ετοιμότητας των αιωνίων απέχει πολύ, ως αποτέλεσμα της συνέχειας που υπάρχει στο πρόγραμμα του Ολυμπιακού -εν αντιθέσει με το restart (για ακόμη μια σεζόν) του Παναθηναϊκού στην offseason.
Από την άλλη όμως, είναι σαφές πως τα κριτήρια με τα οποία θα κρίνεται η φετινή προσπάθεια των πρασίνων διαφέρουν πολύ από αυτά της προηγούμενης διετίας. Η επένδυση που έγινε και η ατμόσφαιρα που έχουν δημιουργήσει αυτές συνηγορούν σε πιο αυστηρή κριτική, αλλά και δίκαιη. Χωρίς αφορισμούς και υπερβολές.
Σε μια βδομάδα, ο Παναθηναϊκός ξεκινά την προσπάθεια επιστροφής σε επίπεδα που θα του επιτρέψουν να υποστηρίξει πως μπορεί να... έχει λόγο στα αγωνιστικά δεδομένα της EuroLeague. Κι αυτό δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της πρόκρισης στην post season της διοργάνωσης, αλλά -πολύ περισσότερο- τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης με τον κόσμο του και, εν συνεχεία, της απόκτησης νέων δομών που θα αποτελέσουν τη βάση για τα επόμενα χρόνια.