Ευρωπαϊκοί τελικοί στη χώρα: Επιτέλους και πάλι στον χάρτη
Η ανάθεση του φετινού Super Cup στο Γεώργιος Καραϊσκάκης κι η επικείμενη του τελικού του Conference League της επόμενης σεζόν στην OPAP Arena τελειώνει την μακροχρόνια "ξηρασία" φιλοξενίας ευρωπαϊκών τελικών στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας το πλαίσιο και την επιβεβλημένη κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το ελληνικό ποδόσφαιρο με την κατασκευή ολοένα και περισσότερων σύγχρονων γηπέδων.
Η απόφαση της UEFA να αναθέσει τη φιλοξενία του φετινού ευρωπαϊκού Super Cup στο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αλλά κι η αναμενόμενη – όπως εκτιμάται - στο αμέσως επόμενο διάστημα της ανάθεσης του τελικού του Conference League της επόμενης χρονιάς στην OPAP Arena, εκ των πραγμάτων αποτελεί σημαντική εξέλιξη για τα ποδοσφαιρικά δρώμενα στη χώρα μας.
Το κυριότερο προσφέρει ορίζοντα και κατεύθυνση (ακόμα μια για την ακρίβεια), απόλυτα ξεκάθαρη και συγκεκριμένη για το πού και πώς πρέπει να (συνεχίσει πλέον να) κινείται το ελληνικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο υποδομών και εναρμόνισής τους με τα δεδομένα και πρότυπα της εποχής και της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ανανέωσης του γηπεδικού δυναμικού της χώρας.
Αυτονόητα δεν είναι τυχαίο πως τα δύο πιο σύγχρονα ελληνικά γήπεδα ανέλαβαν αυτούς τους δύο τελικούς, ξαναβάζοντας ουσιαστικά στον χάρτη το άφαντο από το συγκεκριμένο στερέωμα ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο πρώτος τελικός Champions League (τότε Κύπελλο Πρωταθλητριών) που φιλοξενήθηκε στο νεότευκτο – λίγους μόλις μήνες νωρίτερα είχε ολοκληρωθεί η ανέγερσή του – Ολυμπιακό Στάδιο έγινε το 1983 (Αμβούργο – Γιουβέντους).
Ο τελευταίος, στο ανακαινισμένο ελέω Ολυμπιακών Αγώνων, Στάδιο το 2007 (Μίλαν – Λίβερπουλ). Είχε μεσολαβήσει ένας δεύτερος, το 1994 (Μίλαν – Μπαρτσελόνα), χωρίς να συνυπολογίζεται ο τελικός του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1987 (Άγιαξ – Λοκομοτίβ Λειψίας).
Σε αυτά λοιπόν τα 25 χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ των τριών αναθέσεων, δεν υπάρχει άλλο γήπεδο στην Ευρώπη το οποίο να φιλοξένησε περισσότερους τελικούς Champions League από το Ολυμπιακό Στάδιο. Κανένα.
Από δύο φορές διεξήχθη τελικός στο Καμπ Νου (Βαρκελώνη), στο Σταντ Ντε Φρανς (Παρίσι), στο Ολίμπικο (Ρώμη), στο Πράτερ (Βιέννη) και στο Ολίμπια Στάντιον (Μόναχο), ενώ πάλι σε αυτό το διάστημα, περισσότερες από τις τρεις φορές που ανατέθηκε ο τελικός στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε μόνο σε γερμανικό και ιταλικό έδαφος (από 4 φορές).
Σε αυτό το διάστημα, μόνο το Άμστερνταμ Αρένα (1996) και το Σταντ ντε Φρανς (1997) ήταν τα μόνα γήπεδα που φιλοξένησαν τελικό, τα οποία είχαν χτιστεί μετά το Ολυμπιακό Στάδιο. Όλα τα υπόλοιπα, ήταν προγενέστερα του μεγαλύτερου σε χωρητικότητα σταδίου της χώρας μας.
Τελικοί σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, στην Ελλάδα όχι
Από τον τελευταίο τελικό του 2007, μετά και την ποιοτική αναβάθμιση των κριτηρίων της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας για τα γήπεδα που θα μπορούν να διοργανώνουν τελικούς Champions League, στην Ελλάδα δεν γίνονταν να έρθει στην πατρίδα μας κανένας τελικός.
Και όχι μόνο της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, αλλά ακόμα και στις άλλες, πλέον τρεις, της UEFA, τα κριτήρια για τις οποίες δεν είναι τόσο (απόλυτα) υψηλού επιπέδου.
Αδιανόητο για μια χώρα η οποία (υποτίθεται πως) εκσυγχρόνισε τις αθλητικές της εγκαταστάσεις λίγα χρόνια νωρίτερα ελέω της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Προφανής η αντιδιαστολή, τουλάχιστον σε επίπεδο και κρατικής παρέμβασης και συνέργειας (πέραν της όποιας ιδιωτικής πρωτοβουλίας), με το τι έγινε στη Βαρκελώνη και στις εκεί εγκαταστάσεις της μετά τη διεξαγωγή των Αγώνων το 1992.
Σε αυτά λοιπόν τα 16 "στείρα" για την Ελλάδα σε επίπεδο φιλοξενίας ευρωπαϊκών τελικών χρόνια, τελικοί Europa League έχουν μεταξύ άλλων ανατεθεί στην Κωνσταντινούπολη, στο Δουβλίνο, στο Βουκουρέστι, στη Βαρσοβία, στη Βασιλεία, στην Στοκχόλμη, στη Λιόν, στο Μπακού, στο Γκντανσκ, ενώ ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ (μετά την απόφαση να μην διεξάγονται αποκλειστικά στο Λουί ΙΙ του Μονακό), στην Πράγα, στην Τιφλίδα, στο Τρόντχαϊμ, στα Σκόπια, στο Ταλίν, στη Βουδαπέστη, στο Μπέλφαστ, στο Ελσίνκι.
Πέρυσι, ο παρθενικός τελικός του Conference League πραγματοποιήθηκε στη νεότευκτη Αρένα Κομπετάρε των Τιράνων, φέτος, θα γίνει στο Εντεν Παρκ της Πράγας.
Πιο χαρακτηριστικά, το τοπίο δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί. Η Ελλάδα δεν υπήρχε πουθενά. Και όχι προφανώς λόγω κάποιου άτυπου εμπάργκο ή αποκλεισμού – φαίνεται άλλωστε από τη συγκεκριμένη καταγραφή (από την οποία προφανώς απουσιάζουν οι αναθέσεις στις κορυφαίες και βάσει υποδομών, ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές χώρες) πως οι αναθέσεις πάνε… παντού - , αλλά γιατί πολύ απλά δεν υπήρχαν οι κατάλληλες εγκαταστάσεις, τα κατάλληλα γήπεδα, δεν πληρούνταν τα προβλεπόμενα κριτήρια.
Καθόλου τιμητικό, μα από την άλλη – δυστυχώς – αντιπροσωπευτικό μιας πολύ συγκεκριμένης κατάστασης.
Πέραν όλων των υπολοίπων, το "σπίτι" του αθλήματος, εκεί όπου παίζεται, προβάλλεται, λανσάρεται, φιλοξενεί όσους το αγαπάνε σε εξέδρες και αγωνιστικούς χώρους, όσους το καταναλώνουν (δεύτερη φύση πλέον στις μέρες μας η υπόμνηση της εμπορικότητας του αθλήματος), αποτελεί τον απόλυτο καθρέφτη όλης της δομής του ποδοσφαίρου και του που βρίσκεται σε σχέση με τις άλλες χώρες.
Το γήπεδο του Παναθηναϊκού και η νέα Τούμπα
Και κακά τα ψέματα, σε αυτό το κομμάτι, μόνο και μόνο η παραπάνω αναφορά, αυτή η μακροχρόνια αδυναμία – γιατί τέτοια ήταν – να έχουμε γήπεδα που έστω ως υποψηφιότητες θα μπορούν να διεκδικήσουν τη διεξαγωγή ευρωπαϊκών τελικών, είναι ανάγλυφη, καταλυτική εις βάρος του πως ήταν διαμορφωμένο, συνολικά, το πλαίσιο του ποδοσφαίρου στη χώρα μας.
Ευτυχώς, αυτό σιγά σιγά αλλάζει. Και η απόφαση της UEFA να ξαναβάλει στο χάρτη τα ελληνικά ποδοσφαιρικά γήπεδα, το πιστοποιεί.
Το μήνυμα άλλωστε, είναι σαφές: καλύτερα γήπεδα, καλύτερο προϊόν, σε κάθε επίπεδο, εναρμονισμένο με τις απόλυτα απαιτητικές νόρμες και μέτρα της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.
Σεβασμός στον πελάτη, σεβασμός στον καταναλωτή – είτε στην εξέδρα είτε στον καναπέ του σπιτιού μέσω του τηλεοπτικού του δέκτη -, σεβασμός και προσφορά των καλύτερων συνθηκών στους συμμετέχοντες, αθλητές και μη, στους πάντες.
Δεν τίθεται προφανώς θέμα, ειδικά συγκριτικά, αν το Γεώργιος Καραϊσκάκης και η OPAP Arena παρέχουν και προσφέρουν όλα αυτά. Αυτονόητο βάσει της απόφασης της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.
Σαφής επιβράβευση προόδου, μα και από την άλλη, τροχιοδεικτική του δρόμου που πρέπει – συνολικά – το ελληνικό ποδόσφαιρο να συνεχίσει να ακολουθεί. Νέα, καλύτερα, πιο σύγχρονα, πιο εναρμονισμένα με τις μοντέρνες πολυεπίπεδες απαιτήσεις γήπεδα, παντού.
Το νέο γήπεδο του Παναθηναϊκού, η προγραμματισμένη ανακατασκευή της Τούμπας, θα αυξήσει – επιτέλους – σε καλό (δεδομένης και της πρότερης καθυστέρησης εκσυγχρονισμού και ανανέωσης) επίπεδο τον αριθμό των σύγχρονων γηπέδων στη χώρα, τα περισσότερα εκ των υφιστάμενων σε αυτήν είναι ηλικίας και προδιαγραφών άλλων ποδοσφαιρικών, εμπορικών και τεχνολογικών εποχών.
Τουλάχιστον έτσι, οι κορυφαίες ομάδες, αυτές που κατά τεκμήριο συμμετέχουν στις διεθνείς διοργανώσεις, θα έχουν και ανάλογο, σύγχρονο "πρόσωπο".
Είναι μια βάση. Και πρέπει και μπορεί να επεκταθεί. Συμφέρει όλους τους εμπλεκόμενους στο ποδόσφαιρο. Συμφέρει το ίδιο το ποδόσφαιρο, το βελτιώνει σε κάθε του έκφανση, σε κάθε επίπεδο, σε κάθε οπτική.
Αλλάζει – και φαίνεται με την χτεσινή εξέλιξη - και αυτήν της εποπτεύουσας αρχής της ηπείρου. Αυτά τα χρόνια του γηπεδικού αποκλεισμού συγκριτικά με το πού έγιναν τελικοί είναι παρά πολλά για τη σύγχρονη διαστρωμάτωση και συνολική κατανομή του αθλήματος στην Ευρώπη. Κι η ευθύνη δεν ήταν προφανώς της UEFA.
Οι αναθέσεις αυτών των δύο τελικών, ζωογόνος και ανανεωτική, χτύπημα στην πλάτη, όχι συγκατάβασης και παρηγοριάς, αλλά αναγνώρισης και υπενθύμισης πως σε αυτό το ευρωπαϊκό τοπίο δεν είμαστε πλέον παρίες και απόκληροι, αλλά εφόσον πληρούμε τις προϋποθέσεις, εφόσον φτιάχνουμε και παρουσιάζουμε κατάλληλα γήπεδα και εγκαταστάσεις, θα μπορούμε να γίνουμε – πάλι – κομμάτι του σκηνικού.
Και πρέπει να είμαστε. Θέλουμε να είμαστε. Είναι αναγκαίο, ζωτικό να είμαστε. Για το κάθε τι που αφορά το ποδόσφαιρο, για το κάθε τι και κάθε έναν που εμπλέκεται στο ποδόσφαιρο.