Κάθε φορά, η πρώτη φορά
Στον δρόμο για την Βραζιλία και φοβούμενος μη πέσει στο νησί του lost, ο Αντώνης Καρπετόπουλος δεν γράφει τη διαθήκη του, αλλά αναπολεί τις μεγάλες πρώτες φορές στο Μουντιάλ. Μη πει κανείς ότι δεν θυμάται τις δικές του
Πετάω για Βραζιλία με την αγωνία του φανατισμένου θρησκόληπτου που φτάνει στους Αγίους Τόπους χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θα βρει.
Αν κάτι συμβεί στην δωδεκάωρη πτήση και καταλήξουμε στο νησί του Lost, αυτό το κείμενο μπορεί να αποδειχτεί το τελευταίο μου κι ακριβώς επειδή το έχω στα υπόψιν μου, ήθελα να είναι μια μικρή ανασκόπηση προηγουμένων: περισσότερο κι από εισαγωγικό κείμενο για το blog που στήσανε τα παιδιά του Sport24.gr για το επικείμενο μουντιάλ, είναι μια αυτοψυχαναλυτική διαδικασία για την οποία ζητώ κατανόηση. Κανονικά έπρεπε να έχω γράψει τη διαθήκη μου.
Όσο μεγαλώνουμε θυμόμαστε ελάχιστα από την παιδική μας ηλικία – η ανάμνηση των πρώτων μας πράξεων, που είναι αυτές που μας γνώρισαν τον κόσμο και τη ζωή, ξεθωριάζει καθώς αυτές αξιολογούνται ως ολοένα και λιγότερο σημαντικές. Ελάχιστοι θυμόμαστε την πρώτη μας μέρα στο σχολείο, την πρώτη φορά που κλοτσήσαμε μια μπάλα, το πρώτο ταξίδι με τους γονείς, την πρώτη μας αρρώστια και ας επιμένει η μάνα μας ότι ήταν τόσο βαριά που είχε κατατρομάξει. Ελάχιστες είναι οι πρώτες φορές που θυμόμαστε.
Ένας άντρας μπορεί να ξεχάσει ακόμα και την πρώτη του φορά με γυναίκα, να μπερδεύεται στο πότε ακριβώς και που είχε την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία και πολλοί αυτή την έλλειψη μνήμης την αντικαθιστούν με ωραία αθώα ψέματα: αλλά κανείς δεν ξεχνά την πρώτη φορά που είδε κι έζησε ένα μουντιάλ.
Δεν υπάρχει ανδροπαρέα που κάποιος να μην έχει πει τη μαγική φράση «εγώ το πρώτο μουντιάλ που θυμάμαι είναι το….» και μετά όλοι να έχουν προσθέσει το δικό τους, συνήθως με μια περίεργη δόση περηφάνιας, από τις γυναίκες – πρέπει να το πω- εντελώς ακατανόητη. Μετά, καθώς η συζήτηση προχωρά, κάποιος προσθέτει την παράμετρο ότι ναι μεν εκείνο ήταν το πρώτο μουντιάλ που έχει δει, αλλά το επόμενο είναι αυτό που θυμάται καλά. Και μετά κάποιος προσθέτει ότι το αγαπημένο του όμως είναι ένα άλλο. Και μετά αρχίζουν οι εξηγήσεις για το γιατί υποστηρίζουμε εθνικές ομάδες που ίσως και να μην έχουμε δει ποτέ ζωντανά στο γήπεδο και μπαίνουν από την πίσω πόρτα της συζήτησης ιδεοληψίες και μύθοι, χαρές και πίκρες και ένα σωρό άλλες πρώτες φορές.
Η πρώτη φορά που είδα το Μαραντόνα, η πρώτη φορά που μίσησα τη διαδικασία των πέναλτι, η πρώτη φορά που έβρισα διαιτητή, η πρώτη φορά που άκουσα το Διακογιάννη ή το Μανώλη Μαυρομάτη, η πρώτη φορά που έμενα ξύπνιος μέχρι τα χαράματα για να δω ένα Γερμανία – Μεξικό, ή η πρώτη φορά που δεν είδα το ματς της έναρξης γιατί ήμουνα φαντάρος ή γιατί είχαμε πάει στον πεθερό μου και, αν είναι δυνατόν, οι άνθρωποι δεν είχαν τηλεόραση.
Όσο περνάνε τα χρόνια και ακούω όταν φτάνει ο καιρός του μουντιάλ ολοένα και περισσότερες επισημάνσεις από φίλους που ζουν το παγκόσμιο κύπελλο ως μοναδική ευκαιρία για να χτίσουν μνήμες, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι κάθε μουντιάλ είναι μια πρώτη φορά. Αν τα αγαπάμε παράφορα τα μουντιάλ είναι γιατί ο ερχομός του μας γυρίζει πίσω στο χρόνο, σε εκείνες τις ηλικίες που όλα έμοιαζαν σημαντικά γιατί δεν τα είχαμε ξαναδεί και γιατί δεν είχαμε προλάβει ακόμα να τα ισοπεδώσουμε.
Ναι, η πρώτη φορά που θυμάμαι να έχω δει ένα αγώνα σε μουντιάλ παραμένει ιερά σημαντική, όμως είναι εξίσου σημαντικές για την καλλιέργεια της συναισθηματικής μας ανωριμότητας, που παραμένει η μόνη μας άμυνα απέναντι στην πραγματικότητα, όλες οι πρώτες φορές που το κάθε μουντιάλ εξασφαλίζει.
Η πρώτη φορά που άκουσα μεγαλύτερους να μιλάνε με πάθος για το ποιος ήταν καλύτερος ανάμεσα στον Πελέ και στο Μαραντόνα.
Η πρώτη φορά που είδα Άγγλους να αποκλείονται στα πέναλτι.
Η πρώτη φορά που μάζεψα χαρτάκια της Panini.
Η πρώτη φορά που οι Γερμανοί ισοφάρισαν στο τέλος κι ενώ έχαναν σε όλο το ματς. Η πρώτη φορά που ένας περίεργος από την Νότια Αμερική έκανε μια ντρίπλα που την αποκαλούν το «βατραχάκι». Η πρώτη φορά που οι Κορεάτες στήσανε όλους τους διαιτητές αποδεικνύοντας ότι δεν αστειεύονται.
Η πρώτη φορά που ο Ρονάλντο κάτι έπαθε στον τελικό και ο κυρ Γιώργος ο περιπτεράς είπε ότι τον διατάξανε οι σπόνσορες.
Η πρώτη φορά που ο Ζιντάν έριξε την κουτουλιά στο Ματεράτσι.
Η πρώτη φορά που ο Παναγούλιας είπε «θα πάρω το παγκόσμιο κύπελλο και θα γίνω μέγας Αλέξανδρος».
Η πρώτη φορά που ο Σαλπιγγίδης σκόραρε το πρώτο γκολ της Εθνικής.
Η πρώτη φορά που οι βουβουζέλες μου τρυπούσαν τα αυτιά και το πράγμα έμοιαζε μαρτύριο, άλλο αν τέσσερα χρόνια μετά κι αυτό ακόμα μου μοιάζει κομμάτι αστείο. Είναι και αυτό το μουντιάλ: μια πρώτη φορά που έρχεται κάθε φορά – όχι τόσο ως λυτρωτική διαδικασία όσο ως προσωπική απόλαυση.
Ναι, το μουντιάλ έχει και αιώνια φαβορί που σπανίως αλλάζουν και επαναλαμβανόμενες πίκρες και ασταμάτητες αδικίες και ματς στα οποία μπορεί να πλήξεις και πλέον είναι δύσκολο να δεις παίκτες που δεν ξέρεις ή να υπάρξουν παρεμβάσεις προπονητών που δεν έχεις φανταστεί. Αλλά ακριβώς επειδή το μενού μοιάζει σταθερό, η προσοχή στο να βρεις το κάτι της που θα θυμάσαι κάνει το παιγνίδι αυτό ακόμα περισσότερο σπουδαίο. Όσο πιο σίγουρος είσαι ότι τα έχεις δει όλα, τόσο αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον το κυνήγι και η προσμονή μιας ακόμα πρώτης φοράς.
Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό το μουντιάλ της Βραζιλίας, που για τους περισσότερους από μας είναι το πρώτο της, αφού από το προηγούμενο σώζονται θολές εικόνες και μυστήριες ιστορίες, είναι ένα παγκόσμιο κύπελλο που ξεκινά καλά: ακόμα κι αν στο τέλος αποδειχτεί όμοιο με πολλά προηγούμενα θα είναι γεμάτο δράματα – η Βραζιλία ως πατρίδα των φαντασιώσεων του ποδοσφαίρου είναι τόπος ιδανικός για να παίξει κανείς με τα τουβλάκια της μνήμης.
Χαίρομαι ήδη για τους πιτσιρικάδες που θα έχουν να λένε ότι «το πρώτο μουντιάλ που θυμάμαι είναι αυτό της Βραζιλίας». Ιδανική εισαγωγή για να εξιστορείς στη συνέχεια το ντελίριο μιας προσωπικής συναισθηματικής περιδίνησης που τελικά σε κάνει ποδοσφαιρόφιλο…