Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, σε δύο μήνες (δεν) θα θέλουν να είναι αλλιώς
Η ικανότητα του Ολυμπιακού να κερδίζει ακόμη κι όταν δεν είναι καλός στην επίθεση, είναι δείγμα της εξέλιξής του ως ομάδα. Αυτής που προσδοκά να έχει κι ο Παναθηναϊκός (στον δικό του βαθμό) όταν θα ξανασυναντήσει τον αιώνιο αντίπαλο, σε δύο μήνες. Γράφει ο Αλέξανδρος Τρίγκας.
Η απόσταση που χωρίζει τον Ολυμπιακό από τον Παναθηναϊκό στην εκκίνηση της νέας αγωνιστικής περιόδου ήταν εκ προοιμίου γνωστό πως θα αποδειχθεί αρκετή για να κρίνει τον τίτλο στο Super Cup 2022 by aegean islands. Οι πράσινοι δεν έχουν την απαιτούμενη ομοιογένεια, τους αυτοματισμούς στην επίθεση και το know how για να κοντράρουν τους ερυθρόλευκους μέχρι το φινάλε.
Μόλις λοιπόν, η ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα γύρισε τον αμυντικό διακόπτη, η κατάσταση έγινε πιο απλή και της επέτρεψε να "χτίσει" νωρίς στην τρίτη περίοδο το διψήφιο προβάδισμα, που έβαλε -επί της ουσίας- τέλος στην οποιαδήποτε συζήτηση για τη νίκη.
Η άλλη πλευρά του Ολυμπιακού
Η άμυνα με αλλαγές δεν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το βράδυ της Κυριακής 2 Οκτωβρίου από τον Ολυμπιακό. Το κάθε άλλο. Είναι η αμυντική επιλογή στην οποία έχει επενδύσει ο Γιώργος Μπαρτζώκας τα τελευταία χρόνια, με τα γνωστά αποτελέσματα. Στον τελικό όμως, είδαμε την άλλη πλευρά του Ολυμπιακού. Αυτή που του επιτρέπει να κυριαρχεί ακόμη κι όταν ένας αγώνας πηγαίνει σε μεγάλες επιθέσεις, σε λίγες κατοχές και χαμηλή παραγωγικότητα.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε το σαραντάλεπτο ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν οι νταμπλούχοι πριν μπουν στον χορό της EuroLeague και δη στο συναπάντημα με την Μπαρτσελόνα στο Palau Blaugrana. Το παραδέχθηκε άλλωστε κι ο Σάσα Βεζένκοβ, μιλώντας στη Game Night, πως ο Ολυμπιακός πρέπει να μάθει να κερδίζει με κάθε τρόπο. Ακόμη κι όταν αυτός δεν είναι... ελκυστικός ή θελκτικός στο μάτι.
Ο βαθμός λειτουργίας της ομάδας είναι τόσο υψηλός, που της επιτρέπει να λειτουργεί σε... safe mode ακόμη κι όταν δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στο μπροστινό μέρος του παρκέ. Κι αυτό δείχνει πόσο έχουν ωριμάσει/εξελιχθεί οι ερυθρόλευκοι μέσα στον τελευταίο χρόνο. Η προσαρμογή στις συνθήκες είναι άλλωστε αυτή που κάνει τη διαφορά σε βάθος χρόνου.
The right fit
Πίσω από κάθε μεταγραφική συζήτηση άνοιξε το καλοκαίρι αναφορικά με τις επιλογές του Γιώργου Μπαρτζώκα, πάντα γινόταν λόγος για το... fit των υποψηφίων στο υπάρχον σύνολο. Στο κατά πόσο δηλαδή ταιριάζουν και συμπληρώνουν τους παίκτες που συνεχίζουν από πέρσι.
Εν προκειμένω λοιπόν, η εικόνα δείχνει ως τώρα πως ο Τζόελ Μπόλομποϊ ήταν το ιδανικό πάντρεμα του Μουστάφα Φαλ για τη θέση του σέντερ. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην εξάδα των ξένων που έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη Basket League -μην ξεχνάμε πως στην EuroLeague υπάρχει κι ο Ταρίκ Μπλακ, ως ο έβδομος ξένος.
Μπορεί οι ερυθρόλευκοι να έλαβαν προτάσεις από ατζέντηδες με πιο χαρισματικούς επιθετικούς, αλλά το μείζον ήταν πώς ο παίκτης που θα έρχεται πίσω από τον Μουστάφα Φαλ δεν θα είναι πρόβλημα στην άμυνα. Γιατί όταν το rotation φέρνει τον Άλεκ Πίτερς στο παρκέ (έναν παίκτη με δεδομένες αμυντικές αδυναμίες, ειδικά σε πικ εν ρολ) δεν μπορεί αυτός να συνοδεύεται από άλλον ψηλό που είναι ευάλωτος. Σε οποιαδήποτε συνθήκη.
Κι αν μπορεί να ειπωθεί κάτι παραπάνω, ως "έξτρα" για την αξία της παρουσίας του, αυτό θα μπορούσε να είναι η ασφάλεια που δίνει στην ομάδα του, κάθε φορά που πηγαίνει στην γραμμή των βολών. Δεν είναι ούτε οι 5/7 βολές που είχε αυτό το διήμερο στη Ρόδο, ούτε το 72.7% που τον συνοδεύει ως ποσοστό ευστοχίας στην EuroLeague την τετραετία που προηγήθηκε.
Είναι η μηχανική του και η αυτοπεποίθηση με την οποία εκτελεί από την γραμμή. Για έναν αθλητή, άλλωστε, με τη δική του επιθετικότητα στο τελείωμα των φάσεων κοντά στο καλάθι (με κάρφωμα κατά βάση), η αξιοπιστία στις προσωπικές μπορεί να κάνει τη διαφορά για τον ρόλο μέσα στην ομάδα.
Η απόσταση δεν καλύπτεται σε ένα βράδυ
Από την άλλη, ο Παναθηναϊκός επιβεβαίωσε την αίσθηση πως η απόσταση που τον χωρίζει από τον Ολυμπιακό είναι μεγάλη (ειδικά σε αυτό το σημείο της σεζόν) και πως αυτή δεν καλύπτεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η υπομονή που απαιτείται για να παρουσιάσει ο Ντέγιαν Ράντονιτς αυτό που έχει στο μυαλό του είναι αδιαπραγμάτευτη.
Ειδικά από την στιγμή που προσπαθεί να διαχειριστεί τις ισορροπίες εντός της ομάδας του και να μοιράσει τους ρόλους. Είδαμε, για παράδειγμα, τον Ματέους Πονίτκα να παίζει στον τελικό τόσο στο "1" όσο και στο "4" -ανάλογα τις ανάγκες που υπήρχαν. Αυτό φυσικά δεν του επιτρέπει να συνηθίσει στη νέα κατάσταση και να μπει "στο πετσί του ρόλου" που θέλει να του δώσει ο Ντέγιαν Ράντονιτς. Σε αυτό του δεύτερου δημιουργού από την περιφέρεια.
Οι συνήθειες που δεν έχει
Το κακό (χειρότερο) για τον Παναθηναϊκό είναι ότι δεν μπόρεσε να πάρει κάτι από ένα παιχνίδι, στο οποίο ο Ολυμπιακός έμεινε τόσο χαμηλά σε επίπεδο παραγωγικότητας (67 πόντοι), με 23/60 σουτ εντός παιδιάς (38%) και 18 ασίστ για 13 λάθη -αναλογία πολύ μακριά από τη συνηθισμένη των ερυθρολεύκων.
Γιατί συνέβη αυτό; Εν πολλοίς γιατί ο χαμηλός βαθμός συνεργασιών έγινε πολύ πιο ορατός την στιγμή που ο Ολυμπιακός βελτίωσε αισθητά την απόδοσή του, στην άμυνα με αλλαγές. Στο δεύτερο μέρος δηλαδή. Εκεί όπου ο Παναθηναϊκός βρήκε μόλις 18 πόντους με 2/10 δίποντα, 3/12 τρίποντα και 5/9 βολές, δίνοντας 5 ασίστ για 10 λάθη σε είκοσι λεπτά.
Η αδυναμία των κοντών να επιτεθούν κάθετα στο "ένας με έναν" και -δευτερευόντως- να βρουν γρήγορα την πάσα στο low post για τον Ντέρικ Γουίλιαμς και τον Γιώργο Παπαγιάννη έκανε πολύ πιο περίπλοκη την κατάσταση για τους πράσινους.
Κι αυτή είναι μια συνθήκη που θα αντιμετωπίσει ξανά ο Παναθηναϊκός σε δύο μήνες, που θα ξαναβρεθεί απέναντι στον Ολυμπιακό -για τη Basket League αυτή τη φορά. Με την ελπίδα βέβαια πως τότε οι συνεργασίες θα έχουν βελτιωθεί ραγδαία και, ως εκ τούτου, οι αποφάσεις θα προκύπτουν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα -για να αποφευχθούν οι πιο έντονες προσαρμογές της αντίπαλης άμυνας.
Για να είμαστε ειλικρινείς κιόλας, είναι κέρδος για τον Παναθηναϊκό πως θα κάνει τόσο καιρό να ξαναβρει τον Ολυμπιακό στον δρόμο του. Πολύ απλά γιατί θα έχει τον χρόνο να φτιάξει το rotation και τα δίδυμά του (σε περιφέρεια και ρακέτα).
Οι δύο αντίθετοι δρόμοι
Ο Ολυμπιακός έχει τα λευκά στην σκακιέρα (και) της φετινής αγωνιστικής περιόδου κόντρα στον Παναθηναϊκό, αλλά αυτό μοιάζει να είναι το έλασσον. Οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί από τον ίδιο τον οργανισμό άλλωστε (ως προέκταση της εύρυθμης λειτουργίας και της συνέχειας που υπάρχει τα τελευταία χρόνια σε προπονητικό επίπεδο) δεν περιορίζονται μόνο στα ντέρμπι. Για να μην πούμε ότι πλέον αυτό που απασχολεί περισσότερο είναι το Final Four.
Την ίδια ώρα που ο Παναθηναϊκός θέλει να διαπιστώσει στην πράξη πως βδομάδα με τη βδομάδα θα γίνεται καλύτερος, θα αποκτά μεγαλύτερη συνοχή και θα βρίσκει νέους τρόπους για να είναι λειτουργικός στην επίθεση. Συνδυάζοντας παράλληλα όλα αυτά με τις... νίκες, που μπορούν να τον γλυκάνουν και να του δώσουν μεγαλύτερη ψυχολογική ώθηση.
Έχουμε πει άλλωστε πως η ομάδα που θα δούμε φέτος θα κριθεί με πολύ πιο αυστηρά κριτήρια από αυτές που προηγήθηκαν την προηγούμενη διετία. Όχι αυθαίρετα, αλλά ως συνεπακόλουθο της επένδυσης που έγινε και των ονομάτων που έφτασαν στο ΟΑΚΑ το φετινό καλοκαίρι.
Αντί επιλόγου: Η απόφαση του ΕΣΑΚΕ να δημιουργήσει το Super Cup μπορεί να αποτελεί ένα επιπρόσθετο άγχος για τις (μεγάλες) ομάδες, οι οποίες πρέπει να κατακτήσουν έναν τίτλο τόσο νωρίς στη σεζόν (ενώ ο βαθμός ετοιμότητας είναι χαμηλός), στην πράξη όμως αφήνει πολύ πιο έντονη γεύση στο κοινό σε σχέση με κάποια φιλικά παιχνίδια.
Κι αν κρίνουμε από τη δίψα που υπάρχει στην περιφέρεια για τέτοιου είδους διοργανώσεις (σαν αυτή που απόλαυσε η Ρόδος το προηγούμενο τριήμερο), τότε ο ΕΣΑΚΕ δεν έχει παρά να στηρίξει αυτή την πρωτοβουλία. Τα μηνύματα που λαμβάνει άλλωστε από το φίλαθλο κοινό, αυτό δείχνουν.