Ο πρώτος για φέτος περυσινός Παναθηναϊκός και ο glue guy Τσέριν
Το πλαίσιο της στιγμής θύμισε Παναθηναϊκό από τα περυσινά, με το απαραίτητο credit δικαιολογημένα σιγά σιγά και ολοένα και περισσότερο να πιστώνεται στη συμβολή του ελάχιστα φανταχτερού, μα καταλυτικού στο παιχνίδι των πρωτοπόρων της Super League, Άνταμ Τσέριν. Γράφει ο Αντώνης Οικονομίδης.
Σε παιχνίδια σαν το χτεσινοβραδινό στην Καισαριανή, αυτό που θέλει ο προπονητής του φαβορί, του «μεγάλου», εν προκειμένω του Παναθηναϊκού, είναι να φύγει από το γήπεδο χωρίς να του έχει προκύψει επιπλέον δουλειά για το σπίτι. Τουλάχιστον όχι άμεσα, ώστε να βρει και αυτός από την επερχόμενη διακοπή, μια δυο στιγμές χωρίς προβληματισμό.
Αυτό που θέλουν οι ποδοσφαιριστές, είναι να την κάνουν τόσο οι διεθνείς όσο και οι υπόλοιποι που θα μείνουν πίσω, χωρίς το κεφάλι μπαϊλντισμένο από πρόσθετες έννοιες, σκοτούρες και πίεση. Και αυτό που δεν θέλουν όσοι καλούνται να σχολιάσουν ένα τέτοιο παιχνίδι είναι να συντελεστούν τα παραπάνω, γιατί έτσι, πολλά δεν υπάρχουν για σχολιασμό.
Κακά τα ψέματα όμως, αναμενόμενο ήταν όπως τελικά έγινε. Εύκολο, σύμφωνοι, δεν είναι. Διαφορετικά δεν θα συνέβαινε για μόλις τρίτη φορά στην ιστορία των «πράσινων» να πανηγυρίσουν έξι διαδοχικά διπλά στο πρωτάθλημα. Έστω το τελευταίο κόντρα στην δυσκολοκατάβλητη Κηφισιά. Ή μάλλον σωστότερα, ακριβώς επειδή ήταν η Κηφισιά, τη δεδομένη στιγμή. Ακόμη και μόνο με το νόμο των πιθανοτήτων, δεύτερη σερί ζημιά, μετά τον δεύτερο και στον πρωτοπόρο της κατάταξης, δύσκολα θα μπορούσε να προκαλέσει.
Έστω και στον προερχόμενο από δύο διαδοχικά – για διαφορετικούς λόγους το καθένα – προβληματικά παιχνίδια σε Ελλάδα και Ευρώπη πρωτοπόρο. Και χτες η εικόνα δεν ήταν διαφορετική. Δεν θάμπωσε ο Παναθηναϊκός – κάθε άλλο - σε καμία περίπτωση και σε κανένα σημείο του παιχνιδιού.
Λόγω timing όμως και συγκυρίας – να δεχτούμε πως – δεν θα μπορούσε να γίνει και (πολύ) αλλιώς. Τρίτο παιχνίδι σε διάστημα μιας εβδομάδας, «καπάκι» μετά από 72 ώρες σέντρα στην Καισαριανή, με δύο αεροπορικά ταξίδια, ουσιαστικά χωρίς προπόνηση από την Τετάρτη και μετά.
Δεν είναι δικαιολογία, γεγονός είναι. Μια ματιά στην εικόνα όλων των «Ευρωπαίων» στα χτεσινά παιχνίδια τους το επιβεβαιώνει. Χαμηλές, χαμηλότερες οι στροφές, γενικά και παντού. Είτε ως επιλογή, είτε ως δεδομένο, είτε ως αναγκαιότητα.
Υπό αυτό το πρίσμα, όλα δικαιολογούνται, ειδικά εφόσον η δουλειά έγινε. Νίκη, διατήρηση διαφοράς από τους ακολούθους (χωρίς να σημαίνει και κάτι απτό λογιστικά, αρκεί το παράδειγμα της περυσινής χρονιάς, στο ίδιο πάνω κάτω χρονικό σημείο), νέος πρωταγωνιστής στην σκηνή ο σκόρερ Μαντσίνι, πάμε παρακάτω.
Έπαιξε τόσο, όσο για να πάρει αυτό που ήθελε
Ο κυριακάτικος Παναθηναϊκός ήταν ο πρώτος… περυσινός που εμφανίζεται στη φετινή σεζόν. Όχι με διάθεση (ή ανάσες και κουράγια) να συμπαρασύρει κόσμο (βλ. Αγρίνιο, Τρίπολη), αλλά παίζοντας τόσο, όσο για να πάρει αυτό που ήθελε, όπως μπορούσε στο συγκεκριμένο παιχνίδι.
Υπομονετικός, με κοντρόλ στο τέμπο του, περιμένοντας τις στιγμές του. Δεν βρήκε πολλές – και αυτό είναι κάτι που σίγουρα θα πήρε όντως για δουλειά στο σπίτι ο Γιοβάνοβιτς -, με τη μία που έκανε τη διαφορά να έρχεται από λάθος αντιπάλου.
Δεν δέχτηκε επίσης πολλές. Με νωπή την εικόνα στη Λαμία την περασμένη εβδομάδα και την Πέμπτη στη Βρετάνη του παίκτη παραπάνω για μια ώρα κόντρα στη Ρεν, καλοδεχούμενο μαντάτο για τους «πράσινους», έστω και αν αντιμετωπίζοντας χτες βράδυ μια ομάδα που έκανε όλες κι όλες δυο-τρεις κατεβασιές σε όλο το ενενηντάλεπτο, τα προβλήματα που προκάλεσε ο Τέτει σε αυτές τις κατεβασιές, δεν πρέπει να προσπεραστούν (άλλη δουλειά για τον Σέρβο τεχνικό).
Εννοείται πως η σύγκριση με τα περυσινά δεν καταγράφεται ως αρνητική. Κάθε άλλο. Αναποτελεσματικός ο τότε Παναθηναϊκός (εξυπακούεται πως) δεν ήταν. Απλώς, εν όψει της επιστροφής πια από τη διακοπή, η εξέλιξή του, η πρόοδός του, οι προσδοκίες που έχει δικαιολογημένα καλλιεργήσει φέτος, αυτοδικαίως είναι περισσότερες.
Ο συνεκτικός κρίκος Τσέριν
Οι Αμερικάνοι, που αν μη τι άλλο ξέρουν να χαρακτηρίζουν αντιπροσωπευτικά οτιδήποτε αφορά τα σπορ, τον αποκαλούν glue guy. Τον τύπο δηλαδή που «κολλάει» την ομάδα, τον συνεκτικό της δεσμό, τον αρμό της, εκείνον που δεν ενδιαφέρεται για τη θέση του στην ομαδική μαρκίζα, αλλά για το πως αυτή θα γίνεται πιο λαμπερή.
Στον Παναθηναϊκό αυτός είναι ο Άνταμ Τσέριν. Δεν έχει το playmaking του Μπερνάρ, δεν έχει το πόδι του Τζούρισιτς, δεν έχει τον δυναμισμό του Αράο, ούτε την οξυδέρκεια του Ρουμπέν. Ακόμη. Σε όλα και για όλα. Επί του παρόντος και μόνο όμως, διαθέτει στοιχεία που «κουμπώνουν» ιδανικά με όποιο άλλο ζευγάρι μέσων παίξει δίπλα του στην τριάδα του κέντρου. Και κυρίως, το αναδεικνύουν.
Όταν για παράδειγμα πρωτοήρθε, δεν τολμούσε να πλησιάσει στην περιοχή. Και όταν το έκανε, ούτε διανοούνταν να τελειώσει φάση, γιατί έβλεπε την εστία σα σπιρτόκουτο. Πλέον, πατάει με συνέπεια το «κουτί», δεν φοβάται να εκτελέσει και να το κάνει και με ακρίβεια (οι δύο ουσιαστικές τελικές του Παναθηναϊκού στο πρώτο ημίχρονο, δικές του, με τον Αναγνωστόπουλο να τις αποσοβεί).
Ένας ακόμη made in USA όρος, το work ethic, η αφοσίωσή και η επιμονή του δηλαδή στη δουλειά, πέραν της χαρακτηριστικής διαφοράς στο γήπεδο (ακόμη και σε τεχνικό επίπεδο) αυτόν τον περίπου ενάμιση χρόνο που βρίσκεται στον Παναθηναϊκό, αποδεικνύεται για παράδειγμα και από τα φάουλ που πλέον ισότιμα διεκδικεί και κυρίως – ενδεικτικό αναγνώρισης στα αποδυτήρια – του εμπιστεύονται οι συμπαίκτες του.
Τα δικά του μέτρα στο γήπεδο, το που θα κινηθεί και το τι θα κληθεί ως τακτική προτεραιότητα να υπηρετήσει, καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την επιθετικότητα του Παναθηναϊκού ή την ανασταλτική επάρκειά του. Το παιχνίδι του δεν είναι «φιλικό» στη λεζάντα, δεν θα (επιδιώξει να) ξεχωρίσει, αλλά θα το κάνει, επιτρέποντας σε όλους δίπλα του, να φαίνονται καλύτεροι, να παίζουν καλύτερα.
Μετά το… γκρέιντερ που ακούει στο όνομα Φώτης Ιωαννίδης, ο Σλοβένος, στα 24 του και στη δεύτερη μόλις σεζόν του στα «πράσινα», είναι ξεκάθαρα το δεύτερο μεγαλύτερο project των «πράσινων». Όχι εν αναμονή, αλλά ήδη καταλυτικό και κυρίως – όπως και ο Έλληνας επιθετικός – εν εξελίξει, σε συνεχή, αλματώδη βελτίωση.
Το αγωνιστικό καλούπι του δεν είναι δυσεύρετο, όχι. Είναι όμως ακριβώς αυτό που το ποδόσφαιρο, όπως παίζεται πια στο κορυφαίο επίπεδο, ζητάει από τους μέσους. Τους θέλει να είναι παντού, να μπορούν να τα κάνουν τουλάχιστον αξιοπρεπώς όλα και να τρέχουν για τρία ημίχρονα.
Ο Σλοβένος δεν είναι, ακόμη εκεί (πάντα σε σχέση με το ανώτερο του ελληνικού, επίπεδο), αλλά έτσι όπως πηγαίνει, το ότι θα φτάσει και θα φτάσει γρήγορα, είναι θέμα χρόνου. (Θα πόνταρα) λιγότερου από αυτόν που έχει περάσει στα μέρη μας.